1. Μεταλλεύματα και ορυκτά
Τα νησιά του Αιγαίου παρουσιάζουν ήδη από την Αρχαιότητα ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε ό,τι αφορά το φυσικό τους πλούτο, λόγω της μεγάλης ποικιλίας χρήσιμων ορυκτών που κρύβουν στο υπέδαφός τους. Είναι γνωστά τα αρχαία λατομεία οψιανού στη θέση Νύχια της Μήλου, όπου οι αρχαίοι λατόμοι εξόρυσσαν τα κομμάτια του οψιανού και κατασκεύαζαν εργαλεία, όπως μαρτυρούν και οι σωροί των προϊόντων λατόμευσης που διατηρούνται ως τις μέρες μας.
Γνωστά επίσης από την Αρχαιότητα είναι τα μάρμαρα της Πάρου, της Νάξου, της Θάσου, της Χίου και της Τήνου. Το παριανό μάρμαρο ήταν γνωστό στους αρχαίους ως Παρία λίθος ή λυχνίτης, γιατί η εκμετάλλευση γινόταν σε υπόγειες στοές με το φως των λυχναριών. Πρόκειται για μάρμαρο λευκό, ομογενές, με χαρακτηριστική αυτοακτινοβολία και μεγάλη διαπερατότητα από το ηλιακό φως. Από παριανό μάρμαρο έχουν κατασκευαστεί μερικά από τα αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής και πλαστικής (π.χ. η Νίκη του Παιωνίου, ο Ερμής του Πραξιτέλη, η Αφροδίτη της Μήλου κ.ά.).
Το μάρμαρο της Νάξου που εμφανίζεται κυρίως στο δυτικό τμήμα του νησιού ήταν γνωστό από την Αρχαιότητα και συναγωνιζόταν σε ποιότητα αυτό της γειτονικής Πάρου. Χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλη κλίμακα στα οικοδομήματα και τα γλυπτά των ιερών χώρων της Δήλου και των Δελφών, ενώ και το φημισμένο Άνδηρο των Λεόντων στη Δήλο είναι κατασκευασμένο από μάρμαρο Νάξου. Τα λευκά μάρμαρα της Θάσου ανήκουν στα μεταμορφωμένα πετρώματα της ενότητας Παγγαίου της μάζας της Ροδόπης τα οποία καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του νησιού. Η συστηματική εκμετάλλευση των μαρμάρων ξεκίνησε στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. από Πάριους αποίκους. Σήμερα, τα μάρμαρα της Θάσου, κυρίως τα δολομιτικά μάρμαρα που βρίσκονται στο βόρειο τμήμα της, είναι περιζήτητα.
Στη Σίφνο υπάρχουν γνωστά μεταλλεύματα από τους προϊστορικούς ακόμη χρόνους, ενώ η σημασία του νησιού ήταν μεγάλη κατά την Αρχαιότητα, αφού λειτουργούσε ως ένα από τα σημαντικότερα μεταλλευτικά κέντρα αργυρούχων κοιτασμάτων μολύβδου, ψευδαργύρου και χαλκού.
Σήμερα, παρά το γεγονός ότι οι μέθοδοι εκμετάλλευσης βελτιώθηκαν και τα πεδία εφαρμογής των μετάλλων και των άλλων ορυκτών συνεχώς αυξάνονται, πολλές φορές οι τεχνικοοικονομικοί όροι της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων, δηλαδή οι όροι που έχουν σχέση με τη σύσταση, την υφή, τα αποθέματα, καθώς και τη μεταφορά του μεταλλεύματος, περιορίζουν αισθητά τις δυνατότητες αξιοποίησής τους στο χώρο του Αιγαίου.
Εκμεταλλεύσιμα είναι κυρίως τα κοιτάσματα βιομηχανικών ορυκτών και λατομικών προϊόντων, όπως της γύψου, του καολίνη, του περλίτη, του μπετονίτη και άλλων, τα οποία εξορύσσονται από διάφορα νησιά. Σημαντική εκμετάλλευση γίνεται και στα κοιτάσματα βαρίτη (Μήλος, Μύκονος) και σιδήρου (Σέριφος).
Ακολουθεί μια προσπάθεια σύντομης καταγραφής των σημαντικότερων κοιτασμάτων στο χώρο του Αιγαίου με αναφορά των νησιών στα οποία έχει βρεθεί το συγκεκριμένο κοίτασμα.
