Λέσβος

1. Φυσικός χώρος και περιβάλλον

Η Λέσβος είναι ένα από τα μεγαλύτερα νησιά του Αιγαίου πελάγους. Είναι το τρίτο σε μέγεθος ελληνικό νησί. Απέχει από το στενό του Ελλησπόντου 120 ναυτικά μίλια, από τη Σμύρνη 105 και από τις Κυδωνίες (Αϊβαλί, τουρκ. Ayvalık) ελάχιστα ναυτικά μίλια. Ορεινή και δασώδης, η Λέσβος παρουσιάζει ποικιλία φυσικών αγαθών και γεωλογικών σχηματισμών. Οι ακτές της, με πολλούς ορμίσκους και ακρωτήρια, σχηματίζουν δύο μεγάλους και πλούσιους σε αλιεύματα κόλπους, της Καλλονής και της Γέρας. Σημαντικό μέρος του νησιού καλύπτουν οι πεδιάδες, από τις οποίες σημαντικότερες είναι της Καλλονής, του Ίππειους και της Γέρας. Οι υψηλότερες κορυφές είναι του Ολύμπου και του Λεπέτυμνου.

Μαρτυρημένη από την Αρχαιότητα, η καλλιέργεια της ελιάς καθορίζει μέχρι και σήμερα τη φύση και την έκταση της αγροτικής δραστηριότητας, συμπροσδιορίζοντας τις κοινωνικές δομές και τους ρυθμούς της ζωής.

Ιστορικές πηγές και περιηγητικά κείμενα για την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας μνημονεύουν την καλλιέργεια της αμπέλου και την παραγωγή εξαιρετικού κρασιού στη Λέσβο, κυρίως στην πεδιάδα της Καλλονής, στην Πέτρα και στη Μήθυμνα. Αναφέρεται επίσης η παραγωγή σιτηρών, αλατιού, σύκων, ρετσινιού, βελανιδιών. Άφθονα ήταν και τα κτηνοτροφικά προϊόντα στην Ερεσό και στον Μανταμάδο, ενώ οι κάτοικοι του νησιού ασχολούνταν και με την κατεργασία των δερμάτων.

Τμήμα της γεωμορφολογίας του νησιού είναι τα σπήλαια. Τα σημαντικότερα, με τεκμηριωμένη την παρουσία του ανθρώπου, είναι του Αγίου Βαρθολομαίου στην ορεινή περιοχή των Ταξιαρχών, τα σπήλαια στη θέση Μαγαράς Αλυφαντών και στη θέση Φούσα, κοντά στον αγροτικό οικισμό Κάτω Τρίτος.

Ως προς τη γεωλογία της Λέσβου, σημαντικές είναι επίσης οι θερμές πηγές με τις ιαματικές ιδιότητες που αναβλύζουν στον κόλπο της Γέρας, στον Άγιο Ιωάννη Λισβορίου, στην Εφταλού της Μήθυμνας, στην παραλία της Αργένου, στην Κρυφή Παναγιά Πλωμαρίου, στον Γαβαθά, στη θέση Θερμέλια Μόριας και στη Θερμή, γνωστή από τα αρχαιολογικά δεδομένα του Ιερού της Θερμίας Αρτέμιδος. Η θερμότερη πηγή, με θερμοκρασία των υδάτων να φθάνει τους 81°C, είναι στον Πολυχνίτο.

Η λεσβιακή φύση είναι προικισμένη με πλούσια βλάστηση, που διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Το στολίδι των γυμνών βουνών της αγροτικής περιοχής του Σιγρίου και της Ερεσού είναι το απολιθωμένο δάσος κωνοφόρων δέντρων, που σχηματίστηκε περίπου πριν από 12 εκατομμύρια χρόνια. Η δασική βλάστηση αντιστοιχεί στις φάσεις της ηφαιστειακής ηρεμίας που επικρατούσε στην περιοχή και η απολίθωση έπεται ως αποτέλεσμα της υδροθερμικής φάσης που εκδηλώνεται σαν μεταηφαιστειακή ενέργεια. Απολιθωμένα δέντρα επισημάνθηκαν επίσης στην αγροτική περιφέρεια της Άντισσας, του Γαβαθά, των Χυδήρων, του Μεσοτόπου και της Μήθυμνας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι άφθονοι απολιθωμένοι κορμοί στις ακτές και στη θάλασσα, αυξάνοντας το ενδιαφέρον των γεωλόγων και παλαιοντολόγων για τον ενάλιο κόσμο.

2. Ιστορία

Τα αρχαιότερα κατάλοιπα της Νεολιθικής εποχής στη Λέσβο προέρχονται από το σπήλαιο του Αγίου Βαρθολομαίου, της Πρώιμης και Μέσης εποχής του Χαλκού από τον οικισμό της Θερμής και τα παράλια του κόλπου Καλλονής. Στις ίδιες περιοχές, καθώς και στον κόλπο της Γέρας, έχουν βρεθεί αρχαιολογικά κατάλοιπα των Μυκηναϊκών χρόνων.

2.1. Αρχαιότητα

Από τις αρχές του 10ου αι. π.Χ. ως τον 8ο αι. π.Χ., την εποχή του αποικισμού και των κοινωνικών ανακατατάξεων στον ελλαδικό χώρο και το Αιγαίο, εγκαταστάθηκαν στο νησί οι Αχαιοί και οι Αιολείς, στους οποίους οφείλεται η ίδρυση της «λεσβιακής εξάπολης». Η Μυτιλήνη, η Άντισσα, η Πύρρα, η Αρίσβη, η Μήθυμνα και η Ερεσός αποτέλεσαν σημαντικές πόλεις-κράτη, τους ιδρυτές των οποίων η παράδοση θεωρούσε απογόνους των Ατρειδών.

Παρά την τυραννική διακυβέρνηση της Μυτιλήνης από το γένος των Πενθελιδών, ο 7ος και ο 6ος αι. π.Χ. συνιστούν περίοδο υψίστης ακμής για τη Λέσβο. Μέσα από αντίξοες πολιτικές συνθήκες και κοινωνικές ανακατατάξεις διακρίθηκαν σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Πιττακός, αισυμνήτης και ένας από τους επτά σοφούς της Αρχαιότητας, και οι εκπρόσωποι της λυρικής ποίησης Αλκαίος, Σαπφώ και Τέρπανδρος, που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στα πολιτικά τεκταινόμενα.

Από το τέλος του 6ου αι. π.Χ. η Λέσβος λεηλατήθηκε από τους Πέρσες. Έκτοτε το νησί χάνει την αυτονομία του και υφίσταται σειρά αλλεπάλληλων επιδρομών και συγκρούσεων. Μετά το τέλος των περσικών πολέμων και τη νίκη των Ελλήνων, οι λεσβιακές πόλεις έγιναν μέλη της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας και αργότερα πήραν ενεργό μέρος στα γεγονότα του Πελοποννησιακού πολέμου. Το 428 π.Χ. η αποστασία των Μυτιληναίων από την Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία είχε σαν αποτέλεσμα τη σφαγή του ανδρικού πληθυσμού της πόλης και τον εξανδραποδισμό του άμαχου πληθυσμού. Αυτή την περίοδο, τον 5ο αι. π.Χ. έζησε ο ιστοριογράφος Ελλάνικος (480-395 π.Χ.) και τον 4ο αι. π.Χ. ο «πατέρας» της βοτανικής Θεόφραστος (372/1-288/7 π.Χ.).

Κατά την Ελληνιστική περίοδο η Λέσβος βρισκόταν στην επιρροή της μακεδονικής κυριαρχίας και αργότερα των Πτολεμαίων.

Οι ισχυρότερες από τις πόλεις της Λέσβου κατά την Αρχαιότητα ήταν η Μήθυμνα και η Μυτιλήνη. Η Αρίσβη καταστράφηκε ήδη κατά την Κλασική περίοδο, η Πύρρα κατά την Ελληνιστική και η Άντισσα καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 168 π.Χ., στους οποίους έκτοτε υποτάχτηκε η Λέσβος μαζί με τα άλλα νησιά του Αιγαίου.

2.1.1. Λυρική ποίηση

Ο 7ος και ο 6ος αι. π.Χ. είναι αιώνες υψίστης πολιτισμικής ακμής, που αντικατοπτρίζεται σε όλες τις εκφάνσεις της τέχνης. Μέσα από τον πολιτικό αναβρασμό των πολιτικών ανακατατάξεων, αναδείχθηκαν σημαίνοντα πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον αρχαϊκό κόσμο. Είναι η εποχή που γεννήθηκε η λυρική ποίηση. Ο έμμετρος δηλαδή λόγος, που απήγγελλαν με τη συνοδευτική υπόκρουση της λύρας.

Το όνομα του Τερπάνδρου από τη Λέσβο, γύρω στο 630 π.Χ., κατέχει σημαντική θέση στην ιστορία της λυρικής ποίησης, αφού σύμφωνα με τις πηγές είναι ο ιδρυτής του νέου ποιητικού είδους. Θεωρείται ο εφευρέτης του βαρβίτου. Έδωσε επίσης την τελική μορφή στο «νόμο» – άσμα προς τιμήν του Απόλλωνα. Η φήμη του ως κιθαρωδού έφτασε σε όλες τις ελληνικές πόλεις του αρχαίου κόσμου, όπως τη Σπάρτη, όπου υποτίθεται πως κατόρθωσε να κατευνάσει τα πολιτικά πάθη με την αρμονία της μελωδίας του. Eκεί θέσπισε την ίδρυση της μουσικής γιορτής των Καρνείων κατά τη 16η Ολυμπιάδα το 675/4 π.Χ.

Δύο γενιές αργότερα, οι κορυφαίοι λυρικοί από τη Λέσβο, ο Αλκαίος και η Σαπφώ, θεωρούν τον Τέρπανδρο ιδρυτή της λυρικής ποίησης, ενώ οι ίδιοι ανέδειξαν τη δύναμη του ποιητικού λόγου και στο πολιτικό πεδίο. Οι στίχοι του Αλκαίου παρουσιάζουν την πολιτική του τοποθέτηση σαφώς υπέρ της αριστοκρατίας. Θίγει τον πολιτικό αναβρασμό και τα συναισθήματα του λαού, γεγονός που είχε συνέπεια την εξορία του στη Λυδία και την Αίγυπτο. Χαρακτηριστική είναι η σύγκριση που κάνει σε ένα ποίημα, όπου προσομοιάζει την πόλη που κυβερνιέται από τύραννο με πλοίο που το χτυπά θύελλα. Βεβαίως ο Αλκαίος, εκτός από τα πολιτικά, ασχολείται και με ερωτικά, συμποτικά και θρησκευτικά θέματα. Οι Αλεξανδρινοί τον περιέλαβαν στον «κανόνα» των Λυρικών επισημαίνοντας τη δύναμη και τη γλυκύτητα της ποιητικής του σύνθεσης.

Στην ίδια γόνιμη καλλιτεχνική περίοδο (γύρω στο 715 π.Χ.) ανήκει επίσης η Σαπφώ, που ονομάστηκε «δέκατη μούσα» και «μοισοπόλος» (μουσοπόλος) για τη χάρη και την ευγένεια των στίχων της. Η ανάμειξη της οικογένειάς της στην πολιτική ζωή της Μυτιλήνης στοίχισε στη Σαπφώ τον εκπατρισμό της στην Πύρρα και στη Σικελία. Από τα σωζόμενα αποσπάσματα διαπιστώνεται πως το περιεχόμενο των στίχων της ήταν σχετικό με τις εφήμερες χαρές και τις λύπες του μικρού κύκλου των κοριτσιών που απάρτιζαν τη Σχολή της. Εκεί δίδασκε το τραγούδι, την ποίηση και το χορό. Με εξαίρεση τα επιθαλάμια άσματα, που τραγουδούσαν κατά τη γαμήλια τελετή, όλα τα άλλα ποιήματα ήταν προς ιδιωτική χρήση και τέρψη. Οι στίχοι έχουν ερωτικό περιεχόμενο, ενώ δε λείπει ο θαυμασμός για τη φύση. Η κριτική των Νεότερων χρόνων εξαίρει την ποιητική αξία της Σαπφούς βασιζόμενη κυρίως στο έργο Ωδή στην Αφροδίτη, όπου η ποιήτρια επικαλείται την επικουρία της θεάς για το νέο έρωτα που τη βασανίζει. Οι αγγειογράφοι του 5ου αι. π.Χ. απεικόνισαν τη Σαπφώ και τον Αλκαίο αναγνωρίζοντας με αυτό τον τρόπο την προσφορά τους στην ποίηση.

Στους λυρικούς ποιητές του νησιού συμπεριλαμβάνεται και ο Αρίων, ένας από τους σημαντικούς κιθαρωδούς της Λέσβου που συνέχισαν την παράδοση του Τερπάνδρου. Εξύψωσε το διθύραμβο από το πρωτογενές στάδιο σε ανεπτυγμένο έντεχνο και σύνθετο είδος, συμβάλλοντας καίρια στη διαμόρφωση του αρχαίου δράματος.

Ο μύθος συνδέει το νησί της μουσικής και της ποίησης με τον Ορφέα, θρησκευτικό ποιητή, προφήτη και ιερέα «γόη από μουσικής και μαντικής άμα». Σύμφωνα με τις πηγές, μετά το διαμελισμό του από τις Μαινάδες στα όρη της Πιερίας, τα κύματα έφεραν το κεφάλι του στην Άντισσα και τη λύρα του στη Μυτιλήνη. Με αυτό τον τρόπο συνέχισε να απαγγέλλει και να χρησμοδοτεί στη Λέσβο.

2.1.2. Η αρχαία πόλη της Μυτιλήνης

«Ἡ μὲν γὰρ ἀρχαία πόλις μικρὰ νῆσός ἐστιν, ἡ δ’ ὕστερον προσοικισθεῖσα τῆς ἀντιπέραν ἐστὶ Λέσβου. Ἀνὰ μέσον δ’ αὐτῶν ἐστιν Εὔριπος στενὸς καὶ ποιῶν τὴν πόλιν ὀχυρὰν» (Διόδωρος Σικελιώτης).

Η Μυτιλήνη, που έδωσε το όνομά της στην πρωτεύουσα της Λέσβου, ήταν σύμφωνα με τον μύθο κόρη του πρώτου βασιλιά της Λέσβου Μάκαρος, που ήταν εγγονός του Δία και γιος της Ρόδου και του Ήλιου ή του Κρινάκου.

Τα αρχαιότερα τεκμήρια ανθρώπινης δραστηριότητας γύρω από την πόλη της Μυτιλήνης χρονολογούνται στην Τελική Νεολιθική περίοδο, ενώ τα αρχαιότερα οικιστικά κατάλοιπα βρίσκονται στη θέση Νησί, με το χαμηλό λόφο τον οποίο στεφανώνει το Κάστρο, στη θέση όπου υπήρχε η αρχαία Ακρόπολη.

