Κέα

1. Ανθρωπογεωγραφία

Η Κέα (ή Κέος), κοινώς Τζια, είναι το βορειότερο νησί του συμπλέγματος των Δυτικών Κυκλάδων και το εγγύτερο στις ακτές της Αττικής (15 ναυτικά μίλια από το Λαύριο και 40 από τον Πειραιά). Το έδαφός της αποτελείται από πρασινωπό σχιστόλιθο και ελάχιστο μάρμαρο, είναι ημιορεινό και έχει ψηλότερη κορυφή τον Προφήτη Ηλία (568 μ.). Οι ακτές της είναι αρκετά διαμελισμένες με πολλούς μικρούς, διαδοχικούς, στενούς ορμίσκους και επιμήκη ακρωτήρια. Εξαίρεση αποτελεί ο κόλπος του Αγίου Νικολάου, στη βορειοδυτική ακτή, που είναι αρκετά βαθύς και φυσικά προστατευόμενος από θαλάσσια ρεύματα και ανέμους, και κατά συνέπεια το πλέον κατάλληλο σημείο ελλιμενισμού του νησιού από τα Προϊστορικά χρόνια μέχρι σήμερα.

Διαθέτει μερικές εύφορες κοιλάδες και οροπέδια, όπου ασκείται η γεωργία και η κτηνοτροφία, ενώ η εκμετάλλευση των πανάρχαιων αυτοφυών δασών βελανιδιάς αποτέλεσε στήριγμα της αγροτικής οικονομίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Κέα διατηρούνται ακόμη δάση της αιγαιακής δρυός, που αποτελούν από τα ελάχιστα που σώζονται στο Αιγαίο. Επίσης, το υπέδαφος διαθέτει κοιτάσματα σιδήρου, μολύβδου αλλά και μίλτου, υλικού γνωστού από τα αρχαία χρόνια, που προορίζεται για τη ναυπηγική και τη φαρμακευτική.

2. Ιστορία

Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι Νύμφες ήταν οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού και ζούσαν κοντά στις πηγές, εξαιτίας των οποίων η Κέα τότε ονομαζόταν Υδρούσσα. Μετά την εκδίωξή τους από ένα λιοντάρι, ανομβρία έπληξε το νησί μέχρι την έλευση του γιου του Απόλλωνα Αρισταίου, ύστερα από παράκληση των κατοίκων. Ο Απόλλωνας ήρθε από τη Θεσσαλία και θυσίασε στο Δία Ικμαίο, θεό της βροχής, και στο Σείριο, με αποτέλεσμα την επαναφορά του κατάλληλου κλίματος στο νησί.

Το όνομα Κέος προέρχεται από τον πρώτο επώνυμο οικιστή του νησιού, τον Κέω, αρχηγό των Λοκρών, από τη Ναύπακτο. Ο όρμος του Αγίου Νικολάου αποτελεί το επίκεντρο της πρώιμης κατοίκησης του νησιού. Κατά τη Νεολιθική περίοδο, το ακρωτήριο Κεφάλα φιλοξενούσε μία από τις πιο πρώιμες θέσεις των Κυκλάδων, ενώ κατά την εποχή του Χαλκού ο οργανωμένος και οχυρωμένος οικισμός της Αγίας Ειρήνης αποτελούσε ναυτικό και πολιτιστικό σταθμό ανάμεσα στην Ηπειρωτική Ελλάδα και το Αιγαίο, δεχόμενος επιρροές από τον Κυκλαδικό πολιτισμό (3η χιλιετία π.Χ.) και τον κρητομυκηναϊκό κόσμο (2η χιλιετία π.Χ.).