Στην Πάρο, στην περιοχή Θαψανά, συναντάται αξιόλογο κοίτασμα μαγγανίου υδροθερμικής γένεσης. Επίσης στη Μήλο, στην περιοχή Βάνι, εμφανίζεται μεταλλοφορία μαγγανίου που συνδέεται με την πρόσφατη ηφαιστειακή δραστηριότητα του νησιού.
Βωξίτης, δηλαδή το μοναδικό μετάλλευμα από το οποίο παραλαμβάνεται το αργίλιο, εμφανίζεται σε μικρής έκτασης κοιτάσματα στην Αμοργό, τη Σκόπελο, τη νότια Χίο και τη Σάμο.
Μεγάλα κοιτάσματα γύψου βρίσκονται κυρίως στην Κρήτη (Σητεία, Χανιά, Ιεράπετρα κτλ.) και την Κάσο, όπως επίσης στη Ρόδο και την Κάρπαθο.
Στη Σκύρο εμφανίζεται μεταλλοφορία χαλκού, με μέση περιεκτικότητα σε χαλκό περίπου 6%.
Σε διάφορες περιοχές του Αιγαίου έχουν βρεθεί ιζηματογενή κοιτάσματα οργανικής προέλευσης, τα οποία δεν είναι ιδιαίτερα γνωστά στους μη ειδικούς: λιθάνθρακες στη Χίο, σημαντικά κοιτάσματα λιγνίτη στην Κρήτη, λιγνίτες μικρότερης σημασίας στην Κω, τη Ρόδο, τη Λέσβο και την Αλόννησο.
Κοιτάσματα που προέρχονται από χημική εξαλλοίωση, καθώς και λατομικά προϊόντα έχουν βρεθεί σε νησιά που είτε πρόσφατα είτε παλαιότερα εμφάνισαν έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα. Σε αυτά ανήκει ο περλίτης στη Μήλο και την Κω. Αντίστοιχα κοιτάσματα υπάρχουν επίσης στο Γυαλί Νισύρου, στη Λέσβο και την Αντίπαρο. Μπετονίτης έχει εντοπιστεί στη Μήλο και την Κίμωλο, ενώ μικρότερης σημασίας κοιτάσματα βρίσκονται επίσης στη Λέσβο και τη Χίο. Πρόκειται για κοιτάσματα που έχουν σχηματιστεί από την εξαλλοίωση ηφαιστειακών πετρωμάτων.
Τα μεγαλύτερα κοιτάσματα καολίνη έχουν βρεθεί στη Μήλο ενώ εμφανίσεις έχουμε και στα νησιά Λέσβος και Κίμωλος. Ελαφρόπετρα (κίσσηρη) καθώς και θηραϊκή γη που αποτελείται από κίσσηρη και ηφαιστειακούς τόφφους υπάρχει στη Θήρα. Θειοχώματα με σημαντική εκμετάλλευση, καθώς επίσης και αξιόλογα κοιτάσματα αλουνίτη (στυπτηριάτης) βρίσκονται στη Μήλο. Η εμφάνιση του θείου είναι αποτέλεσμα της έντονης υδροθερμικής δραστηριότητας η οποία είναι ενεργή και σήμερα στο νησί. Απόδειξη αποτελούν οι επιφανειακές μετρήσεις που δίνουν θερμοκρασίες που πλησιάζουν τους 100οC.
Στη Νάξο καθώς επίσης και στα κοντινά σε αυτή νησιά εμφανίζονται σημαντικά κοιτάσματα σμύριδας. Πρόκειται για σχηματισμό πλούσιο σε κορούνδιο και προέρχεται από τη μεταμόρφωση παλαιότερων σωμάτων καρστικού βωξίτη. Τα σώματα της σμύριδας έχουν συνήθως ακανόνιστο φακοειδές σχήμα και βρίσκονται μέσα στα μάρμαρα του μεταμορφωμένου συστήματος πετρωμάτων του νησιού. Η μεταμόρφωση του βωξίτη και ο αντίστοιχος σχηματισμός της σμύριδας έλαβε χώρα στα δύο μεταμορφικά γεγονότα που αναφέρονται για τη νήσο, κατά το Ηώκαινο και στο τέλος του Ολιγοκαίνου αντίστοιχα, και ήταν πρασινοσχιστολιθικής φάσης. Από χημικής άποψης διακρίνονται τρεις τύποι σμύριδας στη Νάξο – ο εμπορεύσιμος τύπος αποτελείται κυρίως από κορούνδιο και οξείδια σιδήρου και τιτανίου (ρουτίλιο, αιματίτη, μαγνητίτη, ιλμενίτη), και είναι πλούσιος σε Al2O3 και φτωχός σε SiO2.
