1. Το πλαίσιο
Ο τρόπος με τον οποίο το αιγαιακό τοπίο χρησιμοποιήθηκε στην νεοελληνική λογοτεχνία του 20ου αι. σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις ιστορικές εξελίξεις του τόπου και την ιδιαίτερη σημασία που λάμβανε στο πλαίσιο αυτό ο συγκεκριμένος χώρος. Πιο συγκεκριμένα, η αναζήτηση της «ελληνικότητας» στο πλαίσιο των προβληματισμών του ελληνικού μεσοπολέμου, η μικρασιατική καταστροφή και η έλευση των προσφύγων στην Ελλάδα, η νοσταλγία των «χαμένων πατρίδων», η αναγκαιότητα αναπροσαρμογής των ιδεολογικών αναφορών και συλλογικών αναπαραστάσεων, η αλλαγή των συνθηκών που επέφερε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η ομογενοποίηση «αυτοχθόνων» και «προσφύγων» στα νέα εθνικά πλαίσια και τέλος η ανάδειξη του τουρισμού ως πλουτοπαραγωγικής πηγής της χώρας αποτέλεσαν τους κυριότερους ιστορικούς σταθμούς που διαμόρφωσαν τα πλαίσια ένταξης και χρησιμοποίησης του αιγαιακού τοπίου στη λογοτεχνία.
2. Η Πεζογραφία της Γενιάς του ’30
Η Μικρασιατική Καταστροφή και τα έντονα βιώματα που προκάλεσε ο ξεριζωμός τόσο στους πληθυσμούς που τον υπέστησαν όσο και στους πληθυσμούς που τον αφουγκράστηκαν ως απόηχο στους τόπους υποδοχής αποτέλεσε το αφετηριακό σημείο για την ενασχόληση της νεοελληνικής λογοτεχνίας με το Αιγαίο ως τόπο, τόσο πραγματικό όσο και συμβολικό. Η «αιολική σχολή», η λογοτεχνική σχολή που διαμορφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και κυρίως στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ήταν αυτή που πρώτη επικεντρώθηκε γύρω από το Αιγαίο, ως συμβολικό τόπο του ελληνισμού. Ο Ηλίας Βενέζης, ο Στρατής Δούκας και ο Στρατής Μυριβήλης είχαν όλοι τους προσωπικές αναφορές και εμπειρίες από την περιοχή του Βορειοανατολικού Αιγαίου: οι δύο πρώτοι κατάγονταν από το Αϊβαλί και ο τρίτος από την Μυτιλήνη. Τα γεγονότα που περιγράφουν στα έργα τους κινούνται στο χώρο του ωμού ρεαλισμού, χωρίς όμως να αμφισβητούν τη λειτουργικότητα των παραδόσεων της ελληνικής αγροτικής ζωής. Με τον τρόπο αυτό διαφοροποιούνται από το δυτικοευρωπαϊκό τους πρότυπο και καθορίζουν την ιδιαίτερη πορεία του ελληνικού μοντερνισμού. Οι ιστορίες τους διαπραγματεύονται τον πόλεμο και την προσφυγιά, τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετώπισαν οι άνθρωποι για να επιβιώσουν. Η στροφή τους προς την διαπραγμάτευση των εμπειριών της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας και την προσπάθεια διαχείρισης της τραυματικής εμπειρίας του ξεριζωμού ευθυγραμμίζεται με τις αντίστοιχες τάσεις του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, που εγκαταλείπει σταδιακά την ηθογραφία για χάρη μιας πιο κοινωνικά προσανατολισμένης πεζογραφίας. Η εξύμνηση του τοπίου και της παράδοσης είναι, στο πλαίσιο αυτό, ο τρόπος που επέλεξαν οι έλληνες λογοτέχνες (αλλά και άλλοι καλλιτέχνες) για να διασφαλίσουν την ιδιαιτερότητα της δικής τους προσέγγισης σε σχέση με το γενικότερο ευρωπαϊκό ρεύμα. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται τα μυθιστορήματα Η ζωή εν τάφω (1930), και Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια (1933) του Στρατή Μυριβήλη, Το νούμερο 31328 (1931) και Γαλήνη (1939) του Ηλία Βενέζη, όπως και η νουβέλα Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929) του Στρατή Δούκα. Ο Στρατής Δούκας, μάλιστα, στην Ιστορία ενός Αιχμαλώτου γίνεται ο εισηγητής της μαρτυρίας ως λογοτεχνικού τύπου. Εξαφάνισε από το έργο του το πρόσωπο του συγγραφέα και βάσισε ολόκληρο το μυθιστόρημα στην αφήγηση των περιπετειών ενός επιζώντα από την Καταστροφή. Για να διατηρήσει μάλιστα την προφορικότητα στο έργο του, λέγεται ότι δεν έγραψε ο ίδιος το μυθιστόρημα, αλλά το υπαγόρευσε στον εξάδελφό του.
