1. Ανθρωπογεωγραφία
Η Νάξος είναι το μεγαλύτερο νησί των Κυκλάδων και βρίσκεται περίπου στο κέντρο του νησιωτικού συμπλέγματος, ανατολικά της Πάρου και νότια της Μυκόνου. Μια οροσειρά με υψηλότερη κορυφή το όρος Ζας (1.001 μ.) διασχίζει το νησί από βορρά προς νότο. Οι ανατολικές πλαγιές της οροσειράς είναι ιδιαίτερα απότομες και απόκρημνες σε αντίθεση με τις δυτικές που είναι πιο ομαλές και απολήγουν σε πεδινά και καλλιεργήσιμα εδάφη, τα οποία αναδεικνύουν τη Νάξο ως το πιο εύφορο νησί των Κυκλάδων. Οι ακτές της δεν εμφανίζουν έντονο διαμελισμό, αλλά σε ορισμένα σημεία (ακρωτήριο Σταυρός στα ανατολικά) σχηματίζουν μακρόστενα ακρωτήρια και μικρούς ορμίσκους με όμορφες και ήσυχες παραλίες. Ο όρμος της Νάξου στα δυτικά είναι ο μεγαλύτερος του νησιού και σε αυτόν είναι οργανωμένο το σύγχρονο λιμάνι. Το υπέδαφος της Νάξου διακρίνεται για το καλής ποιότητας μάρμαρο και για τα ορυχεία σμύριδας, ενός σκληρού πετρώματος που είναι γνωστό από την Αρχαιότητα ως «ναξία γη» και χρησιμοποιούνταν διαχρονικά στη λιθοτεχνία των Κυκλάδων.
2. Ιστορία
2. 1. Προϊστορία και Αρχαία χρόνια
Σύμφωνα με την παράδοση, η Νάξος είναι το νησί όπου ο Θησέας, επιστρέφοντας από την Κρήτη, σταμάτησε για ανεφοδιασμό και εγκατέλειψε την Αριάδνη, την κόρη του Μίνωα. Εκεί την ερωτεύτηκε ο Διόνυσος και μέσω του όρους Δρίον (Ζας) την ανέβασε στον Όλυμπο και την έκανε αθάνατη.
Τα πρώτα ίχνη κατοίκησης της Νάξου έχουν εντοπιστεί στο Σπήλαιο του Ζα και ανάγονται στη Νεότερη Νεολιθική εποχή (4η χιλιετία), ενώ η χρήση του σπηλαίου συνεχίζεται απρόσκοπτα ως και τα ύστερα ιστορικά χρόνια. Κατά την Πρωτοκυκλαδική περίοδο (3η χιλιετία) η Νάξος αναδεικνύεται σε ένα από τα κέντρα του κυκλαδικού πολιτισμού, με αποτέλεσμα η πρώτη φάση εξέλιξής του, η Πρωτοκυκλαδική Ι, να οριστεί ως φάση Γρόττα-Πηλός από τα σημαντικά ευρήματα της πόλης της Γρόττας, στο βόρειο όριο της σημερινής Χώρας.
Η κεντρική θέση της Νάξου στις θαλάσσιες επικοινωνίες, αλλά και το μάρμαρο και η σμύριδα αποτελούν τους βασικούς παράγοντες της πολιτιστικής και οικονομικής ανάπτυξής της την περίοδο αυτή, η οποία εκφράζεται κυρίως από τα λίθινα ειδώλια και την εξέλιξη της λιθοτεχνίας γενικότερα.
Κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο (1600-1100 π.Χ.), μέσω της πόλης της Γρόττας και των νεκροταφείων της στο Καμίνι και τα Απλώματα, η Νάξος διατηρεί το σημαίνοντα ρόλο της στην εξάπλωση του μυκηναϊκού πολιτισμού στις Κυκλάδες.