Στους ιστορικούς χρόνους το νησί κατοικήθηκε από τους Ίωνες. Κατά τα Αρχαϊκά χρόνια (7ος-6ος αι. π.Χ.) ιδρύεται η Τετράπολις της Κέως, που αποτελείται από την Ιουλίδα, την Κορησσία, την Ποιήεσσα και την Καρθαία, τα όρια των οποίων καθορίζονται από τη γεωμορφολογία και από επιγραφικές μαρτυρίες. Οι πόλεις-κράτη της Κέας την αναδεικνύουν πολιτιστικά και οικονομικά, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσονται και τα αρχαϊκά ιερά της Κορησσίας και της Αγίας Ειρήνης. Οι λυρικοί ποιητές Σιμωνίδης ο Κείος (βλ. παράθεμα) και Βακχυλίδης, ο σοφιστής Πρόδικος, ο ιατρός Ερασίστρατος και ο φιλόσοφος Αρίστων είναι μερικές από τις σημαίνουσες μορφές της Αρχαιότητας που γεννήθηκαν και έδρασαν στην Κέα, καθώς και σε άλλα κέντρα του Αιγαίου.

Στους Περσικούς πολέμους συμμετείχε με δικά της πλοία στη ναυμαχία του Αρτεμισίου και της Σαλαμίνας, ενώ η γειτνίασή της με την Αθήνα τη μετέτρεψε σε κέντρο εμπορίου και συνέβαλε στην οικονομική άνθησή της με την εκμετάλλευση των μεταλλείων σιδήρου και μίλτου και την ένταξή της στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο οι Κείοι πολέμησαν στο πλευρό των Αθηναίων, ενώ έλαβαν μέρος και στη Σικελική εκστρατεία. Το 377/376 π.Χ. οι πόλεις της Κέας προσχώρησαν στη Β΄ Αθηναϊκή Συμμαχία και το 338 π.Χ. πολέμησαν εναντίον των Μακεδόνων, στη μάχη της Χαιρώνειας. Στους Ελληνιστικούς χρόνους το νησί αποτελεί τμήμα του Κοινού των Νησιωτών και αντικείμενο έριδας των Διαδόχων, που οδηγεί στο τέλος της αυτονομίας των τεσσάρων πόλεων. Τη Ρωμαϊκή περίοδο ο Αντώνιος παραχωρεί την Κέα στην Αθήνα μέχρι το 212 μ.Χ., οπότε με το διάταγμα του Καρακάλλα υπάγεται στη ρωμαϊκή κυριαρχία.

Για τα Βυζαντινά Χρόνια γνωρίζουμε ότι από τον 9ο αι. π.Χ. η Κέα ανήκε στο Θέμα του Αιγαίου, ενώ οι πειρατικές επιδρομές ανάγκασαν τους κατοίκους να οχυρωθούν στο εσωτερικό του νησιού. Το 1207 υποκύπτει στους Φράγκους και εντάσσεται στο Δουκάτο του Αιγαίου υπό το Μάρκο Σανούδο μέχρι το 1537, οπότε πέφτει στα χέρια των Οθωμανών και αποικίζεται από πληθυσμούς Αρβανιτών. Ενδεχομένως τότε επικρατεί και η ονομασία Τζια. Το επίσημο οθωμανικό της όνομα πάντως ήταν Murtat.

Η Κέα υφίσταται μεγάλες καταστροφές το 1668 στο πλαίσιο του Βενετο-οθωμανικού πολέμου, λόγω της υποστήριξής της στους Βενετούς. Από την ίδια εποχή έχουμε ειδήσεις για την ύπαρξη κοινοτικού μηχανισμού στο νησί, που έφερε τον επίσημο τίτλο «Κοινότης της Νήσου Ζίας».

