1. Φυσικός χώρος και περιβάλλον
Τα Ψαρά είναι ένα μικρό ορεινό νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, που βρίσκεται βορειοανατολικά της Χίου, από την οποία απέχει μόλις 48 ναυτικά μίλια. Η φυσιογνωμία του τοπίου είναι ορεινή και βραχώδης, με υψηλότερη κορυφή τον Προφήτη Ηλία που έχει ύψος 531 μ. Ωστόσο, σε τοποθεσίες κοντά στη θάλασσα σχηματίζονται στενές λωρίδες καλλιεργήσιμης γης που τις διασχίζουν μικροί χείμαρροι. Στο Αρχοντίκι, τη Λήμνο και τον Αχλαδόκαμπο ευδοκιμούν λιγοστά οπωροφόρα δέντρα, αχλαδιές, δαμασκηνιές, συκιές, βερικοκιές, και ελάχιστα αμπέλια διακόπτουν τον ορεινό όγκο. Τη χλωρίδα του υπόλοιπου νησιού την καθορίζουν μόνο φρυγανικά οικοσυστήματα με κυρίαρχο είδος την αστοιβή, αλλά και ποώδη χειλανθή φυτά, ιδίως θυμάρι. Επίσης, ευδοκιμούν σε παραθαλάσσιες τοποθεσίες ομάδες φυλλοβόλου λυγαριάς.
Στην πανίδα των Ψαρών απαντώνται μηρυκαστικά ζώα, κυρίως αιγοειδή, τα οποία ο επισκέπτης θα τα συναντήσει ελεύθερα σε τοποθεσίες ορεινές, αλλά και σε παραθαλάσσιες, όπου ξεχωρίζουν το αλάτι από την άμμο και το τρώνε. Σύμφωνα με τους κατοίκους, η αλμύρα της θάλασσας δίνει ξεχωριστή νοστιμιά στο κρέας του ζώου.
Η αγροτική δραστηριότητα στα Ψαρά είναι ασήμαντη, ενώ ελάχιστοι κάτοικοι είναι κτηνοτρόφοι. Οι λίγοι που ασχολούνται με τη μελισσοκομία παράγουν εξαιρετικής ποιότητας θυμαρίσιο μέλι. Εκείνο όμως που προσδιορίζει τις κοινωνικές δομές στο νησί είναι η ναυτιλιακή δραστηριότητα και, για όσους δεν ταξιδεύουν με τα μεγάλα ποντοπόρα πλοία, η αλιεία. Οι περίπου 67 επαγγελματικές άδειες αλιείας μαρτυρούν τον προσανατολισμό του νησιού σε αυτή την πλουτοπαραγωγική πηγή.
Η θάλασσα που βρέχει περιμετρικά το νησί είναι σχεδόν πάντα ταραγμένη και, κυρίως στη θαλάσσια περιοχή της Κόκκινης Πούντας και στο πέρασμα μεταξύ Χίου και Ψαρών, παρουσιάζει επικινδυνότητα. Επιπλέον, το νησί το περιζώνουν ύφαλοι, οι οποίοι κάποτε αποτελούσαν φυσικό οχυρό που προστάτευε τα Ψαρά από τις επιδρομές. Ωστόσο, η θάλασσα είναι πλούσια σε αλιεύματα και τα νερά διαυγή.
2. Ιστορική αναδρομή
2. 1. Προϊστορία και Αρχαιότητα
Το μικρό και άγονο νησί των Ψαρών, «Ψυρίη γη ξηρά και άγονος ως ο της νήσου ταύτης», έχει ωστόσο αξιόλογη ιστορική πορεία. Στη ραψωδία γ΄ της Οδύσσειας το νησί αναφέρεται πρώτη φορά με το όνομα Ψυρίη. Ακολούθως, στα περιηγητικά κείμενα του Στράβωνα τα Ψαρά παρουσιάζονται ως πόλισμα, ενώ ο Ευστάθιος δίνει έμφαση στο λιμάνι που είχε χωρητικότητα είκοσι πλοίων. Ο Δημοσθένης τονίζει την ταραγμένη θάλασσα και τους ισχυρούς ανέμους που πνέουν στην περιοχή και δυσχεραίνουν τη ναυσιπλοΐα. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλες οι πηγές σχολιάζουν την επικινδυνότητα των ρευμάτων στην περιοχή αυτή του Αιγαίου και προτρέπουν τους ταξιδιώτες στην άρτια γνώση των θαλάσσιων δρόμων και της μορφολογίας του νησιού.