Η Αρχαϊκή περίοδος αναδεικνύει τη Νάξο σε ένα από τα πιο φημισμένα και ακμαία κέντρα του Αιγαίου, όπως φαίνεται από τα πολλά αρχαϊκά ιερά (Σαγκρί, Γύρουλας, Πορτάρα, Ύρια) και την ανάπτυξη της γλυπτικής (μνημειακοί Κούροι, Σφίγγα των Ναξίων στους Δελφούς, Οικία των Ναξίων στη Δήλο).
Κατά την εποχή αυτή στο νησί κυριαρχούσαν οι αριστοκράτες και από ό,τι φαίνεται η Νάξος βρισκόταν σε περίοδο μεγάλης οικονομικής ισχύος. Πολύ νωρίς, ήδη το 735 π.Χ., οι νησιώτες ίδρυσαν μαζί με τους Χαλκιδείς την πρώτη ελληνική αποικία στη Σικελία, τη Νάξο. Κατά το β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ., ο Λύγδαμις με τη βοήθεια του Αθηναίου Πεισιστράτου πήρε την εξουσία και διοικούσε ως τύραννος. Την ίδια περίοδο η Νάξος επέκτεινε την κυριαρχία της στην Πάρο και την Άνδρο. Γύρω στο 510 π.Χ. η τυραννίδα καταλύθηκε και ομάδα αριστοκρατών εξορίστηκε. Είναι οι ίδιοι που το 501 π.Χ., με τη βοήθεια του τυράννου της Μιλήτου Αρισταγόρα και την υποστήριξη αρχικά των Περσών, επιτέθηκαν χωρίς αποτέλεσμα στο νησί. Το 490 π.Χ. η Νάξος καταστράφηκε από τους Πέρσες, αλλά στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και στη μάχη των Πλαταιών συνέβαλε στη νίκη των Ελλήνων. Το 478/477 π.Χ. συμμετείχε στην Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία, την οποία εγκατέλειψε πολύ νωρίς, για να υποταχθεί στη συνέχεια (466 π.Χ.) στην Αθήνα, στην οποία ήταν πλέον υποτελής. Το 376 π.Χ. έγινε υποχρεωτικά μέλος για μικρό διάστημα και στη Β΄ Αθηναϊκή Συμμαχία. Στα Ελληνιστικά χρόνια, η Νάξος αποτέλεσε μέλος του Κοινού των Νησιωτών (2ος αι. π.Χ.), ενώ το 41 π.Χ. περιλήφθηκε στη ρωμαϊκή επαρχία των Νησιών του Αιγαίου (provincia insularum), με έδρα τη Ρόδο.
2. 2. Από τη Βυζαντινή περίοδο ως τη Νεότερη εποχή
Για τα Βυζαντινά χρόνια δε διαθέτουμε επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την εξέλιξη της Νάξου. Ωστόσο, τα σημαντικά λείψανα βυζαντινής αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής (6ος-14ος αι. μ.Χ.) καταδεικνύουν ότι το νησί, και αυτή την περίοδο, είχε κεντρική σημασία στις Κυκλάδες. Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), η Νάξος έγινε η έδρα του Δουκάτου του Αιγαίου με ηγεμόνα το Μάρκο Σανούδο. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην πρόοδο και στην ανάπτυξη της Νάξου, καθώς το νησί αποτέλεσε κέντρο των εμπορικών και οικονομικών δραστηριοτήτων των Δυτικών ηγεμόνων. Στο νησί συνέρρευσε πλήθος Δυτικών, με αποτέλεσμα τον εκκαθολικισμό μέρους του πληθυσμού και τη συμβίωση δύο χριστιανικών κοινοτήτων στο νησί (ορθοδόξων και καθολικών) για πολλούς αιώνες ως και σήμερα.
