Αρχιτεκτονική του Βορειοανατολικού Αιγαίου

1. Εισαγωγή

Τα νησιά Λήμνος, Λέσβος, Χίος, Σάμος, Ικαρία έχουν μεγάλο μέγεθος, διαθέτουν αξιόλογες πλουτοπαραγωγικές πηγές και πλούσια ενδοχώρα και βρίσκονται κοντά στα παράλια της Μικράς Ασίας, από την οποία δέχτηκαν σε μεγάλο ή μικρότερο βαθμό επιρροές. Παρότι διακρίνονται κοινά στοιχεία στην αρχιτεκτονική τους, καθένα από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου έχει αναπτύξει αυτόνομη οικιστική ταυτότητα, η οποία διαμορφώθηκε από τις ιδιαίτερες σε κάθε περίπτωση ιστορικές συνθήκες. Η Λέσβος, η Σάμος και η Λήμνος έχουν τη μεγαλύτερη αρχιτεκτονική συγγένεια μεταξύ τους, αλλά και με την οικιστική που αναπτύχθηκε στα απέναντι παράλια.

2. Γενικά χαρακτηριστικά

2. 1. Λέσβος

Η αρχιτεκτονική της Λέσβου διακρίνεται από εξωστρέφεια και αστικό χαρακτήρα, που αντανακλά την ανάπτυξη κατά τα νεότερα χρόνια μιας ισχυρής μεσαίας κοινωνικής τάξης. Οι 100 περίπου οικισμοί της xωροθετούνται σε 8 ενότητες, σε καθεμία από τις οποίες κυριαρχεί ένα οικιστικό κέντρο μεγάλου σχετικά μεγέθους, όπως η Μυτιλήνη, ο Μόλυβος, το Πλωμάρι, η Αγιάσος.

2. 2. Σάμος

Περισσότερο λαϊκή και εσωστρεφής είναι η οικοδομική παράδοση στη Σάμο, στην οποία διατηρούνται πανάρχαια στοιχεία από τη νησιωτική αιγαιοπελαγίτικη οικιστική. Οι παλιότεροι οικισμοί χτίστηκαν στο εσωτερικό του νησιού, σε μέρη τελείως αθέατα από τη θάλασσα, εξαιτίας του φόβου των πειρατικών επιδρομών. Σε νεότερες –πιο ασφαλείς– περιόδους αναπτύχθηκαν τα επίνεια και απόκτησαν αυτόνομη οικιστική διάσταση. Η Σάμος είναι το μοναδικό νησί του Ανατολικού Αιγαίου στο οποίο επιβίωσε έως πρόσφατα η πανάρχαια παράδοση του δωματοσκέπαστου κτηρίου, ίσως γιατί παρέμενε έως τις αρχές του 19ου αιώνα ένα νησί γεωργικό, «κλειστό» και αυτάρκες, χωρίς εξωτερικές πολιτιστικές επιρροές. Η αρχιτεκτονική των δωματοσκέπαστων κατοικιών της Σάμου είναι εξαιρετικά λιτή, χωρίς ιδιαίτερα μορφολογικά στοιχεία, και χαρακτηρίζεται από την αυστηρή καθαρότητα του κυβικού όγκου.

Τα κτήρια είναι συνήθως διώροφα. Στο κατώι γίνονται οι αγροτικές δραστηριότητες, ενώ το ανώι αποτελεί τον κύριο χώρο διαμονής της οικογένειας. Η προσπέλαση στον όροφο γίνεται με εξωτερική λίθινη σκάλα, η οποία οδηγεί σε μια είσοδο τοποθετημένη κεντρικά. Στη μία πλευρά του χώρου, μια μικρή υπερύψωση του δαπέδου δημιουργεί το σοφά, για τον ύπνο όλης της οικογένειας, ενώ το υπόλοιπο δωμάτιο που περιλαμβάνει το τζάκι μένει ενιαίο, για να εξυπηρετήσει τις άλλες λειτουργίες της διημέρευσης. Συχνά ο διαχωρισμός αυτός υλοποιείται με την ύπαρξη ενός ενδιάμεσου χωρίσματος από ελαφριά κατασκευή (ξύλο ή τσατμά) ή με μια μεγάλη ντουλάπα με πλούσια ξυλόγλυπτη διακόσμηση, τη μεσάντρα.

