1. Πρώιμη βυζαντινή περίοδος
Το Αιγαίο πέλαγος, με τους θαλάσσιους δρόμους, τους εμπορικούς σταθμούς και τα ασφαλή λιμάνια, απέκτησε ζωτική σημασία για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όταν το 324 ο Μέγας Κωνσταντίνος ίδρυσε τη νέα πρωτεύουσά του, την Κωνσταντινούπολη, θέτοντας ταυτόχρονα το ορόσημο που σήμερα θεωρείται η απαρχή του βυζαντινού κράτους. Η εμπορική κίνηση που κατευθυνόταν προς τη νέα πρωτεύουσα θα περνούσε στο εξής μέσα από το Αιγαίο, για το οποίο η Παλαιοχριστιανική περίοδος (4ος-7ος αιώνας) υπήρξε εποχή οικονομικής άνθησης και γενικότερης ακμής. Η αδιατάρακτη ειρήνη και η ασφάλεια που επικρατούσαν συνέβαλαν καθοριστικά σε αυτή την ευημερία.
Διοικητικά, τα νησιά του Αιγαίου ήταν μοιρασμένα στις επαρχότητες του Ιλλυρικού και της Ανατολής. Στην πρώτη ανήκαν όσα βρίσκονταν κοντά στα ευρωπαϊκά παράλια, ενώ στη δεύτερη εκείνα που γειτόνευαν με τις μικρασιατικές ακτές και τα περισσότερα από τα νησιά των Κυκλάδων.
Αν και ορισμένα μεγάλα νησιά διέθεταν πλουτοπαραγωγικές πηγές, η οικονομική άνθησή τους βασιζόταν στο εμπόριο, μέσω των θαλάσσιων οδών που διέσχιζαν το πέλαγος. Η σπουδαιότερη εμπορική οδός ήταν αυτή που συνέδεε την Κωνσταντινούπολη με τα παράλια της Μέσης Ανατολής, την Αλεξάνδρεια και την Αίγυπτο, την πλουσιότερη επαρχία του βυζαντινού κράτους. Η οδός αυτή διερχόταν κατά μήκος των μικρασιατικών παραλίων, ανάμεσα στις ακτές και τα νησιά της Δωδεκανήσου και του βορειοανατολικού Αιγαίου. Η Ρόδος, η Κως, η Σάμος, η Χίος και η Λέσβος, αλλά και ορισμένα μικρότερα νησιά, αποτελούσαν σημαντικούς εμπορικούς σταθμούς στην πορεία της διακίνησης των αγαθών και αποκόμιζαν σπουδαία οικονομικά οφέλη. Οι πρωτεύουσες και οι μεγάλοι οικισμοί των νησιών διατηρούσαν τον παλιό αστικό τρόπο ζωής, όπως είχε εξελιχθεί κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο.
Ο χριστιανισμός διαδόθηκε στο Αιγαίο από νωρίς, και ήδη στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325) έλαβαν μέρος οι επίσκοποι της Ρόδου και της Κω. Με την επίσημη αναγνώριση της νέας θρησκείας, τα νησιά οργανώθηκαν συστηματικά σε επισκοπές.
Το πλήθος των παλαιοχριστιανικών βασιλικών που έχουν εντοπιστεί ακόμα και στα πλέον απομακρυσμένα μικρονήσια παραμένει μέχρι σήμερα αψευδής μάρτυρας της ευημερίας του νησιωτικού κόσμου κατά τους πρώτους αιώνες του Βυζαντίου. Παρόλο που –με ελάχιστες εξαιρέσεις– σώζονται σε χαμηλό ύψος, εντυπωσιάζουν για τις μεγάλες συχνά διαστάσεις τους, τη χρήση πολυτελών μαρμάρων, τον ανάγλυφο διάκοσμο και τα ψηφιδωτά δάπεδα. Η εξάρτησή τους από την αρχιτεκτονική της πρωτεύουσας και των μικρασιατικών παραλίων καταδεικνύει την άμεση επαφή και την επίδραση από τα μεγάλα κέντρα της αυτοκρατορίας.
