Ρήνεια

1. Γενικά

Παρά το γεγονός ότι η Ρήνεια είναι πολύ μεγαλύτερη, ιστορικά ήταν πάντα στη σκιά της μικρότερης αλλά διάσημης γειτονικής Δήλου. Ένα στενό, πλάτους μόλις 1 χιλιομέτρου, χωρίζει τα δύο νησιά. Ανάμεσά τους είναι δύο μικρές βραχονησίδες: ο Μικρός Ρεματιάρης στα βόρεια και ο Μεγάλος Ρεματιάρης νοτιότερα, στον οποίο σώζονται λείψανα ενός ελληνιστικού ιερού και μιας τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής.

Το 1154 ο Άραβας γεωγράφος al-Idrisi περιγράφει τη Δήλο ως Ardilo, που είναι «νησί στρογγυλό, έρημο, χωρίς κατοίκους, αλλά με λιμάνι». Η Δήλος και η Ρήνεια, της οποίας το όνομα ξεχάστηκε εντελώς, αναφέρονταν ως Sdiles, Sdili ή Sdilis, ενώ ακόμα και σήμερα ονομάζονται Δήλες από τους Μυκονιάτες. Μικρές Δήλες είναι η Δήλος και Μεγάλες Δήλες η Ρήνεια. Στα μυκονιάτικα κάλαντα ο Άγιος Βασίλης έρχεται από «τις κάτω Δήλες»:

Άγιος Βασίλης έρχεται από τις Κάτω Δήλες
βαστά το καλαθάκι του γεμάτο πατελίδες
βαστά και την κοφίνα του γεμάτη με μανίτες.
Τ
ις πατελίδες ήφαε, ξυνόγαλο γυρεύει,
του βάνουμε γλυκό κρασί κι ανεπετά και φεύγει.

2. Ιστορία

Η Ρήνεια κατοικείται ήδη από την 5η χιλιετία π.Χ. Στην ιστορική σκηνή εμφανίζεται γύρω στο 530 π.Χ., όταν ο Πολυκράτης, τύραννος της Σάμου, που με τα πλοία του κυριαρχούσε στο Αιγαίο, «αφού επικράτησε με το ναυτικό του και εξουσίαζε τα άλλα νησιά, κατέλαβε τη Ρήνεια και την αφιέρωσε στον Απόλλωνα της Δήλου δένοντάς τη με αλυσίδα στη Δήλο» (Θουκυδίδης).

Στα βορειοδυτικά του νησιού (Αμπελώνας) εντοπίστηκε μια αρχαία πόλη που εγκαταλείφθηκε στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ., όταν ένα τμήμα του λόφου στον οποίο ήταν χτισμένη αποκόπηκε και κατακρημνίστηκε στη θάλασσα. Πολύ πιθανόν, την περίοδο που η Δήλος διατηρούσε ακόμη τον αποκλειστικά ιερό χαρακτήρα της, αυτή να ήταν η αρχική πόλη της Δήλου κι εδώ να κατοικούσαν όσοι δεν είχαν άμεση σχέση με τη λειτουργία του ιερού του Απόλλωνα. Στην περιοχή της Αγίας Τριάδας σώζονται λείψανα της ελληνιστικής πόλης και το ιερό του Ηρακλή. Στα νότια του νησιού, σε ένα ύψωμα που δεσπόζει στην περιοχή, υπήρχε ένας φάρος, αντίγραφο ίσως σε μικρογραφία του περίφημου φάρου της Αλεξάνδρειας. Στην ανατολική ακτή, απέναντι στη Δήλο, είναι τα αρχαία νεκροταφεία.

Το χειμώνα του 426/425 π.Χ. οι Αθηναίοι έκαναν την «κάθαρση» της Δήλου, δήθεν για λόγους ευσέβειας. Άνοιξαν όλους τους τάφους που υπήρχαν στο νησί, ακόμα και τους πιο φρέσκους, και μετέφεραν τα οστά και τα κτερίσματα στη Ρήνεια, όπου τα έθαψαν σε έναν κοινό λάκκο. Παράλληλα αποφάσισαν να μη γεννιέται και να μην πεθαίνει κανείς πια στη Δήλο, αλλά να μεταφέρονται οι επίτοκοι και οι βαριά άρρωστοι στη Ρήνεια. Το λάκκο αυτό, το «βόθρο της καθάρσεως», τον ανακάλυψε και τον ανέσκαψε το 1898-1900 ο Δημ. Σταυρόπουλλος, πρώτος έφορος Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, και τα χιλιάδες ευρήματα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκόνου.

«Νήσο των Ειλειθυιών και του Πλούτωνος» ονομάζει τη Ρήνεια ο Δημήτριος Σταυρόπουλλος, αναφερόμενος στο γεγονός ότι σε αυτό το νησί ζούσαν οι Δήλιοι την πρώτη και την τελευταία τους ημέρα, εδώ πρωταντίκριζαν κι εδώ αποχαιρετούσαν το φως του ήλιου, που για τους Έλληνες ήταν πάντα το μεγαλύτερο αγαθό.

Στις εκατοντάδες επιτύμβιες στήλες που βρέθηκαν στη Ρήνεια και στη Δήλο η θλίψη των συγγενών του νεκρού εκφράζεται συγκρατημένα, με αξιοπρέπεια. Ο νεκρός παριστάνεται σε κάποια καθημερινή ασχολία του ή να αποχαιρετά τους δικούς του. Συγκρατημένα είναι επίσης τα επιτύμβια επιγράμματα που περιορίζονται στο όνομα του νεκρού, τον τόπο καταγωγής και τον τυπικό αποχαιρετισμό «χρηστέ, και άλυπε χαίρε». Πολλές είναι οι επιτύμβιες στήλες των ανθρώπων που χάθηκαν στη θάλασσα, σε ναυάγια ή ναυμαχίες. Πολλές από αυτές τις στήλες είχαν τοποθετηθεί από τους συγγενείς ή τους φίλους των νεκρών σε κενοτάφια, επειδή σπάνια μπορούσαν να περισυλλέξουν τους νεκρούς από τη θάλασσα.

Όμως η Ρήνεια δεν ήταν μια απέραντη νεκρόπολη. Εκεί ήταν τα θεραπευτικά κέντρα, όπου μεταφέρονταν οι βαριά άρρωστοι και οι επίτοκες, μια και στη Δήλο απαγορευόταν να γεννηθεί ή να πεθάνει κανείς. Στα δυτικά ήταν η πόλη των Ρηναέων και σημαντικά ιερά και σε όλο το νησί υπήρχαν διάσπαρτες αγροικίες. Οι εύφορες κοιλάδες της καλύπτονταν από αγροκτήματα, ενώ στις πλαγιές των λόφων, ανάμεσα στα καταπράσινα αμπέλια και τις χρυσές θάλασσες των δημητριακών, έβοσκαν κοπάδια αιγοπρόβατα και βοοειδή. Αυτή η εικόνα παραμένει ακόμη η ίδια, έτσι που κανείς έχει την αίσθηση πως στη Ρήνεια ο χρόνος έχει σταματήσει. Χωρικοί –που δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι– καλλιεργούν τις «παρτίδες» που ενοικιάζουν από το Δήμο Μυκόνου με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που καλλιεργούσαν οι αρχαίοι πρόγονοί τους και αλωνίζουν ακόμη με άλογα.