Το 1537 ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, επικεφαλής του οθωμανικού στόλου, κατέλαβε τη Νάξο, μαζί με άλλα νησιά των Κυκλάδων, και κατέστησε το νησί φόρου υποτελές στο σουλτάνο. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1566, ο σουλτάνος Σελίμ Β΄ παραχώρησε τη διοίκηση του παλιαού Δουκάτου του Αιγαίου στον Εβραίο διπλωμάτη Ιωσήφ Νάζι και το 1580 ο σουλτάνος Μουράτ Γ΄ παραχώρησε στα νησιά Νάξο, Σαντορίνη, Άνδρο, Μήλο, Πάρο, Σύρο και Σίφνο προνομιακό ορισμό (αχτναμέ). Σύμφωνα με αυτόν, τα νησιά εξασφάλισαν πλήρη ελευθερία σε θέματα λατρείας, μειώθηκαν οι φόροι, ενώ απαγορεύτηκαν η εγκατάσταση γενιτσάρων και το παιδομάζωμα. Οι ορισμοί που παραχωρήθηκαν στο νησί κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας ευνόησαν την ανάπτυξη των κοινοτικών αυτοδιοικητικών θεσμών.
Στην Επανάσταση του 1821, παρά την αρνητική ή επαμφοτερίζουσα στάση των ανώτερων κοινωνικών ομάδων, οι νησιώτες ξεσηκώθηκαν και κάποιοι από αυτούς έλαβαν ενεργό μέρος στις επιχειρήσεις κατά των Οθωμανών με δύο πλοία και δύο σώματα ενόπλων. Το νησί φιλοξένησε και πολλούς πρόσφυγες από περιοχές που είχαν πληγεί από τους Οθωμανούς. Μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, η Νάξος, όπως και οι υπόλοιπες Κυκλάδες, εντάσσεται στην ελληνική επικράτεια.
Το 1941 η Νάξος αρχικά εντάχθηκε στην ιταλική διοίκηση, στα πλαίσια της κατοχής των ελληνικών εδαφών από τις Δυνάμεις του Άξονα. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943 το νησί εντάχθηκε στη γερμανική διοίκηση ως την απελευθέρωσή του το 1944.
3. Αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία
Η Χώρα ήταν η πρωτεύουσα της Νάξου κατά τα προϊστορικά και τα ιστορικά χρόνια. Σημαντικά ίχνη της μυκηναϊκής και ιστορικής πόλης της Γρόττας, στα βόρεια της Χώρας, εκτίθενται σήμερα στο πλαίσιο του Επιτόπιου Αρχαιολογικού Μουσείου στην πλατεία Μητροπόλεως. Πρόκειται για το πρώτο αυτού του τύπου μουσείο στην Ελλάδα και λειτουργεί από το 1999. Ο επισκέπτης μπορεί μέσω κατανοητών οπτικών μέσων να περιηγηθεί στο χώρο και να επισκεφθεί τα αρχαία λείψανα στο σημείο όπου αυτά βρέθηκαν και πρωτοανασκάφηκαν. Τα σημαντικότερα κατάλοιπα περιλαμβάνουν τμήμα του μυκηναϊκού τείχους της Γρόττας και εργαστήριο κεραμικής της ίδιας περιόδου, καθώς και το χωμάτινο τύμβο της Γεωμετρικής περιόδου, που απέδιδε ηρωική λατρεία στις ταφές των προηγούμενων κατοίκων.
