1. Εισαγωγή
Τα περιηγητικά κείμενα (15ος-20ός αιώνας) αποτελούν ένα πολύ πλούσιο υλικό για τη νεότερη ιστορία του Ελληνισμού. Ο κόσμος που περιγράφουν οι περιηγητές είναι τα πραγματολογικά στοιχεία (καθημερινός βίος, έθιμα), τα πράγματα που τους ελκύουν ιδιαίτερα (αρχαιότητες, μνημεία), τα γεγονότα που εξελίσσονται στο χώρο και προξενούν το ενδιαφέρον τους (πολιτικές σκοπιμότητες, πόλεμοι). Δίχως άλλο όμως στα κείμενα αυτά αντανακλώνται επίσης το βλέμμα του κάθε περιηγητή, η ιδεολογία του, το ατομικό ή ομαδικό όραμα, οι προσωπικοί μύθοι. Ο ελληνικός κόσμος που αναδύεται από τα περιηγητικά κείμενα είναι μια σύζευξη των ανθρώπων και του χώρου.
Στην αρχή του περιηγητικού ρεύματος ο ταξιδιώτης συνθέτει για τον τόπο και τους ανθρώπους «αμυδρές νησίδες πραγματικότητας» (16ος-αρχές 17ου αιώνα). Σταδιακά ο δυτικός άνθρωπος αντιμετωπίζει με περισσότερη ευαισθησία και γνώση το παρελθόν αλλά και το καινούργιο (τέλος 17ου-18ος αιώνας). Στην περίοδο του Διαφωτισμού με την ανάδυση των ανθρωπολογικών ενδιαφερόντων υπεισέρχεται ένας ανέλπιστος εμπλουτισμός στο ιδεολογικό αλλά και στο πραγματολογικό επίπεδο (18ος αιώνας). Τέλος, με την είσοδο του 19ου αιώνα, δεν υπάρχουν πια μόνο ο περιηγητής-συγγραφέας και το θεωρητικό-ιστορικό παρελθόν του τόπου ή το μνημειακό παρόν του Έλληνα. Τώρα ο περιηγητής συναντά ολοζώντανο το ανθρώπινο δυναμικό. Τον 20ό αιώνα συνεχίζεται με άλλους τρόπους έκφρασης μια βαθιά πίστη και μια λατρεία για ό,τι ελληνικό.
Την επισκεψιμότητα ενός τόπου διαμορφώνει είτε η θέση του στους χερσαίους ή θαλάσσιους δρόμους των εκάστοτε ιστορικών περιόδων είτε το ιστορικό του παρελθόν. Έτσι η κινητικότητα των περιηγητών σε έναν τόπο οφείλεται αφενός σε εμπορικούς ή πολιτικούς λόγους και αφετέρου σε πολιτισμικούς, που σχετίζονται τόσο με το παρελθόν του τόπου όσο και με τις πνευματικές αποσκευές που φέρουν οι ίδιοι οι ταξιδιώτες. Στη συνέχεια η αναγνωστικότητα προγενέστερων χρονικών πολλαπλασιάζει πιθανώς το ενδιαφέρον για έναν τόπο. Προηγούμενες επισκέψεις και εμπειρίες ή και εκδοτικές επιτυχίες αποτελούν επιπλέον λόγους έλξης ταξιδιωτών.
H πρόσληψη του χώρου και των ανθρώπων των ελληνικών νησιών ακολούθησε πιστά το παλιρροϊκό κύμα όλων των πνευματικών, πολιτικών και πολιτιστικών ρευμάτων που στη διάρκεια του 15ου έως τον 20ό αιώνα παρέσυραν τους Ευρωπαίους στο μεγάλο παιγνίδι της ιστορίας. Οι θεωρητικές γνώσεις των περιηγητών, τα οράματα ή οι ιδεολογίες τους συγκρούονταν με τις εμπειρίες που αποκόμιζαν από τα ταξίδια και συνέθεταν στερεότυπα με τα οποία αλληλοτροφοδοτούνταν τα ταξιδιωτικά κείμενα. Λόγοι πια πολιτικοί, ιδεολογικοί, θρησκευτικοί ή προσωπικοί καθόρισαν το ταξίδι τους και την πορεία τους.