2. Μεσοβυζαντινή περίοδος
Στις αρχές του 7ου αιώνα, ορισμένα νησιά υπέστησαν τις επιδρομές των Σλάβων, οι οποίοι πλημμύρισαν τότε την ηπειρωτική Ελλάδα. Όμως οι Άραβες ήταν ο παράγοντας που έθεσε τέλος στην άνθηση του παλαιοχριστιανικού Αιγαίου και σηματοδότησε την είσοδο στην καθαρά Mεσαιωνική περίοδο της ιστορίας του χώρου. Η νικηφόρα πορεία τους, που στέρησε οριστικά το Βυζάντιο από τις ζωτικής σημασίας επαρχίες της Αιγύπτου και της Μέσης Ανατολής, έμελλε να επεκταθεί και στη θάλασσα. Ο αραβικός στόλος που συγκρότησε ο Μωαβίας (ο πρώτος χαλίφης των Ομεϊαδών) επιτέθηκε και λεηλάτησε το 654 τη Ρόδο· ακολούθησαν η Κως και η Χίος. Κατά τους επόμενους αιώνες, με μικρά διαλείμματα, τα νησιά και τα παράλια δοκιμάστηκαν από αλλεπάλληλες επιδρομές και διώξεις, πότε από το αραβικό ναυτικό και πότε από τους Σαρακηνούς πειρατές, οι οποίοι είχαν από τη δεκαετία του 820 κύριο ορμητήριό τους την Κρήτη.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν πολύ εύγλωττα την αναστάτωση που επήλθε στον κόσμο του Αιγαίου ως συνέπεια της αραβικής απειλής. Πολλές παράλιες πόλεις, ακμάζοντα μέχρι τότε εμπορικά κέντρα, εγκαταλείφθηκαν. Σε ορισμένες από αυτές τα ανασκαφικά στρώματα μαρτυρούν καταστροφές, αποτέλεσμα επιδρομών που προκάλεσαν βίαιες τομές στη ζωή των νησιών. Οι κάτοικοι κατέφυγαν στην ενδοχώρα, όπου προσπάθησαν να βρουν ασφάλεια σε οχυρωμένους οικισμούς. Ο αστικός βίος διακόπηκε. Χαρακτηριστική έκφραση της ανασφάλειας που επικρατούσε αποτελούν οι λεγόμενοι «θησαυροί», ποσότητες νομισμάτων και αντικειμένων από πολύτιμα μέταλλα, που ανακαλύπτονται σήμερα στις θέσεις όπου τα είχαν κρύψει οι κάτοχοί τους.
Ωστόσο, το Αιγαίο δε νεκρώθηκε. Η κίνηση στις θαλάσσιες οδούς μπορεί να γνώρισε ύφεση –ειδικά μετά την απώλεια της Αιγύπτου– και να έγινε επισφαλής, αλλά δε διακόπηκε. Οι επισκοπικοί κατάλογοι και άλλες γραπτές πηγές, καθώς και τα αρχαιολογικά ευρήματα, μαρτυρούν τη συνέχιση της ανθρώπινης δραστηριότητας στο χώρο παρά τις αντίξοες συνθήκες. Το βυζαντινό κράτος διατήρησε υπό τον έλεγχό του τα περισσότερα νησιά και έλαβε μέτρα για την οργάνωσή τους. Στις αρχές του 7ου αιώνα συστήθηκε το Θέμα των Καραβισιάνων, το οποίο κατόπιν διαιρέθηκε στα θέματα Κιβυρραιωτών (νοτιοανατολικό Αιγαίο) και Αιγαίου πελάγους (βορειοανατολικό Αιγαίο). Τα νησιά που ανήκαν μέχρι τότε εκκλησιαστικά στη Ρώμη, μαζί με όσες επαρχίες του κράτους υπάγονταν ακόμη σε αυτήν, πέρασαν στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο νησιωτικός χώρος δεν έμεινε αμέτοχος στην έριδα της Εικονομαχίας (726-843), όπως μαρτυρούν τα ορατά και σήμερα ίχνη της στον ανεικονικό διάκοσμο ναών της Νάξου, της Αμοργού και της Ρόδου. Πάντως, η ταπεινή και αδέξια κατασκευή των λιγοστών μνημείων της περιόδου αυτής είναι ενδεικτική της ένδειας των νησιωτικών επαρχιών.