Επίσης, οι οργανωμένοι χώροι των αρχαϊκών ιερών στα Ύρια, το Σαγκρί και τη νησίδα Παλάτια της Χώρας (Πορτάρα), καθώς και οι ημιτελείς μνημειακοί Κούροι, που βρίσκονται αμετακίνητοι στο σημείο όπου λαξεύτηκαν, δύο στις Μέλανες, ορεινό χωριό ανατολικά της Χώρας, και ένας που ταυτίζεται με το Διόνυσο στο χωριό Απόλλωνας, στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού, δίνουν εύγλωττη εικόνα της έντονης πολιτιστικής δραστηριότητας του νησιού κατά την Αρχαϊκή περίοδο.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στον κυκλικό πολυώροφο Πύργο του Χειμάρρου, στις νοτιοανατολικές υπώρειες του όρους Ζα, ο οποίος ανήκει στην Ελληνιστική περίοδο και πρέπει να σχετίζεται με τον έλεγχο των ορυχείων σμύριδας, που βρίσκονται λίγο βορειότερα, ή να αποτελεί οχυρωμένη αγρέπαυλη. Παρόμοιοι πύργοι της Ελληνιστικής (Πύργος Πλάκας) και της Μεσαιωνικής περιόδου έχουν εντοπιστεί σε όλη τη Νάξο (Πύργος Μαυρογένη, Οσκελού, Αγιάς, Υψηλής, Μπαζαίου, Μπαρότση στο Φιλότι, Ντελαρόκα στις Μέλανες). Οι ελληνιστικοί πύργοι προστάτευαν θέσεις με στρατιωτικό ή οικονομικό χαρακτήρα στην ύπαιθρο, ή λειτουργούσαν ως φρυκτωρίες, ενώ σύμφωνα με μια άλλη άποψη χρησίμευαν ως αγροικία ή μέρος αγροικίας. Οι μεσαιωνικοί πύργοι από την άλλη εντάσσονται στη φεουδαρχική οργάνωση της υπαίθρου του νησιού, ενώ η οχυρή θέση τους προστάτευε τους ιδιοκτήτες από τις πειρατικές επιδρομές.
3. 1. Αρχαϊκά ιερά Νάξου
Το εν εξελίξει πρόγραμμα έρευνας, μελέτης, μερικής αναστήλωσης, προστασίας και ανάδειξης των αρχαιολογικών χώρων των Υρίων και του Σαγκρίου στη Νάξο αποτελεί μία πρωτοπόρα προσπάθεια για τις Κυκλάδες, καθώς παρά τους πολλούς και σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους, δεν είχε δοθεί μέχρι σήμερα η αντίστοιχη προσοχή στον τρόπο διαχείρισης και αξιοποίησής τους. Η περίπτωση των αρχαϊκών ιερών της Νάξου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα ορθής και επιστημονικά άρτιας οργάνωσης αρχαιολογικού χώρου, με βασικό στόχο την ανάδειξη της συμβολής της Νάξου στη διαμόρφωση της πρώιμης μνημειακής αρχιτεκτονικής στον ελλαδικό χώρο.
Το ιερό των Υρίων, στη θέση Λειβάδι, θεωρείται το επίσημο ιερό του αστικού κέντρου του νησιού κατά την Αρχαϊκή περίοδο. Η λατρεία ανάγεται στα Μυκηναϊκά χρόνια (1300 π.Χ.) και η ασφαλής τεκμηρίωση της συνέχειάς της στην ιστορική περίοδο μετατρέπει το χώρο σε ένα διαχρονικό λατρευτικό κέντρο του Διονύσου στην Αρχαιότητα και του Αγ. Γεωργίου στη συνέχεια. Η άσκηση της λατρείας σε ναϊκό οικοδόμημα, η οποία αντικαθιστά την προγενέστερη υπαίθρια, παρακολουθείται σε τέσσερις φάσεις: α) 800 π.Χ.: μονόχωρος ναός από ξυλοπλινθοδομή, β) 730 π.Χ.: επιμήκης τετράκλιτη αίθουσα, γ) πρώιμος 7ος αι. π.Χ.: τρίκλιτος ναός με ξύλινη πρόστυλη πρόσταση, που αποτελεί πρώιμο παράδειγμα μνημειακής ναϊκής πρόσοψης και δ) 580-570 π.Χ.: κατασκευάζεται ο πρωιμότερος λίθινος πρόστυλος ιωνικός ναός στον ελλαδικό χώρο. Παράλληλα, ο εντοπισμός τετράπλευρου στωικού οικοδομήματος, που περιέβαλλε το ναό, ταυτίζεται με τελετουργικό εστιατόριο και παρέχει σημαντικά στοιχεία για την ιστορία της τελετουργικής εστίασης των ιερών.