2. 3. Λήμνος

Μεγάλο και πεδινό νησί με ήρεμη φύση, η Λήμνος, έχει κατά κύριο λόγο μικρού μεγέθους οικισμούς με χαρακτήρα αγροτικό / κτηνοτροφικό. Η αρχιτεκτονική της ακολουθεί τις λαϊκές παραδοσιακές μορφές με την ποικιλία που αυτές διαμορφώνονται στο ανατολικό Αιγαίο, έχοντας ταυτόχρονα αναπτύξει μια αξιόλογη καθαρά τοπική παράδοση αγροτικής αρχιτεκτονικής.

2. 4. Ικαρία

Και στην περίπτωση της Ικαρίας η χωροθέτηση των οικισμών και η αρχιτεκτονική των κτηρίων αντικατοπτρίζει τις ταλαιπωρίες που πέρασε το νησί στα ανασφαλή χρόνια των πειρατικών επιδρομών. Οι οικισμοί είναι μικροί και αραιοχτισμένοι, χωρίς συνδετικό πολεοδομικό ιστό, ένα στοιχείο που σχετίζεται με τον κτηνοτροφικό τους χαρακτήρα. Η λιτή, αγροτικού χαρακτήρα, ικαριώτικη αρχιτεκτονική, παρουσιάζει ιδιοτυπίες, η σημαντικότερη από τις οποίες είναι η επικράτηση της επικλινούς στέγης από την τοπική σχιστόπλακα.

2. 5. Χίος

Ξεχωριστή από όλα τα νησιά που εξετάζουμε είναι η αρχιτεκτονική της Χίου. Η διατήρηση στοιχείων από τη βυζαντινή και τη γενουατική παράδοση έχει δημιουργήσει ένα πλήρως αναπτυγμένο τοπικό αρχιτεκτονικό ιδίωμα, μοναδικό στον ελληνικό χώρο. Κατασκευαστικές μέθοδοι και μορφές που χαρακτηρίζουν έως και σήμερα τη χιώτικη αρχιτεκτονική, όπως η καθολική χρήση του θόλου και η υψηλού επιπέδου ανάπτυξη της λιθοξοΐας, ανάγονται σε εκείνες τις περιόδους.

Στο νότιο μαστιχοπαραγωγό τμήμα της Χίου, οι Γενουάτες οργάνωσαν τους οικισμούς στον τύπο των φρουρίων, για να αμύνονται στις ενδεχόμενες εξωτερικές επιθέσεις και να ελέγχουν την παραγωγή της μαστίχας. Οι κατοικίες είναι κατά κανόνα διώροφες, με εσωτερική σκάλα. Στο ισόγειο στεγάζονταν οι βοηθητικές λειτουργίες και στον όροφο οι χώροι διημέρευσης. Στα δώματα, που είχαν ενιαία στάθμη, επεκτεινόταν ένα μέρος από τις λειτουργίες του σπιτιού. Κέντρο της σύνθεσης αποτελεί το αίθριο (άγερτο ή πουντί), το οποίο διαμορφώνεται στον όροφο και προσφέρει αερισμό και φωτισμό. Στο Πυργί, καθώς και σε άλλες περιοχές της Χίου, συναντούμε μια ιδιότυπη τεχνική στολισμού των κτηρίων, τα ξυστά, κατά την οποία γίνεται εγχάρακτη διακόσμηση στο εξωτερικό κονίαμα των όψεων.

Στις περιοχές του Κάμπου και της Χώρας αναπτύχθηκε μια καθαρά τοπική παράδοση έντεχνης αρχιτεκτονικής, με επιρροές βυζαντινές και γενουατικές. Στον Κάμπο, μετά το 17ο αιώνα, χτίστηκαν εντυπωσιακές επαύλεις ευγενών και πλουσίων μέσα σε μεγάλα κτήματα με εσπεριδοειδή, περιφραγμένα με ψηλούς μαντρότοιχους. Τα καμπούσικα αρχοντικά είναι μεγάλα διώροφα ή τριώροφα κτήρια. Στο ισόγειο εξυπηρετούνται οι ποικίλες βοηθητικές λειτουργίες, ενώ στον όροφο βρίσκεται το κύριο δωμάτιο υποδοχής, το κιόσκι. Η διάρθρωση των όψεων έχει ασυμμετρία και πλαστικότητα, που δημιουργείται από τη διάσπαση των όγκων, τις τοξοστοιχίες, τις προεξοχές. Κοινό μορφολογικό στοιχείο αποτελεί η μνημειακή εξωτερική σκάλα ανόδου στον όροφο. Υψηλής ποιότητας υπαίθριος χώρος διαβίωσης, που περιλαμβάνει αλέες, δεξαμενές και βοτσαλωτά, περιβάλλει τα αρχοντικά, δημιουργώντας ένα σύνολο εξαιρετικής αισθητικής.