Η Κέα ακμάζει το 18ο αιώνα. Είναι η εποχή που αναπτύσσεται σε εμπορικό και διαμετακομιστικό κέντρο της περιοχής και διατηρεί εμπορικές σχέσεις με προξενεία όλων των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο πληθυσμός της φτάνει γύρω στους 3.000-5.000 κατοίκους και ταυτόχρονα απολαμβάνει μια σχετική διοικητική αυτονομία. Κατά το Ρωσο-οθωμανικό πόλεμο (1787-1792) ο απεσταλμένος αξιωματικός της τσαρικής Ρωσίας Λάμπρος Κατσώνης χρησιμοποίησε το λιμάνι της Τζιας ως ορμητήριο των δραστηριοτήτων, ενώ το 1789 πολιορκήθηκε εκεί από τους Οθωμανούς και διέφυγε μέσω μιας στενής λωρίδας γης (το Στενό του Κατσώνη). Κατά το 19ο αιώνα η Κέα συμμετείχε σε πολλές μάχες της Επανάστασης του 1821 (Ακρόπολη, Τρίπολη, Πέτα).

Μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους το νησί ανέπτυξε ισχυρούς φορείς αυτοδιοίκησης και μετατράπηκε σε μια ακμάζουσα αγροτική, κτηνοτροφική και εμπορική κοινότητα. Η εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση του 20ού αιώνα και η αστική ανάπτυξη της Αθήνας μείωσαν δραματικά τον πληθυσμό στο νησί, που άρχισε σταδιακά να παρακμάζει. Από το 1941 γνώρισε την κατοχή των δυνάμεων του Άξονα. Απελευθερώθηκε το 1944, μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων. Σήμερα αποτελεί ιδανικό προορισμό διακοπών, πολύ κοντά στην Αθήνα, με πλούσια πολιτιστική δραστηριότητα.

3. Αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία

Οι σημαντικότεροι αρχαιολογικοί χώροι του νησιού είναι οι προϊστορικοί οικισμοί της Αγίας Ειρήνης και της Κεφάλας, που σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση και δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της σημασίας του νησιού κατά την Προϊστορική εποχή. Από την Τετράπολη της Κέας μόνο η Καρθαία στη νοτιοανατολική πλευρά του νησιού είναι οργανωμένος χώρος με κατάλοιπα της κοινωνικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής ζωής των κατοίκων. Η πρόσβαση είναι εφικτή από το κεντρικό οδικό δίκτυο μέσω παράκαμψης βατού χωματόδρομου και μονοπατιού από το χωριό Σταυρουδάκι. Οι τρεις άλλες αρχαϊκές πόλεις βρίσκονται κάτω από τους σύγχρονους οικισμούς της σημερινής Κέας ή Χώρας (Ιουλίδα), του Λιβαδιού (Κορησσία) και των Ποισσών.

Στη Χώρα σώζεται η οχυρωμένη ακρόπολη της αρχαίας πόλης Ιουλίδας και τμήμα του τείχους της, καθώς και μέρος του βενετσιάνικου κάστρου του 13ου αιώνα. Ο λαξευμένος σε σχιστόλιθο αρχαϊκός κολοσσικός λέοντας, γνωστός ως ο Λέων της Κέας ή της Ιουλίδας, αποτελεί αντιπροσωπευτικό έργο της πλαστικής της Κέας και θεωρείται το σύμβολο του νησιού. Από την Κορησσία σώζονται τμήματα του τείχους, της ακρόπολης και ενός ναού, ίσως του Σμινθίου Απόλλωνα. Κάτω από το λόφο της πόλης βρέθηκε ο μαρμάρινος αρχαϊκός Κούρος της Κέας, θαυμάσιο δείγμα ντόπιου εργαστηρίου (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο). Στις Ποίσσες διακρίνονται τμήματα του τείχους της αρχαίας πόλης, ενώ στη νότια ακτή βρέθηκαν λιμενικές εγκαταστάσεις.