Το αγροτικό θρησκευτικό κέντρο του Γύρουλα στο Σαγκρί αποτελείται από μια υπόστυλη αίθουσα για συγκέντρωση μυστηριακών τελετών, από ένα τελεστήριο, το οποίο εντάσσεται στο ευρύ οικοδομικό πρόγραμμα που διεξήγαγε ο τύραννος Λύγδαμις και είναι σύγχρονο με τον αρχαϊκό ναό του Απόλλωνα στο νησάκι του λιμανιού της Νάξου, από τον οποίο σώζεται αναστηλωμένη η είσοδος του σηκού, η γνωστή «Πορτάρα» (530 π.Χ.). Ο ολομάρμαρος, καλά διατηρημένος, δίκλιτος ιωνικός ναός με τις οπτικές εκλεπτύνσεις αποτελεί τον πρόδρομο της κλασικής αττικής αρχιτεκτονικής, η οποία έναν αιώνα μετά δημιούργησε τον Παρθενώνα. Η μετατροπή του ναού σε τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική σηματοδοτεί την αποδοχή του χώρου ως διαχρονικού λατρευτικού κέντρου.
3. 2. Βυζαντινά μνημεία
Αξιόλογα είναι τα βυζαντινά μνημεία του νησιού, που υποδηλώνουν την πιθανότατα σημαίνουσα θέση της Νάξου στο χώρο του Αιγαίου κατά τους Βυζαντινούς χρόνους. Η Παναγία Δροσιανή στο χωριό Μονή, στο κέντρο του νησιού, και η Παναγία η Πρωτόθρονη στο Χαλκί διασώζουν κάτω από μεταγενέστερα στρώματα τοιχογραφίες του 6ου-7ου αιώνα, πολύ ενδιαφέροντα δείγματα παλαιοχριστιανικής τέχνης. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι και το σύνολο των ναών (Παναγία η Πρωτόθρονη, Άγιος Αρτέμιος, Αγία Κυριακή, Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στ’ Αδησαρού) με τοιχογραφίες ανεικονικού διάκοσμου, με γεωμετρικά κυρίως μοτίβα, από την εποχή της Εικονομαχίας (724-843), μοναδικό στην Ελλάδα για τον αριθμό των εκκλησιών που περιλαμβάνει, και ταυτόχρονα ένα από τα λίγα σωζόμενα σύνολα στο χώρο της Ανατολής.
Μεγάλος είναι και ο αριθμός των μνημείων (Πρωτόθρονη, Άγιος Γεώργιος Διασορίτης, Άγιος Νικόλαος Σαγκρίου), που χρονολογούνται στους Μέσους και Ύστερους Βυζαντινούς χρόνους (10ος-14ος αιώνας) και σώζουν ενδιαφέροντα εικονογραφικά προγράμματα, επιβεβαιώνοντας τη συμμετοχή του νησιού στα δρώμενα της εποχής. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στο οχυρωμένο μοναστήρι της Υψηλοτέρας στις Εγγαρές, που θεωρείται το πιο καλά προστατευμένο και οχυρωμένο σημείο του νησιού. Όλοι οι παραπάνω ναοί βρίσκονται σε ιδιαίτερα απομακρυσμένες θέσεις από το κέντρο του νησιού, όπου από τη Μεσοβυζαντινή ακόμη περίοδο στο Κάστρο τ’ Απαλίρου και στο Επάνω Κάστρο είχε μεταφερθεί η πρωτεύουσά του για λόγους προστασίας από τις επιδρομές των Αράβων και των πειρατών.