Η Μυτιλήνη ήταν η σπουδαιότερη από τις έξι λεσβιακές πόλεις, που υπήρχαν ήδη από τον 8ο αι. π.Χ. Ταραγμένη ήταν η ιστορία της Μυτιλήνης σε όλη τη διάρκεια της Αρχαιότητας με ιδιαίτερα δραματικό γεγονός την «αποστασία» το 428 π.Χ. από την Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία.

Η ανοδική πορεία της πόλης της Μυτιλήνης ξεκίνησε κατά τα Αρχαϊκά χρόνια όταν ήταν η ισχυρότερη πόλη-κράτος του νησιού, ενώ τη μεγαλύτερη άνθηση γνώρισε κατά την Ελληνιστική περίοδο, όπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά λείψανα. Η αρχαϊκή πόλη ήταν περιορισμένη κυρίως στο Νησί, τη νησίδα δηλαδή που χώριζε το κανάλι του Ευρίπου από την ξηρά. Ο Εύριπος, μήκους 780 μ. και πλάτους περίπου 30 μ., ένωνε τα δύο σημαντικότατα φυσικά λιμάνια της πόλης, το βόρειο ή τον Τριηρικό λιμένα με το Νότιο ή Μαλλόεντα, ή Μέγα ή Εμπορικό λιμένα, ρύθμιζε τη ζωή της πόλης και χώριζε τον κυρίως οικισμό από το νεκροταφείο και τα εκτός πόλης ιερά. Η αρχαϊκή νεκρόπολη βρισκόταν κοντά στις όχθες του Ευρίπου στο μέρος της ξηράς και γύρω από το βόρειο εμπορικό λιμάνι. Σημαντικό ρόλο στην οικονομία του νησιού έπαιξαν οι στατήρες, τα νομίσματα της Μυτιλήνης από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Μαρτυρείται επίσης η λατρεία του Ασκληπιού, του Διονύσου, της Ήρας και της Κυβέλης.

Τμήματα του αρχαίου λιμανιού της πόλης, ορατά μέσα στη θάλασσα, μαρτυρούν την οικονομική και εμπορική ακμή της Μυτιλήνης των Κλασικών χρόνων. Η κατοίκηση επεκτάθηκε και δυτικά του Ευρίπου ενώ τα νεκροταφεία αναπτύχθηκαν κατά μήκος των λιθόστρωτων δρόμων από τις βόρειες, δυτικές και νότιες εξόδους της πόλης και σε απόσταση ως και δύο χιλιομέτρων από το τείχος.

Κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους η πόλη γνώρισε μεγάλη άνθηση. Οι αρχαίες φιλολογικές πηγές αναφέρουν ότι ήταν όμορφη και μεγαλοπρεπής, όπως η Έφεσος και η Ρόδος. Τις όχθες του Ευρίπου ένωναν μαρμάρινες γέφυρες και στις όχθες του ήταν συγκεντρωμένα τα σπουδαιότερα μνημεία και ιερά της πόλης. Στη βόρεια απόληξή του, γύρω από το εμπορικό λιμάνι, υπήρχαν οι λαμπρές στοές της Αγοράς. Στη θέση Μέσα σώζονται τα θεμέλια και αρχιτεκτονικά μέλη ιωνικού ναού, ενώ τα ερείπια δωρικού ναού, πιθανώς του Διονύσου, βρίσκονται στο ακρωτήριο Άγιος Φωκάς. Με το βουλευτήριο ταυτίζεται κτήριο του 3ου αι. π.Χ. ενώ στη θέση «Κουρτζή» εντοπίστηκαν το μεγάλο νεκροταφείο και ναός του Απόλλωνα και της Ήρας. Το σημαντικότερο μνημείο της Μυτιλήνης ήταν το θέατρο, που χτίστηκε στο φυσικό κοίλωμα της νότιας κλιτύος, κοντά στην κορυφή του λόφου, τον 3ο αι. π.Χ. Η πόλη επεκτάθηκε στο λόφο της Αγ. Κυριακής και οι πιο εύπορες κοινωνικές τάξεις έχτιζαν ευρύχωρες και πολυτελείς επαύλεις με τοιχογραφίες και εξαιρετικής τέχνης ψηφιδωτά, όπως και κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Εντός των τειχών της ελληνιστικής πόλης αποκαλύπτεται το σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης με πήλινους αγωγούς. Σημαντικό τεχνικό έργο ήταν το εντυπωσιακό υδραγωγείο της Ρωμαϊκής περιόδου, με το οποίο μετέφεραν το νερό από απόσταση 30 περίπου χλμ. στην πόλη της Μυτιλήνης.

2.2. Βυζαντινή και Μεσαιωνική περίοδος

Καθ' όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου η Λέσβος ανέπτυξε σημαντική εμπορική δραστηριότητα και πνευματική ζωή, χάρη στα μοναστηριακά της κέντρα (π.χ. Μονή Μυρσινιώτισσας). Ωστόσο, πειρατικές επιδρομές καθώς και επιδρομές Αράβων καταπόνησαν το νησί και έπληξαν την οικονομία. Ο πληθυσμός του νησιού την περίοδο αυτή μειώθηκε σημαντικά. Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, η Λέσβος ακολούθησε τη μοίρα των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου και αποτέλεσε τμήμα της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Το 1247 επανήλθε στους Βυζαντινούς, αλλά το 1355 παραχωρήθηκε από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγο στους Γενουάτες υπό τη διοίκηση του οίκου των Γατελούζων, ως προίκα για τη Μαρία Παλαιολόγου.

2.3. Οθωμανική και Νεότερη περίοδος

Το 1462 η Λέσβος κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς. Οι πρώτοι αιώνες της ένταξής της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία χαρακτηρίζονται από οικονομική παρακμή. Θα ήταν όμως υπερβολικό να υποστηριχθεί ότι η πνευματική κίνηση απουσίαζε εντελώς από το νησί. Στο α΄ μισό του 16ου αιώνα άνθησε η Μονή Λειμώνος, η οποία εξελίχθηκε σε πνευματικό κέντρο του νησιού. Η κατάσταση βελτιώθηκε σημαντικά μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη Ρωσία στο Ρωσο-οθωμανικό πόλεμο του 1768-1774 και την υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, τα αποτελέσματα της οποίας ήταν ευεργετικά για το εμπόριο. Τότε η παραγωγική και εμπορική δραστηριότητα του νησιού πέρασε σε μεγάλο βαθμό στα χέρια των ελληνορθοδόξων, με αποτέλεσμα το νησί να γνωρίσει ραγδαία αστική ανάπτυξη. Την οικονομική ανάπτυξη ακολούθησε η πνευματική ακμή του νησιού. Το 18ο αιώνα η άνθηση των γραμμάτων ήταν σημαντική. Εξέχουσα πνευματική προσωπικότητα της εποχής ήταν ο Βενιαμίν ο Λέσβιος, κεντρική προσωπικότητα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Το 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού αιώνα η οικονομική και η αστική ανάπτυξη του νησιού έφτασε στο απόγειό της, στηριγμένη κυρίως στη μονοκαλλιέργεια της ελιάς, στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και στις στενές εμπορικές σχέσεις με τα μικρασιατικά παράλια. Από αυτή την περίοδο προέρχονται τα νεοκλασικά αρχοντικά που συναντάμε μέχρι σήμερα στην πόλη της Μυτιλήνης. Το 1912 η Λέσβος καταλήφθηκε από τις ελληνικές δυνάμεις και ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος, καθεστώς που επιβεβαιώθηκε με τη συνθήκη της Λοζάνης το 1923.

Το 1922 μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Λέσβος υπήρξε τόπος εγκατάστασης προσφύγων. Η μαζική έλευση προσφύγων αναδιοργάνωσε τις κοινωνικές δομές και την κατανομή του πληθυσμού, ενώ δεν έλειψαν οι εντάσεις μεταξύ ντόπιων και προσφύγων, με αιχμή κυρίως την κάρπωση των οθωμανικών κτημάτων. Παρά τη δύσκολη ιστορική συγκυρία, η Λέσβος ανέπτυξε ακμάζουσα πνευματική ζωή στα Νεότερα χρόνια. Μεταξύ των σημαντικότερων λογοτεχνών και καλλιτεχνών των Νεότερων χρόνων συγκαταλέγονται οι Λέσβιοι Στρατής Μυριβήλης, Ηλίας Βενέζης, Αργύρης Εφταλιώτης, Οδυσσέας Ελύτης, Φώτης Κόντογλου και ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ.

2.3.1. Αγιάσος

Η γραφική κωμόπολη της Αγιάσου οικοδομήθηκε κατά το Μεσαίωνα στο κεντρικό τμήμα του νησιού, 26 χλμ. δυτικά της Μυτιλήνης, στους βορειοανατολικούς πρόποδες του όρους Όλυμπος. Η γύρω φύση παρουσιάζει μοναδική ευφορία και βλάστηση, που σε συνδυασμό με τις κρύες πηγές παρέχουν στους κατοίκους τη δυνατότητα κάθε καλλιέργειας. Ευδοκιμούν ποικίλα οπωροφόρα δέντρα, πεύκα, ελιές, καστανιές, καρυδιές. Η απότομη και επικλινής πλαγιά του Ολύμπου επέβαλε την αμφιθεατρική αρχιτεκτονική διάταξη και τη στατική αλληλοϋποστήριξη των σπιτιών. Οι οικίες είναι στενομέτωπης πρόσοψης, διώροφες ή τριώροφες με μεγάλα πολύχρωμα παράθυρα και λιακωτό, το επονομαζόμενο «σαχνισίνι», για να δέχονται τον ήλιο. Τα μπαλκόνια είναι ξύλινα, με φουρούσια (προεξοχές του τοίχου για τη στήριξη των μπαλκονιών). Τα σπίτια φέρουν όλα περίτεχνες καμινάδες καμωμένες από τούβλο και κεραμιδένιες στέγες. Οι δρόμοι που συνδέουν τις οικίες και τα καταστήματα είναι όλοι στενοί, λιθόστρωτοι, με καλντερίμι για την εύκολη άνοδο των ζώων.

Στον τομέα της παιδείας η Αγιάσος πολύ νωρίς έδωσε το στίγμα της. Το 1773 ιδρύθηκε σχολή, όπου φέρεται να διδάσκει ο Ακίνδυνος Ιβηρίτης, καλλιεργώντας την έφεση των κατοίκων στα γράμματα. Αργότερα, ιδρύθηκε το αναγνωστήριο «η Ανάπτυξις» με ιδιόκτητο θέατρο και μεγάλη βιβλιοθήκη.

Εκείνο όμως που χαρακτηρίζει τον παραδοσιακό οικισμό είναι η λαϊκή τέχνη και ιδιαιτέρως η αγγειοπλαστική. Φυτικά και σπανιότερα γραμμικά θέματα που αποδίδονται με ζωηρά χρώματα και επιμέλεια στη γραμμή στολίζουν τα διακοσμητικά σκεύη καθημερινής χρήσης. Αναπτύχθηκαν επίσης η ξυλογλυπτική, η υφαντική και η μουσική.

Πέρα όμως από το λαϊκό πολιτισμό, η Αγιάσος οφείλει τη φήμη της σε πανελλήνια κλίμακα κυρίως στο μοναστήρι της Παναγίας, που βρίσκεται στο κέντρο του οικισμού. Το περίφημο εικόνισμα της Βρεφοκρατούσας Παναγίας, σύμφωνα με την παράδοση, θεωρείται έργο του Ευαγγελιστή Λουκά, που ο αυτοκρατορικός ιερωμένος Αγάθων ο Εφέσιος μετέφερε από την Ιερουσαλήμ το 803 μ.Χ. Η εικόνα φέρει την επιγραφή «Μήτηρ Θεού Αγία Σιών», μία από τις ονομασίες της Ιερουσαλήμ.

Στην παραφθορά της «Αγίας Σιών» οφείλει το όνομά του ο οικισμός της Αγιάσου. Το εικόνισμα προοριζόταν για την Αγία Σοφία ή για το παλάτι της Κωνσταντινούπολης, όμως η επικράτηση της εικονομαχίας ανέκοψε την κίνηση του Αγάθωνα και η εικόνα, μαζί με τρία ακόμη ιερά κειμήλια, έναν ασημένιο σταυρό με τίμιο ξύλο, ένα χειρόγραφο ευαγγέλιο του 5ου αι. μ.Χ. και λείψανα του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη έφτασε στην Αγιάσο. Το 1170 ο Κωνσταντίνος Βαλέριος έδωσε την άδεια να χτιστεί η εκκλησία της Παναγίας. Η σημερινή εκκλησία οικοδομήθηκε «επί των παλαιών θεμελίων» το 1814.

Η λεσβιακή λογιοσύνη μάς χάρισε τις πιο μεστές περιγραφές του κορυφαίου πανηγυριού και τη νυχτερινή πεζοπορία των «ταμένων» στην «Παναγιά την Αγιασώτισσα», ανήμερα το Δεκαπενταύγουστο. Ο Καισάριος Δαπόντες, περιγράφοντας την προσκυνηματική κίνηση, εικονογραφεί την απήχηση που είχε και στους χριστιανούς της Ανατολής γράφοντας: «Η Σμύρνη και η Ανατολή και η Έφεσος και η Χίος χύνονται εις την εορτήν ετούτη ετησίως».

(Άννα-Μαγδαληνή Αργύρη)

2.3.2. Βιομηχανία

Η οικονομία της Λέσβου υπήρξε για δεκαετίες άρρηκτα συνδεδεμένη με τα απέναντι μικρασιατικά παράλια, καθώς το νησί βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία μέχρι το 1912.

Την περίοδο από τα μέσα του 19ου μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα σημειώθηκε ραγδαία ανάπτυξη της βιομηχανίας στη Λέσβο: χτίστηκαν ελαιοτριβεία, σαπωνοποιεία, αλευρόμυλοι κ.ά. Η οικονομική άνθηση του νησιού στηρίχτηκε σε μεγάλο βαθμό στη μονοκαλλιέργεια της ελιάς. Οργανώθηκαν βιομηχανίες και βιοτεχνίες που επεξεργάζονταν τα προϊόντα και υποπροϊόντα του ελαιοκάρπου και δημιουργήθηκαν σημαντικά εμπορικά δίκτυα τα οποία διοχέτευαν τα τοπικά προϊόντα στα Βαλκάνια, την Ευρώπη, τη Μικρά Ασία κ.α.

