1. Φυσικός χώρος – περιβάλλον
Η Λήμνος είναι ηφαιστειογενές νησί με χαρακτηριστικούς μικρούς λόφους, τραχειτικά βραχώδη μορφώματα και έλλειψη βλάστησης. Τα παράλιά της σχηματίζουν πολυσχιδείς όρμους και παραλίες. Χαρακτηριστικοί είναι οι δύο κόλποι του νησιού, ο Μούδρος νότια και ο Μπουρνιάς ή Πουρνιάς βόρεια. Η Μύρινα και ο Μούδρος είναι τα δύο κύρια λιμάνια του νησιού, οι ακτές του οποίου όμως διαμορφώνουν και πολλά μικρότερα αγκυροβόλια. Στα ανατολικά του νησιού, κοντά στο χωριό Κοντοπούλι, εκτείνονται οι λιμνοθάλασσες Αλυκή και Χορταρολίμνη, βιότοποι εξαιρετικής σημασίας.
Παρά το βραχώδες έδαφός της, η Λήμνος είναι αρκετά εύφορο νησί με εξαιρετικής ποιότητας προϊόντα όπως: σιτηρά, όσπρια, κρασί, σύκα, σταφίδες, αμύγδαλα και θυμαρίσιο μέλι. Γνωστά είναι τα γαλακτοκομικά προϊόντα της, όπως το τυρί «σαλαμούρα» και το «καλαθάκι» (από το καλαμένιο καλαθάκι –το λεγόμενο «τυρβόλι»– μέσα στο οποίο αφήνεται να ωριμάσει). Ιδιαίτερα ανεπτυγμένη είναι και η αλιεία στο νησί, ενώ παλαιότερα οι κάτοικοί του ασχολούνταν και με τη σπογγαλιεία.
2. Ιστορία
2. 1. Προϊστορική εποχή
Λόγω της γεωγραφικής του θέσης αλλά και της γεωμορφολογίας του, το νησί έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ιστορία του Αιγαίου, ήδη από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού (περ. 3200-2000 π.Χ.). Η εμπλοκή της Λήμνου στο προϊστορικό δίκτυο ανταλλαγών διαφαίνεται από μια διήγηση του Ομήρου σύμφωνα με την οποία ο Λήμνιος βασιλιάς Εύνηος προμηθευόταν μεταλλεύματα από την περιοχή της Τρωάδος, στη μικρασιατική ενδοχώρα, από τους Αχαιούς πολιορκητές της Τροίας, τροφοδοτώντας τους για αντάλλαγμα με λημνιό κρασί (Ιλιάς Η, 467-475). Η σύνδεση της Λήμνου με τη μεταλλοτεχνία αντικατοπτρίζεται και στη μυθολογική παράδοση του νησιού, σύμφωνα με την οποία εκεί βρίσκονταν τα εργαστήρια του χαλκοπλάστη θεού Ηφαίστου, επανδρωμένα από τους Καβείρους, τους μυθικούς απογόνους του θεού με τους οποίους συνδεόταν μια από τις αρχαιότερες λημνιακές λατρείες. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι και οι Αργοναύτες στη μυθική τους εξόρμηση (η οποία αντανακλά το ενεργό ενδιαφέρον των κατοίκων του προϊστορικού Αιγαίου για εμπορικές ανταλλαγές με την Ανατολία και τη Μαύρη θάλασσα) σταματούν στη Λήμνο για ανεφοδιασμό.
Ήδη από την 4η-3η χιλιετία π.Χ. η Λήμνος εμφανίζει αξιοσημείωτο δίκτυο οικισμών που αντικατοπτρίζει τις επαφές με τις άλλες περιοχές του βόρειου Αιγαίου, καθώς άλλοι από αυτούς είναι στραμμένοι προς την Τρωάδα, άλλοι προς το βορειοελλαδικό χώρο και τα νησιά των ακτών του (Σαμοθράκη, Θάσος), και άλλοι βλέπουν δυτικά και νότια. Οι οικισμοί αυτοί βρίσκονται σε επαφή με τις εύφορες περιοχές του νησιού, ενώ οι περισσότεροι διαθέτουν ασφαλή αγκυροβόλια. Τα δύο σημαντικότερα πρωτοαστικά κέντρα της Λήμνου, με επάλληλες οικιστικές φάσεις, είναι η Πολιόχνη, στην ανατολική ακτή του νησιού απέναντι από την Τρωάδα, και η πρόσφατα εντοπισμένη θέση στα Ρηχά Νερά, στη βόρεια έξοδο της σημερινής πρωτεύουσας, Μύρινας. Η Πολιόχνη ειδικότερα, κοντά στο σημερινό χωριό Καμίνια, παρουσιάζει στοιχεία έντονης αστικοποίησης, όπως κτήρια και χώρους που φαίνεται με τα σημερινά δεδομένα να είχαν δημόσιο χαρακτήρα. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του Αιγαίου κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού.
2. 2. Ιστορικοί χρόνοι – Αρχαιότητα
Αν και οι γραπτές ιστορικές πηγές παρέχουν μόνο συγκεχυμένες πληροφορίες σχετικά με τη Λήμνο και τους κατοίκους της κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους (1200-600 π.Χ.) είναι εμφανές ότι πολλά διαφορετικά φύλα, «προελληνικά», ελληνικά και μη, πέρασαν από το νησί ή είχαν έντονες επαφές με τους κατοίκους του. Ο Όμηρος (Ιλιάς Α, 593-594) αναφέρεται στους Σίντιες, ο Ηρόδοτος (6.136) στους Πελασγούς, ενώ αναφέρονται ακόμη οι Κάρες και οι Μινύες. Μια από τις ελάχιστες απτές μαρτυρίες τέτοιων επαφών αποτελεί η στήλη των Καμινίων, σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, πιθανώς επιτύμβιο ενός στρατιώτη, ο οποίος απεικονίζεται ανάγλυφος, συνοδευόμενος από μακροσκελή επιγραφή στη νεκρή σήμερα τυρρηνική γλώσσα (6ος αι. π.Χ.).
Το 515 π.Χ. τη Λήμνο κατέλαβαν οι Αθηναίοι, οι οποίοι περί το 450 π.Χ. εγκατέστησαν κληρούχους (εποίκους), ώστε να διασφαλίζεται η αθηναϊκή κυριαρχία στο νησί. Η γεωγραφική θέση της την καθιστά αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των Αθηναίων και του Μακεδόνα βασιλιά Φιλίππου (360-336 π.Χ.) και αργότερα των διαδόχων του Αλεξάνδρου (336-166 π.Χ.).