3. 3. Μεταβυζαντινά μνημεία
Στην περίοδο της Φραγκοκρατίας ανήκει και το Κάστρο της Χώρας, που έχτισε ο Μάρκος Σανούδος στην κορυφή του λόφου της πόλης και σήμερα περιλαμβάνει έναν από τους δώδεκα παλιούς οχυρωματικούς πύργους, τον Πύργο των Κρίσπι (σήμερα Πύργος Γλέζου), όπου θα στεγαστεί το Βυζαντινό Μουσείο, τις παλιές πύλες του Κάστρου, την Τρανή Πόρτα και την Παραπόρτα, καθώς και την πρώην Εμπορική Σχολή των Ιησουιτών, όπου φοίτησε ο Ν. Καζαντζάκης και σήμερα στεγάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάξου με ευρήματα από όλες τις γνωστές προϊστορικές και ιστορικές θέσεις του νησιού. Το συγκρότημα της ακρόπολης περιλαμβάνει ακόμη το δαιδαλώδες κτηριακό συγκρότημα της Σχολής και Μονής των Ουρσουλίνων, την Καθολική Αρχιεπισκοπή και Μητρόπολη, τη Μονή Φραγκισκανών και τον Πύργο του Σανούδου, όπου πιθανώς κατοικούσε ο ομώνυμος δούκας του Αιγαίου. Την εικόνα των βενετικών κτισμάτων ολοκληρώνει το ερειπωμένο ανάκτορο του τάγματος των Ιησουιτών (17ος αιώνας) στα όρια του χωριού Μέλανες.
4. Αρχιτεκτονική Χώρας - παραδοσιακή αρχιτεκτονική
To Κάστρο της Χώρας αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα οχυρωμένου μεσαιωνικού οικισμού των Κυκλάδων. Οι πύργοι και ο σχηματισμός της περιμέτρου του τείχους από τους συνεχόμενους εξωτερικούς τοίχους των οικιών θεωρούνται τα κύρια διακριτικά του και συγκρότησαν τον ασφαλή πυρήνα της ακρόπολης, εντός της οποίας έζησε η καθολική κυρίως κοινότητα της Νάξου. Εκτός του Κάστρου βρίσκεται η υπόλοιπη πόλη (Μπούργκο), η οποία αποτελούνταν από τις γειτονιές των χριστιανών, των Εβραίων και των Αρμένιων εμπόρων, καθώς και των Κρητών μεταναστών (συνοικία Νιο Χωριό). Στο τμήμα αυτό της πόλης, όπως και στο Κάστρο, δημιουργείται οχυρωματικό τείχος από τους εξωτερικούς τοίχους των οικιών κάθε συνοικίας.
Το τελευταίο τμήμα της μεσαιωνικής χώρας ήταν η Αγορά, ο κατ' εξοχήν δημόσιος χώρος όπου διεξάγονταν οι εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές και λάμβαναν χώρα οι κοινωνικές συναναστροφές. Κεντρικό ρόλο σε αυτήν έπαιζε η κεντρική στενόμακρη εμπορική οδός.
Οι τύποι οικιών που συναντούμε τόσο στη Χώρα όσο και στους οικισμούς και στα χωριά της ορεινής υπαίθρου είναι τα λαϊκά και τα αρχοντικά. Τα λαϊκά στενομέτωπα ή ευρυμέτωπα σπίτια διαθέτουν ευρύ δωμάτιο με κουζίνα και καθιστικό και μικρούς χώρους για υπνοδωμάτια. Η χρήση των αψίδων (βόλτοι) βοηθά στην υποδιαίρεση των επιμέρους τμημάτων της κατοικίας και στην αύξηση του ωφέλιμου χώρου για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών.
Στη Χώρα τα λαϊκά σπίτια είναι διώροφα με το κατώι να προορίζεται για χώρο αποθήκευσης, υγιεινής και για κουζίνα, ενώ το ανώι για τόπο συνάθροισης και για να στεγάσει τα υπνοδωμάτια. Στο ανώι οδηγεί εξωτερική σκάλα, ενώ το κατώι είναι προσιτό κατευθείαν από το δρόμο. Όσον αφορά τα αρχοντικά, το σημαντικότερο στοιχείο τους είναι το μεγάλο κεντρικό ψηλό και ευρύ δωμάτιο - χώρος συνάθροισης, και τα περιφερειακά υπνοδωμάτια ή χώροι καθημερινής χρήσης. Το κατώτερο τμήμα τους συνήθως είχε οχυρωματικό χαρακτήρα.