Επίσης, σε πολλά σημεία του νησιού διατηρούνται κατάλοιπα πύργων, σημαντικότερος μάλιστα είναι ο πύργος στην Αγία Μαρίνα, που αποτελεί από τα ψηλότερα σωζόμενα μνημεία της Μεσογείου, καθώς και μικρών αγροτικών εγκαταστάσεων της Ύστερης Κλασικής και της Ελληνιστικής εποχής στις θέσεις Πηγαδάκι, Χούχλι και Λουτριανή. Διατηρείται επίσης το αρχαίο μονοπάτι Καρθαίας-Ποιήεσσας, καθώς και ίχνη παλαιοχριστιανικών βασιλικών (στην Καρθαία, την Ιουλίδα και τις Καρυές). Σημαντικά μνημεία των Μεσοβυζαντινών χρόνων αποτελούν το καθολικό του μοναστηριού της Αγίας Άννας, που βρίσκεται στα ανατολικά της Χώρας, ο ναός των Αγίων Απόστολων στις Ελιές Κατωμεριάς και ο ναός του Αγίου Παντελεήμονα στο Νερό των Ελληνικών. Πολλά ευρήματα από τις ανασκαφές και τους αρχαιολογικούς χώρους της Κέας εκτίθενται στη σύγχρονη επανέκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου της Ιουλίδας.

Το Δημαρχείο της Χώρας, ένα εντυπωσιακό νεοκλασικό οικοδόμημα με πρωτότυπη διακόσμηση, αποτελεί έργο του αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλερ, όπως επίσης και το νεοκλασικό κτήριο που στέγαζε το δημοτικό σχολείο. Τέλος, χαρακτηριστικό δείγμα της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου αποτελεί το εγκαταλελειμμένο σήμερα εργοστάσιο εσμαλτωμένων σκευών Εμαγιέ, που λειτούργησε το διάστημα 1927-1957 στην περιοχή της Κορησσίας.

Στα νερά της Κέας υπάρχει ένα από τα μεγαλύτερα ναυάγια του κόσμου, ο «Βρετανικός». Το πλοίο, ένα από τα μεγαλύτερα υπερωκεάνια, μετατράπηκε σε νοσοκομειακό πλοίο για τις ανάγκες του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου. Το 1916 χτυπήθηκε πιθανότατα από νάρκη και βυθίστηκε έξω από το λιμάνι της Τζιας.

4. Νεολιθικός οικισμός Κεφάλας

Στο ακρωτήριο Κεφάλα, στη βορειοδυτική ακτή της Κέας, έχει εντοπιστεί υπαίθριος οικισμός της Τελικής Νεολιθικής ή Χαλκολιθικής περιόδου (τέλη 4ης χιλιετίας, γύρω στο 3300 π.Χ.). Η μικρή κοινότητα (45-80 άτομα) ζούσε σε ορθογώνιες, λιθόκτιστες οικίες και ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την καλαθοπλεκτική, την αλιεία και το θαλάσσιο εμπόριο (μηλιακός οψιανός), καθώς και τη μεταλλοτεχνία, όπως φαίνεται από τα ίχνη χυτηρίων χαλκού. Το νεκροταφείο του οικισμού αποτελείται από κτιστούς, ορθογώνιους ή κυκλικούς, ατομικούς ή ομαδικούς τάφους και θεωρείται το πρώτο οργανωμένο εκτός οικισμού νεκροταφείο του αιγαιακού χώρου. Τα ευρήματα και τα κτερίσματα της Κεφάλας την εντάσσουν στην πολιτιστική φάση Αττικής-Αίγινας της Τελικής Νεολιθικής, η οποία στο χώρο των Κυκλάδων δεν έχει εντοπιστεί σε άλλη θέση. Το στοιχείο αυτό καθιστά κομβική τη θέση της Κέας στο προϊστορικό Αιγαίο, αφού μαζί με το Σπήλαιο του Ζα στη Νάξο (Νεότερη και Τελική Νεολιθική) και τη φάση της Νεότερης Νεολιθικής από το Σάλιαγκο της Αντιπάρου παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες για την εμφάνιση και εξέλιξη στο Αιγαίο της μεταβατικής περιόδου μεταξύ της εποχής του Λίθου και της εποχής του Χαλκού.