Όπως μαρτυρούν οι αρχαίοι συγγραφείς και επιβεβαιώνουν οι αρχαιολογικές έρευνες, οι δύο κύριες πόλεις της Λήμνου κατά τους ιστορικούς χρόνους ήταν η Μύρινα στη δυτική και η Ηφαιστία στη βόρεια ακτή του νησιού, που έχουν έντονη ζωή από τον 8ο-7ο αι. π.Χ. και κόβουν δικά τους νομίσματα κατά τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. Η αρχαιολογική έρευνα δείχνει επιπλέον ότι η Λήμνος των Κλασικών χρόνων υπήρξε ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένη, με διάσπαρτα πολίσματα και αγροικίες, ιδίως στις πιο εύφορες περιοχές της. Σημαντικός παραμένει ο ρόλος των κληρούχων, οι οποίοι επηρεάζουν έντονα τη ζωή της Λημνιακής διπόλεως κατά την Κλασική περίοδο.
2. 3. Βυζαντινή – Νεότερη εποχή
Από το 166 π.Χ. το νησί περνά στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και κατά τους Βυζαντινούς χρόνους εντάσσεται στο θέμα της Ελλάδος πρώτα και αργότερα στο θέμα του Αιγαίου. Μεγάλη σημασία είχε η Λήμνος ως ναυτική βάση αλλά και τόπος εγκατάστασης ναυπηγείων για το βυζαντινό κράτος, καθώς από τον 7ο έως και τον 11ο αιώνα κατασκευάζονταν στη Λήμνο τα πολεμικά πλοία του στόλου του θέματος του Αιγαίου. Τα ναυπηγεία διατήρησαν την ακμή τους μέχρι τη Φραγκοκρατία, ενώ το 13ο αιώνα το νησί ξανάγινε ναυτική βάση.
To 1207 η Λήμνος πέρασε στην κυριαρχία των Βενετών, ανακτήθηκε από τους Βυζαντινούς το 1279, για να υποταχθεί τελικά στους Οθωμανούς το 1456. Εκτός από μικρά διαστήματα βενετικής κυριαρχίας (όπως το 1464-1478) το νησί θα παραμείνει ενταγμένο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έως την υπογραφή του πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας (4/12/1913), που επικυρώθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις στις 13/2/1914 και σήμανε την ένταξη της Λήμνου στο ελληνικό κράτος. Οι γραπτές πηγές, κυρίως περιηγητικά κείμενα που από το 15ο αιώνα δίνουν σημαντικές πληροφορίες για τη ζωή στο νησί, είναι συγκεχυμένες σχετικά με τη συμμετοχή της Λήμνου στην Επανάσταση του 1821 και τις προγενέστερες εξεγέρσεις εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας. Φαίνεται όμως πως η συμμετοχή του νησιού στον αγώνα της ανεξαρτησίας υπήρξε ανεπίσημη και ασυντόνιστη, λόγω της γειτνίασης με τα μικρασιατικά παράλια και της έντονης παρουσίας της οθωμανικής φρουράς. Σκόρπιες αφηγήσεις αναφέρονται στη συμμετοχή μεμονωμένων Λημνιών καπετάνιων και άλλων ιδιωτών στην επανάσταση. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η εγκατάσταση στο κεντρικό τμήμα του νησιού 30.000 κληρωτών του αγγλογαλλικού στρατού το 1915, κατά την περίοδο των επιχειρήσεων της Καλλίπολης. Η παρουσία τέτοιου όγκου στρατού στο νησί, έστω και για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, έδωσε την ευκαιρία για την ανάπτυξη των πρώτων υποτυπωδών υποδομών στο λιμάνι του Μούδρου και στο εσωτερικό οδικό δίκτυο. Κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο νησί καταλήφθηκε από τα γερμανικά στρατεύματα εως στα μέσα Φεβρουαρίου 1944 που απελευθερώθηκε.
3. Οικισμοί και κάτοικοι
Ιστορικές μαρτυρίες, εκκλησιαστικά έγγραφα και κείμενα ταξιδιωτών και γεωγράφων παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για την εξέλιξη των οικισμών της Λήμνου και τη ζωή των κατοίκων της από το 13ο έως τον 20ό αιώνα. Από αυτές προκύπτει ότι ο 16ος αιώνας υπήρξε περίοδος ακμής για τη Λήμνο, όταν το νησί είχε 75 οικισμούς και ήταν ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένο. Ακολούθησε μια φθίνουσα πορεία έως την απογραφή του 1920, οπότε οι οικισμοί της Λήμνου είχαν μειωθεί στους 39. H Μύρινα (επίσης Μυρινούπολη, Λήμνος, Stalimeni, Κάστρο, Παλαιόκαστρο) παραμένει η πιο σημαντική πόλη του νησιού με το διπλό λιμάνι της, ενώ στις αρχές του 12ου αιώνα αποκτά και τα βυζαντινά της τείχη. Γύρω στα τέλη του 14ου αιώνα εγκαταλείπεται οριστικά η Ηφαιστία, την οποία αντικατέστησε, ως λιμάνι και εμπορικό κέντρο, το κοντινό πόλισμα του Κόκκινου (Κότζινος, Κότζιος, Κότζης, σημ. Κότσινας). Οι διακυμάνσεις του πληθυσμού στα περιηγητικά κείμενα ακολουθούν τις ιστορικές εξελίξεις. Ο χρονικογράφος Giacomo Rizzardo δηλώνει ότι το 1470 ο πληθυσμός της Λήμνου ήταν μόλις 6.000, αριθμός που αυξήθηκε κατακόρυφα το 16ο αιώνα και παρέμεινε σταθερός, γύρω στις 30.000, έως τον Ενετο-οθωμανικό πόλεμο του 1645-1669. Μετά τις ρωσο-οθωμανικές συγκρούσεις του 1770 (στις οποίες η Λήμνος δεν έλαβε μέρος, αλλά υπέστη τα οθωμανικά αντίποινα και τη γενικότερη δυσπραγία που ενέσκηψε στο χώρο του Αιγαίου) ο πληθυσμός ήταν 10.000. Πληθυσμιακή αύξηση σημειώνεται στις αρχές του 19ου αιώνα, με αποκορύφωμα τις 27.000 τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων. Τέλος, το 1923, με τη Συνθήκη της Λοζάνης, 1.600 μουσουλμάνοι κάτοικοι της Λήμνου εγκατέλειψαν το νησί στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που επιχειρήθηκε τότε, για να πάρουν τη θέση τους περίπου 5.000 ελληνορθόδοξοι Μικρασιάτες πρόσφυγες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν κυρίως σε δικά τους χωριά (όπως η Νέα Κούταλη, που χτίστηκε το 1926 για να στεγάσει πρόσφυγες από την Κούταλη της Προποντίδας).