Μικρά κοιτάσματα χρωμίτη έχουν βρεθεί στη Ρόδο, ενώ θειούχα κοιτάσματα νικελίου, χαλκού και σιδήρου υπάρχουν στη Σκύρο.
Μολυβδαινίτης έχει εντοπιστεί στο χωριό Στύψη της Λέσβου, ενώ στην περιοχή της Αχλαδερής Λέσβου, μέσα στα υπερβασικά πετρώματα του οφιολιθικού καλύμματος του νησιού, υπάρχουν κοιτάσματα λευκόλιθου (μαγνησίτης), τα οποία αναπτύσσονται με τη μορφή φλεβών. Όπως μαρτυρούν εγκαταλελειμμένες στοές καθώς και σωροί από μαγνησίτη, στην περιοχή αυτή παλαιότερα γινόταν εκμετάλλευση του μαγνησίτη, που χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παραγωγή συνθετικών προϊόντων μαγνησίου και μεταλλικού μαγνησίου, ενώ οι χρήσεις του εξαπλώνονται επίσης στις κατασκευές κτηρίων και στη μεταλλουργική βιομηχανία. Οι φλέβες μαγνησίτη καταλαμβάνουν θραυσιγενείς ζώνες των υπερβασικών πετρωμάτων και προήλθαν από αποσύνθεση του σερπεντινίτη κατά τη διάρκεια φαινομένων μεταμόρφωσης.
Εμφανίσεις μικτών θειούχων κοιτασμάτων γαληνίτη, σφαλερίτη, σιδηροπυρίτη βρίσκονται σε πολλά νησιά του νότιου Αιγαίου, καθώς και στη Θάσο και τη Σαμοθράκη, χωρίς ωστόσο να γίνεται εκμετάλλευση αυτών. Στη Θάσο το μετάλλευμα αυτό εμφανίζεται με τη μορφή φλεβών και θυλάκων αντικατάστασης και συνίσταται από σμισθονίτη, ημιμορφίτη, υδροζιγκίτη, σφαλερίτη, βουρτσίτη, γαληνίτη, κερουσίτη, βαρύτη και αγγλεσίτη. Η ποιότητα του μεταλλεύματος παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις. Η περιεκτικότητά του σε ψευδάργυρο τοπικά φθάνει σε πολύ υψηλές τιμές, ως και 40%, ενώ σε μόλυβδο ως και 26%.
Μαγγανιομεταλλεύματα υπάρχουν στη Λέσβο, τη Σάμο, την Ικαρία, την Πάρο και την Αντίπαρο.
Σημαντικά σιδηρομεταλλεύματα υπάρχουν στη Θάσο, τη Σέριφο και τη δυτική Κρήτη, ενώ μικρότερης σημασίας κοιτάσματα βρίσκονται σε πολλά νησιά των Κυκλάδων.
Στη Σέριφο απαντάται η πιο εντυπωσιακή εμφάνιση μεταλλοφορίας τύπου skarn στην Ελλάδα. Η σημαντική αυτή εμφάνιση σχηματίστηκε κατά τη διείσδυση ενός μαγματικού σώματος (γρανοδιορίτη) μέσα σε μια σειρά μεταμορφωμένων ιζημάτων (μαρμαρυγιακοί σχιστόλιθοι, μάρμαρα και γνεύσιοι), προκαλώντας έντονη μεταμόρφωση επαφής. Τα κυριότερα ορυκτά που παρατηρούνται στο skarn της Σερίφου είναι γρανάτες, διοψίδιος, μαγνητίτης, βολλαστονίτης και σκαπόλιθος. Από τα μεταλλικά ορυκτά των skarns της Σερίφου οικονομικό ενδιαφέρον παρουσίαζε στο παρελθόν ο μαγνητίτης. Χαρακτηριστική επίσης είναι η ύπαρξη μιας μορφής χαλαζία, του πράσινου χαλαζία (πράσιος), η οποία είναι μοναδική στην Ελλάδα.