Πέρα όμως από τις γραπτές πηγές, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν την πολιτισμική πορεία του νησιού διά μέσου των αιώνων. Σποραδικές ταφές της Τελικής Νεολιθικής εποχής μαρτυρούν την ανθρώπινη δραστηριότητα στο νησί κατά την Προϊστορική περίοδο. Στο Αρχοντίκι, στα δυτικά του νησιού, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως πλούσιο νεκροταφείο της Μυκηναϊκής περιόδου και όμορο οικισμό, που χρονολογούνται στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ2 έως ΙΙΙΓ περίοδο (13ος-12ος αι. π.Χ.). Όπως συνάγεται από τα κτερίσματα και τις ταφές, υπήρχε στη νήσο εύρωστη και αξιόλογη εγκατάσταση, που πιθανότατα εξυπηρετούσε το εμπόριο προς τη Λέσβο, τη Χίο και τα μικρασιατικά παράλια έως και τον Ελλήσποντο. Η Γεωμετρική εποχή αντιπροσωπεύεται στα Ψαρά με ελάχιστα όστρακα στο λόφο της Μαύρης Ράχης, ενώ από την Αρχαϊκή περίοδο (7ος-6ος αιώνας π.Χ.) προέρχεται ο αποθέτης που ήρθε στο φως στη θέση Αρχοντίκι, στο ανατολικό τμήμα της μυκηναϊκής νεκρόπολης.
Η έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα στα Ψαρά και η χρήση του χώρου κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους πιστοποιείται από τα λείψανα ελληνιστικών οικιών στο λόφο της Μαύρης Ράχης. Επίσης, στους πρόποδες του λόφου έχουν εντοπιστεί σαρκοφάγοι και κιβωτιόσχημοι τάφοι της Ρωμαϊκής περιόδου. Ακολούθως, στα βόρεια όρια του σύγχρονου οικισμού επισημάνθηκαν παλαιοχριστιανικά υπέργεια ταφικά σύνολα, δυστυχώς συλημένα.
2. 2. Νεότερη περίοδος
Τα Ψαρά είναι κυρίως γνωστά για την ιστορική τους πορεία κατά τους Νεότερους χρόνους και ειδικά για την καταστροφή τους στο πλαίσιο της Επανάστασης του 1821, που τα κατέστησε σύμβολο της εθνικής ιστορίας.
Το περιηγητικό κείμενο του Robert παρουσιάζει τις ακτές του νησιού ως ορμητήριο πειρατών έως και τα τέλη του 17ου αιώνα. Επιπλέον, η μαρτυρία Ενετού ναυάρχου, που βρήκε το νησί έρημο το 1593, ενισχύει την υπόθεση ότι τα Ψαρά έως τον 18ο αιώνα ήταν, τουλάχιστον κατά περιόδους, ακατοίκητα. Το νησί επανεποικίστηκε από οικογένειες της Εύβοιας και της Θεσσαλίας. Στο πλαίσιο της οθωμανικής κυριαρχίας, στα Ψαρά, όπως και σε άλλα νησιά του Αιγαίου, αναπτύχθηκαν θεσμοί κοινοτικής αυτοδιοίκησης. Σύμφωνα με τον Άγγλο περιηγητή Richard Pococke, τα Ψαρά είχαν 1.000 κατοίκους στα μέσα του 18ου αιώνα, την εποχή που η ψαριανή ναυτιλία αρχίζει να αναπτύσσεται. Τότε περίπου ναυπηγήθηκαν τα πρώτα γνωστά ψαριανά ιστιοφόρα πλοία, οι σακολέβες, που έπλεαν έως τα γειτονικά νησιά, τη Χίο και τη Λέσβο και μέχρι τα μικρασιατικά παράλια, την Εύβοια και τη Θεσσαλία. Οι σακολέβες σύντομα αντικαταστάθηκαν από μεγαλύτερα σκάφη, ικανότερα να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις μακρύτερων προορισμών. Κατά την έναρξη του Ρωσο-οθωμανικού πολέμου του 1768-1774, ο εμπορικός στόλος των Ψαρών αριθμούσε 45 γαλιότες. Τότε ναυπηγήθηκε και το πρώτο ψαριανό τρικάταρτο του Ιωάννη Βαρβάκη.