4. Οικονομική ζωή
Η οικονομία της Λήμνου στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στην ντόπια αγροτική παραγωγή: γεωργία και κτηνοτροφία υπήρξαν, και παραμένουν, οι κύριες απασχολήσεις του πληθυσμού. Ο Αυστριακός του 16ου αιώνα Rheinhold von Lubenau παρατηρεί την απουσία κάθε εμπορικής κίνησης στη Λήμνο, καθώς οι κάτοικοι περιορίζονται στην κατανάλωση των δικών τους προϊόντων. H αίσθηση αυτή της οικονομικής αυτάρκειας διατηρείται έως το 19ο αιώνα. Σταδιακά οργανώθηκε ένα υποτυπώδες εξαγωγικό εμπόριο, βασισμένο στα σιτηρά, τα κτηνοτροφικά προϊόντα και το κρασί. Την περίοδο 1763-1783 μαρτυρείται η ύπαρξη στο νησί ενός εμπορικού συλλόγου ο οποίος ανέπτυξε επαφές με την Ιταλία. Αν και κατά τη Βυζαντινή και την Οθωμανική περίοδο η Λήμνος διατηρούσε ανθηρά ναυπηγεία (κυρίως πολεμικών πλοίων), δεν εμφανίζει αξιοσημείωτη ναυτική δραστηριότητα παρά μόνον κατά το 19ο αιώνα. Η αντικατάσταση όμως του ιστιοφόρου από το ατμόπλοιο, και κυρίως η έξαρση του μεταναστευτικού ρεύματος προς το εξωτερικό οδήγησε σε μαρασμό και τη λημνιακή ναυτιλία.
Η μετανάστευση στο εξωτερικό σημάδεψε την κοινωνική και οικονομική ζωή της Λήμνου κατά το 19ο και το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα. Εγκαταλείποντας τη γενέτειρά τους, τα παιδιά των φτωχών αγροτών και κτηνοτρόφων της Λήμνου εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο και τις άλλες αφρικανικές χώρες αρχικά, και μετέπειτα στη Βόρεια Αμερική και την Αυστραλία, αλλά και (μετά το 1950) τη Γερμανία. Η οικονομία της Λήμνου βελτιώθηκε φαινομενικά, λόγω των εμβασμάτων από το εξωτερικό, των πολυτελών αστικών κατοικιών που άρχισαν σταδιακά να εμφανίζονται στη Μύρινα και στα χωριά του νησιού, και των σημαντικών δωρεών, συνήθως προς οικοδόμηση εκκλησιών και σχολείων. Όπως παρατηρήθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα, η αφαίμαξη του εργατικού δυναμικού οδήγησε στον πλήρη μαρασμό της τοπικής κοινωνικής και οικονομικής ζωής, καθιστώντας έτσι τη Λήμνο τόπο γερόντων ή –σύμφωνα με παλαιότερη πρακτική, που εγκαινιάζεται με το μυθικό επεισόδιο του Φιλοκτήτη– τόπο εκτοπισμού και εξορίας. Αν και σε θέση στρατηγικής σημασίας για το στρατιωτικό έλεγχο των Δαρδανελίων, η Λήμνος των νεότερων χρόνων βρέθηκε εκτός των καθιερωμένων εμπορικών δρόμων, που ακολουθούσαν συνήθως τα μικρασιατικά παράλια έως το νότιο Αιγαίο. Η απομόνωση του νησιού εξηγεί το χαμηλό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων του και την επιλογή του ως τόπου εκτοπισμού: ως τέτοιος αναφέρεται στον Candide του Βολταίρου και ως τέτοιον το γνώρισε το 1948 ο Γιάννης Ρίτσος, ο οποίος είχε εκτοπιστεί για έναν χρόνο στο χωριό Κοντοπούλι, όπου και έγραψε τη συλλογή του Το Καπνισμένο Τσουκάλι.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η Λήμνος εξελίχτηκε βαθμιαία και σε τόπο παραθερισμού, χωρίς όμως να τύχει (όπως άλλωστε και το υπόλοιπο Αιγαίο) ισορροπημένης και στρατηγικά μελετημένης τουριστικής ανάπτυξης. Η έντονη οικοδομική δραστηριότητα (με αρνητικές, μάλλον, συνέπειες, για το φυσικό τοπίο και τον παραδοσιακό χαρακτήρα του νησιού) έδωσε επαγγελματική διέξοδο σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, ανακόπτοντας, οριακά ίσως, το ρεύμα της εγχώριας μετανάστευσης. Πέρα όμως από την ανάπτυξη παρόμοιων δραστηριοτήτων, καθώς και τη ζήτηση που εμφανίζει ο τομέας των υπηρεσιών, τουριστικών και άλλων, οι κάτοικοι παραμένουν προσκολλημένοι στις παραδοσιακές γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες.
(Δημήτρης Πλάντζος)
5. Αρχαιολογικοί χώροι
5. 1. Πολιόχνη
Η Πολιόχνη, στο μέσο της ανατολικής ακτής της Λήμνου, κυριολεκτικά θαλασσόβρεχτη και ακριβώς απέναντι από την Τροία, θεωρείται το σημαντικότερο ίσως πρωτοαστικό κέντρο της Πρώιμης Χαλκοκρατίας (3η χιλιετία π.Χ.). Πρόκειται σίγουρα για το καλύτερα ανασκαμμένο, και ως εκ τούτου η Πολιόχνη παρουσιάζεται όχι μόνο ως η πρωιμότερη πόλη της αιγαιακής αρχαιολογίας αλλά και μία από τις αρχαιότερες πόλεις της Ευρώπης.