Στα έργα αυτά το Αιγαίο είναι τόσο πραγματικός τόπος, όπου εκτυλίσσονται οι ιστορίες, όσο και συμβολικός: είναι η θάλασσα που κάποτε ένωνε τις ελληνικές κοινότητες και τώρα πια αποτελεί το όριο του ελληνισμού, η θάλασσα που έφερε τους πρόσφυγες στην Ελλάδα και τους χωρίζει από τις «χαμένες πατρίδες»
3. Η μεταπολεμική ποίηση
Την πρώτη περίοδο ενασχόλησης με το Αιγαίο ακολούθησε η ανάδειξη του Οδυσσέα Ελύτη ως «ποιητή του Αιγαίου» - όχι με την έννοια του φυσιολάτρη ποιητή που βλέπει με τη ματιά του τουρίστα τη θάλασσα και τα νησιά, αλλά με την έννοια του ανθρώπου που βλέπει ηθικές δυνάμεις στα φυσικά στοιχεία, που διαβάζει το Αιγαίο σ’ ένα υπερβατικό, μεταφυσικό επίπεδο. Οι Προσανατολισμοί και κυρίως το Άξιον Εστί αποτελούν ύμνους στο αιγαιακό τοπίο και στον τρόπο που έχει επηρεάσει τη ψυχοσύνθεση των κατοίκων του. Ο «ελληνισμός» με αυτήν την έννοια είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης από μια σειρά ποιητών της δεκαετίας του ’30, ιδιαίτερα στα μεταπολεμικά τους έργα. Ο Γιάννης Ρίτσος και ο Γιώργος Σεφέρης έχουν ασχοληθεί κατά κόρον με το θέμα του Αιγαίου, με την έννοια του συμβολικού τόπου, του ενταγμένου και εναρμονισμένου με την ιστορία και τον ψυχισμό του ελληνισμού. Η Ρωμιοσύνη του Ελύτη, η Στροφή και τα Ημερολόγια Καταστρώματος του Σεφέρη είναι χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της τάσης στην ποίηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο λόγος που χρησιμοποιείται από τους ποιητές αυτούς είναι χρωματισμένος από το εκκλησιαστικός ύφος, ή τουλάχιστον αντλεί από την ορθόδοξη και τη βυζαντινή παράδοση και το δημοτικό τραγούδι, ενώ ταυτόχρονα κάνει αναφορές στην αρχαιοελληνική κληρονομιά, συμπυκνώνοντας με τον τρόπο αυτό όλες τις φάσεις της ελληνικής ιστορίας. Έτσι το Αιγαίο, ως μικρόκοσμος και ως σύνολο ταυτίζεται με την Ελλάδα. Από εδω και στο εξής θα γίνει συνώνυμο της ελληνικότητας.
4. Μελοποιημένη ποίηση
Η παγίωση του Αιγαίου ως συμβόλου της ελληνικότητας πέρασε με τον καλύτερο στη λαϊκή κουλτούρα μέσω της μουσικής. Από την αρχή της δεκαετίας του 1960 και με την εμφάνιση των Μίκη Θεοδωράκη και Μάνου Χατζιδάκι οι στίχοι του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Ελύτη και του Γκάτσου μελοποιούνται και γίνονται γνωστοί στο ευρύ κοινό. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και σήμερα το Άξιον Εστί των Θεοδωράκη – Ελύτη αποτελεί για πολλούς την επιτομή της ελληνικότητας.
Παράλληλα, το μουσικό ρεύμα του «νέου κύματος», που εμφανίστηκε σε αντιστοιχία κυρίως με το γαλλικό τραγούδι στα μέσα της δεκαετίας του 1960, μετέδωσε εξιδανικευμένες εικόνες του Αιγαίου σε ένα πιο χαμηλόφωνο κλίμα νεανικής ευαισθησίας και συντροφικής – ερωτικής ατμόσφαιρας.