Αντιμονίτης έχει εντοπιστεί σε περιοχές της Χίου – πιο συγκεκριμένα στην περιοχή του χωριού Κέραμος υπάρχουν εμφανίσεις οι οποίες αποτέλεσαν αντικείμενο εκμετάλλευσης στο παρελθόν. Πρόκειται για φλεβικής μορφής μετάλλευμα το οποίο συνίσταται από αντιμονίτη και χαλαζία.
Μεγάλα κοιτάσματα βαρίτη υπάρχουν στη Μήλο, την Κω, την Κίμωλο, τη Μύκονο και στο Δραγονήσι. Από αυτά εκμετάλλευση γίνεται σε αυτά της Μήλου και της Μυκόνου. Αμίαντος βρίσκεται στη Σάμο και την Ανάφη.
Στη βόρεια Λέσβο, μέσα σε ηφαιστειακά πετρώματα, αναπτύσσεται ένα σύστημα χαλαζιακών φλεβών, το οποίο φιλοξενεί μία επιθερμική μεταλλοφορία χρυσού και αργύρου. Στις περιοχές αυτές έλαβε χώρα κατά τη Βυζαντινή εποχή περιορισμένη εκμετάλλευση των βασικών μετάλλων, κυρίως του μολύβδου, του ψευδαργύρου και του χαλκού, που συνδέονται με τη μεταλλοφορία του χρυσού και του αργύρου, όπως μαρτυρούν κάποιες εγκαταλελειμμένες στοές. Επίσης στη δυτική πλευρά της Θάσου συναντώνται κοιτάσματα μολύβδου και ψευδαργύρου και στη βορειοανατολική και ανατολική πλευρά κοιτάσματα χρυσού.
Ο υποθαλάσσιος χώρος του Αιγαίου παραμένει σχετικά ανεξερεύνητος και με άγνωστες, εκτός από το πετρέλαιο, πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες σε μεταλλεύματα και χρήσιμες ύλες. Από το 1938, οπότε και ξεκίνησαν οι έρευνες για πετρέλαιο στο χώρο του Αιγαίου, έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες με μόνη επιτυχή μέχρι σήμερα, σε ό,τι αφορά στις δυνατότητες εκμετάλλευσής της, αυτή στην περιοχή του Πρίνου νότια της Καβάλας.
2. Βιογεωγραφία του Αιγαίου
2. 1. Χλωρίδα
Σε ό,τι αφορά τη βιογεωγραφία του Αιγαίου, επισημαίνεται ότι στη μεγαλύτερη έκτασή τους τα νησιά του Αιγαίου καθώς και οι ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας καλύπτονται από μεσογειακά οικοσυστήματα, τα μακί και τα φρύγανα, με τα ιδιαίτερα και τυπικά φυτά της Mεσογείου που είναι προσαρμοσμένα στις μακριές περιόδους ξηρασίας, στις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα, στη σύντομη περίοδο των βροχοπτώσεων, στην έντονη ηλιοφάνεια, στο μικρό βάθος εδάφους αλλά και στην ανθρώπινη επέμβαση.
Η μακία βλάστηση είναι ένα πυκνό και σχεδόν αδιαπέραστο σύμπλεγμα από ψηλούς θάμνους και μικρά δένδρα, όπου κυριαρχούν το πουρνάρι Quercus coccifera L., η φυλλίρεα Phillyrea latifolia και Phillyrea media L., η κοκορεβυθιά Pistacia terebinthus L. και το σχίνο Pistacia lentiscus. Όπου τα εδάφη είναι πιο φτωχά ή υπάρχει έντονη βόσκηση συναντώνται τα φρύγανα που πήραν το όνομά τους από το Θεόφραστο. Πολλά από αυτά τα είδη είναι αρωματικά και το καθένα έχει ιδιαίτερη οσμή, όπως το θυμάρι, το φασκόμηλο, η ρίγανη, η άγρια λεβάντα κ.ά.