Το 1912 η Λέσβος είχε 110 ατμοκίνητα ελαιοτριβεία, 6 πυρηνελαιουργεία, 42 σαπωνοποιεία και 25 βυρσοδεψεία. Από τη δεκαετία του 1930 εντοπίζονται και ορυχεία λευκολίθου σε ορισμένες περιοχές του νησιού, στις οποίες σώζονται ακόμα εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις, βαγονέτα, στοές, εκσκαφές και αποθέματα από την παλιά εξορυκτική δραστηριότητα (περιοχή Βασιλικών).

Από το 1912 μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οικονομία του νησιού στράφηκε σταδιακά από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα. Η αστάθεια της καλλιέργειας της ελιάς οδήγησε από το 1960 και μετά σε δραματική μείωση του πληθυσμού της Λέσβου. Σήμερα η οικονομία του νησιού στρέφεται γύρω από την επεξεργασία αγροτικών προϊόντων (λάδι, τυροκομικά προϊόντα, αλίπαστα, ούζο, κρασί) και τον τουρισμό.

(Μαρία Μαυροειδή)

2.3.3. Ελαιουργία

Τη λεσβιακή φύση καθορίζει κατά μεγάλο μέρος η καλλιέργεια της ελιάς από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Αρχειακές πηγές και περιηγητικά κείμενα παρουσιάζουν το νησί «ελαιόφυτον» κατά την Αρχαιότητα, ενώ τα αρχαιολογικά τεκμήρια, όπως παραστάσεις κλάδου ελιάς σε πολυτελή αγγεία της Ελληνιστικής εποχής, ενισχύουν τη διαπίστωση της ευδοκίμησης του ελαιοδένδρου στη νήσο.

Οι κάτοικοι του νησιού, οποιασδήποτε κοινωνικής θέσης, δέθηκαν με την παραγωγή του λαδιού. Η αντοχή της ελιάς και του λαδιού στο χρόνο επιτρέπει την ασφαλή αποθήκευση, καθώς και την πολλαπλή χρήση του, ως φωτιστικού και θερμαντικού μέσου, αλλά και συμπληρωματικού και αναπληρωματικού της τροφής. Η ίδια η ελιά ως δέντρο προμηθεύει με τα φύλλα της την τροφή των ζώων και με το ξύλο, όπως και με τον ελαιοπυρήνα, την καύσιμη ύλη.

Η εκτεταμένη καλλιέργεια της ελιάς, αρχικώς στην κεντρική Λέσβο και αργότερα (16ος αιώνας) στα νότια και ανατολικά γεωγραφικά διαμερίσματα, προσδιορίζει την αγροτική δραστηριότητα, τις κοινωνικές δομές και στηρίζει τη λεσβιακή οικονομία ως τις μέρες μας. Η φροντίδα της ελιάς απαιτεί χρόνο και συχνά αποτελεί αποκλειστική απασχόληση των κατοίκων καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, αν λάβουμε υπόψη και την απαιτούμενη φροντίδα του χωραφιού και το κλάδεμα των δέντρων, προκειμένου να εξασφαλιστεί το λεγόμενο «μαξούλι», δηλαδή η καλή σοδειά κατά τη χειμερινή περίοδο.

Η σύνθλιψη του ελαιοκάρπου καθώς και η παραγωγή και φύλαξη του λαδιού συντελούνται στα ελαιοτριβεία. Τα βρίσκουμε στα όρια των οικισμών ή στα επίνεια των κωμοπόλεων, όπου συχνά αλληλοεξυπυρετούνται οι συναφείς βιομηχανικές δραστηριότητες των υποπροϊόντων του λαδιού, τα σαπωνοποιεία, βυρσοδεψεία και πυρηνελαιουργεία.

Ως ιστορικό στοιχείο, δηλωτικό της ραγδαίας ανάπτυξης της καλλιέργειας της ελιάς, πρέπει να επισημανθεί η καταγραφή του 1888, που αριθμεί 18 ατμοκίνητα ελαιοτριβεία ενώ εκείνη του 1912 αναφέρει 110. Η πλούσια παραγωγή του λαδιού συνεπάγεται και τη δημιουργία αξιόλογης εμπορικής κίνησης. Όλος ο 18ος αιώνας χαρακτηρίζεται από κίνηση του προϊόντος προς τη Γαλλία και συγκεκριμένα τη Μασσαλία. Το 1881 οι εξαγωγές από τα λιμάνια του νησιού υπολογίζονταν σε 18-20 εκατομμύρια φράγκα.

Ωστόσο, η εξάρτηση από τις μονοκαλλιέργειες συχνά δημιουργεί προβλήματα. Τον Ιανουάριο του 1850 «κάηκε»» μεγάλο ποσό ελαιοδένδρων λόγω της απότομης πτώσης της θερμοκρασίας και η παραγωγή του έτους καταστράφηκε ολοσχερώς, γεγονός που επέφερε μεγάλη οικονομική κρίση στο σύνολο της λεσβιακής κοινωνίας. Ωστόσο, η ελιά αποτελεί ακόμη και σήμερα καθοριστικό στοιχείο της οικονομίας του νησιού.

(Άννα-Μαγδαληνή Αργύρη)

2.3.4. Ελαιοτριβεία: Από τις «πέτρες» στις «μηχανές»

Η Λέσβος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της εξέλιξης της τεχνολογίας του λαδιού και της μετάβασης από το προβιομηχανικό στο βιομηχανικό στάδιο. Μάλιστα σώζονται ακόμα αρκετά σημάδια αυτής της μετάβασης (κτήρια, μηχανήματα).

Τα προβιομηχανικά ελαιοτριβεία (ονομάζονταν «πέτρες» από τους ντόπιους) αποτελούνταν από το χειροκίνητο ή ζωοκίνητο μύλο με τις μυλόπετρες, όπου αλέθονταν οι ελιές, και τα χειροκίνητα πιεστήρια (ή «μπασκιά») που ήταν ξύλινα αρχικά και αποσπούσαν το λάδι από τον ελαιοπολτό.

Μετά την ολοσχερή καταστροφή που υπέστησαν τα ελαιόδεντρα του νησιού το 1850 λόγω παγετού, η μονοκαλλιέργεια της ελιάς επεκτάθηκε ακόμα και στα πιο δυσπρόσιτα μέρη. Έτσι, η αύξηση της ελαιοπαραγωγής, σε συνδυασμό με την ανεπάρκεια του συστήματος των χειροκίνητων ελαιόμυλων, ώθησαν στην εκμηχάνιση των ελαιοτριβείων.

Το 1879 περίπου άρχισαν να λειτουργούν τα πρώτα ατμοκίνητα ελαιοτριβεία (οι «μηχανές») στο νησί. Στα εργοστάσια αυτά μπήκαν ένα ή δύο ζεύγη μυλόπετρες, 2-4 υδραυλικά πιεστήρια με τον αντίστοιχο αριθμό αντλιών για να τα κινούν και προστέθηκε ένα σύστημα μετάδοσης της κίνησης συνδεδεμένο με μία ατμομηχανή. Τοπική ιδιομορφία της λεσβιακής ελαιουργίας είναι ο κοινοτικός χαρακτήρας πολλών βιομηχανικών μονάδων.

Από τα μέσα του 20ού αιώνα οι ατμομηχανές αντικαταστάθηκαν από πετρελαιομηχανές και τοποθετήθηκαν φυγοκεντρικοί ελαιοδιαχωριστήρες κοντά στα πιεστήρια, για να εξασφαλίζεται ο πλήρης διαχωρισμός του λαδιού από το νερό.

Ο ηλεκτρισμός κατάργησε τους μύλους και τα πιεστήρια. Σήμερα πια τα ελαιοτριβεία αποτελούνται από σπαστήρες και φυγοκεντρικά εκθλιπτήρια που επιταχύνουν τις διαδικασίες.

2.3.5. Σαπωνοποιία

Η Λέσβος είχε ειδικευτεί από τα τέλη του 19ου αιώνα στην παραγωγή ελαιοσάπουνων με σύγχρονες τεχνικές και διέθετε τα προϊόντα της στις αγορές της Κωνσταντινούπολης, των παραλίων της Μικράς Ασίας και τις πόλεις της Μαύρης θάλασσας. Η παραγωγή σαπουνιού στο νησί άκμασε την περίοδο 1875-1895, ενώ από το 1912 περιορίστηκε.

Τα σαπωνοποιεία της Λέσβου χρησιμοποιούσαν ελαιόλαδο και πυρηνέλαιο, που υπήρχαν σε αφθονία στο νησί, από τα οποία έφτιαχναν σκληρό λευκό και πράσινο σαπούνι αντίστοιχα.

Ο χαρακτηριστικός εξοπλισμός ενός σαπωνοποιείου, που βλέπουμε και σήμερα σε όσα σώζονται στο Πέραμα, στο Πλωμάρι κ.α., αποτελείται από το σαπωνοκάζανο (κυλινδρικό ή κωνικό καζάνι από χοντρές λαμαρίνες), στο οποίο ετοιμαζόταν το σαπούνι, τον αναδευτήρα για την ανάμειξη του σαπουνιού με αρωματικές ουσίες ή ταλκ και τις χειρόπρεσες που το σφράγιζαν με τη φίρμα του κατασκευαστή. Η εκμηχάνιση των σαπωνοποιείων στη Λέσβο ξεκίνησε μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1920.

Η δεκαετία του 1960 σήμανε τη μεγάλη υποχώρηση των σαπουνιών σε παγκόσμιο επίπεδο, αφού από τότε κυριάρχησαν τα απορρυπαντικά και τα υγρά σαπούνια.

(Μαρία Μαυροειδή)

3. Αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία

3.1. Αρχαιότητα

Οι αρχαιότερες μαρτυρίες της ανθρώπινης παρουσίας στη Λέσβο βρέθηκαν στο σπήλαιο του Αγ. Βαρθολομαίου και χρονολογούνται στην Τελική Νεολιθική περίοδο. Από την 4η χιλιετία π.Χ. η Λέσβος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο Αιγαίο. Την εποχή της Πρώιμης και Μέσης Χαλκοκρατίας, ο οργανωμένος οικισμός της Θερμής υπήρξε ένα από τα κέντρα του λεγόμενου «τρωικού πολιτισμού». Οι έξι οικοδομικές φάσεις πρώιμου αστικού χαρακτήρα, η συνεκτικότητα του πολεοδομικού ιστού, το πλήθος και η ποιότητα των ευρημάτων καταδεικνύουν τη σπουδαιότητα του οικισμού.

Οι πληροφορίες από τις φιλολογικές πηγές και τα αρχαιολογικά δεδομένα, που υπάρχουν διάσπαρτα σε όλο το νησί, μαρτυρούν την οικονομική και κοινωνική ευρωστία της Λέσβου στους Αρχαϊκούς χρόνους. Από τον 8ο αι. π.Χ. σε όλα τα κτίσματα κυριαρχεί το πολυγωνικό σύστημα δόμησης της «λέσβιας τοιχοποιίας». Από τα λείψανα που σώζονται σημαντικά είναι τα αψιδωτά ιερά της Μυτιλήνης, της Μήθυμνας, της Πύρρας και της Άντισσας, τα σπίτια της Μήθυμνας και της Αποθήκας, οι αναλημματικοί μνημειακοί τοίχοι αγροτικού χαρακτήρα της Ερεσού, της Αποθήκας και της Μήθυμνας. Όμοιας τοιχοποιίας είναι επίσης οι πύργοι και τα οχυρά, που είναι διάσπαρτα σε όλη τη λεσβιακή ύπαιθρο. Η παράδοση συνεχίστηκε ως το τέλος του 4ου αι. π.Χ., όπως τεκμηριώνεται από τα τείχη της Μυτιλήνης αυτής της εποχής, όπου ο πολυγωνικός τρόπος δόμησης διατηρείται περισσότερο ως ανάμνηση και αντανάκλαση του ύφους της Αρχαϊκής εποχής.

Οι φιλολογικές μαρτυρίες και τα ανασκαφικά δεδομένα προσδιορίζουν τη λατρεία του Ναπαίου Απόλλωνος στους δύο αρχαϊκούς αιολικούς ναούς που βρέθηκαν στην Κλοπεδή. Στην επικράτεια της αρχαίας Πύρρας βρίσκεται ο «ναός των Μέσων», που οι αρχαίες πηγές τον μνημονεύουν ως «κέντρο παλλεσβιακής λατρείας και επαφής» και κατά την Ελληνιστική περίοδο αποτέλεσε την έδρα του «κοινού των Λεσβίων». Στα δρώμενα, που τελούσαν στο τέμενος, απηύθυναν ευχές για την εύγονη επιβίωση των αιολικών γενών και οι «Λεσβίδες κρίνονταν για την ομορφιά τους στριφογυρίζοντας στο χορό». Σε αρχιτεκτονικά λείψανα, που πιθανότατα ανήκουν σε βωμό των Αρχαϊκών χρόνων, θεμελιώθηκε ο ιωνικός ψευδοδίπτερος ναός του τεμένους, που χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ. Κατά την Ύστερη Αρχαιότητα ο σηκός μετατράπηκε σε παλαιοχριστιανική κοιμητηριακή βασιλική, στα λείψανα της οποίας χτίστηκε μεσοβυζαντινός ναός. Σήμερα στον ίδιο χώρο συνεχίζεται η λατρεία με το προσκύνημα του Ταξιάρχη.

Ελάχιστα είναι τα μνημεία της Κλασικής περιόδου που σώζονται, λόγω της μεταγενέστερης οικιστικής δραστηριότητας. Τα σημαντικότερα ευρήματα προέρχονται από το Ιερό της Δήμητρας, τη βόρεια νεκρόπολη της Μυτιλήνης, τα νεκροταφεία της Πύρρας και της Ερεσού. Κτηριακά κατάλοιπα σώζονται στην αρχαία πόλη της Αρίσβης και σποραδικά στη Μυτιλήνη, τη Μήθυμνα και την Ερεσό.

Στην πόλη της Μυτιλήνης, στην κορυφή του λόφου της Αγίας Κυριακής, χτίστηκε, κατά την Πρώιμη Ελληνιστική περίοδο, το αρχαίο θέατρο, που όπως φαίνεται από τα ανασκαφικά δεδομένα έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στη ζωή της πόλης. Σε αυτό λάμβαναν χώρα όλα τα σημαντικά γεγονότα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Ο θρίαμβος του Ρωμαίου στρατηγού Πομπήιου έγινε στο θέατρο της Μυτιλήνης με μεγαλοπρέπεια γύρω στο 66 π.Χ., αφού νίκησε το βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη.