Χτισμένη πάνω σε χαμηλό λόφο, εμφανίζει ένα περίπλοκο οικιστικό ιστό αρθρωμένο σε οικοδομικά συγκροτήματα, μία κύρια οδική αρτηρία, σε διαπλατύνσεις της οποίας είχαν ανοιχθεί δύο εξαιρετικής τέχνης λιθεπένδυτα πηγάδια, και ένα στιβαρό τείχος με σοφά σχεδιασμένη πύλη στα δυτικά. Οι Ιταλοί αρχαιολόγοι, που εντόπισαν και άρχισαν να ανασκάπτουν τον οικισμό από τη δεκαετία του 1930, διαπίστωσαν πολλές επάλληλες οικιστικές φάσεις, ανάλογες με εκείνες της Τροίας, τις οποίες ο L. Bernabò Brea, χάριν μεγαλύτερης σαφήνειας, χαρακτήρισε με διαφορετικά χρώματα. Έτσι, αρχίζοντας από τις βαθύτερες (άρα παλαιότερες) φάσεις, έχουμε την εξής διαδοχή: Πολιόχνη Μελανή, Κυανή, Πράσινη, Ερυθρά, Κίτρινη, Καστανή και, τέλος, Ιώδης. Από αυτές οι δύο τελευταίες καλύπτουν τη Μέση και την αρχόμενη Ύστερη Χαλκοκρατία, το διάστημα δηλαδή από το 19ο έως το 15ο αι. π.Χ.
Ενώ κατά την πρώτη φάση της (Μελανή) η Πολιόχνη δεν ήταν παρά ένα χωριό με καμπυλόσχημες καλύβες, κατά την επόμενη φάση (Κυανή), μέσα από σύνθετες κοινωνικο-οικονομικές διεργασίες, απέκτησε χαρακτήρα πρωτοαστικό: ο οικισμός τειχίζεται για πρώτη φορά, ιδρύονται δύο εντυπωσιακά για τα δεδομένα της εποχής κοινοτικά έργα εκατέρωθεν της κεντρικής πύλης (η «Σιταποθήκη» και το «Βουλευτήριο») και εμφανίζονται μεγαροειδή κτίσματα, αρχαιότερα από αυτά της Τροίας. Η πολλαπλώς μαρτυρημένη εντατική άσκηση της μεταλλοτεχνίας, η οποία προϋποθέτει συλλογική εργασία και τεχνική εξειδίκευση, τονίζει επιπρόσθετα τον πρωτοαστικό χαρακτήρα του οικισμού από τη φάση αυτή και στο εξής.
Εισηγμένα τεχνήματα από τον αιγαιακό χώρο, αλλά και από μακρινότερους τόπους, που βρέθηκαν σε διάφορες οικιστικές φάσεις, μαρτυρούν αψευδώς την εμπλοκή της Πολιόχνης στο εμπορικό δίκτυο της εποχής. Την ευμάρεια των κατοίκων της ήρθε να πιστοποιήσει ένας «θησαυρός» περίτεχνων χρυσών κοσμημάτων από την Κίτρινη φάση, ο οποίος είχε φυλαχθεί σε ευτελές πήλινο αγγείο, πριν από το μεγάλο σεισμό που κατέστρεψε τον οικισμό οδηγώντας τον σε μαρασμό. Από χρονολογική όσο και τυπολογική άποψη τα χρυσά αυτά κοσμήματα συνάπτονται στενά με το λεγόμενο θησαυρό του Πριάμου της αντικρινής Τροίας.
Ως λιμένιος οικισμός, η Πολιόχνη οφείλει σε μεγάλο βαθμό την άνθησή της κατά την 3η χιλιετία π.Χ. στην καίρια γεωγραφική της θέση κοντά στα μικρασιατικά παράλια και μάλιστα στην είσοδο του Ελλησπόντου. Οι μύθοι (βλ. κυρίως τον Αργοναυτικό και Τρωικό κύκλο), ως συμπύκνωση και καταγραφή μακραίωνων συλλογικών εμπειριών και σημαντικών γεγονότων, απηχούν με σαφήνεια την κομβική σημασία της Λήμνου, άρα και της Πολιόχνης, για τις διαθαλάσσιες μετακινήσεις στο βόρειο και βόρειοανατολικό Αιγαίο. Τα ευνοϊκά θαλάσσια ρεύματα που κατέληγαν στο νησί, σε συνδυασμό με τις βαθύκολπες ακτές του, που πρόσφεραν ασφαλή αγκυροβόλια και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, παρείχαν εξαιρετική βοήθεια στη ναυσιπλοΐα. Έτσι, παράλληλα με την Πολιόχνη, ιδρύθηκε στη Λήμνο μια πλειάδα παραθαλάσσιων κυρίως οικισμών, από τους οποίους ανασκάπτονται συστηματικά έως τώρα μόνο δύο: η Μύρινα (τοποθεσία Ρηχών Νερών) και το Κουκονήσι στο μυχό του κόλπου του Μούδρου.
Η εύφορη κατά κανόνα πεδινή ενδοχώρα εξασφάλιζε στους κατοίκους όχι μόνο επάρκεια σε προϊόντα της πρωτογενούς παραγωγής, αλλά και το απαραίτητο πλεόνασμα για τη διεξαγωγή του ανταλλακτικού εμπορίου με εξωλημνιακούς τόπους. Είναι ενδεικτική επί του προκειμένου η πληροφορία –αν και μεταγενέστερη– που αντλούμε από την Ιλιάδα (Η 467-475) ότι ο βασιλιάς της Λήμνου Εύνηος, συναλλασσόμενος με τους Αχαιούς πολιορκητές της Τροίας, τους προμήθευε με κρασί παίρνοντας ως αντάλλαγμα, ανάμεσα σε άλλα, μέταλλα.
Ανάλογες εμπορικές πρακτικές, με κύριο ζητούμενο τα μέταλλα, θα πρέπει να δεχθούμε εύλογα και για τη 3η χιλιετία π.Χ., εποχή κατά την οποία η Πολιόχνη συγκαταλεγόταν, ως φαίνεται, στα πρωιμότερα καινοτόμα κέντρα μεταλλουργίας, με καθοριστικό, όπως πιστεύεται, ρόλο στην εισαγωγή και διάδοσή της στο Αιγαίο. Να είναι τυχαία άραγε η μυθική παράδοση που ήθελε τον θεϊκό χαλκιά Ήφαιστο να επιλέγει τη Λήμνο για να στήσει εκεί τα εργαστήριά του (Οδύσσεια θ, 284-285)
5. 2. Προϊστορική Μύρινα
Οικισμός της Ύστερης Νεολιθικής – Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (4η-3η χιλιετία π.Χ.), αντίστοιχος με αυτόν της Πολιόχνης. Εντός του πολεοδομικού ιστού της σημερινής Μύρινας (στο νότιο όριο της ακτής «Ρηχά Νερά»), ο σύγχρονα οργανωμένος αρχαιολογικός χώρος παρέχει στον επισκέπτη συνολική πληροφόρηση για την προϊστορική Λήμνο, καθώς και υποδειγματική ανάδειξη των ερειπίων που έχουν εντοπιστεί στη σημαντική αυτή θέση.