Σημαντική ήταν η συμμετοχή του νησιού στα Ορλοφικά, στις επιχειρήσεις του ρωσικού ναυτικού στο Αιγαίο με τη συνδρομή πολλών ελληνορθοδόξων. Κατέλαβαν με έφοδο το Πλωμάρι και την Πλαγιά της Λέσβου, καθώς και το Μούδρο της Λήμνου. Με τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) χορηγήθηκε στους Ψαριανούς αμνηστία από το σουλτάνο, που εξασφάλισε την περαιτέρω ανάπτυξη του ναυτικού τους.
Ο πληθυσμός του νησιού, περίπου 1.000 άτομα προς τα μέσα του 18ου αιώνα, έφτασε περίπου τα 3.000 στις αρχές του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστικό της αύξησης του πληθυσμού, αλλά και της ιδιαίτερης σχέσης του νησιού με τη θάλασσα, είναι ότι από τα τέλη του 18ου αιώνα και έως την Επανάσταση του 1821 η Υψηλή Πύλη, στο πλαίσιο της προσπάθειας για την επάνδρωση του στόλου, ναυτολογούσε κάθε χρόνο 75 Ψαριανούς.
Οι Ψαριανοί ναυτικοί, όπως άλλωστε και εκείνοι της Ύδρας και των Σπετσών, επωφελήθηκαν από τη συγκυρία των ναπολεόντειων πολέμων για να πραγματοποιήσουν μεγάλα κέρδη μέσω της μεταφοράς σιτηρών στην αποκλεισμένη από τους Άγγλους γαλλική ενδοχώρα.
Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της Επανάστασης του 1821 το ψαριανό ναυτικό ήταν ισχυρό, με άνδρες ετοιμοπόλεμους και αξιόλογο οπλισμό. Η ναυτική μοίρα, αμέσως μετά την κήρυξη της Επανάστασης στο νησί (10 Απριλίου 1821), έλαβε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις του τρινήσιου στόλου (Ύδρα -Σπέτσες -Ψαρά) στο Αιγαίο με αρχηγό το Νικολή Αποστολή. Τα Ψαρά, σε στρατηγικά πλεονεκτική θέση, λειτουργούσαν ως σημαντική ναυτική βάση στις επιχειρήσεις του ελληνικού στόλου.
Τον Ιούνιο του 1824 ο οθωμανικός στόλος έφτασε στα Ψαρά και αποβίβασε σημαντικές δυνάμεις στο νησί, οι οποίες, αφού κατέβαλαν την αντίσταση των νησιωτών, κατέσφαξαν και αιχμαλώτισαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Η καταστροφή του νησιού ολοκληρώθηκε με την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης από τον Αντώνη Βρατσάνο στο χαμηλό λόφο του Παλαίκαστρου, τη γνωστή από το ποίημα του Διονύσιου Σολωμού «Μαύρη Ράχη».
Όσοι από τους κατοίκους σώθηκαν από τη σφαγή και την αιχμαλωσία, έφτασαν πρόσφυγες στις Κυκλάδες, την Αίγινα και τις Σπέτσες. Μάλιστα η ελληνική κυβέρνηση παραχώρησε έκταση στην Ερέτρια για την εγκατάσταση των διασωθέντων Ψαριανών. Ο οικισμός που δημιουργήθηκε εκεί ονομάστηκε Νέα Ψαρά. Με ψήφισμα της Εθνικής Συνέλευσης του 1844 δόθηκε στους κατοίκους των Ψαρών και των Νέων Ψαρών το δικαίωμα να εκλέγουν δύο βουλευτές, προνόμιο που ίσχυε μέχρι το 1935.