Το θέατρο είναι σημαντικό για το ρόλο που διαδραμάτισε στην ιστορία της αρχιτεκτονικής. Ο Πομπήιος θαύμασε την αρχιτεκτονική του θεάτρου και το 55 π.Χ. έχτισε ένα όμοιο θέατρο στη Ρώμη.

Στο πλαίσιο του εξωραϊσμού των πόλεων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας χτίστηκε το υδραγωγείο της Μυτιλήνης με το καλύτερα σωζόμενο τμήμα του στην αγροτική περιοχή του οικισμού της Μόριας, όπου η μνημειακή τοξοστοιχία του, ύψους 27 μ. και μήκους 170 μ., γεφυρώνει τη γραφική κοιλάδα, διευκολύνοντας τη μεταφορά νερού από τις πηγές του Ολύμπου στη Μυτιλήνη.

Μετά την επέκταση της πόλης της Μυτιλήνης το 2ο αι. π.Χ., η περιοχή γνώρισε μεγάλη οικονομική άνοδο, όπως φαίνεται από τα πλούσια ευρήματα και τις επαύλεις με τα θαυμάσια ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες. Η χτιστή ιχθυοδεξαμενή που αποκαλύφθηκε κοντά στο νότιο λιμάνι της Μυτιλήνης με την επιμελημένη τοιχοποιία χρονολογείται στη Ρωμαϊκή περίοδο. Είναι το μοναδικό μνημείο αυτής της κατηγορίας στο βόρειο Αιγαίο.

3.1.1. Αιολικός ρυθμός

Αιολικός ονομάζεται ο αρχιτεκτονικός ρυθμός που ευδοκίμησε στο γεωγραφικό χώρο της λεγόμενης Αιολίδας, δηλαδή στο μικρασιατικό αιγιαλό από την Τροία έως τη Σμύρνη, καθώς και στο νησί της Λέσβου, όπου ήρθαν στο φως τα περισσότερα και σημαντικότερα μνημεία του αιολικού ρυθμού.

Δύο αιολικοί ναοί των Αρχαϊκών χρόνων έχουν ερευνηθεί στην ορεινή θέση της Κλοπεδής Λέσβου, που ταυτίστηκαν με το ιερό του λεγόμενου Ναπαίου Απόλλωνος. Από τα αιολικά κιονόκρανα, που βρέθηκαν στην πόλη της Μυτιλήνης, στην Ερεσό και στην αγροτική περιοχή του παραδοσιακού οικισμού της Νάπης, αποδεικνύεται η πυκνότητα των κτισμάτων αιολικού ρυθμού, που ήταν διάσπαρτα σε ολόκληρη τη Λέσβο. Ωστόσο, και στη μικρασιατική Αιολίδα σώζονται τα λείψανα ναών αιολικού ρυθμού Αρχαϊκής εποχής. Στη Σμύρνη, στη Λάρισα του Έρμου, καθώς και στην πόλη Νεάνδρια, νότια της Τροίας, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως αρχιτεκτονικά λείψανα του ρυθμού αυτού. Στο Μουσείο της Κωνσταντινούπολης βρίσκεται ένα κιονόκρανο από μεγάλο αιολικό κτίσμα, που προέρχεται από το Κάστρο της Μυτιλήνης.

Ο αιολικός ρυθμός αποτέλεσε μια ιδιαίτερη έκφραση του ελληνικού πολιτισμού στο χώρο της Ανατολής. Τυπολογικά, πρόκειται για μια παραλλαγή του ιωνικού ρυθμού, με κύριο χαρακτηριστικό το κιονόκρανο. Ο ραδινός αιολικός κίονας ήταν αρράβδωτος ενώ τη βάση του διακοσμούσαν πέταλα άνθους ή αστράγαλος πάνω από τη σπείρα. Το αιολικό κιονόκρανο, που από ορισμένους ερευνητές ονομάζεται πρωτοϊωνικό, φέρει δύο έλικες και ανάμεσά τους σχηματίζεται ένα ανθέμιο. Στους οφθαλμούς των ελίκων υπήρχαν ένθετα λίθινα ή μεταλλικά κοσμήματα.

Το αιολικό κιονόκρανο δίνει την εντύπωση φυτικού σχηματοποιημένου κοσμήματος. Κατάγεται από ανατολικά πρότυπα και πιθανόν συμβόλιζε το «δέντρο της ζωής». Ο αιολικός ρυθμός επηρεάζει τόσο την όμορη και ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας όσο και τον ηπειρωτικό κορμό του ελλαδικού χώρου. Αυτό καταδεικνύουν τα αιολικά κιονόκρανα που έχουν βρεθεί στη χερσόνησο της Αλικαρνασσού της Μικράς Ασίας, στην Κύπρο, στη Θάσο, στη Δήλο, στην Πάρο, στην περιοχή Συκάμινο του Ωρωπού, στην Ακρόπολη, στην Αγορά και στον Κεραμεικό της Αθήνας. Ωστόσο, ως κόσμημα, το αιολικό κιονόκρανο με εγχάρακτη ή γραπτή απόδοση έγινε ο κανόνας στις επιστέψεις των επιτύμβιων στηλών της Αρχαϊκής περιόδου. Οι μεγάλοι αγγειογράφοι του 6ου αι. π.Χ. χρησιμοποίησαν το αιολικό κιονόκρανο ως διακοσμητικό στοιχείο στις μελανόμορφες παραστάσεις των αγγείων τους, κυρίως για να στολίσουν αρχιτεκτονικά μέλη και έπιπλα.

3.2. Παλαιοχριστιανική, Βυζαντινή και Μεσαιωνική περίοδος

Η Παλαιοχριστιανική, Βυζαντινή και Μεσαιωνική περίοδος είναι πολύ σημαντική για τη Λέσβο. Πλήθος οικοδομημάτων μοναστηριακού χαρακτήρα και βασιλικές σε όλη τη Λέσβο επιβεβαιώνουν την εδραίωση της χριστιανικής πίστης. Στα σημαντικότερα μνημεία αυτής της εποχής συμπεριλαμβάνονται η μονή της Παναγίας Μυρσινιώτισσας του 13ου αι. μ.Χ. και η Μονή Λειμώνος του 16ου αι. μ.Χ., των οποίων οι συλλογές περιλαμβάνουν σημαντικούς θησαυρούς, όπως αυτοκρατορικά χειρόγραφα, εικόνες και άλλα κειμήλια. Τοιχογραφίες του ίδιου αιώνα και αξιόλογες εικόνες διατηρούνται και στο καθολικό της Μονής Περιβολής. Στην περιοχή της Άντισσας βρίσκεται η Μονή Υψηλού και στην περιοχή της Ερεσού η Μονή Πιθαρίου. Εντυπωσιακά μεγάλος είναι ο αριθμός των παλαιοχριστιανικών βασιλικών στη Λέσβο. Μεταξύ αυτών γνωστότερες είναι του Αγίου Ανδρέα του 5ου αι. μ.Χ. και του Αφεντέλλη στη Σκάλα Ερεσού.

Τα πιο γνωστά μοναστηριακά συγκροτήματα της Λέσβου είναι η Παναγία της Αγιάσου του 8ου αι. μ.Χ. και ο Ταξιάρχης του Μανταμάδου.

Το μοναστήρι των Ταξιαρχών, στην περιοχή του Μανταμάδου, χρονολογείται από τους μελετητές στο 18ο αιώνα και οφείλει την ιδιαιτερότητά του στη σπάνια για την ορθόδοξη χριστιανική τέχνη ανάγλυφη εικόνα του αρχαγγέλου Μιχαήλ.

Τα μοναστήρια της Λέσβου λεηλατήθηκαν ή ερημώθηκαν από τις επιθέσεις των Σαρακηνών και κατόπιν από τους Οθωμανούς. Ωστόσο, η προσπάθεια ανασύστασης των μοναστηριών κατά το 16ο αιώνα επανέφερε πολλά σε λειτουργία και κατά έναν τρόπο συνεχίζεται ως σήμερα.

Από την καταστροφή και την ερήμωση που προκάλεσαν οι πειρατικές επιδρομές έμειναν αλώβητα τα κάστρα του νησιού, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν εκείνα της Μυτιλήνης και της Μήθυμνας, που εντάχθηκαν αργότερα, μαζί με το μεταγενέστερο κάστρο του Σιγρίου, στο αμυντικό δίκτυο του νησιού. Το κάστρο της Μυτιλήνης, ένα από τα μεγαλύτερα της Ανατολικής Μεσογείου, που βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της πόλης, θεμελιώθηκε επί Ιουστινιανού στα ερείπια της αρχαίας οχύρωσης και χτίστηκε με υλικό από αρχιτεκτονικά μέλη αρχαίων οικοδομημάτων.

3.2.1. Πρωτοχριστιανικές εκκλησίες

Η γεωγραφική γειτνίαση της Λέσβου με τον ανατολικό κόσμο, και ως εκ τούτου η μεταξύ τους στενή επικοινωνία και οι εμπορικές συναλλαγές, κατέστησαν το νησί γέφυρα για τη μετάδοση της νέας θρησκείας από τα μεγάλα χριστιανικά κέντρα της Ανατολής προς τον κυρίως ελλαδικό κορμό. Επιπροσθέτως, η παράδοση συνδέει τον εκχριστιανισμό της νήσου με τη σύντομη παραμονή του αποστόλου Παύλου στη Μυτιλήνη το 58 μ.Χ., στο πλαίσιο της τρίτης του περιοδείας.

Όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, όπου πραγματοποιήθηκε μετατροπή αρχαίων ναών σε χριστιανικές εκκλησίες, έτσι και στη Λέσβο ο ψευδοδίπτερος ναός του Μέσσου μετατράπηκε σε χριστιανική βασιλική, μετά την καταστροφή της οποίας στην ίδια θέση οικοδομήθηκε μικρό εκκλησάκι.

Σε όλη την έκταση του νησιού εντοπίστηκαν πάνω από 100 παλαιοχριστιανικά μνημεία και κυρίως εκκλησίες, από τα οικοδομικά λείψανα των οποίων διαφαίνεται η οικονομική ευρωστία της Λέσβου και κατά την περίοδο αυτή. Στα παλαιοχριστιανικά θρησκευτικά κτίσματα ακολουθείται η τυπολογία της καθιερωμένης εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για το συριακό τύπο της δρομικής τρίκλιτης βασιλικής με ξύλινη στέγη. Εγκάρσια στο σώμα της εκκλησίας υπάρχει στη δυτική πλευρά μακρόστενος νάρθηκας. Στο εσωτερικό της ανατολικής πλευράς διαμορφώνεται ημικυκλική αψίδα, που είτε διατηρεί εξωτερικά το ημικυκλικό της σχήμα είτε σχηματίζει πολύεδρο. Συχνά μάλιστα εγγράφεται στον ανατολικό τοίχο του κυρίως εκκλησιαστικού κτίσματος. Αξιόλογα ψηφιδωτά δάπεδα, που φέρουν φυτικά, γεωμετρικά και ζωικά θέματα, στολίζουν το μεσαίο κλίτος. Τη σχεδιαστική και χρωματική σύνθεση, και γενικά τη διάρθρωση του συνόλου, διέπουν αφενός η λιτότητα και η απουσία εμφαντικών στοιχείων και αφετέρου η καλή ποιότητα της εκτέλεσης.

Από τις σημαντικότερες πρωτοχριστιανικές βασιλικές της Λέσβου είναι των Αργάλων με τα προσκτίσματά της, επίσης της Κρατήγου κοντά στο αεροδρόμιο της σημερινής πόλης, του Μέσου, καθώς και της Αχλαδερής στον κόλπο της Καλλονής. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή για τα ψηφιδωτά δάπεδα του 5ου αιώνα είναι η βασιλική του Αγίου Ανδρέα στο Επίνειο της Ερεσού. Στο ψηφιδωτό δάπεδο μια αφιερωματική επιγραφή αναφέρει χορηγό τον επίσκοπο Μυτιλήνης Ιωάννη, που συμμετείχε στη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου το 431 μ.Χ. Αξιοσημείωτες είναι επίσης οι βασιλικές του Αφεντέλλη και αυτή στη Σκάλα Ερεσού, του Αγίου Δημητρίου στο Υψηλομέτωπο, του Αγίου Γεωργίου στο Χαλινάδο, κοντά στον οικισμό της Αγίας Παρασκευής, και της Αγίας Αναστασίας στην Κλειού. Τμήμα παλαιοχριστιανικής βασιλικής ήρθε στο φως στην πόλη της Μυτιλήνης, στην οδό Περγάμου, και πλησίον αυτής, στην περιοχή Λαδάδικα, ανασκάφηκε χριστιανικός ναός που οικοδομήθηκε στα θεμέλια ρωμαϊκών λουτρών του 3ου αιώνα.

Το γεγονός ότι οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές χρησιμοποιούνται στη λατρεία έως το 17ο αιώνα δικαιολογεί, κατά τους μελετητές, την απουσία βυζαντινών εκκλησιών. Μετά την καταστροφή των εκκλησιών αυτών χτίστηκαν στα ερείπιά τους μικρά εκκλησάκια ή προσκυνητάρια που ο διαβάτης συναντά σήμερα στα χωριά.

3.2.2. Το κάστρο της Μήθυμνας

Το κάστρο της Μήθυμνας είναι χτισμένο πάνω στα αρχαία λείψανα της οχύρωσης, στην κορυφή του λόφου, και επιστέφει τον αμφιθεατρικό παραδοσιακό οικισμό του Μολύβου.

Θεμελιώθηκε κατά τους Βυζαντινούς χρόνους πάνω στα ερείπια της αρχαίας οχύρωσης, κυρίως της νότιας πλευράς. Κατά μια εκδοχή, ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα επί του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, γνωστού για την οικοδομική του δραστηριότητα. Το 1128 κυριεύτηκε από τους Ενετούς και από το 1204 έως το 1287 ήταν υπό την κατοχή του Βαλδουίνου Β΄ της Φλάνδρας. Κατά μια άλλη άποψη, το κάστρο χτίστηκε μετά τα μέσα του 13ου αιώνα με σκοπό να καταστεί δυνατή η αντιμετώπιση των Τούρκων και Φράγκων επιδρομέων. Πάντως, στα τέλη του 13ου αιώνα πέρασε στα χέρια των Καταλανών. Το 1373 ο Γατελούζος Φραγκίσκος Α΄ επέφερε ενισχύσεις και επισκευές στο κάστρο. Η σημερινή μορφή του κάστρου είναι αποτέλεσμα των εργασιών του 14ου αιώνα και των οθωμανικών προσθηκών μετά το 1462.

