Τέλενδος

1. Γεωγραφική θέση, πληθυσμός και γεωμορφολογία

Η Τέλενδος βρίσκεται δυτικά της Καλύμνου και σε απόσταση περίπου 900 μ. από τις ακτές της. Έχει εμβαδόν επιφανείας 4.468 τ.χλμ., μήκος ακτογραμμής 12,764 χλμ. και μέγιστο υψόμετρο 459 μ. Κατά τη χειμερινή περίοδο διαμένουν στο νησί περίπου 25-30 κάτοικοι.

Είναι νησί άγονο και βραχώδες, εκτός από το πεδινό τμήμα στη βάση της χερσονήσου που σχηματίζεται στη νοτιοανατολική πλευρά της Τελένδου, πίσω από το χαρακτηρισμένο παραδοσιακό οικισμό, ο οποίος εκτείνεται κατά μήκος της ανατολικής-νοτιοανατολικής παραλίας. Σήμερα οι κάτοικοι της Τελένδου ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τον τουρισμό.

2. Ονομασία και φιλολογικές μαρτυρίες

Η ονομασία της Τελένδου υποδηλώνει περιοχή (-ινδος) στο άκρο μακράς λωρίδας γης (-τελ-): Αυτή είναι και η πραγματική της μορφή. Κατά την άποψη του Στυλιανού Εμμ. Λυκούδη, η Τέλενδος είναι η αρχαία «Κέλερις». Η ονομασία Τέλενδος θεωρείται προελληνικής προέλευσης από τους νεότερους ερευνητές.

Στους χάρτες των περιηγητών και γεωγράφων του Ύστερου Μεσαίωνα άλλοτε δηλώνεται το όνομα “Agalia” ή “Klarus”, άλλοτε δε μνημονεύεται το όνομά της και ενίοτε δε σχεδιάζεται. Στη Χάρτα του Ρήγα Φεραίου αναφέρεται «Κλάρος».

Περί το έτος 1420 μ.Χ. φιλοξενείται στη Ρόδο από τους Ιωαννίτες ιππότες ο Φλωρεντινός μοναχός και λόγιος Christoforo Buondelmonti για να χαρτογραφήσει τα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου. Αναφέρεται στη νήσο με το όνομα Τέλενδος, τη χαρακτηρίζει ακατοίκητη, προσθέτει ότι εκεί ζουν κατσίκες και πρόβατα και περιγράφει τα ιστορικά της μνημεία.

Σε χειρόγραφο ελληνικό πορτολάνο των αρχών του 16ου αιώνα αναφέρεται ότι απέναντι από το παλαιόκαστρο της Γοργόνας (το σημερινό Καστέλλι), στη δυτική πλευρά της Καλύμνου, βρίσκεται ένα ψηλό νησί που το λένε Τέλενδος.

Στα 1688 ο γεωγράφος Francesco Piazenza που χαρτογραφεί το Αιγαίο επισημαίνει την ύπαρξη πευκοδάσους στην Τέλενδο και μάλλον υπονοεί ότι το νησί ήταν ακατοίκητο.

3. Ιστορική αναδρομή και μνημεία

Η ιστορία της Τελένδου είναι αλληλένδετη με εκείνη της Καλύμνου. Οι έρευνες που έχουν γίνει στο νησί ήταν περιορισμένες και κινήθηκαν στο επίπεδο των σωστικών ανασκαφών. Σύμφωνα με αυτές, ο χώρος όπου υπάρχει σήμερα ο οικισμός κατοικήθηκε την Ύστερη Ελληνιστική περίοδο, επεκτάθηκε τη Ρωμαϊκή περίοδο και έφτασε στο απόγειό του τα Παλαιοχριστιανικά χρόνια. Τα κατάλοιπα θεάτρου είναι το πιο σημαντικό από τα λίγα προχριστιανικά μνημεία.

Ανάμεσα στον 5ο και τον 7ο αι. μ.Χ. η Τέλενδος θεωρείται σημαντικό χριστιανικό κέντρο δίπλα στην Κάλυμνο. Σήμερα υπάρχουν ερείπια από πέντε παλαιοχριστιανικές βασιλικές, μέσα και κυρίως στις παρυφές του οικισμού.

Στη βόρεια πλευρά του οικισμού και κοντά στην παραλία σώζεται ο ναός του Αγίου Βασιλείου, τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα, εξωνάρθηκα και αψίδα πολυγωνική εξωτερικά και ημικυκλική εσωτερικά στην ανατολική πλευρά του κεντρικού κλίτους. Τα πλάγια κλίτη χωρίζονταν με μαρμάρινες κιονοστοιχίες που στήριζαν δίριχτη ξύλινη στέγη. Το δάπεδο ήταν διακοσμημένο με ψηφιδωτά. Διακρίνονται τρεις οικοδομικές φάσεις: 5ος, 6ος και 11ος-12ος αι. Πολύ κοντά στη βασιλική υπάρχουν τα κατάλοιπα παλαιοχριστιανικού λουτρώνα με δύο οικοδομικές φάσεις.