5. 3. Ηφαιστία
Πόλη των ιστορικών χρόνων στη βόρεια ακτή του νησιού (κοντά στο σημερινό Κότσινα). Σημαντικό κέντρο της ζωής του νησιού (μαζί με τη Μύρινα, στη θέση της σημερινής πρωτεύουσας), με σημαντικά ιερά τοπικών αλλά και πανελλήνιων θεοτήτων, δημόσια κτήρια, καθώς και πρόσφατα αναστηλωμένο θέατρο. Εγκαταλείφθηκε οριστικά τον 13ο-14ο αιώνα.
(Δημήτρης Πλάντζος)
5. 4. Καβείριο
Το Καβείριο της Λήμνου, που ανασκάφθηκε από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή, συγκαταλέγεται στα αρχαιότερα και μακροβιότερα ιερά του αιγαιακού νησιωτικού κόσμου. Ιδρυμένο προς το τέλος του 8ου αι. π.Χ. στα βόρεια του νησιού, κυριολεκτικά πάνω στη θάλασσα (κόλπος του Πουρνιά), εξακολούθησε να αποτελεί ζωτικό κέντρο μυστηριακής λατρείας μέχρι και τους Υστερορωμαϊκούς χρόνους.
Οι Κάβειροι, θεότητες της φωτιάς και της μεταλλουργίας, της γονιμότητας και της ναυσιπλοΐας, ήταν, σύμφωνα με τη λημνιακή τοπική παράδοση, παιδιά της Καβειρώς και του Ηφαίστου, ο οποίος, ως γνωστόν, συνδεόταν στενά με τη Λήμνο. Η λατρεία τους, αινιγματική όσο και πολύμορφη, είχε διαδοθεί και στη γειτονική Σαμοθράκη, αλλά και στη βοιωτική Θήβα, όπου μαρτυρούνται διαφορές ως προς τη γενεαλογία τους, τον αριθμό τους και τις συναφείς λατρευτικές πρακτικές.
Σύμφωνα με τις φιλολογικές πηγές, αλλά και τις πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες, το Καβείριο της Λήμνου είναι το αρχαιότερο έως σήμερα γνωστό. Το πρώτο Τελεστήριο, που καταστράφηκε από πυρκαγιά (ίσως με την εισβολή των Περσών στο νησί το 512 π.Χ.), είχε τη μορφή ορθογώνιου δωματίου (διαστάσεις: 6,40x13,50 μ.) με χτιστά θρανία κατά μήκος των μακρών πλευρών για τους μύστες, με έναν πιθανότατα ορθογώνιο βωμό καθώς και ένα υπερυψωμένο κυκλικό δάπεδο πλαισιωμένο με βαθμίδες. Γύρω στο 200 π.Χ., και σε συνδυασμό πιθανόν με την επίσκεψη του Φιλίππου Ε΄, χτίστηκε το επιβλητικό Τελεστήριο (33x46,10 μ.), με δώδεκα κίονες στην πρόσοψή του, όπως δηλαδή η Στοά του Φίλωνος στο Τελεστήριο της Ελευσίνας, και με τον κεντρικό κορμό του, που προοριζόταν για τις συγκεντρώσεις των μυστών, χωρισμένο σε τρία κλίτη μέσω δύο σειρών ιωνικών κιόνων. Μετά την πυρκαγιά και την κατάρρευση του ελληνιστικού αυτού Τελεστηρίου χτίζεται τον 3ο αι. μ.Χ., στο νότιο πλάτωμα του Ιερού, ένα νέο Τελεστήριο μικρότερων διαστάσεων και ταπεινότερης κατασκευής.
Για τη μεγάλη σημασία που προσέλαβε η λατρεία των Καβείρων στη Λήμνο και για την ακτινοβολία του ιερού στο βόρειο κυρίως αιγαιακό χώρο επί μία τουλάχιστον χιλιετία, μαρτυρούν αψευδώς οι φιλολογικές και επιγραφικές πηγές, αλλά και τα ίδια τα ευρήματα από το ιερό. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο Αισχύλος, ολοκληρώνοντας γύρω στο 466 π.Χ. την τριλογία του για την παραμονή των Αργοναυτών στη Λήμνο, τιτλοφορεί μια τραγωδία του Κάβειροι.
(Χρήστος Μπουλώτης)
5. 5. Κάστρο της Μύρινας
Πάνω σε μία απόκρημνη χερσόνησο, στο νοτιοδυτικό τμήμα του σύγχρονου οικισμού, δεσπόζει το κάστρο της Μύρινας, από όπου η θέα είναι εντυπωσιακή. Στα ανατολικά απλώνεται η πόλη της Μύρινας με το γραφικό λιμάνι και τους δύο γιαλούς της, το ρωμαίικο και τον οθωμανικό. Στα βόρεια βρίσκεται ο λόφος του Αγίου Αθανασίου με το ομώνυμο εκκλησάκι και στα νότια φαίνεται αχνά το νησί του Αγίου Ευστρατίου. Ο Άθως προβάλλει στα βορειοδυτικά κυρίως κατά το σούρουπο.
Στη Bυζαντινή εποχή, περί το 1186, ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός θεμελίωσε το κάστρο στα λείψανα της οχύρωσης των Aρχαϊκών και Eλληνιστικών χρόνων. Στα χρόνια της Ενετοκρατίας επισκευάστηκε και συμπληρώθηκε, ενώ η σημερινή μορφή του ανάγεται κυρίως στην εποχή του Ενετού κυρίου της Λήμνου Φιλόκαλου Ναβιγκαγιόζο, που οχύρωσε τη Μύρινα το 1207. Αργότερα, κατά την Οθωμανική περίοδο, υπέστη εσωτερικές κυρίως μετασκευές και προσθήκες.