Οι πλακόστρωτοι, στενόμακροι δρόμοι και οι ανοιχτές ή προστατευμένες αυλές των σπιτιών αποτελούν τους βασικούς δημόσιους χώρους, οι οποίοι με τη βοήθεια των επίπεδων ή αψιδωτών στεγαστών και των κοινών κλιμάκων που διατρέχουν τα σπίτια φέρνουν σε επικοινωνία τους κατοίκους, κάνοντας δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στο δημόσιο και τον ιδιωτικό χώρο.
5. Η ύπαιθρος της Νάξου - Το παράδειγμα της Απειράνθου
Η ορεινή Νάξος παρέχει τις περισσότερες πληροφορίες για τον τρόπο ζωής των παραδοσιακών κοινοτήτων του νησιού. Η Απείρανθος (τ’ Απεράθου) διακρίνεται για τη χρήση μαρμάρου και πέτρας ως οικοδομικού υλικού, ακολουθώντας όλα τα παραπάνω αρχιτεκτονικά πρότυπα των οικιστικών μονάδων (λαϊκά, αρχοντικά, στεγαστά). Μία από τις πιο κοινές ενασχολήσεις των γυναικών της περιοχής αυτής είναι η υφαντουργία, με τον αργαλειό (κρεβαταριά) να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του μαγειρειού των γυναικών και τα προϊόντα να είναι ιδιαίτερα δημοφιλή.
Στην Απείρανθο υπάρχει Αρχαιολογικό Μουσείο με ευρήματα κυρίως της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου, όπως οι επίκρουστες βραχογραφίες με παραστάσεις από καθημερινές ασχολίες των κατοίκων από την Κορφή τ’ Αρωνιού. Το Λαογραφικό Μουσείο με παραδοσιακά υφαντά και εργαλεία, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας με συλλογή από την πανίδα της περιοχής και ένα ενυδρείο, το Γεωλογικό Μουσείο, δημιούργημα του Μανόλη Γλέζου, με 2.000 σπάνια εκθέματα, καθώς και οι βιβλιοθήκες του Νίκου Γλέζου και του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη συνθέτουν μια εξαιρετικά δραστήρια τοπική κοινότητα, η οποία πρόσφατα έφτασε ως την εφαρμογή εναλλακτικών τρόπων διαχείρισης των φυσικών υδάτινων πόρων του νησιού. Επιπλέον, η Απείρανθος συνδέεται με τη λειτουργία των ορυχείων της σμύριδας, που εντοπίζονται στην περιοχή ανάμεσα στην Απείρανθο και την Κόρωνο και στην περιοχή των όρμων Λιώνα και Μουτσούνας. Από την πρόσφατη εκμετάλλευση των ορυχείων έχει σωθεί άθικτο το εναέριο σύστημα μεταφοράς από το ορυχείο στο σημείο φόρτωσης (1925-1979), στον όρμο της Μουτσούνας, ενώ σήμερα η μεταφορά γίνεται οδικώς.
6. Παραδοσιακές ασχολίες - λαϊκός πολιτισμός
Το ιδιαίτερα εύφορο έδαφος της Νάξου προσφέρεται για την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Τα τυροκομικά και γαλακτοκομικά προϊόντα είναι εξαιρετικά, ενώ η μελισσοκομία και η αμπελουργία συμπληρώνουν τις ασχολίες των κατοίκων. Χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς η μουσική παράδοση των κατοίκων της Νάξου, καθώς έχει αναδείξει αρκετούς μουσικούς και κατασκευαστές μουσικών οργάνων. Τα πανηγύρια του νησιού, με κορυφαίο αυτό του πολιούχου αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη στις 14 Ιουλίου, συνοδεύονται πάντα από μουσικές και χορευτικές εκδηλώσεις. Επιπλέον, τα τραγούδια και ποιήματα που σε πολλές περιπτώσεις απήγγελλαν οι υφάντρες αποτελούν ισχυρή παράδοση, η οποία διαφοροποιεί τη Νάξο από τα γειτονικά νησιά.