Στα υπόλοιπα νησιά που εξετάζουμε, ο παλιότερος τύπος κατοικίας είναι το νησιωτικό μονόχωρο μακρινάρι με δώμα, που είχε εξαπλωθεί σε όλο το Αιγαίο. Πρόκειται για την πιο απλή κατασκευή, η οποία προέρχεται από αρχαιότερα συστήματα στέγασης και μπορεί να υλοποιηθεί με απλά υλικά από τους ίδιους τους κάτοικους.

2. 6. Ο 18ος αιώνας

Το 18ο αιώνα η ανάπτυξη του εμπορίου και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου στις τοπικές κοινωνίες του ανατολικού Αιγαίου επιτρέπουν την εισαγωγή νέων προτύπων από την οικοδομική παράδοση των γειτονικών ηπειρωτικών ακτών. Σταδιακά πραγματοποιείται η μετάβαση από την εμπειρική αρχιτεκτονική του δώματος σε μια αρχιτεκτονική υψηλότερου τεχνολογικού επιπέδου, αυτή της κεραμοσκέπαστης κατοικίας.

Η Λέσβος ανέπτυξε από νωρίς εμπορικές σχέσεις με τα μεγάλα ηπειρωτικά κέντρα της Ανατολής, τη Σμύρνη και την Πόλη, ενώ από το 18ο αιώνα η αρχιτεκτονική της φυσιογνωμία ταυτίζεται με αυτή της απέναντι μικρασιατικής ακτής. Το φαινόμενο αυτό συνδέεται με τις ανταλλαγές μαστόρων και τεχνιτών και τις εισαγωγές οικοδομικού υλικού. Έως το τέλος του 19ου αιώνα στο νησί κυριαρχεί ο μικρασιατικός τύπος του διώροφου στενομέτωπου κτηρίου με σαχνισί στην πρόσοψη. Εκτός από τις αστικές κατοικίες, κατασκευάζονται στο νησί μεγάλα αρχοντικά που ανήκουν και αυτά στη βαλκανική οικοδομική παράδοση, κάποια με γραμμικό χαγιάτι εμπρός και άλλα με κεντρικό ή σταυροειδές χαγιάτι. Ξεχωριστή περίπτωση αρχοντικών της λεσβιακής αρχιτεκτονικής παράδοσης είναι οι πύργοι που χτίζονταν σε αγροτικές περιοχές κοντά στην πόλη της Μυτιλήνης και αποτελούσαν τη δεύτερη κατοικία πλούσιων αστών, Τούρκων ή Ελλήνων. Πρόκειται για κτήρια που αναπτύσσονται καθ’ ύψος, σε τρεις περίπου ορόφους, με μονόχωρη τετράγωνη κάτοψη και με τον τελευταίο όροφο να διαρθρώνεται ελεύθερα, με τους χώρους εκτεινόμενους προς τα έξω με σαχνισιά.

Η αρχιτεκτονική της κατοικίας με κεραμοσκεπή και σαχνισί θα έρθει στη Σάμο με μια σχετική χρονική καθυστέρηση, όταν κάτω από το προνομιακό καθεστώς της αυτόνομης ηγεμονίας (1834-1912) αναπτύσσεται το εμπόριο και η οικονομία. Το ενδιαφέρον στην περίπτωση της Σάμου είναι ότι παράλληλα αναπτύχθηκε και ένας μεταβατικός τύπος κτηρίου, που συνδύαζε τα πιο αντιπροσωπευτικά κατασκευαστικά γνωρίσματα των δύο κύριων αρχιτεκτονικών τύπων, δηλαδή τη στέγαση με δώμα και την ελαφριά κατασκευή της πρόσοψης του ορόφου από τσατμά ή ακόμα και το σαχνισί. Η συνύπαρξη αυτή δείχνει ότι η διάδοση της νέας αρχιτεκτονικής στο νησί δεν οφείλεται σε οργανωμένα συνεργεία μαστόρων που ήρθαν από έξω, όπως συνέβη πιθανόν στη Λέσβο, αλλά σε ντόπιους που μετέφεραν σταδιακά τις νέες μορφές.