Στα τέλη του 9ου και τις αρχές του 10ου αιώνα οι αραβικές επιθέσεις στα νησιά και τα παράλια γνώρισαν νέα έξαρση. Ταυτόχρονα κορυφώθηκε και η αναμέτρηση μεταξύ των Αράβων και των Βυζαντινών, με ιδιαίτερη ένταση και συχνά αμφίρροπα αποτελέσματα. Η οριστική απαλλαγή του Αιγαίου από τον αραβικό κίνδυνο επήλθε με την ανακατάληψη της Κρήτης το 961 από το μετέπειτα αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά. Με την ιστορική νίκη του Φωκά, οι θαλάσσιες οδοί έγιναν και πάλι ασφαλείς και η εμπορική κίνηση αναπτύχθηκε απρόσκοπτα. Παράλληλα, υπήρξε μέριμνα για την ασφάλεια των θαλάσσιων δρόμων προς την Κωνσταντινούπολη με οχυρωματικά έργα στα κυριότερα λιμάνια και σύστημα φωτεινών σημάτων (φρυκτωρίες). Η αποκατάσταση της βυζαντινής ισχύος στα νησιά αποτυπώνεται στα μνημεία που χτίστηκαν τότε, κυρίως στους ναούς του τύπου του σταυροειδούς εγγεγραμμένου, που υποδηλώνουν και πάλι σχέσεις με τα μεγάλα κέντρα της αυτοκρατορίας.
Το ενδιαφέρον της κεντρικής διοίκησης για τα νησιά αυξήθηκε από τον 11ο αιώνα. Με αυτοκρατορικές χορηγίες ιδρύθηκαν η Νέα Μονή στη Χίο (μετά το 1042) και η Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο (1088), καθώς και η Μονή Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό και η Επισκοπή Σαντορίνης, που ανεγέρθηκαν, όπως φαίνεται από τις πηγές, με την υποστήριξη του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118). Από την άλλη πλευρά η επικράτηση των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία (από το 1071) προκάλεσε για ένα διάστημα αναστάτωση στην εμπορική κίνηση και σε ορισμένα νησιά, ιδίως επί των ημερών του Σελτζούκου εμίρη της Σμύρνης Τζαχά (τέλη 11ου αιώνα). Εν τω μεταξύ, με τις συνθήκες που άρχισε να συνάπτει από το 1082 το βυζαντινό κράτος, ο έλεγχος του εμπορίου πέρασε σταδιακά στα χέρια των ιταλικών ναυτικών κρατιδίων, με πρώτο την ανερχόμενη Βενετία, που απέσπασε το προνόμιο να εμπορεύεται προϊόντα σε όλα τα λιμάνια της αυτοκρατορίας, χωρίς να καταβάλλει φόρους. Επιπλέον, η αποσύνθεση της κεντρικής διοίκησης, κυρίως από το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, είχε συνέπεια να περάσει ο έλεγχος των επαρχιών σταδιακά σε ισχυρές τοπικές οικογένειες, με αυτονομιστικές τάσεις. Οι άρχοντες αυτοί αντικαθιστούν τον αυτοκράτορα στη χορηγία ναών, όπως για παράδειγμα στην Άνδρο, όπου ο Κωνσταντίνος Μοναστηριώτης και η σύζυγός του Ειρήνη Πρασίνη χτίζουν το 1158 τη σπουδαία εκκλησία του Ταξιάρχη στη Μεσαριά.