Το κάστρο έχει πολυγωνική κάτοψη που επιβάλλεται από τη μορφολογία του εδάφους. Καλύπτει έκταση 144 στρεμμάτων και το μέγιστο σωζόμενο ύψος του αγγίζει περίπου τα 120 μ. Τα ισχυρά τείχη του χτίστηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να αντεπεξέλθουν με επιτυχία στις επιθέσεις με πυροβόλα όπλα. Έτσι έχουν κλίση οξείας γωνίας σε σχέση με το έδαφος, η οποία καθιστά δύσκολη την προσβολή τους από τα κανόνια των πολεμικών πλοίων. Όμως στο βόρειο τμήμα του κάστρου η οξεία κλίση μειώνεται αισθητά, γεγονός που επέβαλε την ισχυρή οχύρωση με τριπλό τείχος. Στην επέμβαση αυτή συντέλεσε ο Φραγκίσκος Δορίνος Γατελούζος με την προσθήκη του τρίτου περίβολου.
Στη βέλτιστη οχύρωση συμβάλλουν οι 14 πύργοι ορθογώνιου ή παράγωνου σχήματος περιμετρικά του φρουρίου. Το 1992-1993 η βυζαντινή εφορεία αρχαιοτήτων αναπαλαίωσε δύο από τους πύργους αυτούς. Ανάμεσα στις επάλξεις τουφεκίστρες, τοξοθυρίδες και επίπεδα ειδικά διαμορφωμένα για την τοποθέτηση κανονιών απέβλεπαν ομοίως στην καλύτερη άμυνα. Σημαντικό στοιχείο αποτέλεσαν οι είκοσι και περισσότερες «καταχύστρες» ή «ζεματίστρες», διαμορφωμένες κατά διαστήματα στα κενά των επάλξεων, καθώς και σε άλλα ευάλωτα σημεία περιμετρικά του κάστρου. Πρόκειται για λίθινα στόμια από τα οποία οι στρατιώτες έριχναν στους πολιορκητές ζεματιστό νερό, λάδι, λιωμένο μολύβι ή αναμμένο ρετσίνι.
Έξω από την ανατολική οχύρωση, προς το μέρος του λιμανιού, σώζονται λαξεύματα των Κλασικών χρόνων καθώς και βραχογραφήματα κυρίως με παραστάσεις καραβιών. Απέναντι από την κύρια πύλη υπήρχε έως το 1982 εντοιχισμένο το οικόσημο των Γατελούζων, όπως και εντοιχισμένο μαρμάρινο ανάγλυφο με παράσταση λιονταριού, σύμβολο της δύναμης και της εξουσίας των Ενετών κατακτητών, που σήμερα βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μύρινας.
Στο εσωτερικό του κάστρου βρίσκονται τα ερείπια βοηθητικών οικοδομημάτων που χρησιμοποιήθηκαν από τους κατά καιρούς κυρίους του (αποθήκες, δεξαμενές, πυριτιδαποθήκη, διοικητήριο, τζαμί, στρατώνας). Ωστόσο σήμερα οι φρουροί του κάστρου είναι τα περίπου 150 χαριτωμένα ελάφια, απόγονοι ενός ζευγαριού που μεταφέρθηκε από τη Ρόδο το 1970.
(Άννα-Μαγδαληνή Αργύρη)
6. Μουσεία
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Λήμνου στεγάστηκε το 1961 σε τριώροφο νεοκλασικό κτήριο στο Ρωμαίικο γιαλό (το Διοικητήριο της Τουρκοκρατίας). Το Μουσείο στεγάζει ευρήματα από την Πολιόχνη, την Ηφαιστία, το Καβείριο, τη Μύρινα και άλλες αρχαιολογικές θέσεις του νησιού, πολλά από τα οποία είναι προϊόν σωστικών ανασκαφικών επεμβάσεων ή τυχαίας εύρεσης. Εκτίθενται υλικά πολιτισμικά κατάλοιπα από την Προϊστορική έως και την Ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο.
7. Παραδοσιακή και νεότερη αρχιτεκτονική
Η παλαιότερη γνωστή μορφή του λημνιακού αγροτόσπιτου ανήκει στον απλό στενομέτωπο μονόχωρο τύπο με την προσθήκη «αξάτας» (χτιστού μπαλκονιού μπροστά στην υπερυψωμένη είσοδο). Πρόκειται για κτήριο κεραμοσκεπές, απέριττο, αλλά ταυτόχρονα προσαρμοσμένο στον αγροτικό τρόπο ζωής, καθώς επιτρέπει τη γειτνίαση με χώρους όπου φυλάσσονται οι σοδειές (αποθήκες, κατώγια) και τα οικόσιτα ζώα. Δείγματα τέτοιων σπιτιών σώζονται στα πλέον απομονωμένα χωριά (Σαρδές, Φισίνη, Αγία Σοφία κ.α.).
Τα δείγματα αστικής κατοικίας που σώζονται σήμερα στο νησί κατασκευάστηκαν στην πλειονότητά τους μεταξύ των αρχών του 19ου αιώνα και της ανταλλαγής πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Διακρίνονται δύο τύποι αστικής κατοικίας: ο λεγόμενος «μακεδονικός», ηπειρωτικού χαρακτήρα, ευρύχωρος, διώροφος, κεραμοσκεπής, ο οποίος συσχετίζεται μάλλον με το άλλοτε οθωμανικό στοιχείο του νησιού, και ο μεταγενέστερος νεοκλασικός. Τα νεοκλασικά σπίτια της Μύρινας (ιδίως αυτά κατά μήκος του Ρωμαίικου γιαλού), αλλά και πολλά δείγματα στα χωριά που γνώρισαν κάποια ακμή το 19ο αιώνα, όπως ο Κορνός, ο Κάσπακας, το Κοντοπούλι κ.ά.) εκδηλώνουν την επιτηδευμένα εκλεκτικιστική αισθητική των κατόχων τους, στην πλειονότητά τους μεταναστών στην Αίγυπτο. Παράλληλα, χτίζονται και πολλά σχολικά κτήρια, όλα νεοκλασικού ρυθμού, με αποτέλεσμα το 1889 να λειτουργούν στο νησί 23 σχολεία.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, χτίζονται ή ανασκευάζονται μεγαλοπρεπείς ενοριακοί ναοί στη Μύρινα και σε όλα τα χωριά του νησιού, πάντα με δωρεά των ξενιτεμένων κατοίκων τους. Οι μεγαλοπρεπείς αυτές εκκλησίες ακολουθούν το συνήθη για το βόρειο Αιγαίο τύπο της τρίκλιτης βασιλικής χωρίς τρούλο, με ξυλόγλυπτα ή λιθόκτιστα τέμπλα και πλούσιο εσωτερικό και εξωτερικό διάκοσμο, λίθινα περιστύλια και καμπαναριά. Χαρακτηρίζουν ακόμη και σήμερα την όψη και τη ζωή χωριών όπως ο Κορνός, το Πορτιανού, το Ρωμανού ή ο Μούδρος.