Τα δρομολόγια που ακολουθούσαν οι ταξιδιώτες με προορισμό την Κωνσταντινούπολη –πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σπουδαίο παράγοντα της ευρωπαϊκής πολιτικής ζωής– ή τα Ιεροσόλυμα περνούσαν συνήθως από τη Βενετία, η οποία ως το τέλος του 17ου αιώνα είχε κτήσεις σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, εξασφάλιζε τον αναγκαίο ανεφοδιασμό και επιπλέον διακινούσε και οργάνωνε το προσκυνηματικό ταξίδι. Aπό το λιμάνι της απέπλεαν αλλεπάλληλα δρομολόγια πλοίων εμπορικών ή προσκυνηματικών, τα οποία ανεφοδιάζονταν, στάθμευαν και διακινούσαν ταξιδιώτες στα μεγάλα λιμάνια της Αδριατικής και στα νησιά του Ιονίου πελάγους, κτήσεις της Γαληνοτάτης. Έτσι η Κέρκυρα και αμέσως μετά η Ζάκυνθος, τα Κύθηρα νοτιότερα και λιγότερο η Κεφαλονιά, αποτελούσαν αναγκαίο σταθμό για τα πλοία προτού ανοιχτούν στο πέλαγος προς την Κρήτη και τη Μέση Ανατολή. Από τη Βενετία λοιπόν, τη Ραγούζα, τα Ιόνια νησιά, την Κρήτη και την Κύπρο ως απαραίτητους σταθμούς οι ταξιδιώτες έφθαναν στους Αγίους Τόπους. Με σταθμό την Κρήτη και τη γενουατική ως το 1566 Χίο κατευθύνονταν στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας.
Αργότερα τα μασσαλιώτικα καράβια έγιναν πιο άνετα από τις βενετικές γαλέρες, κομψότερα και ασφαλέστερα για την άμυνα από τους πειρατές λόγω του εξοπλισμού, της ταχύτητάς τους και της πείρας των ναυτικών. Το ταξίδι λοιπόν από τη Μασσαλία, με σταθμούς τη Σαρδηνία, τη Μπαρμπαριά, τη Μάλτα ή τα Κύθηρα, ακολουθούσε τους ίδιους δρόμους προς το Αρχιπέλαγος ή τα Δαρδανέλια. Από την Κωνσταντινούπολη πάλι, με στάσεις στη Xίο ή τη Σμύρνη –η οποία συνδεόταν εμπορικά και με τη μικρασιατική ενδοχώρα– και τη Ρόδο, οι ταξιδιώτες έφθαναν στην Παλαιστίνη και στην Αλεξάνδρεια.
Δε θα αναφερθούμε εδώ στις συνθήκες ταξιδιού, στα διάφορα είδη πλοίων, στα εφόδια και τις προμήθειες που όφειλαν να έχουν οι ταξιδευτές, στα συμφωνητικά ταξιδιωτών και πλοιάρχων, στις διατροφικές συνήθειες και τους αναγκαστικούς σταθμούς, στους διερμηνείς και τους συνοδούς, στους ταξιδιωτικούς οδηγούς και τους χάρτες, στους κινδύνους και την πειρατεία, στις αντιξοότητες και τις δοκιμασίες που επιφύλαττε στους ταξιδιώτες η πολύμηνη πλεύση, και σε όλες τις άλλες λεπτομέρειες που αναπλάθουν την εικόνα του θαλάσσιου ταξιδιού των χρόνων εκείνων. Όλα αυτά ή και το καθένα μεμονωμένο αποτελούν θέματα που τα ίδια τα περιηγητικά έργα μπορούν να επιδείξουν με αποσπάσματα και εικόνες.
Οι χρονολογίες που ακολουθούν τα ονόματα των περιηγητών αναφέρονται κυρίως στο χρονικό διάστημα του ταξιδιού, ενώ τα λόγια έργα συνοδεύονται από τις χρονολογίες έκδοσης.
2. Λήμνος
Η Λήμνος στάθηκε ευνοημένη στα νησιωτικά δρομολόγια των περιηγητών. Πέρα από την απαραίτητη θέση που κατέχει, όπως όλα τα νησιά του Αιγαίου, στο νησολόγιο του Cr. Buondelmonti (1420) και όλων όσων μιμήθηκαν, αντέγραψαν και μετάλλαξαν τα λόγια γεωγραφικά έργα (isolarii) ως και το 17ο αιώνα (B. Bordone, 1528, Th. Porcacchi, 1572, G. Rosaccio, 1580, Fr. Piacenza, 1680, V.M. Coronelli, 1687, Ol. Dapper, 1688), η Λήμνος κατέχει ξεχωριστή θέση στο δρομολόγιο (1547) και στο χρονικό (1553) του Γάλλου γιατρού και φυσιοδίφη P. Belon. Η περιγραφή της εκεί αποτέλεσε έκτοτε στερεότυπο –και αντικείμενο λογοκλοπής– για πολλούς ταξιδιώτες.