Σε ένα άλλο μεγάλο ποσοστό τα νησιά του Αιγαίου καλύπτονται από αγροτικά οικοσυστήματα, φυσικά χερσαία ή υγροτοπικά οικοσυστήματα όπου επεμβαίνει ο άνθρωπος, είτε με καλλιέργεια της γης ελαιώνες, αμπελώνες, βοσκότοποι με θάμνους, αροτραίες (άροση= όργωμα) καλλιέργειες όπως σιτοβολώνες, λαχανικά, πατάτες κ.ά. είτε με βόσκηση. Σε μικρότερο ποσοστό συναντώνται πευκοδάση με κωνοφόρα δένδρα, όπως διάφορα είδη πεύκων, κυπαρίσσια και κέδροι ανάλογα με την περιοχή. Μερικές φορές στις περιοχές όπου τα κωνοφόρα είναι αραιά συναντώνται φρύγανα ή μακία. Λιγότερο συχνά συναντώνται χερσαίοι υγρότοποι χείμαρροι, ποτάμια, λίμνες, έλη με αρμυρήθρες, καλάμια, βούρλα, αρμυρίκια, ιτιές και ανάμεσα στα φυτά υπάρχουν έντομα, μαλάκια (σκώληκες, όστρακα κ.ά), καρκινοειδή (καβούρια, γαρίδες), ψάρια, ερπετά, θηλαστικά και ένας μεγάλος αριθμός πουλιών. Τα πουλιά που επισκέπτονται τους υγρότοπους, εξαιτίας της αφθονίας τροφής, των χώρων για φώλιασμα και ανάπαυση, μπορεί να είναι μόνιμα, μεταναστευτικά ή περαστικά. Πολλά από αυτά τα πουλιά είναι σπάνια ή προστατευόμενα. Κατά μήκος των περισσότερων χειμάρρων σχηματίζεται πυκνή παραχειμάρρια βλάστηση και τα χαρακτηριστικά υδρόφιλα φυτά που κυριαρχούν στη διάπλαση αυτή, όπως η λυγαριά Vitex agnus - castus , η πικροδάφνη Nerium oleader, και οι βατομουριές-βάτα Rudus fruticosus, πλατάνια Platanus orientalis, λεύκες Populus sp., κισσός Hedera helix, μυρτιές Myrtus communis κ.ά.
Σημαντικά οικοσυστήματα επίσης είναι οι ακτές. Άλλοτε είναι αμμώδεις όπου επικρατούν ιδιαίτερες συνθήκες αλατότητας, θερμοκρασίας και υγρασίας, και πρωταγωνιστούν θάμνοι ή πόες Salicornia europaea, Suaeda maritima, Salsola soda, Spergularia marina, Aster tripolium, Polypogon monspeliensis, Limonium sp., Hordeum marinum, Atriplex hastata, Eryngium maritimum,Cynodon dactylon κ.ά. και πολλές φορές με προσαρμογή σε αυτές τις συνθήκες και πολλά άλλα σπάνια και ενδημικά είδη. Άλλοτε οι ακτές είναι βραχώδεις και τα βράχια υψώνονται πολλά μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Η έλλειψη εδάφους, η αυξημένη αλατότητα και η απομόνωση δημιουργούν ιδιαίτερες συνθήκες για φυτά και ζώα. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν και οι πολυπληθείς βραχονησίδες. Σε αυτές τις περιοχές συναντώνται τα χασμόφυτα που φυτρώνουν στις κοιλότητες των βράχων όπου συγκρατείται ελάχιστο έδαφος. Επίσης στα απόκρημνα βράχια φωλιάζουν πολλά είδη αρπακτικών πουλιών όπως γεράκια, αετοί κ.ά. και θαλασσοπούλια τα οποία χρειάζονται απομονωμένες και απόκρημνες θέσεις για φώλιασμα και ψηλά σημεία που βοηθούν στην εύρεση τροφής.
2. 2. Πανίδα
Όσον αφορά την πανίδα του Αιγαίου συναντώνται χερσαία θηλαστικά:
— σαρκοφάγα όπως αλεπού, κουνάβι, νυφίτσα, ασβός, βίδρα κ.ά.
— αρτιοδάκτυλα όπως ελάφια, αγριόγιδα, αγριοκάτσικα, αγριόχοιροι
— εντομοφάγα όπως σκαντζόχοιροι, μυγαλές, ασπάλακες
— λαγόμορφα όπως κουνέλια και λαγοί
— τρωκτικά όπως σκίουροι, ποντίκια, αρουραίοι, τυφλοπόντικες κ.ά.