8. Λαϊκός πολιτισμός – λαϊκή τέχνη
Αν και οι ταξιδιωτικές περιγραφές στέκονται κυρίως στη σημασία της «Λημνίας γης» και στην τελετή που επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο για την εξόρυξή της, ωστόσο κάποιες λαϊκές τελετές, μύθοι και παραδόσεις επιβιώνουν έως σήμερα. Πολλά τέτοια έθιμα κατάγονται από την Προχριστιανική περίοδο, ενώ άλλα υποδηλώνουν διάδραση με τους πληθυσμούς της μικρασιατικής ενδοχώρας. Τα περισσότερα απαντούν και σε άλλες περιοχές του βορειοανατολικού Αιγαίου και της Ηπειρωτικής Ελλάδας, και αναφέρονται κυρίως στην εξασφάλιση της ευφορίας της γης και τον εξορκισμό της αρρώστιας. Σήμερα επιβιώνουν κάποια από αυτά, όπως η προσφορά των απαρχών (δηλαδή των πρώτων καρπών της σοδειάς) στην εκκλησία ώστε να καταναλωθούν από το εκκλησίασμα σε εορταστική ατμόσφαιρα μετά τη λειτουργία, ή οι επισκέψεις σε πανηγύρια, προσκυνήματα και αγιάσματα (Προφήτης Ηλίας, Άγιος Σώζος, Άγιος Χαράλαμπος κ.ά.), η οποία συχνά συνοδεύεται και από διανυκτέρευση σε βοηθητικούς χώρους (χαγιάτια) δίπλα στο ναό, ως ανάμνηση της αρχαίας πρακτικής της εγκοιμήσεως. Χαρακτηριστική είναι και η επιβίωση των ιπποδρομιών του Αγ. Γεωργίου, που λαμβάνουν χώρα στην Καλλιόπη ανήμερα της εορτής του Αγίου.
Στις νεότερες παραδόσεις ανήκουν ιστορίες σχετικές με λείψανα και εικόνες αγίων, αλλά και πολεμικά ανδραγαθήματα εναντίον Τούρκων ή πειρατών εισβολέων. Ανάμεσά τους δημοφιλέστερη είναι η ιστορία της Μαρούλας (ιστορικού προσώπου που έδρασε στα χρόνια της προσάρτησης της Λήμνου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με το τέλος του Α΄ Ενετοτο-οθωμανικού πολέμου το 1478).
Ως κυριότερη έκφανση της λαϊκής τέχνης της Λήμνου θα πρέπει να θεωρηθεί η λιθοτεχνία, η οποία έδινε δείγματα έως και μετά τα μέσα του 20ού αιώνα. Δουλεμένα στην κοκκινοκάστανη πέτρα του νησιού, ή συνηθέστερα στο χαρακτηριστικό του γκριζωπό ηφαιστειογενές πέτρωμα, τα έργα της λημνιακής λιθογλυπτικής είναι συνήθως διακοσμητικά αρχιτεκτονικά στοιχεία (παραστάδες, φουρούσια, κιονόκρανα και επίκρανα), εμπλουτισμένα με εικονιστικά στοιχεία (λεοντοκεφαλές, φυτικά θέματα, ανθρώπινες μορφές) δανεισμένα από τη μεταβυζαντινή, λαϊκή και ελληνορωμαϊκή παράδοση. Σήμερα, δείγματα της λιθογλυπτικής του νησιού μπορεί κανείς να δει στα πέτρινα σπίτια της Μύρινας και των χωριών, στις εκκλησίες (κάποιες από τις οποίες διαθέτουν και λιθόγλυπτα τέμπλα), αλλά και στα νεκροταφεία, όπου συχνά οι τάφοι (του 19ου και του πρώιμου 20ού αιώνα) σημαίνονται από ελεύθερα γλυπτά.
Υφαντά και κεντήματα φαίνεται να γνώρισαν μακρά παράδοση στη Λήμνο, όπως υποδηλώνει η επιβίωση αυτών των χειροτεχνικών δραστηριοτήτων και σήμερα. Η απλή και πρακτική τοπική ενδυμασία των Λήμνιων ανδρών και γυναικών αποτυπώνεται σε χαρακτικά του 18ου αιώνα προτού αυτή των ανδρών αντικατασταθεί, κάποια στιγμή το 19ο αιώνα, από τη γνωστή έως και σήμερα «κεχαγιάδικη» ενδυμασία, με την άσπρη βράκα και πουκαμίσα, το μαύρο μάλλινο ζωνάρι στη μέση και τον επίσης άσπρο κεφαλόδεσμο.
9. Μάντρες, κρήνες, και εξωκλήσια στη λημνιακή ύπαιθρο
9. 1. Μάντρες
Οι μάντρες της Λήμνου, χτιστοί, στεγασμένοι χώροι στην ύπαιθρο (συνήθως σε κάποιο χωράφι ή την πλαγιά ενός βοσκότοπου) διαφέρουν από άλλα παρόμοια κτίσματα του ελλαδικού χώρου, γιατί στη Λήμνο συχνά περιλαμβάνουν και χώρους ύπνου, παραμονής και εργασίας. Αρχικά μονόχωρα κεραμοσκεπή κτίσματα κατασκευασμένα με πέτρα, ξύλο και καλάμια, χωρίς συνδετικό υλικό ή επιχρίσματα, οι μάντρες σταδιακά προσέλαβαν χαρακτήρα οργανωμένων αγροκτηνοτροφικών συγκροτημάτων με την προσθήκη χώρων κατοικίας αλλά και χώρων σταβλισμού προβάτων και οικόσιτων ζώων στους οποίους προστίθενται συχνά η αχυρώνα, το αλώνι ή ένας κτιστός φούρνος. Λιτά και απλά, τα κτίσματα αυτά εντυπωσιάζουν για την πρακτικότητά τους, την ευρηματικότητα στη σύνθεση των χώρων και τον τρόπο με τον οποίο δένουν με το περιβάλλον). Στην προφορική παράδοση της Λήμνου, στις διηγήσεις και τα λαϊκά τραγούδια του νησιού, η μάντρα παραμένει το «βασίλειο» του κεχαγιά, δηλαδή του κτηνοτρόφου που έχει στην κατοχή του έναν αριθμό αιγοπροβάτων και συνεταιρίζεται με ιδιοκτήτη βοσκοτόπου αναλαμβάνοντας το συντονισμό των αγροτικών εργασιών σχετικά με το κοπάδι και το κτήμα.