Τούτο συνέβη γιατί στη νήσο εξορυσσόταν ακόμη το 16ο αιώνα η θεραπευτική λάσπη γνωστή ως «Λημνία γη» και o Belon θέλησε να εποπτεύσει ιδίοις όμμασι τη φλέβα της εξόρυξης και τις σφραγίδες της terra sigillata. Τα βοτανολογικά ενδιαφέροντα του περιηγητή αλλά και η καταγραφή της ιδιαίτερης πανίδας, σε συνδυασμό με την ουμανιστική του περιέργεια, την οξυδέρκεια και την αντικειμενική του παρατηρητικότητα, κληροδότησαν ένα πλουσιότατο απόσπασμα για το νησί, το οποίο χρησιμοποιήθηκε από πολλούς μεταγενέστερους περιηγητές-συγγραφείς· οι περισσότεροι επαναλαμβάνουν τις πληροφορίες του (καλλιέργειες, προϊόντα, ήθη και συνήθειες, κάστρο, χωριά, αρχαιότητες και ιστορικά στοιχεία), ενώ ελάχιστοι επισκέφθηκαν το νησί ως τα τέλη του 18ου αιώνα (A. Thevet, Παγκόσμια Kοσμογραφία…, 1575, όπου και η μοναδική αναπαράσταση της εξόρυξης· J. Breüning, 1579, J. Palerne, 1582, G. Sandys, 1610, Du Loir, 1641, J. Covel, 1677, R. Pococke, 1739, Frieseman, 1788).
Στο μνημειώδες πια έργο του Choiseul-Gouffier (1782-1822) ο συνδυασμός αρχαιολογικών αναζητήσεων, ανθρωπολογικών ενδιαφερόντων και εικονογραφικής αναπαράστασης του χώρου (π.χ. γυναίκες της Λήμνου και αγροικία) εισάγει την καινούργια αντίληψη πρόσληψης του ελληνικού χώρου. Στις αρχές του 19ου αιώνα o βοτανολόγος J. Sibthorp, o κληρικός Ph. Hunt, και o ιστορικός τέχνης και εθνογράφος Ot. Richter επισκέφτηκαν το νησί και κατέθεσαν σύντομες αλλά ενδιαφέρουσες μαρτυρίες. Πλουσιότερα είναι τα κείμενα του 19ου αιώνα, λόγιες παραγωγές αλλά και ταξιδιωτικές εμπειρίες (R. Curzon, 1837, L. Lacroix, 1847, Al. Conze, 1858, H.F. Tozer, 1889, L. de Launay, 1894). Με γλαφυρό λόγο, λεπτομερείς καταγραφές καθημερινού βίου και συμβάντων, με ιστορικά και μυθολογικά στοιχεία, αρχαιολογικές έρευνες και ταυτίσεις, πληροφορίες για το δημόσιο και ιδιωτικό βίο των κατοίκων, γεωγραφικές και γεωλογικές παρατηρήσεις, τα περιηγητικά αυτά έργα, τα περισσότερα με λογοτεχνικές αξιώσεις, εισάγουν τον αναγνώστη στην ταξιδιωτική εμπειρία και αποδίδουν πλήρως την ιδιομορφία και μοναδικότητα του νησιού.
3. Μυτιλήνη
Tο βορειοανατολικό Αιγαίο αποτελούσε από το 16ο ως και το 19ο αιώνα επιθυμητό ή αναγκαστικό σταθμό των ταξιδιωτών στους θαλάσσιους δρόμους από και προς την Κωνσταντινούπολη. Τα κείμενα που αναφέρονται σε ταξίδια του 16ου αιώνα αφιερώνουν αποσπάσματα στη Λέσβο, αλλά οι μαρτυρίες δεν προκύπτουν από περιήγηση στο νησί. H Λέσβος αναδύεται και αυτή στον αιγαιακό χάρτη με την έλευση το 15ο αιώνα του έργου του Buondelmonti, αλλά αναδεικνύεται κυρίως το 18ο-19ο αιώνα, εποχή αναζήτησης αρχαιοελληνικών εξάρσεων, ευρημάτων και τοπικού χρώματος. Στα πιο μεστά κείμενα, αυτά της προεπαναστατικής περιόδου (C. Sonnini, Choiseul-Gouffier, G. Olivier, J. Dallaway, A. Castellan, A. Didot, W. Turner), η πόλη και το λιμάνι της Μυτιλήνης, η καλλιέργεια της ελιάς, ο Μόλυβος και η ζωή των κατοίκων συνδυασμένη με τη γεωμορφολογία της νήσου παραδίδονται ανάγλυφα και λεπτομερειακά. Tο ίδιο έντονη και λεπτομερής παραδίδεται η εικόνα του νησιού το 19ο αιώνα: χωριά και οικισμοί, αρχαίες πόλεις και ιερά, καλλιέργειες και προϊόντα, δραστηριότητες και έθιμα των κατοίκων, καθημερινός δημόσιος και ιδιωτικός βίος, εμπορική κίνηση, οι σχέσεις της νήσου με τον ευρύτερο ελληνισμό, και φυσικά οι μεγάλες μορφές της πολιτικής και της λογοτεχνίας της Αρχαιότητας (Michaud – Poujoulat, 1830, Giraudeau, 1833, Ad. Slade, 1837, Ch. Newton, 1852, Boutan, 1855, Emily Beaufort, 1859, Fouqué, 1867, L. Lacroix, 1881, H.F. Tozer, 1886, Mary Walker, 1886, De Launay, 1897).