Σε μικρή απόσταση από τον Άγιο Βασιλείο σώζεται η παλαιοχριστιανική βασιλική της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, τρίκλιτη με τρεις ημικυκλικές αψίδες στα ανατολικά, νάρθηκα και αίθριο στα δυτικά. Στα νότια βρίσκεται ένα μικρό πρόσκτισμα που χρησιμοποιείται σήμερα ως κοιμητηριακή εκκλησία με την ονομασία Πέρα Παναγιά.

Νοτιοδυτικά της Πέρα Παναγιάς και σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων εκτείνεται η παλαιοχριστιανική νεκρόπολη στη θέση «Θολάρια». Διατηρούνται εννέα ταφικά οικοδομήματα σε μορφή υπέργειων θολωτών κτισμάτων με προσανατολισμό Α-Δ και με άνοιγμα εισόδου κατά κανόνα στην ανατολική πλευρά. Στο δάπεδό τους υπάρχουν χτιστοί τάφοι ορθογώνιου σχήματος. Νοτιοδυτικά της νεκρόπολης, στον όρμο «Πνιγμένος», υπάρχει επίμηκες αψιδωτό οικοδόμημα με νάρθηκα, το οποίο χρησιμοποιούνταν ως κοιμητηριακός ναός.

Δυτικά του οικισμού και στη θέση «Χόχλακας» υπάρχει η παλαιοχριστιανική βασιλική της Αγίας Τριάδας, τρίκλιτη με τρεις ημικυκλικές αψίδες στα ανατολικά, νάρθηκα στα δυτικά και δύο προσκτίσματα κατά μήκος των πλάγιων κλιτών. Δύο σειρές χτιστών πεσσών χώριζαν το κεντρικό κλίτος από τα πλάγια και στήριζαν δίριχτη ξύλινη στέγη. Το δάπεδο ήταν καλυμμένο και διακοσμημένο με μαρμαροθέτημα.

Βόρεια του οικισμού και σε απόσταση περίπου 500 μ. διατηρείται στη θέση «Πόθα» το δυτικό τμήμα τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής με νάρθηκα. Τα 3/4 αυτής βρίσκονται στη θάλασσα.

Η μικρή αλλά ουσιαστική έρευνα που επιτελείται με τις σωστικές ανασκαφές στον οικισμό έχει δώσει σημαντικά ευρήματα, κυρίως των Παλαιοχριστιανικών χρόνων. Είναι εμφανής η καταστροφή από το σεισμό που έπληξε την Κω και την Κάλυμνο το 551 ή 553, όπως περιγράφεται από τον Αγαθία Σχολαστικό. Έτσι εξηγείται άλλωστε η δεύτερη οικοδομική φάση στις βασιλικές, στα λουτρά και στα κτήρια του οικισμού, όπως και η καταβύθιση πολλών κτηρίων σε όλο το μήκος της ανατολικής παραλίας του νησιού.

Ο οικισμός εγκαταλείφθηκε στα μέσα του 7ου αιώνα και οι κάτοικοι μετακινήθηκαν γύρω στα τρία χιλιόμετρα βορειότερα και σε υψόμετρο περίπου 300 μ. Έχτισαν τα σπίτια τους με δεξαμενές που διατηρούνται μέχρι σήμερα λόγω της εξαιρετικής ποιότητας υδραυλικού κονιάματος που χρησιμοποίησαν ως επίχρισμα. Ο οικισμός τειχίστηκε προς την πλευρά της θάλασσας και κατασκευάστηκαν δύο θύρες, εκ των οποίων η δυτική έφερε πύργο για προστασία και διπλή σειρά τείχους.

Στο νέο οικισμό έχτισαν μία μονόχωρη δρομική βασιλική γνωστή ως Άγιο Κωνσταντίνο, με ημικυκλική αψίδα στα ανατολικά και χτιστό επισκοπικό θρόνο με σύνθρονο. Το εσωτερικό της αψίδας είναι διακοσμημένο με μεγάλο διάλιθο σταυρό, στη βάση του οποίου διατηρούνται σπαράγματα μεγαλογράμματης επιγραφής. Σ
τη νότια εξωτερική πλευρά της βασιλικής προστέθηκε επίμηκες πρόσκτισμα για τις ανάγκες της εκκλησίας και στη βόρεια επιμήκης χώρος που χρησίμευε ως δεξαμενή.

Τον 11ο αιώνα, οι Τελένδιοι δειλά δειλά επέστρεψαν κοντά στη θάλασσα και ξανάχτισαν τμήμα της βασιλικής του Αγίου Βασιλείου. Η διάρκεια ζωής του μεσοβυζαντινού οικισμού είναι αδύνατο να προσδιοριστεί. Μάλλον ήταν σύντομη, καθώς δεν υπάρχουν μεσοβυζαντινές ή υστεροβυζαντινές εκκλησίες στην Τέλενδο. Οι κάτοικοι μετοίκισαν στην Κάλυμνο. Στις αρχές του 20ού αιώνα εγκαταστάθηκαν στην ανατολική πλευρά της Τελένδου σφουγγαράδες, ψαράδες και ναυτικοί.