Η Δ΄ Σταυροφορία επέφερε ριζική τομή στην ιστορία του νησιωτικού χώρου, ορισμένα από τα επακόλουθα της οποίας παραμένουν ζωντανά μέχρι σήμερα, όπως για παράδειγμα στην ύπαρξη χριστιανών του καθολικού δόγματος στις Κυκλάδες. Η διανομή των νησιών του Αιγαίου ανάμεσα στους κατακτητές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας καθορίστηκε με την Partitio Romaniae, τη συνθήκη διαμοιρασμού των εδαφών μεταξύ των νικητών: η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης θα λάμβανε τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, ενώ η Βενετία θα αποκτούσε την Κρήτη και τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων. Τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν επέφεραν ωστόσο μεταβολές, οι οποίες καθόρισαν την ιστορία του Αρχιπελάγους κατά τους επόμενους αιώνες.
3. Υστεροβυζαντινή περίοδος
Οι Ενετοί έθεσαν την Κρήτη στον απευθείας έλεγχό τους, αλλά στις Κυκλάδες κυριάρχησαν μέσω διάφoρων οικογενειών, στις οποίες αναγνώρισαν ορισμένα δικαιώματα. Έτσι δημιουργήθηκε μια σειρά από αυτόνομα κρατίδια με φεουδαρχική οργάνωση, τα οποία αποδέχονταν την επικυριαρχία της Βενετίας. Το μεγαλύτερο και σημαντικότερο ήταν το Δουκάτο του Αρχιπελάγους, που ιδρύθηκε το 1207 από το Μάρκο Σανούδο, με κέντρο τη Νάξο, και ήταν αρχικά εξαρτημένο από τη Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Στην επικράτειά του περιλαμβάνονταν η Πάρος και η Αντίπαρος, η Κίμωλος, η Μήλος, η Αμοργός, η Ίος, η Σίκινος, η Σύρος και η Σίφνος. Ξεχωριστές μικρές αυτόνομες ηγεμονίες αποτέλεσαν η Άνδρος, η Τήνος με τη Μύκονο, τη Σέριφο και την Κέα, η Ανάφη, η Σαντορίνη και η Αστυπάλαια.
Οι δυνάμεις του Βυζαντίου ανασυντάχθηκαν στη μικρασιατική Νίκαια, από όπου οι ηγεμόνες του οίκου των Λασκαριδών ξεκίνησαν τον αγώνα για την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας. Σύντομα άρχισε η ανάκτηση χαμένων εδαφών του κράτους, ανάμεσα στα οποία ήταν η Λέσβος, η Χίος, η Σάμος, η Ικαρία και η Ρόδος, όπου ο Βυζαντινός διοικητής Λέων Γαβαλάς είχε συστήσει ανεξάρτητη επικράτεια, αλλά αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την κυριαρχία της Νίκαιας. Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1261) και η εδραίωση της δυναστείας των Παλαιολόγων υπό το Μιχαήλ Η΄ επανέφερε για ένα διάστημα την ισχύ του Βυζαντίου στο Αιγαίο. Ο βυζαντινός στόλος, τον οποίο διοικούσε από το 1276 ένας Ιταλός, ο Λικάριος, επανέκτησε πολλά νησιά των Κυκλάδων, καταλύοντας τις περισσότερες αυτόνομες ηγεμονίες και αποσπώντας σημαντικό μέρος των κτήσεων του Δουκάτου του Αρχιπελάγους.
Η ανάκαμψη ήταν ωστόσο πρόσκαιρη· η ταχεία κατάρρευση και η συρρίκνωση του κράτους επί των διαδόχων του Μιχαήλ οδήγησαν οριστικά τα περισσότερα νησιά που βρίσκονταν σε βυζαντινά χέρια στην κατοχή των Ενετών και των Γενουατών, οι οποίοι μονοπωλούσαν το εμπόριο στο Αιγαίο. Η Ρόδος, που ανήκε τυπικά μόνο στην αυτοκρατορία, καταλήφθηκε το 1309 από τους Ιωαννίτες ιππότες, οι οποίοι έθεσαν υπό τον έλεγχό τους πολλά από τα γύρω νησιά. Το 1346 η Χίος περιήλθε στους Γενουάτες, οι οποίοι κατέλαβαν και τη Σάμο το 1367, το 1354 η Λέσβος παραχωρήθηκε ως προίκα στους Γενουάτες Γατελούζους, το 1376 η Τένεδος έγινε ενετική κτήση, ενώ το 1414 η Θάσος εκχωρήθηκε στους Γατελούζους. Στο Βυζάντιο απέμειναν σχεδόν μέχρι τέλους η Λήμνος και οι Σποράδες.