(Κωνσταντίνος Τσώνος)

5. Οικισμός Αγίας Ειρήνης

Η χερσόνησος της Αγίας Ειρήνης πήρε το όνομά της από το ομώνυμο εκκλησάκι που βρίσκεται στο κέντρο της. Γεωγραφικά τοποθετείται στο εσωτερικό του φυσικού κόλπου του Αγίου Νικολάου, στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, καλά προστατευμένη από τους βοριάδες του Αιγαίου. Στη χερσόνησο αυτή ήρθε στο φως ένας από τους σημαντικότερους αιγαιακούς οικισμούς, που ιδρύθηκε κατά την Τελική Νεολιθική περίοδο (3300/3200 π.Χ.) και κατοικούνταν έως το τέλος της Ύστερης εποχής του Χαλκού (1200/1100 π.Χ.). Σε ορισμένα τμήματα του οικισμού διαπιστώνεται κατοίκηση έως και στους Ελληνιστικούς χρόνους (3ος-2ος αι. π.Χ.). Η συστηματική ανασκαφή του χώρου πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Cincinnati και τον καθηγητή J.L. Caskey στο διάστημα 1960-1981.

Στα σπίτια του οικισμού διαπιστώθηκαν συνεχείς ανακατασκευές και επεμβάσεις, οι οποίες σε μεγάλο ποσοστό έγιναν έπειτα από καταστροφές που οφείλονταν σε φυσικά φαινόμενα. Τα αρχιτεκτονικά λείψανα των παλιότερων περιόδων χρησιμοποιούνταν από τους επόμενους κατοίκους δημιουργώντας ένα σφικτό πολεοδομικό ιστό, στον οποίο δύσκολα ανιχνεύεται η χρονολογική συνάφεια.

Τα αρχιτεκτονικά λείψανα της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (3200/3000-2000 π.Χ.) είναι λιγοστά. Από την περίοδο όμως αυτή προέρχεται σημαντικός αριθμός πήλινων και λίθινων αγγείων, καθώς και κυκλαδικών μαρμάρινων ειδωλίων.

Κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού (2000/1900-1600 π.Χ.) ο οικισμός επεκτείνεται και κατασκευάζεται η μεγάλη οχύρωση της χερσονήσου με ορθογώνιους πύργους και κεντρική πύλη. Τώρα χρονολογείται και η πρώτη κατασκευαστική φάση του ναού, ενός οικοδομήματος με ιερό χαρακτήρα, μοναδικού στις Κυκλάδες την περίοδο αυτή, ενώ διαμορφώνεται το δίκτυο των επαφών και των ανταλλαγών ανάμεσα στις Κυκλάδες και στην Κρήτη με την ενίσχυση του εμπορίου.

Στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1600-1200/1100 π.Χ.) ο οικισμός αποκτά εξελιγμένη ρυμοτομία με πλακόστρωτους δρόμους, υδρευτικό και αποχετευτικό σύστημα. Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία, το κυνήγι, την αγγειοπλαστική, την υφαντουργία, τη μεταλλοτεχνία, τη μεταλλουργία και τη λιθοτεχνία. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στο μοναδικό, έως σήμερα, σύνολο πενήντα πήλινων γυναικείων ειδωλίων, το οποίο ήρθε στο φως στην περιοχή του ναού. Τα ειδώλια, που ερμηνεύονται ως θεότητες, ιέρειες ή λατρεύτριες, εκτίθενται σε περίοπτη θέση στο μουσείο της Χώρας του νησιού, της Ιουλίδας.

(Φραγκούλα Γεώρμα)

6. Η πόλη της Καρθαίας

Η Καρθαία, στην ανατολική ακτή της Κέας, υπήρξε η πιο γνωστή από τις τέσσερις αυτόνομες αρχαίες πόλεις του νησιού, καθώς εδώ τελούνταν οι εορτές του Πυθίου Απόλλωνα. Η πόλη έφτασε στη μέγιστη ακμή κατά την ύστερη αρχαϊκή και την κλασική εποχή. Ευρήματα της Μυκηναϊκής εποχής μαρτυρούν την κατοίκηση του οικισμού από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού.