4. Χίος
Η Χίος κατέχει ιδιαίτερη θέση στα ταξιδιωτικά κείμενα ήδη από το 16ο αιώνα, την οποία διατηρεί και ως το τέλος του 19ου αιώνα, χάρη στις ιδιοτυπίες της, τις τραγικές ιστορικές της εμπειρίες και την άμεση σχέση της με τη Σμύρνη, τροφοδοτώντας με τα στερεότυπα αυτά κάθε είδους ταξιδιωτικό κείμενο. Σημαντικό λιμάνι στη θαλάσσια διαδρομή από την Κωνσταντινούπολη στη Ρόδο και την Αλεξάνδρεια ή προς την Κύπρο και τους Αγίους Τόπους καθ’ όλη τη διάρκεια των Νεότερων χρόνων, αλλά και σταθμός εμπορικός ισάξιος της Σμύρνης για το εμπόριο με την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας, το λιμάνι της Χίου με την έντονη κίνηση αναφέρεται σε όλα σχεδόν τα κείμενα. Η καλλιέργεια της μοναδικής και πολύτιμης μαστίχας (ενδεικτικά: G. Sandys, 1610, J. Covel, 1670), ο πλουτοφόρος Κάμπος με τα μυρωδάτα περιβόλια, τα εξαιρετικής ποιότητας φρούτα, το ισχυρό κάστρο και οι εξημερωμένες πέρδικες αποτελούν θέματα τα οποία όχι απλώς θίγονται, αλλά περιγράφονται λεπτομερώς.
Οι γυναίκες της Χίου κατέχουν εξέχουσα θέση στα περιηγητικά κείμενα. Μνημονεύονται πάντα η ευγένεια, η χάρη και η ομορφιά τους, η ευπρέπεια και η ελκυστική εμφάνισή τους. Περιγράφονται λεπτομερώς η πλούσια φορεσιά τους και ο περίτεχνος κεφαλόδεσμος, αλλά και η συμμετοχή τους σε κοινωνικές εκδηλώσεις (ενδεικτικά πάλι: J. de Gontaut Biron, 1605, G. Sandys, 1610, B. de Monconys, 1639, A. de Barres, 1673, C. Le Bruyn, 1678, R. Pococke, 1739, J. Galland, 1747, P.A. de Guys, 1748, J. Dallaway, 1794, G.A. Olivier, 1794). Καθoριστική υπήρξε και η πρωτοπόρος απεικόνιση γυναικείων τύπων της Χίου από το N. de Nicolay (1551). Το 18ο κυρίως αιώνα έχουμε τις πιο εντυπωσιακές απεικονίσεις γυναικών της Χίου, θέμα που δεν παραμελήθηκε σε καμία σχεδόν από τις σημαντικές εικονογραφημένες εκδόσεις (C. Le Bruyn, C. de Ferriol, J. Pitton de Tournefort, A. de La Mottraye, Choiseul-Gouffier, J. Grasset de Saint-Sauveu, G.A. Olivier και O.M. von Stackelberg).
Στα μεταγενέστερα κείμενα η Nέα Mονή (J. Covel, 1677), το εμπόριο (J. Galt, 1809), το μετάξι, το κρασί, η Δασκαλόπετρα, υποτιθέμενη θέση του «σχολείου του Oμήρου», (C. Le Bruyn, Choiseul-Gouffier), η παιδεία και η Σχολή της Χίου (P.E. Laurent, 1819), αλλά και οι συγκρίσεις και οι ιστορικές αναδρομές τόσο στη γενουατική περίοδο όσο και κατά την οθωμανική κυριαρχία παραδίδονται με αξιόλογα εδάφια. Η συγκλονιστική καταστροφή της Χίου με τη σφαγή και τον εξανδραποδισμό των κατοίκων το 1822 αποτέλεσε για τους περιηγητές γεγονός-σταθμό που σημάδεψε τα κείμενά τους (MacFarlane, 1827). Η πληρέστερη όμως εικόνα της νήσου (γεωμορφολογία, κλίμα, ιστορία, οικισμοί, οικονομία, εμπόριο, δημόσιος και ιδιωτικός βίος, ήθη και έθιμα) μας παραδίδεται λίγα χρόνια πριν από τον καταστροφικό σεισμό του 1881 από το Γάλλο γιατρό Ad. Testevuide (1877).
5. Σάμος
Η Σάμος, πέρασμα στη θαλάσσια διαδρομή από την Κωνσταντινούπολη προς την Αλεξάνδρεια και τους Αγίους Τόπους, αναφέρεται από τους περισσότερους περιηγητές κατά το 16ο-17ο αιώνα (Dallam, 1599, Castela, 1600, De Brèves, 1605, Beauvau, 1605, G. Sandys, 1610, H. Blount, 1634, J. Thevenot, 1656, P. Ricaut, 1675, B. Randolph, 1676). Εντούτοις δεν την επισκέφτηκαν οι ίδιοι, αλλά μόνο –τις περισσότερες φορές– την περιέπλευσαν. Κάποιοι αγκυροβόλησαν είτε λόγω κακοκαιρίας είτε για ανεφοδιασμό (W. Biddulph, 1600, L. Deshayes de Courmenin, 1621, A. de La Mottraye, 1699).