Από τα μέσα του 14ου αιώνα εμφανίστηκαν στο Αιγαίο οι Οθωμανοί. Το 1341 σημειώθηκε η πρώτη μεγάλη λεηλασία πολλών νησιών από τον οθωμανικό στόλο, που κατέστη μόνιμος εφιάλτης για το νησιωτικό κόσμο. Από το 15ο αιώνα άρχισε η κατάληψη των νησιών από τους Οθωμανούς, που ολοκληρώθηκε το 1669 με την πτώση του Χάνδακα.
Ο νησιωτικός κόσμος έζησε επί τέσσερις και πλέον αιώνες υπό λατινική κυριαρχία. Οι Ενετοί και οι άλλοι κατακτητές επέβαλαν το φεουδαρχικό σύστημα διοίκησης, που υπήρξε δυσβάσταχτο για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Συγχρόνως επιδίωξαν να επιβάλουν τον καθολικισμό στους κατοίκους, παραγκωνίζοντας τον ορθόδοξο κλήρο, γεγονός που όξυνε ιδιαίτερα την εχθρική στάση του λαού κατά των Λατίνων. Κατά το ίδιο διάστημα, της λατινικής κυριαρχίας, η πολιτιστική ακτινοβολία του Βυζαντίου όχι μόνο δεν υποχώρησε στα νησιά, αλλά γνώρισε πλατιά διάδοση. Το 13ο αιώνα και αργότερα στο Αιγαίο χτίστηκαν και τοιχογραφήθηκαν δεκάδες μικροί ναοί, όπου δηλώνεται η εμμονή στο εικονογραφικό πρόγραμμα και την τεχνοτροπία που είχαν καθιερωθεί στο Βυζάντιο. Το φαινόμενο αυτό, που παρουσιάζει ιδιαίτερη έξαρση σε ενετοκρατούμενες περιοχές, όπως π.χ. η Νάξος, ερμηνεύεται ως αντίδραση των κατοίκων στη λατινική κατάκτηση και προσπάθεια να ενισχυθεί έτσι η ταυτότητά τους και η ορθόδοξη πίστη τους.
(Γεώργιος Πάλλης)
4. Διοικητική οργάνωση στον αιγαιακό χώρο μέχρι τον 13ο αι.
Κατά την Ύστερη Αρχαιότητα τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους αποτελούσαν τμήματα αντίστοιχα των επαρχιών Αχαΐας και Νήσων (provincia insularum). Στο β΄ μισό του 7ου αι., στο πλαίσιο της οργάνωσης των νέων διοικητικών και στρατιωτικών μονάδων, των θεμάτων Οψικίου, Θρακησίων, Ανατολικών και Αρμενιακών, η κεντρική διοίκηση φρόντισε και για την άμυνα στον θαλάσσιο χώρο ιδρύοντας το θέμα Καραβησιάνων που περιελάμβανε τη ΝΔ μικρασιατική ακτή και τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Η μεταρρύθμιση στη θαλάσσια άμυνα σχετίζεται με την οργάνωση και τη δραστηριοποίηση του αραβικού στόλου στη ΝΑ Μεσόγειο μετά το 650. Περί τα τέλη του 7ου αι., μετά από την επιβολή του βυζαντινού ελέγχου στην κεντρική Ελλάδα, ιδρύθηκε το θέμα Ελλάδος, στο οποίο ανήκαν ορισμένα από νησιά σε άμεση γειτνίαση με την ηπειρωτική χώρα. Στις αρχές του 8ου αι. από το θέμα Καραβησιάνων δημιουργήθηκε το θέμα των Κιβυρραιωτών (από την πόλη Κίβυρρα της Παμφυλίας) που περιελάμβανε τις ΝΔ περιοχές της Μ. Ασίας και τα γειτονικά νησιά. Η στρατηγική σημασία των νησιών του Αιγαίου στην αναχαίτιση των Αράβων και την προστασία της ίδιας της Κωνσταντινούπολης μαρτυρείται από τη σειρά στρατιωτικών αξιωματούχων, αρχόντων και δρουγγαρίων, που αναφέρονται στις πηγές για το χρονικό διάστημα από τον 8ο έως τα μέσα του 9ου αι. Συναντάμε άρχοντες της Κύπρου, της Κρήτης και της Χίου. Άμεσα επιφορτισμένοι με τη διοίκηση του στόλου σε τοπικό επίπεδο και την άμυνα ήταν οι δρουγγάριοι. Αναφέρονται χαρακτηριστικά ο «δρουγγάριος του Κόλπου» (περιοχή της Νικομήδειας και της Προποντίδας), καθώς και του Βόριου Αιγαίου, «των Δωδεκανήσων» (η ευρύτερη περιοχή των Κυκλάδων με τη Σάμο και τη Χίο) και ο «δρουγγάριος της Κω» (η περιοχή από τη Κω έως τη Ρόδο).