Το κάστρο της Μήθυμνας έχει σχήμα ακανόνιστου τραπεζίου, με πλευρά 70 μ. Το μεγαλύτερο μέρος του είναι δομημένο κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα τοιχοποιίας. Χρησιμοποιήθηκαν μεγάλοι λαξευμένοι λίθοι από βασαλτικό πέτρωμα. Η βορειοανατολική πλευρά παρουσιάζει ομαλότερο έδαφος, που επέβαλε την οικοδόμηση υψηλότερων προτειχισμάτων για την εξασφάλιση μεγαλύτερης προστασίας. Για ασφαλέστερη οχύρωση οικοδομήθηκαν σε πυκνή διάταξη δέκα υψηλοί πύργοι τετράγωνης και κυκλικής κάτοψης περιμετρικά του φρουρίου. Στη νοτιοδυτική πλευρά υπάρχει εξωτερικό προτείχισμα και η πρόσβαση στο φρούριο γίνεται σταδιακά μέσω τριών διαδοχικών πυλών. Η πρώτη πύλη ανοίγεται στο νοτιότερο άκρο του εξωτερικού περιβόλου. Είναι οθωμανικής κατασκευής, όπως συνάγεται από εντοιχισμένη επιγραφική μαρτυρία. Στο πάνω μέρος φέρει ως κάλυψη οξύληκτο τόξο. Μεταξύ του εξωτερικού αυτού περιβόλου και του εσωτερικού δημιουργείται αύλειος χώρος εν είδει τάφρου.

Αρχειακές πηγές και περιηγητικά κείμενα ρίχνουν φως στην ιστορία του φρουρίου. Ο Bernard Randolph σημειώνει την καλή κατάστασή του και επιβεβαιώνει πως ήδη το 1687 είχε διαμορφωθεί η τάφρος και είχε λάβει την παρούσα μορφή. Αναφέρει μεταξύ άλλων: «Είναι καλά οχυρωμένο κατά τον αρχαίο τρόπο, με τα πολύ υψηλά τείχη και με ισχυρή φρουρά. Έχει πύργους, μία τάφρο χωρίς νερό με ένα χαμηλό τοίχο γύρω της και μία κινητή γέφυρα, που είναι η μόνη είσοδος στο φρούριο». Η προσέγγιση στη δεύτερη πύλη γίνεται από ελαφρώς ανηφορικό θολοσκέπαστο δρόμο, το λεγόμενο «διαβατικό», κατά τη συνήθεια της οθωμανικής αμυντικής αρχιτεκτονικής, που οδηγεί σε υπαίθριο επιμήκη χώρο. Αυτός ο αύλειος χώρος προστατεύεται ένθεν και ένθεν από τα εσωτερικά τείχη και τα μεταπύργια. Ακολουθεί η τρίτη κατά σειρά είσοδος, η κυρία μνημειακή πύλη του κάστρου, που χρονολογείται στο 14ο αιώνα. Είναι καμωμένη από χοντρό ξύλο που φέρει επικαλύψεις από μετάλλινες πλάκες. Στο χώρο που διαμορφώνεται εκατέρωθεν της λίθινης αψίδας της είναι η θέση για τις καταχύστρες, από όπου οι πολιορκούμενοι έριχναν βαριές μπάλες, λιωμένη πίσσα ή καυτό λάδι στους πολιορκητές.

Το εσωτερικό του κάστρου χωρίζεται σε διάφορα επίπεδα. Από την εποχή του Βυζαντίου σώζεται υπόγεια υδροδεξαμενή μεγάλου μεγέθους με τοξωτή επιστέγαση. Αυτή εξασφάλιζε πόσιμο νερό στους πολιορκημένους. Από την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας διατηρείται στο νότιο τμήμα της εισόδου ένα τριμερές κτίσμα με θόλο. Χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή, ενώ σύμφωνα με άλλη εκδοχή είχε χρήση πυριτιδαποθήκης. Στο ανατολικό τμήμα της κύριας εισόδου υπάρχει ένα κτίσμα, επίσης της Οθωμανικής περιόδου, αποτελούμενο από τέσσερις χώρους. Στο βόρειο τμήμα του φρουρίου δύο ακόμη οικοδομήματα αποτελούσαν πιθανότατα καταλύματα της φρουράς. Επίσης, ένα χώρο υγιεινής μαρτυρεί αποχετευτικός αγωγός. Σε πολλά σημεία των τειχών ο επισκέπτης θα παρατηρήσει εντοιχισμένες πλάκες που φέρουν επιγραφές ή άλλα διακριτικά.

3.3. 17ος-20ός αιώνας

Η εκκλησία της Παναγίας Γλυκοφιλούσας, χτισμένη στον υψηλότερο βραχώδη λόφο του παραδοσιακού οικισμού της Πέτρας, οικοδομήθηκε το 1609 και επισκευάστηκε το 1747. Τοποθετημένη στην κορυφή του βράχου, καλεί τον προσκυνητή να ανέβει τα 114 σκαλιά, για να θαυμάσει τη θέα που απλώνεται ως τις μικρασιατικές ακτές.

Το νεότερο εκκλησάκι της Παναγιάς της Γοργόνας, που είναι χτισμένο στο βραχώδες ακρωτήριο του παραδοσιακού οικισμού της Συκαμναίας, συνδέεται με τη λογοτεχνική παράδοση της Λέσβου και συγκεκριμένα με το Στρατή Μυριβήλη. Από αυτό το εκκλησάκι και το δράμα τον προσφύγων ο συγγραφέας εμπνεύστηκε το έργο του «Παναγιά η Γοργόνα», όπου συντίθεται η γλαφυρή περιγραφή του πολύχρωμου λεσβιακού τοπίου με την τρέχουσα ιστορία και την ηθογραφική αναπαράσταση της εποχής.

Το Γενί Τζαμί, που βρίσκεται στην περιοχή της Επάνω Σκάλας, οικοδομήθηκε το 1823-1828 και αποτελεί δείγμα οθωμανικής αρχιτεκτονικής.

Τα Αρχοντικά, ιδιωτικές κατοικίες των πλούσιων κατοίκων της Λέσβου, που «κοσμούν» τη Μυτιλήνη και πολλές οικιστικές ενότητες του νησιού, είναι τα σύμβολα της οικονομικής ισχύος και του κοινωνικού κύρους της άρχουσας τάξης των αρχών του 20ού αιώνα, που διαχειρίζονταν τα κοινοτικά, εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά πράγματα της νήσου. Τα εκλεκτικιστικά στοιχεία αυτών των κτηρίων ερμηνεύουν τις επιδράσεις που δέχτηκε το νησί από την επικοινωνία με την κεντρική Ευρώπη. Η πολυδάπανη συντήρηση συνέβαλε στην αλλαγή της χρήσης. Σήμερα λίγα από αυτά παραμένουν οικίες. Τα περισσότερα έγιναν ξενοδοχεία, κέντρα πολιτιστικών εκδηλώσεων ή στέγασαν Υπηρεσίες. Το σημαντικό για την εσωτερική του διαρρύθμιση και τις τοιχογραφίες του Αρχοντικό της Βαρελτζίδαινας, στην Πέτρα, σήμερα είναι Μουσείο.

(Άννα-Μαγδαληνή Αργύρη)

3.3.1. Οθωμανικά λουτρά

Τα λουτρά συγκαταλέγονταν στα πρώτα έργα που οι Οθωμανοί κατασκεύαζαν μόλις κατακτούσαν μια πόλη. Η λειτουργία τους ήταν άμεσα συνυφασμένη με τη μουσουλμανική θρησκεία, καθώς το Κοράνι επέβαλε την καθαριότητα δύο φορές την εβδομάδα, θεωρώντας ότι εξαλείφει τα αμαρτήματα της ψυχής. Το «χαμάμ», δηλαδή το δημόσιο λουτρό, ήταν κάτι πολύ σημαντικότερο από ένα απλό λουτρό. Ήταν ένας χώρος απόλυτα συνδεδεμένος με την καθημερινή ζωή της πόλης, που μπορούσαν να τον επισκεφθούν άντρες και γυναίκες από κάθε κοινωνική τάξη, καταγωγή και θρησκεία. Τα δημόσια λουτρά είχαν μνημειακό χαρακτήρα και ιδρύονταν ως αφιερώματα από αξιωματούχους. Πέρα από την καθαρά λειτουργική σημασία τους, ήταν τόποι κοινωνικής συναναστροφής, μόρφωσης, επικοινωνίας και διασκέδασης και για τα δύο φύλα. Για τους άντρες ήταν ο χώρος των επαγγελματικών συμφωνιών. Ιδιαιτέρως όμως για τις γυναίκες ήταν η κυριότερη κοινωνική εκδήλωση, που τους έδινε την ευκαιρία να ξεφύγουν για λίγο από το κλειστό περιβάλλον του σπιτιού αλλά και να κανονίσουν συνοικέσια.

Η οργάνωση του χώρου διακρίνεται σε τρία βασικά μέρη: το αποδυτήριο, το χλιαρό διαμέρισμα για την προσαρμογή του σώματος σε ζεστή θερμοκρασία και τέλος το θερμό διαμέρισμα. Αυτά συμπληρώνονταν και από βοηθητικούς χώρους για τις επιμέρους διαδικασίες φροντίδας του σώματος. Χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία των χαμάμ αποτελούν οι θόλοι της οροφής τους, που διατηρούσαν τη θερμοκρασία του χώρου σταθερή και διακοσμούνταν από φεγγίτες διάφορων σχημάτων για το φωτισμό του χώρου.

Στην πόλη της Μυτιλήνης υπήρχαν τρία λουτρά, χτισμένα στο βορειοδυτικό τμήμα της Επάνω Σκάλας: το μεγάλο λουτρό της Αγοράς (çarşı hamam), που χρονολογείται στις αρχές του 19ου αιώνα, το λουτρό που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Ηρακλείας και Καραβαγγέλη, του 19ου αιώνα, καθώς και ένα τρίτο του 17ου αιώνα, που συγκαταλέγεται ανάμεσα στα οικοδομήματα του Κάστρου.

Από αυτά, ιδιαιτέρως μνημειακού χαρακτήρα είναι το λουτρό της Αγοράς στη σημερινή οδό Ερμού, τον παλιό εμπορικό δρόμο της Μυτιλήνης, δίπλα στο μεγαλύτερο τζαμί της πόλης, το Γενί Τζαμί (Yeni Cami). Πρόκειται για ένα μεγάλο οθωμανικό χαμάμ των μέσων του 19ου αιώνα με πληθώρα τρούλων. Οι πολυάριθμοι φεγγίτες, με τους οποίους είναι διάτρητοι οι θόλοι, τα διακοσμητικά μοτίβα στις κόγχες του εσωτερικού, όπως και οι μαρμάρινοι πάγκοι και το σιντριβάνι, συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας ιδιαίτερα εντυπωσιακής εικόνας.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του λουτρού στη συμβολή των οδών Ηρακλείας και Καραβαγγέλη είναι ο χώρος εισόδου-αποδυτηρίων, που πρέπει να ήταν διώροφος με ένα είδος περιμετρικού παταριού. Το λουτρό του Κάστρου δεν εμφανίζει ιδιαίτερες κατασκευαστικές ιδιομορφίες. Πιθανολογείται ότι ανοικοδομήθηκε στη θέση κάποιου παλαιότερου. Η επισκευή και συντήρησή του εντάσσονται στο πλαίσιο της γενικότερης συντήρησης του Κάστρου, που έχει ξεκινήσει ήδη από τη δεκαετία του 1970.

Από τα λουτρά που σώζονται ακόμη στο υπόλοιπο νησί ξεχωρίζει αυτό του κάστρου της Μήθυμνας στο Μόλυβο λόγω των μεγάλων του διαστάσεων και της επιμελημένης διακόσμησης. Βρίσκεται στο κέντρο του σημερινού οικισμού, κοντά στο çarşı cami ή Μεγάλο Τζαμί και είναι προσπελάσιμο από μικρή πάροδο της οδού Κάστρου μέσω μιας σκάλας. Αναφορές σχετικά με τη χρονολογία κατασκευής του δεν υπάρχουν. Είναι λιθόκτιστο και οι σημερινοί σοβάδες οφείλονται σε ανακαίνιση κατά τη δεκαετία του 1960.

Άλλα λουτρά έχουν εντοπιστεί στο εγκαταλελειμμένο χωριό Κλαπάδο, όπου σώζεται μικρό λουτρό σε ερειπιώδη κατάσταση, καθώς και στο εσωτερικό του οικισμού των Παρακοίλων, όπου βρίσκεται εγκαταλελειμμένο –και άγνωστο σε πολλούς– λουτρό μικρών διαστάσεων με αξιόλογα μορφολογικά και διακοσμητικά στοιχεία.

(Ελένη Μπαζίνη)

4. Παραδοσιακή και νεότερη αρχιτεκτονική

4.1. Δομικά έργα και υλικά

Από το τέλος του 18ου αιώνα, οι ενοριακές εκκλησίες, χτισμένες στον αρχιτεκτονικό ρυθμό της βασιλικής, βρίσκονται στο κέντρο των οικισμών και αποτελούσαν κέντρο αναφοράς ολόκληρης της κοινότητας. Οι εκκλησίες, που οικοδομήθηκαν «επί των παλαιών θεμελίων», επέφεραν αλλαγές στον αρχιτεκτονικό τύπο, στα πλαίσια της ανακαινιστικής αντίληψης της εποχής, όπως τεκμηριώνεται από τις επιγραφές των εκκλησιών. Στο πλαίσιο της οικοδομικής ανασύστασης των εκκλησιών εντάσσεται η εισαγωγή δυτικών στοιχείων, που επιβάλλει τη λιτή γραμμή της «νεοβασιλικής», όπως τα στοιχεία γοτθικού ρυθμού της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου Μυτιλήνης και του Ταξιάρχη Μανταμάδου.

Σημαντική κατηγορία οικοδομημάτων της Λέσβου του 19ου αιώνα, που συνεχίζουν τη λειτουργία τους ως τα σήμερα, είναι τα ελαιοτριβεία, για τη σύνθλιψη του ελαιοκάρπου, την παραγωγή και φύλαξη του λαδιού. Μια καταγραφή του 1912 απαριθμεί στη Λέσβο 110 ατμοκίνητα ελαιοτριβεία, λογική αναλογία με τη γεωγραφική κατανομή των 11.000.000 περίπου ελαιοδένδρων. Τα ελαιοτριβεία οικοδομήθηκαν με βάση τον αρχιτεκτονικό ρυθμό των αγγλικών εργοστασίων με τις υψηλές καπνοδόχους καμωμένες από τούβλο ή ακολουθούν το λιτό τυπολογικό χαρακτήρα της δρομικής βασιλικής. Είναι χτισμένα στα όρια των οικισμών και στα επίνεια των κωμοπόλεων, δίπλα σε σαπωνοποιεία, βυρσοδεψεία και πυρηνελαιουργεία.