Το νησί εντάχθηκε στην ελληνική επικράτεια το 1912. Η Βουλή των Ελλήνων το 1984 ανακήρυξε τιμής ένεκεν την κοινότητα των Ψαρών σε δήμο.
3. Αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία
3. 1. Αρχοντίκι
Στη δυτική ακτή του νησιού, στη θέση Αρχοντίκι, βρίσκονται τα λείψανα οργανωμένης και εύρωστης εγκατάστασης των Μυκηναϊκών χρόνων (13ος-12ος αι. π.Χ.), με κύρια δραστηριότητα το εμπόριο. Παρουσιάζουν τοπογραφική συνάφεια, καθώς αποκαλύφθηκαν διαδοχικά από τη δύση προς την ανατολή ο οικισμός, η νεκρόπολη και, ακολούθως, ο αποθέτης. Η ποιότητα και ο αριθμός των ευρημάτων μαρτυρούν την ευμάρεια των κατοίκων.
Είναι εμφανής η επιμελημένη οικιστική αρχιτεκτονική που διέπει τις οικίες, πολλές από τις οποίες ανήκουν στον τύπο του μεγάρου. Αποθηκευτικά αγγεία, κυρίως πιθάρια για λάδι και κρασί, εντοπίστηκαν στη θέση τους σε μια γωνιά του σπιτιού, βυθισμένα στο χωμάτινο έδαφος. Το συνεχές οικοδομικό σύστημα των σπιτιών προσδίδει στο δομημένο οικιστικό σύνολο την αίσθηση κοινωνικής αλληλεγγύης. Τη διαπίστωση αυτή την ενισχύει η συστάδα κλιβάνων στο ανατολικό τμήμα του οικισμού που εξυπηρετούσε τις διατροφικές ανάγκες του συνόλου των κατοίκων.
Στην οργανωμένη μυκηναϊκή νεκρόπολη ξεχωρίζει η επιμελημένη αρχιτεκτονική των τάφων. Οι τάφοι είναι προσανατολισμένοι στον άξονα βορρά-νότου και ο αριθμός τους σήμερα ξεπερνά τους 140. Τα κτερίσματά τους μαρτυρούν τις αντιλήψεις των ανθρώπων της εποχής για το θάνατο και τη μεταθανάτια ζωή.
Τα πήλινα κτερίσματα εντάσσονται στη γνωστή μυκηναϊκή κεραμική και παρουσιάζουν ποικιλία σχημάτων. Κυριαρχούν τα ελαιοφόρα αγγεία για τη φροντίδα του προσφιλούς νεκρού, όπως ο ψευδόστομος αμφορέας και το αλάβαστρο, ενώ η κύλικα, το κύπελλο, η φιάλη, ο σκύφος, όλα με θαυμάσιο γραπτό διάκοσμο των Μυκηναϊκών χρόνων, θεωρούνταν απαραίτητα εφόδια για τη μεταθανάτια ζωή του. Πολλές ταφές συνοδεύονταν από πήλινα ειδώλια τύπου Φ και Ψ, όπως ονομάστηκαν συμβατικά από το σχήμα τους που προσομοιάζει στο Φ και το Ψ του ελληνικού αλφαβήτου. Κατά μία θεωρία, συνόδευαν το νεκρό με την ιδιότητα του προστάτη θεού. Μάλιστα τα ειδώλια τύπου Ψ, σύμφωνα με μία θεωρία, απεικονίζουν θεές με υψωμένα τα χέρια σε στάση δέησης. Επίσης, πολλές ταφές περιείχαν ένα με δύο ζωόμορφα ειδώλια, που ερμηνεύονται ως παιδικά παιχνίδια ή ως υποκατάστατα σφαγίων για θυσία. Ωστόσο, ο Σλίμαν τα θεωρεί σύμβολα προελληνικής θεότητας με μορφή αγελάδας, συνδεόμενης με την Ήρα. Στα πήλινα κτερίσματα συγκαταλέγονται και τα σφονδύλια, που κατά κανόνα τοποθετούνταν στο ξύλινο αδράχτι για το γνέσιμο του μαλλιού.