Τον 9ο αι. δόθηκε έμφαση στην οργάνωση του νησιωτικού χώρου. Το 809 δημιουργήθηκε το θέμα Κεφαληνίας. Το 842/3 επί Μιχαήλ Γ΄ ιδρύθηκε το θέμα Δυρραχίου, το θέμα Αιγαίου Πελάγους και το θέμα Κρήτης. Πρόκειται κατά βάση για ναυτικά θέματα. Στη διοίκηση του «σπαθάριου και στρατηγού Αιγαίου πελάγους» υπήχθη όλο το Αιγαίο, εκτός από τα Δωδεκάνησα που υπάγονταν στο θέμα Κιβυρραιωτών. Σημαντικές είναι οι πληροφορίες του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (10ος αι.), ο οποίος αναφέρει ότι στο στρατηγό του Αιγαίου Πελάγους υπάγονται οι Κυκλάδες, ορισμένες από τις Σποράδες, η Μυτιλήνη, η Χίος και η Λήμνος. Επρόκειτο για μία μεγάλη διοικητική περιφέρεια που ξεκινούσε από τις ιωνικές ακτές, περιελάμβανε τα νησιά του ανατολικού και του κεντρικού Αιγαίου και έφτανε μέχρι τη θάλασσα της Κύπρου. Στα τέλη του 9ου αι., επί Λέοντος ΣΤ΄, ιδρύθηκε το θέμα Σάμου που περιελάμβανε εδάφη της Μ. Ασίας και είχε ως πρωτεύουσα την Σμύρνη. Από τα τέλη του 10ου έως τα τέλη του 11ου αι. εμφανίζονται νέα νησιωτικά θέματα και εδραιώνεται η πολιτική διοίκηση. Συρρικνώνονται τα θέματα Αιγαίου και Σάμου και εμφανίζονται θέματα Χίου και Κυκλάδων. Τα παλαιά μεγάλα ναυτικά θέματα οργανώνονται σε μικρότερες πολιτικές και διοικητικές μονάδες. Η τάση αυτή έλαβε μεγαλύτερη έκταση κατά το 12ο αι., όταν προωθήθηκε ο πολιτικός και διοικητικός κατακερματισμός και ο θεσμός του δούκα κέρδισε έδαφος. Την περίοδο μέχρι το 1204 συναντάμε τους δούκες Κύπρου, Ρόδου, Καρπάθου, Κρήτης, Σάμου, Κω, Δωδεκανήσου (στις Κυκλάδες), Χίου, Μυτιλήνης, Κεφαλληνίας και Κέρκυρας.
5. Το βυζαντινό Αιγαίο
Το Βυζαντινό κράτος απαρτιζόταν από τρεις μεγάλες ζώνες με μεταβλητά σύνορα: τη Μικρά Ασία, τη Βαλκανική χερσόνησο και την Ανατολική Μεσόγειο. Το Αιγαίο βρισκόταν σε κεντρικό σημείο και αποτελούσε ένα «πυρήνα» με πρωταρχική σημασία για την ασφάλεια της πρωτεύουσας και την οικονομική ζωή εν γένει. Επιπλέον, με τα 60 κατοικημένα ή κατοικήσιμα νησιά προσέφερε ένα σύνθετο και σχετικά ασφαλές δίκτυο θαλάσσιων διαδρομών, χρήσιμων για το διαμετακομιστικό εμπόριο.