Το κείμενο του de Tournefort (1717), προϊόν της εβδομαδιαίας παραμονής του στο νησί, καθόρισε, όπως και για όλα τα άλλα νησιά του Αρχιπελάγους που μνημονεύονται στο έργο του, το είδος και την ποιότητα των πληροφοριών που ανακυκλώθηκαν από τους μεταγενέστερους περιηγητές τουλάχιστον ως τα μέσα του 19ου αιώνα, με εξαίρεση τις προσθήκες, στα τέλη του 18ου αιώνα, των Choiseul-Gouffier και L. Mayer, που οφείλονται κυρίως σε εικονογραφικό εμπλουτισμό. Ο Tournefort αναφέρει όλα σχεδόν τα χωριά, περιγράφει το φυσικό τοπίο και τις ιδιαιτερότητές του, δίνει τη διοικητική και οικονομική εικόνα της νήσου, διανυκτερεύει σε μοναστήρια, γράφει για την ενδυμασία των γυναικών, τις καλλιέργειες, τα προϊόντα, τις εξαγωγές, τη χλωρίδα και την πανίδα, αναφέρει τα ορυχεία, σχολιάζει τα αγκυροβόλια και φυσικά δίνει μια πρώτη λεπτομερή εικόνα των ερειπίων στις αρχαιολογικές τοποθεσίες.
Αξιοπερίεργο είναι ότι όλο τον υπόλοιπο 18ο αιώνα το νησί, παρά τις σημαντικές αρχαιότητες, παραμένει εκτός του κατάλογου των επιθυμητών προορισμών, με λίγες αξιομνημόνευτες εξαιρέσεις (Ch. Thompson, 1730, R. Pococke, 1739, J. Riedesel, 1768, J. Dallaway, 1794).
6. Ικαρία
Ένα νησί που δεν έχει σημαντικές αρχαιότητες ούτε σίγουρα και ασφαλή λιμάνια είναι φυσικό να μην αποτελεί στόχο επίσκεψης των περιηγητών. Σποραδικές και μάλλον συγκεχυμένες οι πληροφορίες, πιθανότατα επαναλαμβάνουν στοιχεία από τα επεξηγηματικά κείμενα των isolarii ή και προφορικές μαρτυρίες. Οι περισσότεροι από τους ταξιδιώτες που μνημονεύουν το νησί δεν αποβιβάστηκαν. Την τελευταία εικοσαετία του 17ου αιώνα η Ικαρία μνημονεύεται σε τρία σημαντικά περιηγητικά έργα: στο πόνημα για τα νησιά του αρχιεπισκόπου Σάμου Ιωσήφ Γεωργιρήνη, στο ταξιδιωτικό χρονικό του Άγγλου εμπόρου B. Randolph και φυσικά στο έργο του J. Pitton de Tournefort (1717), όπου όμως πρόκειται για πληροφορίες (για το ψωμί, το κρασί, τη γλώσσα) που του μεταδόθηκαν από προφορική μαρτυρία. Το 19ο αιώνα πια, μετά τη συγκροτημένη αυτοψία που επιδιώκεται για συγκεκριμένες έρευνες στο νησί (χλωρίδα, πληθυσμοί) και το αρχαιολογικό ενδιαφέρον από το Γερμανό αρχαιολόγο L. Ross (1841), η νήσος αρχίζει να μνημονεύεται και να περιγράφεται στις ταξιδιωτικές αναμνήσεις των Ευρωπαίων οι οποίοι διαπλέουν το Ικάριο πέλαγος με άλλους όμως πάντα προορισμούς.
7. Δωδεκάνησα
Τα Δωδεκάνησα δεν αντιμετωπίστηκαν ποτέ από τους περιηγητές σαν μια νησιωτική οντότητα επιθυμητή προς επίσκεψη ή αναγνώριση. Από τους πρώιμους αιώνες του περιηγητισμού μόνον η Ρόδος δεν εξαιρέθηκε από κανένα σχεδόν ταξιδιώτη-προσκυνητή του 16ου αιώνα προς/από τους Αγίους Τόπους, λόγω της παρουσίας των Ιπποτών, της γεωγραφικής της θέσης στο θαλάσσιο δρόμο από Μαύρη θάλασσα και Κωνσταντινούπολη προς Αλεξάνδρεια και Μέση Ανατολή, και της ασφάλειας που παρείχε το λιμάνι της. Ξεχωρίζουν τα κείμενα των P. Belon (1547), J. Palerne (1582), W. Lithgow (1610). Η παραμονή τους ολιγοήμερη τις περισσότερες φορές, οι περιγραφές τους (ως το 1522 περιορίζονται σε ό,τι έχει σχέση με το Τάγμα των Ιπποτών και τα οικοδομήματά τους, ενώ μετά την κατάληψη της νήσου από τους Οθωμανούς αναφέρονται στους κατοίκους, τις αγορές και το φρούριο) παραδίδουν μια αρκετά πλήρη εικόνα της πόλης της Ρόδου με πλήρη απουσία πληροφοριών για το υπόλοιπο νησί εκτός από το Μοναστήρι της Παναγιάς στη Φιλέρημο, τόπο προσκυνήματος και τάματος των ναυτικών. Το σχέδιο που αναπαράχθηκε επανειλημμένα και σε πολλές παραλλαγές ως και το 18ο αιώνα –από τις πρώτες αποτυπώσεις της πόλης και του λιμένα– είναι αυτό στο προσκυνηματικό χρονικό του Br. Breyndenbach, το πρώτο έργο που περιέχει εικόνες από τις πόλεις-λιμάνια στο θαλάσσιο δρόμο από τη Βενετία στα Ιεροσόλυμα.