Μετά την αντικατάσταση του δώματος από τη στέγη, ο κυρίαρχος τύπος κατοικίας στη Λήμνο είναι το μονόχωρο, συνήθως πλατυμέτωπο κτήριο, ισόγειο ή διώροφο, με δίριχτη και αργότερα τετράριχτη στέγη. Όταν το κτήριο είναι διώροφο, η πρόσβαση πραγματοποιείται από εξωτερική σκάλα, που τοποθετείται παράλληλα με την πρόσοψη. Στην απόληξή της δημιουργείται ανοιχτός εξώστης – βεράντα, η αξάτα. Ενίοτε η στήριξη της στέγης γίνεται με μεσοδόκι, το οποίο υποστηρίζεται από ελεύθερο στύλο στη μέση του χώρου. Οι όγκοι είναι καθαροί, πρισματικοί, με χαμηλωμένες στέγες και στοιχειώδη γείσα. Τα παλιότερα κτίσματα μένουν ανεπίχριστα. Το βασικότερο μορφολογικό στοιχείο αποτελεί η υφή και οι αποχρώσεις της εμφανούς λιθοδομής με την επιμελημένη κατασκευή και το συγκεκριμένο τρόπο αρμολογήματος που διαμορφώνει με λιτά μέσα ένα σύνολο εξαιρετικής ποιότητας. Το χαμηλό βιοτικό επίπεδο και η λιτή ζωή διατήρησαν και την τοπική αρχιτεκτονική σε απλοποιημένες μορφές. Ο τύπος της κατοικίας με σαχνισί θα φτάσει και στη Λήμνο, θα περιοριστεί όμως κυρίως στην πρωτεύουσα, τη Μύρινα, που είχε και τις περισσότερες επαφές της με τη Λέσβο και τη Μικρά Ασία.

Ο παλιότερος τύπος κτηρίου της Ικαρίας, το λεγόμενο χυτό σπίτι, είναι ισόγειο μονόχωρο πλατυμέτωπο μακρινάρι, με μονόριχτη στέγη από σχιστόπλακα και μια σειρά από στοιχεία εσωτερικής διαμόρφωσης (τζάκι, φούρνο, κόγχες), τα οποία εμφανίζονται στις ίδιες πάντα θέσεις. Εξαιτίας του φόβου των πειρατών, το κτήριο δεν είχε παράθυρα ούτε καμινάδα, αλλά μόνο μια μικρή χαμηλή πόρτα και ένα άνοιγμα στη στέγη πάνω από την εστία, από όπου φωτιζόταν και αεριζόταν το σπίτι (ανεφάντης). Ένας τοίχος –ο λεγόμενος αντιπειρατικός– ύψους περίπου 1,7 μ., που χτιζόταν σε κοντινή απόσταση μπροστά από το σπίτι, έκρυβε τη θέα του από τη θάλασσα. Στις νεότερες, πιο ασφαλείς, περιόδους το αντιπειρατικό σπίτι απόκτησε παράθυρα, ο τοίχος μετακινήθηκε και σταδιακά εξάλειψε. Στα διώροφα κτήρια η πρόσβαση στον όροφο γίνεται μέσω εξωτερικής λίθινης σκάλας, που τοποθετείται παράλληλα με τη στενή πλευρά της κάτοψης. Το κυριότερο χαρακτηριστικό του λαϊκού ικαριώτικου σπιτιού είναι η προσαρμογή του στη μορφολογία του εδάφους. Οι εξωτερικές λιθοδομές κατασκευάζονται με αργούς ή ημιλαξευτούς λίθους χωρίς συνδετικό κονίαμα και παλιότερα έμεναν ανεπίχριστες, ώστε να εναρμονίζονται τελείως με το περιβάλλον τους. Η διαμόρφωση της όψης περιορίζεται στην προσπάθεια τήρησης μιας κεντρικής συμμετρίας στα ανοίγματα. Στο λιτό και καθαρά λειτουργικό όγκο των κτηρίων τα μόνα μορφολογικά στοιχεία είναι τα κυκλικά υπέρθυρα και η ελαφριά προέκταση της στέγης.

2. 7. Ο 19ος αιώνας

Το β΄ μισό του 19ου αιώνα συντελείται στα πλουσιότερα νησιά του ανατολικού Αιγαίου στροφή προς μια «λόγια» αρχιτεκτονική, επηρεασμένη από δυτικά αρχιτεκτονικά ρεύματα. Η μεταστροφή αυτή έχει τη βάση της σε μια σειρά από κοινωνικοοικονομικές αλλαγές, που είχαν κοινό παράγοντα την οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων χάρη στην οργάνωση της βιομηχανίας και των εξαγωγών στη Λέσβο, τη Σάμο και τη Χίο.