Η οικονομική και πολιτισμική ευρωστία της κοινότητας καταδεικνύεται και στα αντικείμενα γοήτρου των τάφων, στα insignia dignitatis των νεκρών. Στην κατηγορία αυτή κατατάσσονται τα χάλκινα ξίφη, οι σαυρωτήρες και οι παραξιφίδες, αντικείμενα χρονολογούμενα στο 12ο αι. π.Χ. Η μορφολογία τους αποβλέπει στη στιβαρότητα της λαβής, στην προστασία του χεριού και στην ασφαλέστερη συγκράτηση του ξίφους μέσα στην παλάμη. Είναι αξιοσημείωτο πως τα αντιπροσωπευτικά αυτά αντικείμενα επιθετικού οπλισμού διατηρούν την ακεραιότητά τους παρά την οξείδωση που υπέστη ο χαλκός.
Την κοινωνική κατάσταση των ανθρώπων που με περισσή φροντίδα ενταφιάστηκαν στο Αρχοντίκι των Ψαρών καταδεικνύει και η ανεύρεση χρυσών κοσμημάτων σε πολλούς τάφους. Είναι γνωστό πως οι Μυκηναίοι, στηριγμένοι στη μινωική παράδοση, γνώριζαν πολύ καλά τη χρυσοχοΐα και κατασκεύασαν κοσμήματα με δεξιοτεχνία και καλλιτεχνική ευαισθησία. Τους νεκρούς τους στόλιζαν περιδέραια και ενώτια με κοκκιδωτή (granulatio), συρματερή (filigrane) και σφυρήλατη τεχνική, όπως και χρυσά ελάσματα με σπειροειδή, ελικοειδή και συχνά ανθεμωτή διακόσμηση, που χρησίμευαν ως ενθέματα ενδυμάτων. Εκτός όμως από το χρυσό, το υλικό κατασκευής κοσμημάτων αποτέλεσαν ποικίλοι ημιπολύτιμοι λίθοι, όπως ο αχάτης, ο κορνηλίτης, ο ίασπης, ο στεατίτης, ο καρχηδόνιος λίθος και η φαγεντιανή. Σε όλους σχεδόν τους τάφους βρέθηκε μεγάλος αριθμός χανδρών σφαιρικού, ατρακτοειδούς και κυλινδρικού σχήματος, που χρησίμευαν ως εξαρτήματα περιδέραιων ή ποικίλματα ενδυμάτων. Η ομορφιά των χανδρών έγκειται κυρίως στην ποικιλία των σχημάτων και χρωμάτων που δημιουργούν οι φλεβώσεις του λίθου.
Από το ίδιο, σπάνιο για την εποχή, υλικό κατασκευάζονταν και οι σφραγιδόλιθοι, που βρέθηκαν άφθονοι στη μυκηναϊκή νεκρόπολη των Ψαρών. Με τις ποικίλες εικονιστικές παραστάσεις που φέρουν στη σφραγιστική τους επιφάνεια εικονογραφείται η καθημερινή δράση των ανθρώπων, οι θρησκευτικές τους αντιλήψεις και τα ήθη τους. Οι σφραγιδόλιθοι, παρότι θεωρήθηκαν αντικείμενα συλλεκτικής ενασχόλησης, είχαν σκοπό τη σφράγιση και συνδέονται με το διοικητικό έλεγχο αντικειμένων και προϊόντων στο πλαίσιο του εμπορίου. Σε πολλές περιπτώσεις, έκλειναν τα στόμια των αγγείων με πήλινα πώματα που προσδένονταν με σχοινιά και στη συνέχεια τα σφράγιζαν. Ο μεγάλος αριθμός των σφραγιδόλιθων που βρέθηκαν ως κτερίσματα στις ταφές των Ψαρών υποδηλώνει τη διάδοση του είδους σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Εξάλλου είναι γνωστό πως το 13ο αι. π.Χ. το δικαίωμα της κατοχής και χρήσης σφραγιδόλιθων είχε διευρυνθεί και σε άτομα που δεν εντάσσονταν στη διοίκηση του οικισμού. O καθηγητής Ingo Pini σημειώνει πως οι σφραγιδόλιθοι φοριούνταν στο λαιμό ή στον καρπό περασμένοι από νήματα.