(Κωνσταντίνος Τσώνος)
7. Σμύριδα
Η σμύριδα είναι ένα ορυκτό που χρησιμοποιείται ως αποξεστικό και λειαντικό για μέταλλα, γυαλί, ξύλο ή πετρώματα, αλλά και ως αντιολισθητικό υλικό για δάπεδα και δρόμους.
Η ναξιακή σμύριδα υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά ορυκτά για μια μεγάλη περίοδο. Η Νάξος αποτελεί ουσιαστικά τη μοναδική σμυριδοπαραγωγό περιοχή της Ευρώπης. Τα σμυριδοφόρα κοιτάσματα του νησιού βρίσκονται στο βορειοανατολικό ορεινό τμήμα της Νάξου, γύρω από τα χωριά Απείρανθος και Κόρωνος. Η σμύριδα ήταν γνωστή ήδη από την Αρχαιότητα, όπως μαρτυρούν αρχαιολογικά ευρήματα (σμυριδόλιθοι) από την κεντρική Νάξο. Ως την Ελληνική Επανάσταση βρισκόταν υπό κοινοτικό έλεγχο και το εμπόριό της άκμαζε.
Τα σμυριδωρυχεία της Νάξου ανήκαν στο Ελληνικό Δημόσιο από το 1852, το οποίο εκχώρησε στους κατοίκους των χωριών Απείρανθος, Κόρωνος και Σκαδό το προνόμιο εκμετάλλευσης της σμύριδας, με την υποχρέωση να την παραδίδουν αποκλειστικά στο Δημόσιο. Οι σμυριδεργάτες εξόρυσσαν τη σμύριδα κατασκευάζοντας σήραγγες βάθους 50-250 μέτρων. Ενδεικτικά, το 1913-1914 εργάζονταν πάνω από 1.000 εργάτες (περίπου 500 στα υπόγεια) στα εθνικά ορυχεία σμύριδας της Νάξου.
Η ασυνήθιστη σχέση κράτους και σμυριδωρυκτών, ο ανταγωνισμός της μικρασιατικής σμύριδας (από το 1847), η εφεύρεση της τεχνητής (1890), και το υψηλό κόστος εξόρυξης και μεταφοράς του μεταλλεύματος οδήγησαν τη ναξιακή σμύριδα σε παρακμή. Σήμερα η παραγωγή της είναι υποτυπώδης.
8. Ο εναέριος σιδηρόδρομος
Την περίοδο 1926-1929 κατασκευάστηκε ο εναέριος σιδηρόδρομος για τη μεταφορά της σμύριδας από τον τόπο εξόρυξης στον τόπο φόρτωσής της. Ο εναέριος ξεκίνησε να λειτουργεί το 1930 και είναι ένα δίκτυο που αποτελείται από 72 πυλώνες, βαγονέτα, εγκαταστάσεις φόρτωσης, μηχανοστάσια, αποθήκες υλικού, εγκαταστάσεις φόρτωσης κτλ. Ο εναέριος αυτός είναι από τους ελάχιστους που σώζονται στην Ελλάδα. Λειτούργησε ως το 1978, οπότε και καταργήθηκε ως αντιοικονομικός για να αντικατασταθεί από φορτηγά αυτοκίνητα.
Τα σμυριδωρυχεία της Νάξου αποτελούν μνημεία της σύγχρονης βιομηχανικής ιστορίας της χώρας μας και έχουν κηρυχθεί διατηρητέα από το υπουργείο Πολιτισμού.
(Μαρία Μαυροειδή)