Στα μνημειακά οικοδομήματα δημόσιου χαρακτήρα, της περιόδου 1840-1912, συμπεριλαμβάνονται το παλιό Διοικητήριο, σημερινό Υπουργείο Αιγαίου, το Δικαστικό μέγαρο και τα Σχολεία. Τα σημαντικότερα είναι το 1ο Γυμνάσιο Μυτιλήνης, «νεοκλασικού» ρυθμού που ανεγέρθηκε το 1840, έργο του αρχιτέκτονα Αργύρη Αδαλή, το Σχολείο Καλλονής του 1890 και της Αγίας Παρασκευής του 1830.

Κατά τη θερινή περίοδο οι πλούσιοι γαιοκτήμονες μετέβαιναν στις εξοχικές συνοικίες της Μόριας, των Παμφύλων και τις Θερμής. Εκεί διέμεναν στους Πύργους, που συχνά ήταν χτισμένοι στην άκρη εύφορου κτήματος, συνήθως με οπωροφόρα δέντρα. Το τείχος που περιβάλλει τα αγροκτήματα με τους πύργους είναι τις περισσότερες φορές υψηλό, για την προστασία των καρποφόρων από τους ανέμους που επικρατούν στα νησιά του Αιγαίου και για την εξασφάλιση της ιδιωτικής ζωής των αστών. Οι πύργοι ήταν κτίσματα οχυρωματικού χαρακτήρα, υψηλά διώροφα και με ισόγειο χωρίς παράθυρα. Ο δεύτερος όροφος είχε ξύλινο κλειστό πρόβολο, το γνωστό «σαχνισίνι». Στο ισόγειο, «κατώι», φύλαγαν το λάδι και τα τρόφιμα, στον πρώτο όροφο, «μεσόδωμα», ήταν εγκατεστημένο το μαγειρείο και τα δωμάτια για τις υπηρέτριες «παρακόρες». Ο δεύτερος όροφος, άνω δώμα, χρησίμευε για την υποδοχή των ξένων και τη διαμονή της οικογένειας. Την κύρια είσοδο έκλεινε η επιβλητική χοντρή ξύλινη πόρτα, που κλείδωνε με τεράστιο σιδερένιο κλειδί και την ασφάλιζε η «αμπάρα». Από τα καλύτερα σωζόμενα παραδείγματα πύργων είναι των Δ. Νιάνια, Μ. Σάλτα, Π. Βοστάνη, Π. Αλαμανέλλη, Δ. Καραπιπέρη και άλλων.

Την αρχιτεκτονική διάταξη και την εσωτερική διαρρύθμιση τόσο των οικιών των μεγαλοαστών όσο και του λαϊκού πληθυσμού του νησιού, συμπροσδιορίζουν η μορφολογία του εδάφους και η αγροτική δραστηριότητα των κατοίκων. Τη στατική αλληλοϋποστήριξη των σπιτιών και το συνεχές οικοδομικό σύστημα επιβάλλει η επιλογή μιας οικιστικής εγκατάστασης σε απότομες, επικλινείς πλαγιές, που και αυτή με τη σειρά της οφείλεται σε ιστορικούς λόγους (προστασία από πειρατικές επιδρομές). Στα πεδινά χωριά, οι αγροτικές ασχολίες επιβάλλουν τη διατήρηση της αυλής και βοηθητικών κτισμάτων, όπως αχερώνες, «πλυσταριά» κ.ά. Συχνά το κυρίως κτίσμα, το σπίτι, είναι στενομέτωπης πρόσοψης, διώροφο ή τριώροφο με πολλά και μεγάλα παράθυρα, συχνότατα με κλειστό πρόβολο, το «λιακωτό» ή «σαχνισίνι», που θεωρείται ανατολικό δάνειο. Το ισόγειο χρησίμευε για την αποθήκευση της σοδειάς και του λαδιού σε πιθάρια, τα «κιούπια», που ήταν μισοχωμένα στο έδαφος. Στον ίδιο χώρο αποθήκευαν τις «καλαθίδες» για το μάζεμα, τις «τέμπλες» για το ράβδισμα της ελιάς, και «πυρήνα», το καύσιμο για τα «μαγκάλια» τις κρύες μέρες του χειμώνα.

Τα υλικά οικοδομής για όλα τα λεσβιακά κτίσματα ήταν εγχώρια. Ηφαιστειακά πετρώματα, όπως ο πολύχρωμος τραχείτης, χρησιμοποιήθηκαν στο δυτικό και βόρειο τμήμα της Λέσβου. Ο ασβεστόλιθος, «μαρμαρόπετρα», χρησιμοποιήθηκε στα χωριά της Γέρας, ο σχιστόλιθος στο Πλωμάρι και ο ερυθρόχρωμος μιστεγνιώτικος λίθος στο ανατολικό τμήμα του νησιού. Η επονομασία ορισμένων λίθων που χρησιμοποιήθηκαν στην αρχιτεκτονική της Λέσβου μαρτυρεί τον τόπο προέλευσης, όπως η «φωκιανή» πέτρα, το «σαρμοσάκι», που είναι εισαγωγές από τις μικρασιατικές ακτές.

Αξιόλογα δείγματα λαϊκής οικιστικής αρχιτεκτονικής αποτελούν οι υδροκίνητοι μύλοι και οι βρύσες, σκορπισμένες παντού, από τις οποίες μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι περίτεχνες οθωμανικές βρύσες, συχνά με επιγραφές και φυτικά διακοσμητικά θέματα.

Ενδιαφέροντα είναι τα λίθινα γεφύρια, όπως το γεφύρι της Αγίας Παρασκευής. Σημαντικό είναι το οδικό δίκτυο με τα λιθόστρωτα (καλντερίμια) σε όλο το νησί, με καλύτερο σωζόμενο παράδειγμα στην ύπαιθρο την «πατωμένη» της Αγιάσου. Παρόμοια λιθόστρωτα βρίσκονται σχεδόν σε όλους τους παραδοσιακούς οικισμούς.

(Άννα-Μαγδαληνή Αργύρη)

4.2. Επισκόπηση της αρχιτεκτονικής στη Λέσβο

Το νησί της Λέσβου παρουσιάζει ένα δομημένο περιβάλλον υψηλής αισθητικής, το οποίο αρχιτεκτονικά συγγενεύει με εκείνο που αναπτύχθηκε στα απέναντι παράλια και ουσιαστικά εντάσσεται στην ευρύτερη πολιτισμική ζώνη της Μικράς Ασίας και της Bαλκανικής.

Μεγάλο και πλούσιο νησί η Λέσβος, είχε πάνω από 100 οικισμούς που οργανώνονταν σε 8 ενότητες, σε καθεμιά από τις οποίες κυριαρχούσε ένα μεγαλύτερο οικιστικό κέντρο. Τα κέντρα αυτά ήταν η Μυτιλήνη, ο Μόλυβος, το Πλωμάρι, η Αγιάσος, ο Πολιχνίτος, η Ερεσός, η Καλλονή, η Σκαμνιά. Το στοιχείο που χαρακτήριζε την οικιστική της Λέσβου είναι ο αστικός χαρακτήρας, που οφειλόταν στην ανάπτυξη κατά τα Νεότερα χρόνια μιας ισχυρής μεσαίας κοινωνικής τάξης. Οι επιμέρους διαφοροποιήσεις στην αρχιτεκτονική κάθε ομάδας οικισμών σχετίζονταν με τη μορφολογία του τοπίου, τα υλικά δομής, την οικονομία και τις πολιτισμικές ιδιομορφίες κάθε περιοχής.

Η ερήμωση που ακολούθησε την κατάκτηση του 1462 διέλυσε το παλιότερο οικιστικό δίκτυο και τα μόνα ίχνη που διασώθηκαν από τη βυζαντινή Λέσβο περιορίστηκαν στα κάστρα της Μυτιλήνης, του Μολύβου και της Καλλονής. Δεν έχουμε αρκετά στοιχεία για τη μορφή της κατοικίας στη Λέσβο πριν από το 18ο αιώνα, ωστόσο φαίνεται ότι αυτή ακολουθούσε τον τύπο του μονώροφου ορθογώνιου κτηρίου που επικρατούσε και στο υπόλοιπο Αιγαίο. Με το τέλος της πειρατείας και την ανάπτυξη της ναυτιλίας και του εμπορίου, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για τη μετάβαση σε μια αρχιτεκτονική υψηλότερου τεχνολογικού επιπέδου, αυτή της κεραμοσκεπής, η οποία προέρχεται από τη βαλκανική και τη μικρασιατική οικοδομική παράδοση. Οι επιρροές αυτές ενισχύθηκαν από τη σημαντική παρουσία μουσουλμανικού πληθυσμού στο νησί, τις εισαγωγές οικοδομικών υλικών και τις ανταλλαγές μαστόρων με τα απέναντι παράλια.

Έως το τέλος του 19ου αιώνα επικράτησε στο νησί ο τύπος του διώροφου στενομέτωπου κτηρίου με τετράκλινη στέγη. Κύριο χαρακτηριστικό του τύπου αυτού είναι οι προεξοχές τμήματος του ορόφου που ονομάζονται «σαχνισίνια» ή «κρέμασες». Τα σαχνισίνια έχουν ξύλινο σκελετό και λεπτούς τοίχους από τσατμά ή μπαγδατί και υποστηρίζονται από ξύλινες ή σιδερένιες αντηρίδες. Είναι οι «ευγενέστεροι» χώροι της κατοικίας, δηλαδή οι χώροι υποδοχής και οι κρεβατοκάμαρες, και έχουν εσωτερική διακόσμηση ανάλογα με την οικονομική επιφάνεια του ιδιοκτήτη. Την ίδια περίοδο χτίστηκαν και τα μεγάλα αρχοντικά με γραμμικό χαγιάτι ή με κεντρικό ή σταυροειδές χαγιάτι. Η ανατολίτικη αρχιτεκτονική τους φανερώνει τη μεγαλύτερη επαφή του κατακτητή με τις ανώτερες τάξεις του νησιού, με μια παράλληλη επίδραση με δυτικά αρχιτεκτονικά ρεύματα κλασικισμού και μπαρόκ. Μια ιδιότυπη κατηγορία της λεσβιακής αρχιτεκτονικής είναι οι πύργοι, που τους συναντούμε σε αγροτικές περιοχές κοντά στην πόλη της Μυτιλήνης. Αποτελούσαν τη δεύτερη κατοικία εύπορων Τούρκων ή Ελλήνων και προέρχονταν από το γνωστό τύπο του μεσαιωνικού οχυρωματικού πύργου. Αναπτύσσονται καθ’ ύψος, σε τρεις περίπου ορόφους, με τετράγωνη κάτοψη, με τον τελευταίο όροφο να διαρθρώνεται ελεύθερα με τους χώρους εκτεινόμενους προς τα έξω με σαχνισίνια.

Οι μεταρρυθμίσεις που έδωσαν δικαιώματα γαιοκτησίας στους Έλληνες υπηκόους ευνόησαν τη δημιουργία μιας ισχυρής μεσαίας κοινωνικής τάξης, που στηριζόταν στην καλλιέργεια της γης, το εμπόριο και την οργάνωση της βιομηχανίας. Η βιομηχανική ανάπτυξη της Λέσβου, που αφορούσε κατά κύριο λόγο τον τομέα της επεξεργασίας του ελαιοκάρπου, επηρέασε σημαντικά τη φυσιογνωμία του δομημένου χώρου. Δημιουργήθηκε μεγάλο πλήθος αξιόλογων αρχιτεκτονικά βιομηχανικών κτηρίων και ενισχύθηκε ο αστικός χαρακτήρας των κατοικιών. Η ανάπτυξη του συνεταιρισμού εξασφάλισε στις τοπικές ελληνικές κοινωνίες τους πόρους για την ανέγερση σειράς κοινωφελών κτηρίων, σχολικών συγκροτημάτων και την κατασκευή εντυπωσιακού δικτύου λιθόστρωτων δρόμων στους οικισμούς, που διασώζεται μέχρι και σήμερα στο μεγαλύτερο μέρος του. Επιπλέον, μέσα από τις εμπορικές επαφές με την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, διαμορφώθηκε μια κοσμοπολίτικη νοοτροπία.

Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα δύο μεγάλοι σεισμοί αλλά και μια σειρά πυρκαγιών ήταν οι αιτίες για την ανανέωση του κτηριακού δυναμικού. Οι Λέσβιοι, επιθυμώντας να ξεχωρίσουν από οτιδήποτε ανατολίτικο, στράφηκαν σε μια «λόγια» αρχιτεκτονική, επηρεασμένη από δυτικά αρχιτεκτονικά ρεύματα. Οι νέες αστικές κατοικίες απέκτησαν συμμετρία στην εσωτερική και εξωτερική διάρθρωση. Το σαχνισίνι σταδιακά αντικαταστάθηκε από ανοιχτό εξώστη. Το ισόγειο υπερυψώθηκε για τη δημιουργία ημιυπόγειου και έτσι η όψη διαρθρώθηκε κατά την κλασική αντίληψη σε βάση, κορμό και στέψη. Ο βασικός αυτός κτηριακός τύπος με μικρές παραλλαγές κυριάρχησε στη Λέσβο. Μεγάλη ποικιλία συναντούμε στις μορφολογικές επιλογές των κατοικιών. Νεοκλασικά στοιχεία από τη Δύση αναμείχθηκαν με τον τολμηρό εκλεκτικισμό της Σμύρνης, φανερώνοντας μια κοινωνία που είναι ανοιχτή σε επιρροές, αλλά έχει παράλληλα τάσεις επίδειξης και προβολής. Μερικές φορές αρχιτέκτονες από τη Μικρά Ασία αναλάμβαναν το σχεδιασμό των κατοικιών, ενώ στη Μυτιλήνη χτίστηκαν μεγαλοαστικά οικοδομήματα που αποτελούν αυτούσια μεταφορά προτύπων από προαστιακές κατοικίες της Βιέννης, του Βερολίνου και του Παρισιού.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, η Λέσβος έχασε τη μικρασιατική της ενδοχώρα και η τοπική οικονομία δέχτηκε ισχυρό πλήγμα. Η πιεστική ανάγκη στέγασης μεγάλου αριθμού προσφύγων στις περιοχές που αρχικά έμενε τουρκικός πληθυσμός αλλοίωσε σημαντικά τη φυσιογνωμία της. Τα μεγάλα τουρκικά αρχοντικά γκρεμίστηκαν, οι τουρκικές κρήνες καταστράφηκαν. Μέχρι και σήμερα η οθωμανική πτυχή της λεσβιακής αρχιτεκτονικής που περιλαμβάνει τζαμιά, λουτρά, δημόσιες κρήνες μένει δυστυχώς ανενεργή και αναξιοποίητη. Η μεγάλη εσωτερική μετανάστευση και οι πολιτικές συνθήκες των μεταπολεμικών δεκαετιών κράτησαν τη Λέσβο σε μια οικοδομική στασιμότητα. Καθώς το νησί καθυστέρησε να αναπτυχθεί τουριστικά, η εικόνα αυτή διατηρήθηκε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η αρχιτεκτονική κληρονομιά της Λέσβου διατηρήθηκε έως και σήμερα σε υψηλά επίπεδα.