Στο ανατολικό τμήμα της νεκρόπολης αποκαλύφθηκε αποθέτης της Αρχαϊκής περιόδου, που τεκμηριώνει τη συνέχεια της ζωής και της χρήσης του χώρου και μετά την καταστροφή του οικισμού. Στο πλαίσιο της λατρείας ενός ήρωα που ήταν ενταφιασμένος σε παρακείμενο θολωτό τάφο, οι προσκυνητές τοποθετούσαν σε αποθέτη τα σκεύη που χρησιμοποιούσαν. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, ήταν μιαρή πράξη η επαναξιοποίηση σκευών που χρησιμοποιήθηκαν για ιερό σκοπό. Στον αποθέτη βρέθηκαν εξαιρετικής ποιότητας πήλινα σκεύη χιακού εργαστηρίου. Οι χρωματικοί συνδυασμοί και η επιμέλεια των εικονιστικών, κυρίως, αλλά και των φυτικών και γραμμικών θεμάτων, μαρτυρούν αξιόλογους καλλιτέχνες. Αξιοσημείωτα είναι επίσης τα δείγματα αττικού εργαστηρίου του 5ου αι. π.Χ. σε ερυθρόμορφη τεχνική σε λευκό βάθος.
Ο αρχαιολογικός χώρος στο Αρχοντίκι οργανώνεται σε επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο.
3. 2. Νεότερα μνημεία
Στην κορυφή του λόφου της Μαύρης Ράχης βρίσκεται το ηρώο των νεκρών της καταστροφής των Ψαρών και το δίδυμο εκκλησάκι της Αγίας Άννας και του Αγίου Ιωάννη.
Ο ιστορικός ναός του Αγίου Νικολάου, όπου κηρύχθηκε η Επανάσταση στις 10 Απριλίου του 1821, βρίσκεται στην υψηλότερη κορυφή του λόφου, στις πλαγιές του οποίου απλώνεται ο οικισμός. Το μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στην πλαγιά του Προφήτη Ηλία, βρίσκεται κοντά στη βόρεια ακτή και, για να φτάσει ο προσκυνητής, πρέπει να διασχίσει όλο το νησί. Στο καθολικό του μοναστηριού υπάρχουν δύο μαρμάρινα ανάγλυφα με παράσταση δικέφαλων αετών. Επίσης φυλάσσονται λαογραφικά αντικείμενα καθώς και σπάνια βιβλία τυπωμένα στη Βενετία και τη Μόσχα, που προήλθαν από τις μετοικεσίες και τα ταξίδια των Ψαριανών στις περιοχές αυτές.
Κοντά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου υπάρχουν τα λείψανα της φτωχικής οικίας του αγωνιστή της Επανάστασης του 1821 Κωνσταντίνου Κανάρη. Στην έξοδο του σύγχρονου οικισμού, ο διαβάτης θα απαντήσει το επονομαζόμενο «κονάκι»,αρχοντικό οίκημα του 19ου αιώνα και το μοναδικό που διατηρεί την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της νήσου. Είναι καμωμένο από πέτρα, τριώροφο, με μεγάλα παράθυρα για να δέχεται τον ήλιο. Πρόσφατα εγκρίθηκε η μελέτη για την αξιοποίησή του ως μουσειακού χώρου. Απέναντι από τη θέση Ακρωτήρι σώζεται ο υπήνεμος μώλος με το λοιμοκαθαρτήριο, τα γνωστά «σπιτάλια», όπουπαρέμεναν οι ναυτικοί σε καραντίνα για ένα διάστημα μετά την άφιξή τους στο λιμάνι.