Ως το γ΄ τέταρτο του 17ου αιώνα οι πληροφορίες για τη Ρόδο ανακυκλώνονται άλλοτε με κάποιες επιπλέον γραφικές λεπτομέρειες, άλλοτε με κάποια επιπρόσθετα ιστορικά γεγονότα. Στα έργα των C. Le Bruyn (1674-1693) και του J. Mersius (1675) η Ρόδος καταλαμβάνει πια μια αξιοπρόσεκτη θέση. Ταυτόχρονα η λόγια γεωγραφική παραγωγή του εργαστηρίου κυρίως του V. Coronelli στη Βενετία και των μιμητών του (π.χ. Ol. Dapper και J. Enderlin) διοχετεύει στο αναγνωστικό κοινό τη συσσωρευμένη γνώση από τις αρχαίες πηγές και τις σύγχρονες κοσμογραφίες. Το 18ο αιώνα στα έργα των Ch. Thompson (1730), R. Pococke (1739) και J. Egmont (1757), η παραμονή των ταξιδιωτών στη νήσο και η νέα αντίληψη που διακρίνει τους ταξιδιώτες αυτούς για τους επισκεπτόμενους τόπους, καθώς και η επιμέλεια με την οποία επιθυμούν να παραδώσουν τις μαρτυρίες τους, διαμορφώνουν μια πρώτη καθαρή εικόνα για τη νήσο, τόσο για το ιστορικό της παρελθόν όσο και για το δημόσιο και ιδιωτικό βίο των κατοίκων. Όμως πληρέστερη είναι η εικόνα της Ρόδου στα έργα των Choiseul-Gouffier (1776-1785) και Cl. E. Savary (1779). Ο πρώτος ξεχωρίζει κυρίως με το εικονογραφικό τμήμα της μνημειώδους έκδοσής του και ο δεύτερος με την αποκαλυπτική του γραφή. Η Ρόδος δεν παραλείπεται ούτε και στα τέλη του 18ου αιώνα ως σταθμός στις μετακινήσεις των ταξιδιωτών, ακριβώς την εποχή των στρατιωτικών, πολιτικών ή αρχαιολογικών επιχειρήσεων των Δυτικοευρωπαίων στην ανατολική Μεσόγειο. Σημαντικά ονόματα του περιηγητισμού της προεπαναστατικής περιόδου αλλά και της πρώτης δεκαετίας μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους συγκαταλέγονται στον κατάλογο επισκεπτών ή και ταξιδιωτικών κειμένων κυρίως για τη Ρόδο, αλλά και για άλλα νησιά του συμπλέγματος (J. Michaud, Al. Lamartine, L. Marcellus κ.ά.). Ο L. Ross, σημαντικός Γερμανός αρχαιολόγος της οθωνικής περιόδου, συμπεριλαμβάνει τα Δωδεκάνησα στις αρχαιολογικές του αναζητήσεις, ανασκαφές και συγγράμματα.
Η κατακλυσμιαία όμως πια μετακίνηση επισκεπτών στο χώρο της ανατολικής Μεσογείου το 19ο αιώνα φέρνει πλήθος ταξιδιωτών και στη νοτιοανατολική άκρη του Aιγαίου. Έργα αποκλειστικά αφιερωμένα στη Ρόδο είναι αυτά των E. Flandin (1844), Ch. Cottu (1844), V. Guérin (1854). Έργα γενικού ιστορικού-γεωγραφικού περιεχομένου για τα νησιά του Αιγαίου είναι αυτά των L. Lacroix (1853), H.F. Tozer (1886), και φυσικά οι μονογραφίες με εξαιρετικά σχέδια των E. Rottiers (1828) και Al. Berg (1862).