Η ευημερία που έφερε η βιομηχανική ανάπτυξη στη Λέσβο ενίσχυσε τον αστικό χαρακτήρα των κατοικιών. Ο κυρίαρχος τύπος της λαϊκής αστικής κατοικίας απόκτησε συμμετρία στην εσωτερική και εξωτερική διάρθρωση. Το σαχνισί αντικαταστάθηκε από κεντρικό εξώστη. Στους μεγαλύτερους οικισμούς αρκετά σπίτια διαμόρφωσαν ημιυπόγειο και έτσι η όψη διαρθρώθηκε κατά την κλασική αντίληψη σε βάση, κορμό και στέψη. Ο βασικός αυτός τύπος εμφανίστηκε με διάφορες τοπικές διαφοροποιήσεις που σχετίζονται με τη μορφολογία του τοπίου, την ποιότητα των τοπικών υλικών, τις ασχολίες των κατοίκων και τις πολιτισμικές ιδιομορφίες κάθε περιοχής του νησιού. Μέσα από τις εμπορικές επαφές με τις μητροπόλεις της Ανατολής διαμορφώθηκε μια κοινωνία ανοιχτή, με κοσμοπολίτικη νοοτροπία αλλά και τάσεις επίδειξης. Στις μορφολογικές επιλογές των Λέσβιων νεοκλασικά στοιχεία αναμείχθηκαν με τον τολμηρό εκλεκτικισμό της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης. Στις αρχές του 20ού αιώνα στη Μυτιλήνη χτίστηκαν μεγαλοαστικές κατοικίες που αποτελούν αυτούσια μεταφορά ευρωπαϊκών προτύπων μέσα από λευκώματα με υποδείγματα εφαρμογών σε προάστια της Βιέννης, του Βερολίνου και του Παρισιού.

Αντίστοιχη εικόνα έχουμε στο βιομηχανοποιημένο Καρλόβασι της Σάμου, όπου συγκεντρώθηκαν κατά κύριο λόγο οι εγκαταστάσεις βυρσοδεψίας. Στην ίδια περιοχή, κατά μήκος της οδού του Αγίου Νικολάου χτίστηκαν μεγάλες κατοικίες, δείγματα του πλούτου της νεοεμφανιζόμενης μεγαλοαστικής τάξης. Η αρχιτεκτονική που αναπτύχθηκε στη Σάμο βρίσκεται πιο κοντά στα ελλαδικά πρότυπα του αθηναϊκού κλασικισμού, χωρίς να λείπουν επιρροές από την αστική αρχιτεκτονική της Μικρά Ασίας.

Κτήρια με νεοκλασικά χαρακτηριστικά χτίστηκαν κατά το 19ο αιώνα και στη Μύρινα της Λήμνου και αποτέλεσαν πρότυπα και για τους μεγαλύτερους οικισμούς του νησιού. Διακρίνονται από την έντεχνη απόδοση επιμέρους διακοσμητικών στοιχείων (γωνιόλιθους, πλαίσια ανοιγμάτων, γείσα) κατασκευασμένων με τη χαρακτηριστική σκούρα καφέ-γκρι γρανιτόπετρα. Στο σύνολο του νησιού Λήμνου υπερτερούν από το 19ο αιώνα οι όψιμες παραλλαγές του λαϊκού κτηρίου που, κάτω από την επίδραση του νεοκλασικισμού, χαρακτηρίζονται από την «απλοϊκή» επιδίωξη συμμετρίας, τόσο στην εσωτερική οργάνωση όσο και στην κύρια όψη τους.

Ο 19ος αιώνας υπήρξε για τη Χίο δύσκολη περίοδος. Μετά την καταστροφή του 1822 και το μεγάλο σεισμό του 1881 χάθηκε σημαντικό κομμάτι από την παλιά αρχιτεκτονική. Το μεγαλύτερο μέρος των αρχοντικών του Κάμπου καταστράφηκε, όμως τα νέα κτήρια που χτίστηκαν προσαρμόστηκαν ικανοποιητικά στο υφιστάμενο περιβάλλον, γιατί διατήρησαν τα ίδια υλικά και το ίδιο λειτουργικό πρότυπο. Στα χρόνια που ακολούθησαν, το νησί άρχισε να ανοικοδομείται σε ένα γενικό κλίμα ανάκαμψης. Τα νέα δημόσια και αστικά κτήρια που κατασκευάζονται στη Χώρα και στον Κάμπο εμφανίζουν επιδράσεις νεοκλασικές, που εκπορεύονται από τη Δύση, αλλά και εκλεκτικιστικές, που βρίσκονται πιο κοντά στο πνεύμα της γειτονικής Σμύρνης.