Κοντά στο λιμάνι, στα ριζά της ακτογραμμής, στέκονται μισογκρεμισμένα τα πέτρινα προεπαναστατικά σπίτια των Καρύδα, Αργύρη και Σκαρλέτου στραμμένα στη θάλασσα.
4. Λαϊκός πολιτισμός
Η υφαντική, κεντητική και πλεκτική αποτελούν χαρακτηριστικές εκφάνσεις του λαϊκού πολιτισμού στα Ψαρά από το 18ο αιώνα. Ποικιλία σχεδίων με γραμμικά και φυτικά κυρίως θέματα αποδίδονται με ιδιαίτερη πολυχρωμία. Οι μετακινήσεις των Ψαριανών στο εξωτερικό, κυρίως μέσω της ναυτιλίας, και τα δώρα που μετέφεραν στην πατρίδα τους είχαν αποτέλεσμα την επιρροή ξένων διακοσμητικών θεμάτων στην ντόπια παραγωγή. Τα εργόχειρα αυτά δεν αποτέλεσαν ποτέ αντικείμενα εμπορίου και προορίζονταν για την προίκα των γυναικών.
Ο γάμος στα Ψαρά είναι το κατεξοχήν χαρμόσυνο κοινωνικό γεγονός, που αφορά όλο τον πληθυσμό, ντόπιους και ξένους.
Μία Κυριακή πριν από το γάμο οι μητέρες των μελλονύμφων επισκέπτονται πόρτα πόρτα όλο το χωριό και αναγγέλλουν τη χαρμόσυνη είδηση. Στο άκουσμα του γάμου κινητοποιείται αμέσως όλος ο γυναικείος πληθυσμός για την προετοιμασία των «μεζέδων», δηλαδή των εδεσμάτων που πρέπει να είναι έτοιμα τρεις μέρες πριν από το μυστήριο στο σπίτι του γαμπρού. Την παραμονή του γάμου ο γαμπρός υποχρεώνεται να καλέσει σε δείπνο τους συγγενείς και τους φίλους των δύο οικογενειών, ενώ οι φίλοι είναι επιφορτισμένοι με την ευθύνη της ετοιμασίας του γλεντιού στην πλατεία του χωριού. Όλοι πρέπει να πιουν ένα ποτήρι σουμάδα κάνοντας μια ευχή για τους νεόνυμφους. Οι απαραίτητοι μουσικοί, τα «όργανα», έρχονται από τη Χίο για να συνοδέψουν τη νύφη στην εκκλησία και να διασκεδάσουν τους καλεσμένους έως το πρωί της άλλης μέρας.
Την Κυριακή τελείται σε πανηγυρική ατμόσφαιρα ο γάμος στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στο υψηλότερο σημείο του σύγχρονου οικισμού. Την τελετή την παρακολουθούν οι κάτοικοι ντυμένοι με επίσημες φορεσιές. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν οι γυναίκες του χωριού, που φορούν μακριά πολύχρωμα φορέματα ιδιαίτερης επισημότητας, ενίοτε συνοδευόμενα με καπέλα και γάντια, δώρα των ναυτικών στις συζύγους τους. Ωστόσο, προσκεκλημένοι στο γάμο είναι όλοι όσοι βρεθούν εκείνη τη μέρα στο νησί, μόνιμοι κάτοικοι και επισκέπτες. Τη νύφη τη συνοδεύουν ανύπαντρες κοπέλες, οι γονείς και τα όργανα, που παίζουν τραγούδια του γάμου. Το γλέντι που ακολουθεί θα κρατήσει ως το πρωί. Οι νεόνυμφοι θα αποχωρήσουν, όπως λένε οι Ψαριανοί τραγουδώντας, τη στιγμή που «θα χαράξει στο Αιγαίο». Από το σπίτι τους θα μπορέσουν, κατά το έθιμο, να βγουν μετά την παρέλευση τριών ημερών.