Οι ίδιοι οι βυζαντινοί είχαν διακρίνει τη σπουδαιότητα του αιγαιοπελαγίτικου χώρου. Χαρακτηριστική παραμένει η συγκριτική παρουσίαση των διαφορών ανάμεσα στα τμήματα της αυτοκρατορίας που κάνει ο Ιωάννης Σκυλίτζης, χρησιμοποιώντας παλαιότερες παρόμοιες περιγραφές. Ο ιστοριογράφος παρομοιάζει τη Μικρά Ασία με κεφαλή, τα ευρωπαϊκά τμήματα με ουρά και τα νησιά του αρχιπελάγους με τη μέση ενός σώματος. Το Βυζάντιο γενικά είχε έντονη και στενή σχέση με τη θάλασσα. Αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ Πορφυρογέννητου ότι την πραγματική εξουσία κατέχει μόνο ο αυτοκράτορας που ελέγχει πλήρως τη θάλασσα.
Σε διοικητικό επίπεδο το Βυζάντιο ρύθμιζε την οργάνωση του Αρχιπελάγους σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες και σπάνια ως ένα ενιαίο γεωγραφικό σύνολο. Κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο το Αιγαίο προσέφερε καταφύγιο και ασφάλεια για τους κατοίκους των ηπειρωτικών περιοχών που απειλήθηκαν από τις επιδρομές των Σλάβων και των Αβάρων. Κατά τον 5ο και 6ο αι. τα νησιά γνώρισαν περίοδο ανάπτυξης και ευημερίας. Κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο το Αιγαίο Πέλαγος έγινε θέατρο δραματικών πολεμικών συγκρούσεων με τους Άραβες, με σοβαρές συνέπειες για τη ζωή και την οικονομική κατάσταση των κατοίκων. Η περίοδος από τα τέλη του 9ου αι μέχρι τον 12ο αι. αποτελεί τη χρυσή εποχή για τα νησιά του Αιγαίου, με έντονη οικονομική δραστηριότητα, πολιτική ασφάλεια και σημαντική καλλιτεχνική έκφραση. Κατά τον 12ο αι. τα νησιά του Αιγαίου οργανώνονται σε πολλές μικρές διοικητικές ενότητες. Η εικόνα αυτή έχει οδηγήσει αρκετούς μελετητές στην άποψη ότι ο τρόπος ζωής και η οργάνωση του χώρου μετά την Δ΄ Σταυροφορία και την εγκαθίδρυση των Φράγκων δεν διαφοροποίησε ριζικά την κατάσταση που επικρατούσε . Στην περίοδο μεταξύ του 13ου και 15ου αι. το Βυζάντιο επιχειρούσε, αρκετές φορές με επιτυχία, να επιβάλει την κυριαρχία του στο Αιγαίο, προπαντός στο βόρειο τμήμα, αλλά ο τρόπος άσκησης της διοίκησης και η οικονομική διαχείριση στα νησιά αυτά δεν διέφερε σημαντικά από εκείνη των Δυτικών.
Ανεξάρτητα από το τις πολιτικές εξελίξεις και τις εκάστοτε συγκυρίες κατά την περίοδο μεταξύ του 13ου και 15ου αι., τα νησιά του Αιγαίου αποτελούσαν τμήμα της ευρύτερης βυζαντινής πολιτισμικής ζώνης. Αναμφίβολα, πέρα από τις διάφορες επιδράσεις, στο χώρο της τέχνης και ιδίως στις ποικίλες καλλιτεχνικές εκφράσεις διαπιστώνεται άμεση σχέση με τη βυζαντινή αρχιτεκτονική και ζωγραφική.
(Ελένη Πέτρακα - Γκέντσο Μπάνεβ)