Χωρίς να παραγνωρίζουμε τα άλλα νησιά του συμπλέγματος θα επικεντρωθούμε λίγο στην Πάτμο. Για τα άλλα μικρότερα της Ρόδου νησιά, καθώς δεν προσείλκυαν περιηγητές, αφού ήταν εκτός εμπορικών θαλάσσιων οδών, παρόμοια κείμενα είναι σπάνια. Αξιοπρόσεκτα παραμένουν όλα τα κείμενα που προέρχονται από τα λόγια νησολόγια, τα οποία όμως από το 15ο και ως και το 17ο αιώνα ανακυκλώνουν όλες τις θεωρητικές κυρίως ιστορικο-γεωγραφικές γνώσεις για τα νησιά. Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι οι φειδωλές μαρτυρίες τους πρώιμους αιώνες του περιηγητισμού και η πληθώρα επισκεπτών το 19ο αιώνα αφορούν τα περισσότερα νησιά. Κάποιες εξαιρέσεις ενδιαφερόντων φέρουν ποσοτικά περισσότερους επισκέπτες αντίστοιχα στην Kω, την Κάλυμνο, την Κάρπαθο, το Καστελόριζο, τη Λέρο, τη Σύμη και τη Νίσυρο.
Έτσι η Πάτμος, που οφείλει τη φήμη της στον ευαγγελιστή Ιωάννη, συγγραφέα της Αποκάλυψης, αναφέρεται σε όλα σχεδόν τα χρονικά, τις περισσότερες φορές χωρίς να έχει δεχτεί τους ταξιδιώτες ως επισκέπτες. Από τα μέσα του 17ου αιώνα (B. Randolph, 1671, Georgirenes, 1677, και σε όλα τα λόγια κείμενα, π.χ. V.M. Coronelli, Ol. Dapper) αποτελεί πια σημαντικό προορισμό και η ιερότητα του χώρου, κοινή για όλη τη χριστιανοσύνη, τονίζεται και κυριαρχεί σε όλα τα κείμενα. Το 18ο αιώνα, εκτός από το πλουσιότατο κείμενο του Ρώσου μοναχού Γρηγόροβιτς Mπάρσκι (1723-1747), όπου καταγράφονται εκτός από τα σχετικά με τη μονή και η έντονη εμπορική και ναυτιλιακή δραστηριότητα των Πατμίων, η βιβλιοθήκη της μονής αποτελεί πόλο έλξης για τα όχι πάντα ανιδιοτελή ενδιαφέροντα των περιηγητών (E.D. Clarke, 1801). Tο νησί καταλαμβάνει καίρια θέση στις περιγραφές των χρονικών έπειτα από το πολύκροτο έργο του Choiseul-Gouffier, που επιβλήθηκε και για τον εικονογραφικό του πλούτο. Σημαντικοί περιηγητές περιλαμβάνονται στους επισκέπτες του νησιού την επόμενη πεντηκονταετία και ο πλούτος των πληροφοριών για τη μονή, τον οικισμό, τους κατοίκους και τις δραστηριότητές τους αποδίδουν με πληρότητα τη νεότερη ιστορία του νησιού (W. Turner, J. Brewer, L. Ross, G.H. Schubrt, C. Tischendorff, A. Valon, G. Thomson, C.T. Newton). Η Πάτμος φυσικά παρέμεινε ένας από τους επιθυμητούς τόπους «αναγνώρισης-ανάγνωσης» για όσους ταξιδιώτες αναζητούσαν στο δρομολόγιό τους τις επτά εκκλησίες της Αποκάλυψης, ειδικά το 19ο αιώνα.
8. Κυκλάδες
Τα τουλάχιστον είκοσι μεγάλα νησιά που απαρτίζουν το σύμπλεγμα των Κυκλάδων δεν είναι δυνατόν να παρουσιαστούν ούτε ως ενιαίο σύνολο προορισμού των περιηγητών ούτε και μεμονωμένα. Oι ταξιδιώτες άλλοτε ποδίζουν αναγκαστικά σε κάποιο από αυτά, άλλοτε ούριος άνεμος τους φέρνει στα ήσυχα νερά των ακτών τους, άλλοτε ακουμπισμένοι στην κουπαστή του πλοίου στην πλεύση τους για άλλους, ελκυστικότερους για αυτούς τόπους, ακούν αφηγήσεις για τα πλησιέστερα νησιά. Άλλοτε τριγυρνούν ως και μήνες πολλούς σε κάποιο από αυτά και άλλοτε λίγες ώρες αρκούν για να γράψουν τη γνώμη τους για ένα κυκλαδονήσι. Δε λείπουν εξάλλου και συγκεκριμένα ερευνητικά και αρχαιοδιφικά ενδιαφέροντα που τους φέρνουν σε μερικά από αυτά.