(Έφη Σαραντάκου)

5. Μουσεία

Η πολιτισμική κληρονομιά του νησιού διασφαλίζεται και εκπροσωπείται από τα εκθέματα που φιλοξενούνται στις μουσειακές συλλογές της Λέσβου, δημόσιας και ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

Σήμερα, πέντε συνολικά συλλογές σε όλο το νησί δίνουν το στίγμα του αρχαίου πολιτισμού στη Λέσβο. Στην πόλη της Μυτιλήνης λειτουργεί το Αρχαιολογικό Μουσείο, σε δύο κτήρια που περιλαμβάνουν ευρήματα από την Τελική Νεολιθική ως τους Ύστερους Ρωμαϊκούς χρόνους, διασαφηνίζοντας το ρόλο που διαδραμάτισε το νησί στον αρχαίο κόσμο. Τα εκθέματα στεγάζονται στο παλαιό κτήριο, πρώην ιδιοκτησίας Βουρνάζου, λαμπρό δείγμα των αρχοντικών του 19ου αιώνα με υποστατικό και μεγάλο αύλειο χώρο, και στο νέο κτήριο, του 1995. Η έκθεση συμπληρώνεται από εποπτικό υλικό, χάρτες, επεξηγηματικά κείμενα και προπλάσματα, ενώ η επίσκεψη των παιδιών μεταβάλλεται σε ευχαρίστηση με τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Στο φουαγέ του νέου κτηρίου συχνά οργανώνονται περιοδικές εκθέσεις ζωγραφικής ή φωτογραφίας Λέσβιων καλλιτεχνών, συνδέοντας τη νέα μουσειακή αρχιτεκτονική αντίληψη με την αρχαία ιστορία και προωθώντας το μουσειακό χώρο σε κέντρο πολιτισμού.

Μικρές συλλογές, στην Ερεσό και στη Νάπη, με ευρήματα από τις σωστικές ανασκαφές και λαογραφικό υλικό των αντίστοιχων περιοχών, συμπληρώνουν την εικόνα της αρχαίας και νεότερης κληρονομιάς.

Το πολιτισμικό απόθεμα των Βυζαντινών και Μεσοβυζαντινών χρόνων εκπροσωπείται από τα εκθέματα του Εκκλησιαστικού-Βυζαντινού Μουσείου της Μυτιλήνης, που στεγάζεται στο κτήριο των Φιλανθρωπικών καταστημάτων. Η έκθεση περιλαμβάνει εικόνες του 13ου-15ου αιώνα, ιερά σκεύη, άμφια, αντιμνήσια, αποτμήματα ξυλόγλυπτων τέμπλων άριστης ποιότητας, χειρόγραφα, ευαγγέλια και κειμήλια της εκκλησίας. Μεταξύ αυτών υπάρχει η εικόνα της Θεοτόκου, έργο του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου.

Στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης, στη Μυτιλήνη, φιλοξενούνται ορισμένα από τα έργα του Θεόφιλου, τοπικές ενδυμασίες, δείγματα πηλοπλαστικής, ξύλινα χρηστικά σκεύη, όπλα ιστορικής σπουδαιότητας, μεταξύ των οποίων και το ξίφος του Βενιαμίν του Λέσβιου. Η λαογραφική συλλογή στεγάζεται στο κτήριο του Παλαιού λιμεναρχείου της Μυτιλήνης.

Ενδιαφέρον έχουν οι συλλογές ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Στο «λεσβιακό σπίτι», που συγκροτήθηκε με την πρωτοβουλία της προέδρου του Συλλόγου Γυναικών Λέσβου, Μαρίκας Βλάχου-Μολίνου παρουσιάζεται το λεσβιακό νοικοκυριό του 1800-1900. Με την επιμέλεια του ίδιου Συλλόγου συγκροτήθηκε η έκθεση «λεσβιακής φορεσιάς και κεντήματος», σε κτήριο της οδού Κομνηνάκη. Η έκθεση περιλαμβάνει ενδύματα της Λέσβου του 19ουαιώνα, κεντήματα και προϊόντα της υφαντικής.

Στη Βαρειά ανεγέρθηκαν από το μεγάλο τεχνοκριτικό Στρατή Ελευθεριάδη-Τεριάντ το 1965 τα δύο σημαντικά Μουσεία Θεοφίλου και Τεριάντ. Ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος, εμπνευσμένος από την ιστορία και το μύθο, ζωγράφιζε με τεχνοτροπικό «πρωτογονισμό», αποδίδοντας τα πρόσωπα και τα δυσανάλογα σώματα με ζωηρά χρώματα από οργανικές ύλες.

Ο Τεριάντ έδωσε το όνομά του στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, που φιλοξενεί 29 σπάνια εικονογραφημένα βιβλία από τους μεγάλους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, Πικάσο, Ματίς, Μιρό, Λε Κορμπιζιέ, Σαγκάλ κλπ., με θέματα από τη Βίβλο και την ελληνική μυθολογία.

6. Λαϊκός πολιτισμός – Λαϊκή τέχνη

Η λαϊκή τέχνη εκπροσωπείται κατά μέγαλο μέρος από την αγγειοπλαστική. Η παράδοση της κεραμικής συνεχίζεται ως σήμερα. Χρησιμοποιούσαν τη «γραγούδα», για το μαγείρεμα των οσπρίων, και τα πήλινα «κουμάρια», με κάλυμμα ένα κλειστό κουκουνάρι, για να διατηρούν το νερό δροσερό. Φυτικά και σπανιότερα γραμμικά κοσμήματα, ενίοτε με ζωηρά χρώματα, υπάρχουν σε όλο το σώμα ή την κοιλιά των «κουμαριών», της «γραγούδας», της κανάτας, ή στο εσωτερικό των πιάτων. Τοπία του νησιού, θαλάσσιου ή δασώδους περιβάλλοντος, και ολόκληρες οικιστικές ενότητες εικονογραφούνται με εμπνευσμένους σχεδιασμούς και χρωματικούς συνδυασμούς.

Τα σημαντικότερα σύγχρονα εργαστήρια κεραμικής βρίσκονται στην Αγιάσο, στον Μανταμάδο, στο Ακρωτήρι και στον Άγιο Στέφανο. Η τέχνη της κεραμικής στην Αγιάσο αναπτύχθηκε, κυρίως, από τις πέντε γενιές των κεραμιστών Κουρτζήδων, στους οποίους προστέθηκαν το 1926 οι Μικρασιάτες Χατζηγιάννηδες. Ο Μανταμάδος εκπροσωπείται από την οικοτεχνία της οικογενείας Σταμάτη, στο Ακρωτήρι από την οικογένεια Αν. Αγά και στον Άγιο Στέφανο την τέχνη υπηρετεί η οικογένεια Κουβδή.

Η ξυλογλυπτική αναπτύχθηκε στη Λέσβο με την ίδια καλλιτεχνική έφεση και, στο πλαίσιο του εκκλησιαστικού εξοπλισμού, γνώρισε μεγάλη άνθηση στο νησί το 17ο αιώνα. Αρχικά σε πρόστυπο ανάγλυφο και με λιτό διακοσμητικό χαρακτήρα, διαμορφώνεται το λεγόμενο «στρωτό τέμπλο». Από το 18ο αιώνα, το ανάγλυφο μεταβάλλεται σε έκτυπο, σχεδόν ολόγλυφο, αποδίδοντας φυτικά διακοσμητικά θέματα ή θέματα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, διαμορφώνοντας το καλούμενο «κεντητό» ή «σκαλιστό στον αέρα». Ξυλόγλυπτο διάκοσμο έχουν επίσης οι δεσποτικοί θρόνοι, τα «παγκάρια», τα προσκυνητάρια και τα αρτοφόρια.

Η κοσμική ξυλογλυπτική αντιπροσωπεύεται από τις κασέλες, που χρησίμευαν για την αποθήκευση του οικιακού ρουχισμού και της ενδυμασίας. Γεωμετρικά και φυτικά επιπεδόγλυφα θέματα, συχνά συνδυασμένα με στοιχεία ζωγραφικής, διακοσμούν τις κασέλες, τα καθίσματα, ή τα μέτωπα των κρεβατιών, επισημαίνοντας την ποιότητα στην καθημερινή ζωή των αστών. Σήμερα, η παράδοση συνεχίζεται στα εργαστήρια της Αγιάσου και της Μυτιλήνης, χρησιμοποιώντας το ξύλο της ελιάς.

Από τα μέσα του 18ου αιώνα ως τις αρχές του 20ού η υφαντική τέχνη κάλυπτε όλες τις ανάγκες του οικιακού ρουχισμού και της διακόσμησης του σπιτιού. Χαρακτηριστικό των υφαντών είναι οι οριζόντιες και κάθετες γραμμές που ορίζουν το χώρο της διακόσμησης με γεωμετρικά ή φυτικά διακοσμητικά θέματα.

Η λεσβιακή φορεσιά είναι η αξιόπιστη ένδειξη της χρωματικής καλαισθησίας και ραπτικής επιδεξιότητας των Λεσβίων. Το υλικό ήταν πάντα ανάλογο με την εποχή. Τσόχα και μαλλί για το χειμώνα, μετάξι ή λινό για το καλοκαίρι. Την ανδρική ενδυμασία αποτελούσαν η βράκα, που ζωνόταν με το «ζουνάρι», το «γιλέκι» ή το μακρύ σακάκι, η «πατατούκα». Το απαραίτητο κάλυμμα της κεφαλής ήταν η «κατσούλα» ή το «φέσι». Οι προεστοί φορούσαν το «σαλβάρι». Το χειμώνα ήταν από σκουρόχρωμη τσόχα και το θέρος από λευκό λινομέταξο ύφασμα. Την ενδυμασία ολοκληρώνουν οι κάλτσες, γούνινες, μάλλινες ή λινές, και τα «σκαρπίνια», για την υπόδηση. Οι γυναίκες φορούσαν μακριά φαρδιά και πολύπτυχη φούστα, κάτω από την οποία το κεντημένο «μεσοφόρι». Το ανοιχτόχρωμο περικόρμιο καλυπτόταν από το καταστόλιστο «λιμπαντέ» ή το «καμιζόρι». Σε ορισμένες περιοχές του νησιού φορούσαν το «σαλβάρι» και το «ρουσικό», όπως ονομάστηκε το πουκάμισο από δαντέλα. Το κάλυμμα της κεφαλής ήταν το τσεμπέρι, το φέσι ή το χρυσοκέντητο «τεπέ» στρογγυλού σχήματος.

Η κυριότερη όμως έκφραση του λαϊκού πολιτισμού είναι η ζωγραφική. Στο εκκλησιαστικό πλαίσιο, η αγιογραφία ακολουθεί τα πρότυπα της βυζαντινής τεχνοτροπίας, ενώ παράλληλα δέχτηκε τις γόνιμες επιδράσεις της δυτικής και της νεορωσικής τέχνης, στοιχείο που καταδεικνύει τη διεθνή επικοινωνία του νησιού και την ικανότητα εκλεκτικιστικής αφομοίωσης. Ωστόσο, κύριος εκφραστής της λαϊκής ζωγραφικής ήταν ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, που αποτύπωσε στα έργα του με τα χρώματα την «αφελή» αντίληψη για τη λόγια εθνική παράδοση, αποδίδοντας τα πράγματα «όπως τα έβλεπε και όπως τα είχε ο νους του».

Ωστόσο, την περίοδο που ακολούθησε την καταστροφή του 1922 και όταν ο πόνος της Μικρασίας είχε «λουφάξει», όπως έγραψε ο λογοτέχνης Μ. Καμίτσος, η νήσος ανέδειξε αξιόλογους ζωγράφους, όπως τον Αντώνη Πρωτοπάτση, τον Ορέστη Κανέλλη, το Φοίβο Ανατολέα, το Στρατή Γαβαλά, το Μίλτη Παρασκευαΐδη και το Στρατή Αξιώτη, που στήριξαν την έμπνευσή τους στους ελαιώνες, στις γειτονιές των χωριών, στους δύο κόλπους της Καλλονής και της Γέρας, αλλά και στις τυραννισμένες μορφές των αγροτών.

Ο κρίκος όμως που θα συνδέσει τη λαϊκή τέχνη με την αγροτική κουλτούρα είναι η σάτιρα. Όργανο ο ιδιωματικός λόγος. Η αξιοποίηση του λεσβιακού γλωσσικού ιδιώματος στις κυριότερες παραλλαγές του, το Αγιασώτικο, το Πλωμαρίτικο και του Μανταμάδου, θα αποτελέσουν το ιδιαίτερο συστατικό για τη λεσβιακή σάτιρα. Διακωμωδείται και σαρκάζεται όχι μόνο η διάλεκτος της κάθε περιοχής, αλλά και η χρήση της από τα μέλη που συνθέτουν τη μικρή κοινότητα. Παρουσιάζεται δηλαδή επί τη ευκαιρία λαϊκών πανηγυριών η γλωσσική εκφορά του δημάρχου, του δασκάλου, της νοικοκυράς, της «ξιπασμένης» μεγαλοαστής, του αγρότη, τονίζοντας τη διαφορετικότητα και την κοινωνική ανισότητα. Η σάτιρα άνθησε κατά τη δημιουργική περίοδο μετά το 1922, και μέχρι σήμερα έχει την προτίμηση των φιλοτεχνικών θεατρικών ομίλων της νήσου.

(Άννα-Μαγδαληνή Αργύρη)

7. Το πανηγύρι του Ταύρου

Το πανηγύρι του Ταύρου είναι ένα από τα σημαντικότερα δρώμενα της παραδοσιακής ζωής στη Λέσβο. Γίνεται στην Αγία Παρασκευή προς τιμήν του Αγίου Χαραλάμπου και στον Μανταμάδο προς τιμήν του Ταξιάρχη. Το πανηγύρι διαρκεί τρεις μέρες και γιορτάζεται συνήθως το τελευταίο δεκαήμερο του Μαΐου, πριν από την ημέρα της Αναλήψεως (της Αγίας Παρασκευής) ή την Κυριακή των Μυροφόρων (του Ταξιάρχη). Το ενδιαφέρον με το συγκεκριμένο πανηγύρι, και αυτό που το διαφοροποιεί από τα περισσότερα από τα υπόλοιπα που πραγματοποιούνται στον ελλαδικό χώρο, είναι ότι περιλαμβάνει ακόμη την πρακτική της ζωοθυσίας, και συγκεκριμένα της τελετουργικής θυσίας ενός ταύρου.