— νυκτερίδες
Στα οικοσυστήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω διαβιοί μεγάλος αριθμός πουλιών αρπακτικών, σποροφάγων, παρυδάτιων κ.ά., ενώ παράλληλα τα νησιά του Αιγαίου αποτελούν σταθμούς για την ξεκούραση των μεταναστευτικών πουλιών. Τα αμφίβια και τα ερπετά αποτελούν σημαντικό τμήμα της πανίδας στην περιοχή και περιλαμβάνουν φρύνους, πηλοβάτες, βάτραχους, σαλαμάνδρες, τρίτωνες, φίδια, σαύρες κ.ά.
Τα θαλασσινά νερά του Αιγαίου είναι σε γενικές γραμμές φτωχά σε ποικιλία ζωικών οργανισμών, αλλά παρά ταύτα συναντώνται είδη τόσο της Μεσογείου όσο και της Μαύρης θάλασσας, της Ερυθράς και του Ινδικού ωκεανού. Έχουν καταγραφεί 447 είδη ψαριών και χιλιάδες είδη άλλων οργανισμών όπως αστερίες, αχινοί, αχιβάδες, μύδια, στρείδια. Επίσης έχουν καταγραφεί 15 είδη θαλάσσιων θηλαστικών όπως φώκιες, δελφίνια, φάλαινες.
Η γεωγραφική θέση, το κλίμα και η μεγάλη ποικιλία βιότοπων του Αιγαίου συνθέτουν τη φυσιογνωμία της πανίδας, η οποία χαρακτηρίζεται από μεγάλη βιοποικιλότητα. Η πανίδα του Αιγαίου είναι πλουσιότατη και αποτελεί μείγμα ευρωπαϊκών, ασιατικών και αφρικανικών ειδών, μαζί με διάφορα ενδημικά είδη.
Από τα 115 είδη θηλαστικών της ελληνικής πανίδας μερικά από τα πιο σπάνια ζουν στην περιοχή του Αιγαίου. Το πλατώνι (Dama dama), γνωστό και ως ροδίτικο ελάφι, αριθμεί λίγα ζώα, τα οποία ζουν στα δάση της Ρόδου. Το αγριοκάτσικο της Κρήτης, γνωστό ως κρι κρι, ζει στο φαράγγι της Σαμαριάς και σε ορισμένα μικρά νησιά όπου έχει μεταφερθεί. Στην Κρήτη επίσης εμφανίζεται και ο πολύ σπάνιος κρητικός αγριόγατος. Επίσης το αγριοκάτσικο της Αντιμήλου ζει μόνο στο απόκρημνο νησί Αντίμηλος. Άλλα σπάνια είδη χερσαίων θηλαστικών που ζουν στο χώρο του Αιγαίου είναι ο ασιατικός σκίουρος που ζει μόνο στη Λέσβο, ο κρητικός δασομυωξός, ο ασβός της Κρήτης, ο ασβός της Ρόδου, η κηπομυγάλη της Λέσβου, το κρητικό αγριοκούνελο.
Τα θαλάσσια θηλαστικά που εμφανίζονται στο Αιγαίο είναι η μεσογειακή φώκια (μονάχους μονάχους), με πληθυσμό που δεν ξεπερνά τα 350 άτομα, το ζωνοδέλφινο, το σταχτοδέλφινο που είναι σπάνιο στο χώρο του Αιγαίου, η φώκαινα, ενώ σπανιότατα εμφανίζονται και ορισμένα είδη φαλαινών.
Σε ό,τι αφορά τα πτηνά στο Αιγαίο φωλιάζουν πολλά είδη πτηνών τα οποία δε συνταντιούνται σε άλλες περιοχές της Ευρώπης, όπως ο τουρκοτσοπανάκος και το σμυρνοτσίχλονο. Επίσης ο γυπαετός αριθμεί ελάχιστα άτομα.
Όσο για τα ερπετά, στο χώρο του Αιγαίου προστατεύονται μεταξύ άλλων η οχιά της Μήλου, η δωδεκανησιακή αμφίσβαινα και η σαλαμάνδρα της Καρπάθου.