Οι πληροφορίες για τις Κυκλάδες από το νησολόγιο του Cr. Buondelmonti έμελλε κυριολεκτικά να αναμασηθούν, να χρησιμοποιηθούν αυτούσιες, αλλά και να εμπλουτιστούν καθ’ όλη τη διάρκεια των δύο επόμενων αιώνων, όπως μας παραδίδονται στα παρεμφερή έργα των B. Bordone (1528), T. Porcacchi (1572), M. Boschini (1658). Η ανωτερότητα και η υπεροψία των αμέσως επόμενων νεωτερικών έργων διακρίνονται στα λόγια συγγράμματα των Ol. Dapper (1688), F. Piacenza (1688) και V.M. Coronelli (1696), όπου αναμειγνύονται πλουσιοπάροχα διάφορα στοιχεία για τα νησιά (μυθολογία, σύγχρονες γεωγραφικές ή και δημογραφικές παράμετροι, φιλολογικές ιστορήσεις) σε ύφος καθ’ όλα δόκιμο την εποχή αυτή.
Σκόρπιες και λιγοστές είναι οι πληροφορίες για τις Kυκλάδες ως το ταξίδι (1700-1702) και το προϊόν του ταξιδιού (1717) του de Tournefort, που ανέτρεψε όχι μόνο τη μέχρι τότε γνώση του αναγνωστικού κοινού για τα νησιά του Αρχιπελάγους, αλλά και άνοιξε νέους και ελκυστικούς ταξιδιωτικούς δρόμους. Μετά τον Tournefort, το 18ο αιώνα, οι παρατηρήσεις των περιηγητών στρέφονται περισσότερο στους κατοίκους, τις δραστηριότητές τους, τα έθιμα, τις συνήθειες και την καθημερινότητά τους. Για όλες τις Κυκλάδες εξαιρετικά ενδιαφέροντα παραμένουν και τα έργα των P. di Krienen (1770) και Frieseman (1789). Πάντως το τοπίο των πληροφοριών αλλάζει βαθμιαία από τις αρχές του 19ου αιώνα με την αλλαγή των θαλάσσιων δρόμων, την ανάπτυξη ορισμένων λιμένων (Σύρος), την ύφεση της πειρατείας και τα εξειδικευμένα περιηγητικά ενδιαφέροντα: αρχαιολογία σε Δήλο, Νάξο (E.D. Clarke, 1800), Κέα (Ol. Bronstend, 1811), Mήλο (Comte de Marcellus, 1840), γεωλογία στη Σαντορίνη κ.ά.
Από τον αναρίθμητο πλούτο νησιών και περιηγητών ενδεικτικά θα μνημονεύσουμε την κινητικότητα των περιηγητών σε μερικά νησιά, εμμένοντας κυρίως στις περιπτώσεις ταξιδιωτών που επισκέφτηκαν τους χώρους και αφήνοντας κατά μέρος τα κείμενα που συντάχθηκαν από θεωρητικές γνώσεις ή προφορικές μαρτυρίες.
Έτσι π.χ. στην Άνδρο έχουμε τον J. Thevenot (1665) να δίνει την παλαιότερη περιγραφή, τους P. Lucas (1706), Ch. Thompson (1732), G.A. Olivier (1793-1799) και J. Galt (1811) να επισκέπτονται με ενδιαφέρον μέρος της νήσου και τους W. Turner (1811), B.G. Depping (1823) και Fr. Thiersch (1829) να αποτελούν αξιόπιστες πηγές. Για τη Σαντορίνη πρωτότυπο και πλούσιο παραμένει το έργο του Fr. Richard (1650). Οι προαναφερθέντες για την Άνδρο αφιερώνουν ακόμα περισσότερες πληροφορίες για τη Σαντορίνη, ενώ εδώ πρέπει οπωσδήποτε να προσθέσουμε τις μαρτυρίες και το εικονογραφικό υλικό από τα έργα των C.S. Sonnini (1779) και Choiseul-Gouffier (1776). O τελευταίος παρέδωσε ένα μοναδικό έργο όπου οι ανθρώπινοι τύποι, κυρίως γυναίκες, αποκάλυψαν στο ευρωπαϊκό κοινό μια νέα εντυπωσιακή και γοητευτική εικόνα του Αρχιπελάγους. Για τη Σύρο οι πηγές στάθηκαν πιο ευνοϊκές κυρίως για τη μετεπαναστατική περίοδο. Η ζωή στο δυναμικό λιμάνι καταγράφεται με διεισδυτικές λεπτομέρειες και τα ψυχογραφήματα συμπεριφορών αναμειγνύουν πολιτική και εθνογραφία (Marchebeus / J. Giraudeau, 1833, Goupil-Fesquet / Horace Vernet, 1839-40, Th. Gautier, 1852, Th. Bent, 1885, κ.ά.).
Στους εμπορικούς θαλάσσιους δρόμους, στις επιστημονικές μελέτες in situ, στις τοπογραφικές και αρχαιολογικές καταγραφές, στις συλλεκτικές μανίες, στην ελληνική καθημερινότητα, στο συνδυασμό περιηγήσεων, βοτανολογικών παρατηρήσεων και ταξιδιωτικών εντυπωσιασμών, σε όλα τα θαλασσινά ταξίδια των περιηγητών, αναφαίνεται πάντα η μοναδική και ακριβή χάρη της κυκλαδίτικης νησιωτικής ταυτότητας.