Η πρακτική της τελετουργικής ζωοθυσίας απέβλεπε ήδη από την Αρχαιότητα στη διασφάλιση της θείας εύνοιας και προστασίας για το οίκημα, την κοινότητα ή τον άνθρωπο για χάρη του οποίου επιτελούνταν. Ήταν κοινή πίστη ότι η ψυχή του συγκεκριμένου ζώου έπαιρνε άλλη μορφή, «στοίχειωνε» και λειτουργούσε ως αποτρεπτικό του κακού για το υποκείμενο που επικαλέστηκε την προστασία του. Κατ’ αντιστοιχία με γενικότερες πρακτικές, στο πανηγύρι του Ταύρου οι θυσίες πραγματοποιούνται άλλοτε εκ μέρους της κοινότητας και άλλοτε εκ μέρους κάποιου ιδιώτη ή οικογένειας, και τότε αφορούν ζητήματα υγείας. Συνακόλουθα το θυσιαζόμενο ζώο προέρχεται είτε από την κοινότητα είτε από ιδιώτη ή μερικές φορές από την ίδια την εκκλησία – και στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για «βακουφικό» ζώο.

Ενδιαφέρον στις περιπτώσεις των ζωοθυσιών στα Χριστιανικά χρόνια παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο τις αποδέχτηκε τελικά η εκκλησία. Οι αρχικές αντιδράσεις της ήταν απορριπτικές, τελικά ωστόσο αναγκάστηκε να υποχωρήσει εξαιτίας της έντασης και της μακράς ως τότε επιβίωσης των συγκεκριμένων εθιμικών πρακτικών. Στα Νεότερα χρόνια η συνηθισμένη πρακτική είναι να μετέχει και ο ιερέας στις θυσίες τόσο στις κοινοτικές όσο και στις ιδιωτικές. Ευλογεί το ζώο, στολισμένο και στεφανωμένο μπροστά στην εικόνα του αγίου στον οποίο προσφέρεται, και σε μερικές περιπτώσεις το θυσιάζει ο ίδιος. Από το αίμα του ζώου οι παρευρισκόμενοι σχηματίζουν το σύμβολο του σταυρού στο μέτωπο το δικό τους και των παιδιών τους καθώς και στην είσοδο του σπιτιού τους.

Στην Αγία Παρασκευή και στον Μανταμάδο της Λέσβου η θυσία του ταύρου και η παρασκευή του «κισκέκ» (παραδοσιακού φαγητού από το κρέας του ταύρου, αλεσμένο σιτάρι, ρεβύθι και πολύ κύμινο που μαγειρεύεται σε μεγάλα καζάνια και μοιράζεται εξίσου σε όλους τους παρευρισκομένους) είναι το αποκορύφωμα του τετραήμερου πανηγυριού, που πλαισιώνεται όμως και από άλλες δραστηριότητες, θρησκευτικές και κοσμικές. Το μαζικό προσκύνημα του Αγίου Χαραλάμπου ή του Ταξιάρχη αντίστοιχα από προσκυνητές που έχουν έρθει από όλη την Ελλάδα συνοδεύεται από εκκλησιαστικές λειτουργίες, λιτανεία αλλά και διοργάνωση ιπποδρομιών. Λέγεται ότι το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής έχει τις ρίζες του στο 18ο αιώνα, όταν ο Άγιος Χαράλαμπος έσωσε ένα ζευγά από την Αγία Παρασκευή που είχε χάσει τον ταύρο του στην περιοχή του ξωκλησιού του Αγίου και κόντευε να πέσει στα χέρια λήσταρχου της περιοχής. Από τότε λέγεται ότι το σινάφι (οι ζευγάδες του χωριού) διοργανώνει κάθε χρόνο το πανηγύρι και τα έσοδά του διατίθενται στην κοινότητα. Τέλος, χαρακτηριστικό στοιχείο και των δύο πανηγυριών είναι τα στολισμένα άλογα, που έχουν αναδειχθεί σε κεντρικής σημασίας σύμβολο για την επιτέλεση των πανηγυριών.

(Αιμιλία Σαλβάνου)

8. Το απολιθωμένο δάσος

Το «απολιθωμένο δάσος» αποτελεί το στολίδι των γυμνών βουνών της δυτικής Λέσβου. Εκεί η φυσιογνωμία του τοπίου διαφοροποιείται και η πλούσια βλάστηση, που χαρακτηρίζει την υπόλοιπη νήσο, δίνει τη θέση της στην άγονη φύση, με τους έντονους γεωλογικούς σχηματισμούς, όπου ευδοκιμούν μόνο παραποτάμια και φρυγανικά οικοσυστήματα με κυρίαρχο είδος την αστοιβή και ορισμένες ομάδες ήρεμης βελανιδιάς. Ωστόσο, έκταση 150.000 στρεμμάτων με διάσπαρτους απολιθωμένους κορμούς, με το ριζικό τους σύστημα σε πλήρη ανάπτυξη, κλαδιά και φύλλα συνθέτουν ένα άρτιο απολιθωμένο οικοσύστημα, ένα μοναδικό μνημείο της φύσης.

Η εν λόγω τοποθεσία ανήκει στην αγροτική περιοχή που ορίζει το νοητό τρίγωνο με κορυφές την Άντισσα, το Σίγρι, την Ερεσό, ενώ σποραδικά απολιθωμένα δένδρα υπάρχουν και στην περιοχή του Γαβαθά, στα Χύδηρα, στον Μεσότοπο και πέρα από τον κόλπο της Καλλονής. Πυκνότητα δέντρων παρουσιάζουν επίσης το νησάκι του Σιγρίου, η κοιλάδα μεταξύ του βουνού Λεσβάς και θάλασσας, που ονομάζεται Χαμανδρούλα, καθώς και οι προσβάσεις του βουνού Σκούληκας, τα Λίμενα και η Σαρακίνα. Επίσης, πλησίον των ακτών, μέσα στη θάλασσα άφθονοι απολιθωμένοι κορμοί διευρύνουν το ενδιαφέρον των γεωλόγων και παλαιοντολόγων και στον ενάλιο κόσμο.

Η δασική βλάστηση αντιστοιχεί στις φάσεις της ηφαιστειακής ηρεμίας που επικρατούσε στην περιοχή, έως ότου, πριν από περίπου 20 εκατομμύρια χρόνια, η εκρηκτική και εκχυτική φάση του ηφαιστειακού παροξυσμού παρουσίασε έντονη δράση και επέφερε την απολίθωση. Η ηφαιστειακή λάβα, η στάχτη και παρόμοια πυροκλαστικά υλικά παρασύρθηκαν από τις έντονες βροχοπτώσεις, που αποτέλεσαν μεταηφαιστειακή ενέργεια και δημιούργησαν μεγάλη λασπορροή ηφαιστειακών υλικών. Η ταχύτατη κίνηση των λασπορροών κάλυψε το πλούσιο και πυκνό τότε δάσος της δυτικής Λέσβου, απομονώνοντας από τις περιβαλλοντικές συνθήκες τους κορμούς, τα φύλλα, τους καρπούς και σε συνδυασμό με την υδροθερμική φάση, επέτρεψε την απολίθωση κάτω από ιδανικές συνθήκες. Αντικαταστάθηκαν τα μόρια της οργανικής φυτικής ουσίας από ανόργανο διοξείδιο του πυριτίου που περιείχαν τα υδροθερμικά ρευστά. Ευτύχημα αποτελεί το γεγονός ότι αυτή η διαδικασία της απολίθωσης επέτρεψε την άρτια διατήρηση των μορφολογικών γνωρισμάτων όλου του απολιθωμένου οικοσυστήματος, όπως την εσωτερική δομή του ξύλου, το φυτικό ιστό και τους ετήσιους δακτύλιους των κορμών.

Τα απολιθωμένα δένδρα προκαλούν το ενδιαφέρον των μελετητών και των επισκεπτών με τη χρωματική τους εντύπωση. Ακόμη και σε ένα κομμάτι μιας τετραγωνικής παλάμης διακρίνονται οι αμέτρητες αποχρώσεις του μελανού, του κιτρινωπού, του μπλε, του καφέ, του ερυθρού, και η φυσική τους ανάμειξη, εικονογραφώντας τη χρωματική σύνθεση του μνημείου. Ο οπάλιος, που είναι το άμορφο διοξείδιο του πυριτίου, κυριαρχεί στους κορμούς, καθώς επίσης και άλλες παραλλαγές ημιπολύτιμων λίθων, όπως του αχάτη, του όνυχος, ή του ίασπη, ως αποτέλεσμα της πυριτικής απολίθωσης. Εντυπωσιακή επίσης είναι και η υφή των απολιθωμάτων, αφού είναι χαρακτηριστική η στιλπνότητά τους, που αντανακλά στον ήλιο. Αυτή η υαλώδης λάμψη του απολιθώματος οφείλεται επίσης στο καθαρό διοξείδιο του πυριτίου που διαπότισε τους φυτικούς ιστούς.

Από την καλή διατήρηση των μορφολογικών στοιχείων του απολιθωμένου πια δάσους μπορούμε να εξαγάγουμε πολύτιμα συμπεράσματα για το είδος της βλάστησης, την ποιότητα του κλίματος και τη γεωλογική ιστορία της δυτικής Λέσβου κατά την περίοδο εκείνη του μακρινού παρελθόντος. Κατόπιν συστηματικής μελέτης του μνημείου, προσδιορίστηκε το είδος και το γένος της απολιθωμένης χλωρίδας.

Η δασική βλάστηση αντιπροσωπεύεται από κωνοφόρα δένδρα, όπως είναι είδη πεύκου, κυπαρισσιού, πρωτοπευκίδες, (προγονική μορφή πεύκου, που ευδοκίμησε για πρώτη φορά στη Λέσβο) και ταξοδοΐδες. Οι ταξοδοΐδες, όπως σημειώνουν οι μελετητές, «ήταν γιγαντιαία δένδρα και αποτελούν προγονικές μορφές του σύγχρονου είδους σεκόια η αειθαλής» και προσθέτουν: «το είδος αυτό είναι ο μεγαλύτερος φυτικός οργανισμός, που έχει εμφανιστεί στη Γη και φύεται στις δυτικές ακτές των Ηνωμένων Πολιτειών». Η σεκόια ευδοκίμησε στην Ευρώπη κατά την Τριτογενή γεωλογική διάπλαση και στη συνέχεια εξαφανίστηκε. Σήμερα το είδος αυτό, γνωστό ως redwood, διατηρείται στην Καλιφόρνια, στην Αριζόνα και την Ουτάχ των Ηνωμένων Πολιτειών, με ύψος που φτάνει και τα 100 μ. και έχει περιφέρεια 13 μ., αλλά είναι αδύνατη η αναπαραγωγή του. Επίσης, εντοπίστηκαν είδη φοίνικα, αλλά ανακαλύφθηκαν και αντιπρόσωποι δάφνης, πλατάνου, δρυός, οξιάς και λεύκης.

Από τα είδη αυτά των φυτικών οργανισμών που συνθέτουν το βοτανικό καθορισμό του δάσους, συμπεραίνουμε, κατά μεγάλη προσέγγιση, τις κλιματολογικές συνθήκες της ανάπτυξής του. Το κλίμα ήταν υποτροπικό και παρουσίαζε απότομη μεταβολή σε ηπειρωτικό θερμό, προσομοιάζοντας με αυτό της Νοτιοανατολικής Ασίας και της Νοτιοδυτικής Αμερικής. Ωστόσο, η επιστήμη επιχειρώντας να ερμηνεύσει τον τροπικό χαρακτήρα του κλίματος στη Λέσβο δεν αποκλείει τη μετατόπιση του άξονα της Γης, και με το ίδιο επιχείρημα ερμηνεύει και τα κοιτάσματα λιγνίτη στην Ανταρκτική και τα φυτά της εύκρατης ζώνης, που ανακαλύφθηκαν κάτω από τους πάγους της Γροιλανδίας.

Σε ό,τι αφορά το θέμα της ηλικίας των δέντρων ενδεικτικοί είναι οι συχνά ευδιάκριτοι αυξητικοί δακτύλιοι, που μαρτυρούν την ηλικία των δέντρων προτού τελεστεί η απολίθωση. Ωστόσο, ο καθορισμός της ηλικίας των απολιθωμάτων είναι δυνατός από τα ίχνη του ισότοπου άνθρακα (C14), που περιέχει το απολίθωμα.

Η πολιτεία εκτιμώντας σωστά τη γεωλογική, περιβαλλοντολογική και ιστορική σημασία του απολιθωμένου δάσους το έτος 1985 το κήρυξε Διατηρητέο Μνημείο της Φύσης (Π.Δ 443/85) και τα τμήματά του περιοχές απολύτου προστασίας. Ακολούθως, την ίδια χρονιά άρχισε η ανάδειξη του μνημείου υπό την αιγίδα της Διεύθυνσης Δασών Λέσβου και με τη συγχρηματοδότηση του Υπουργείου Γεωργίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αναδείχθηκε σε «πάρκο απολιθωμένου δάσους» η έκταση 286 στρεμμάτων στη θέση «Μπαλή Αλώνια», γνωστή και ως «Κύρια Απολιθωμένη». Ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να περιηγηθεί στο απολιθωμένο δάσος από τις προβλεπόμενες διαδρομές επισκεπτών, καθώς και με τη βοήθεια εποπτικού υλικού και την απαιτούμενη σήμανση.

Στο γραφικό οικισμό του Σιγρίου, ιδρύθηκε το 1994 το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου, πλούσιο σε εκθέματα υπό την εποπτεία του Υπουργείου Πολιτισμού όπου διασφαλίζεται η μοναδικότητα του μνημείου.

Πλησίον του Μουσείου, σε έκταση 30 στρεμμάτων, βρίσκεται το Γεωπάρκο του Απολιθωμένου δάσους Σιγρίου. Εκεί παρουσιάζεται το ριζικό σύστημα πολλών απολιθωμένων δένδρων, καθώς και όρθιοι απολιθωμένοι κορμοί.

Συνεπώς, ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να παρατηρήσει, να μελετήσει και να απολαύσει τη φυσική ομορφιά ενός μοναδικού μνημείου, φημισμένου σε παγκόσμια κλίμακα, με το οποίο η φύση προίκισε το δυτικό άκρο της νήσου Λέσβου.

(Άννα-Μαγδαληνή Αργύρη)