9. 2. Κρήνες
Τα χωριά και οι εξοχές της Λήμνου είναι διάσπαρτα με λιθόκτιστες κρήνες, άλλοτε επίκεντρο της καθημερινής ζωής των χωριών, καθώς οι ιδιωτικές οικίες δε διέθεταν νερό πόσιμο, σήμερα στην πλειονότητά τους εγκαταλελειμμένες ή «ανακαινισμένες» σύμφωνα με τη συχνά απληροφόρητη αισθητική των τοπικών υπευθύνων. Περίτεχνες και μνημειώδεις, υπόστεγες ή περίβλεπτες, διακοσμημένες με αετώματα, αψίδες και ανάγλυφα, οι λημνιακές κρήνες αποτελούν –μαζί με το τζαμί που σώζεται στο λιμάνι της Μύρινας και το συγκρότημα λουτρών στα Θέρμα– τη μόνη ανάμνηση του οθωμανικού παρελθόντος του νησιού στη δημόσια αρχιτεκτονική.
9. 3. Εξωκλήσια
Από τα 500 εξωκλήσια που μετρήθηκαν στις εξοχές της Λήμνου το 1912, το 1987 επιβίωναν γύρω στα 350 μονόχωρα, στενομήκη ναΐδρια, κεραμοσκεπή, με δίρριχτη στέγη και αετωματική όψη. Συνήθως είναι εξοπλισμένα με πεζούλια δεξιά και αριστερά από την είσοδο και υποτυπώδη περίβολο μπροστά, στεγασμένο σε κάποιες περιπτώσεις. Αποτελούν και σήμερα κομμάτι της θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής των κατοίκων της Λήμνου, αλλά και των επισκεπτών της. Συχνά, όμως, πέφτουν και αυτά θύμα του ανακαινιστικού – «εξωραϊστικού» ζήλου των τοπικών ιθυνόντων.
10. Λημνία γη (Terra Lemnia)
Όρος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας με τον οποίο γίνεται αναφορά σε ένα είδος κόκκινου αργιλώδους χώματος με ιαματικές ιδιότητες, το οποίο εξορυσσόταν αποκλειστικά στη Λήμνο. Σύμφωνα με το Θεόφραστο (4ος αι. π.Χ.), τον Πλίνιο (1ος αι. μ.Χ.), το Γαληνό (2ος-3ος αι.μ.Χ.) και άλλους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς, η «Λημνία γη» ήταν κατάλληλη ως φάρμακο για τη θεραπεία πολλών ασθενειών, κυρίως όμως οιδημάτων, αιμορραγιών και φλεγμονών, αλλά και δαγκωμάτων ζώων και ερπετών.
Η θέση εξόρυξης της «Λημνίας γης» ταυτίζεται με τη σημερινή τοποθεσία Αγιόχωμα, 1 χλμ. νοτιοδυτικά περίπου του χωριού Κότσινας στον κόλπο του Πουρνιά. Στην Αρχαιότητα, ο χώρος τελούσε υπό την εποπτεία της Ηφαιστίας, της σημαντικότερης πόλης του νησιού, στην ανατολική έξοδο του Κόλπου. Το Αγιόχωμα βρίσκεται στους πρόποδες του Μόσυχλου (σημ. «Δεσπότης»), του βουνού όπου σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία έπεσε ο Ήφαιστος μετά το διωγμό του από τον Όλυμπο. Οι μυθολογικοί συσχετισμοί, σε συνδυασμό με τον ηφαιστειογενή βράχο που χαρακτηρίζει την περιοχή, συνέβαλαν στο να αποδοθούν στη «Λημνία γη» θαυματουργές ιδιότητες, ενώ ο Λήμνιος Φιλόστρατος (3ος αι. μ.Χ.) υποστηρίζει ότι σε αυτήν οφειλόταν η ίαση ακόμη και του μυθικού Φιλοκτήτη. Η εξόρυξη της «Λημνίας γης» γινόταν υπό την επίβλεψη του τοπικού ιερατείου, το οποίο σφράγιζε το συσκευασμένο χώμα, ώστε να ελέγχεται η διακίνησή του και να πιστοποιείται η αυθεντικότητά του. Ως εκ τούτου, τα ιαματικά ενσφράγιστα δισκία ήταν γνωστά και ως «Λημνία σφραγίς» ή «Terra Sigillata».
Ύστερα από μια μακρά περίοδο, κατά την οποία η πρακτική εξόρυξης και διακίνησης της «Λημνίας γης» είχε ατονήσει, το ενδιαφέρον για το ιαματικό σκεύασμα αναζωπυρώθηκε αμέσως μετά το 1479, όταν η Λήμνος πέρασε στα χέρια των Οθωμανών. Τότε ανασυστάθηκε και η αρχαία τελετή εξόρυξης, η οποία γινόταν πλέον την 6η Αυγούστου (κατά τη χριστιανική εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος) παρουσία των τοπικών αρχών, Ελλήνων και Οθωμανών. Σύμφωνα με τις λεπτομερείς περιγραφές των Δυτικοευρωπαίων περιηγητών, όπως ο Pierre Belon (1546), o André Thévet (1549) και άλλοι μεταγενέστεροι, το χώμα συλλεγόταν πάντα με ιδιαίτερη επιμέλεια και σφραγιζόταν κατά το πρότυπο των αρχαίων διηγήσεων, τώρα όμως με την οθωμανική επιγραφή «tin-i mahtum» («ενσφράγιστος πηλός»). Η χρήση και διακίνηση της ιαματικής ουσίας παρέμενε αποκλειστικό προνόμιο της οθωμανικής άρχουσας τάξης και του ίδιου του σουλτάνου. Κατά την Οθωμανική περίοδο, η «Λημνία γη» θεωρήθηκε φάρμακο κατάλληλο για τη θεραπεία του τυφώδους πυρετού και της πανώλης. Η σύσταση του Έλληνα φαρμακολόγου Διοσκορίδη (1ος αι. μ.Χ.), σύμφωνα με τον οποίο η «Λημνία γη» ήταν αποτελεσματικό αντίδοτο για θανατηφόρα δηλητήρια, ενέπνευσε την κατασκευή πήλινων αγγείων από το πολύτιμο χώμα, τα οποία πιστευόταν ότι θα προστάτευαν τον ιδιοκτήτη τους από την πόση ύποπτων υγρών.
(Δημήτρης Πλάντζος)