Η Καρθαία παρέχει τα περισσότερα αρχαιολογικά τεκμήρια, λόγω των εκτεταμένων ανασκαφικών δραστηριοτήτων που έλαβαν χώρα ήδη από τον 19ο αι. Την περίοδο 1810-1813 ο Δανός αρχαιολόγος P. O. Bröndsted μετέφερε σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες πολλά από τα ευρήματα των ερευνών του στην Καρθαία, ενώ τα αποτελέσματα τους τα δημοσιεύει το 1826 σε ένα χρονικό των περιηγήσεών του. Ανάλογη συμπεριφορά επιδεικνύουν νωρίτερα και Ρώσοι αξιωματικοί του ναυτικού, φυγαδεύοντας στην πατρίδα τους αγάλματα και αρχιτεκτονικά μέλη. Εξέχουσα μορφή της αρχαιολογίας της Κέας αναδεικνύεται τον19ο αιώνα ο Κωνσταντίνος Μάνθος, ο οποίος περιηγήθηκε όλες τις αρχαιότητες της Κέας και κατέγραψε με επιστημονική ακρίβεια πολύτιμα ευρήματα και επιγραφές, συγκροτώντας ιδιωτική συλλογή στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Τον 20ο αι., ο Γάλλος P. Graindor ανασκάπτει το Ναό της Αθηνάς (1920-21), ενώ ο Ν. Ζαφειρόπουλος, το 1965 φέρνει στην επιφάνεια το αρχαίο θέατρο. Από το 1987 η Καρθαία αποτελεί το επίκεντρο οργανωμένων ανασκαφικών ερευνών και μελετών συντήρησης και ανάδειξης του χώρου υπό την αρχαιολόγο Λίνα Μενδώνη με στόχο την καλύτερη δυνατή προβολή της συμβολής της Καρθαίας στον πολιτισμό των Κυκλάδων.

Ο αρχαιολογικός χώρος της Καρθαίας, απομονωμένος σε ένα ειδυλλιακό κυκλαδίτικο τοπίο, καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της λοφοσειράς Άσπρη Βίγλα. Δύο μικροί χείμαρροι δημιουργούσαν φυσικά όρια για τον υπερυψωμένο χώρο όπου χτίστηκε η πόλη, η οποία προστατευόταν και από τα επιβλητικά τείχη. Οι κοντινοί όρμοι στην παραλία λειτουργούσαν ως απάνεμα λιμάνια, ενώ ίχνη λιμενικών εγκαταστάσεων έχουν εντοπιστεί μέσα στη θάλασσα.

Η ακρόπολη περιβάλλεται από ένα πολυγωνικό τείχος πλάτους 1,20-1,50 μ. και σωζόμενου ύψους 12 μ.. Είναι χτισμένο από ογκόλιθους σχιστόλιθου και τοπικής μαρμαρόπετρας, τα ενδιάμεσα κενά των οποίων γεμίζονταν με μικρότερους λίθους. Το τείχος ακολουθεί τη φυσική διαμόρφωση του βράχου, σχηματίζοντας οδοντώσεις και προμαχώνες ενώ διαθέτει έξι τουλάχιστον εισόδους. Ταυτόχρονα, ένα οργανωμένο σύστημα από κυκλικούς πύργους συμπλήρωνε την αμυντική προστασία του χώρου. Η οχύρωση χρονολογείται στο β΄ μισό του 5ου π.Χ. αιώνα και είναι ορατή σε όλο το μήκος της.

Στο νότιο τμήμα της ακρόπολης έχουν εντοπιστεί τα σημαντικότερα μνημεία, όπως τα θεμέλια των προπυλαίων, ο ναός της Αθηνάς, ο ναός του Πυθίου Απόλλωνα και το βραχώδες έξαρμα του Χορηγείου, που διαχωρίζει τα δύο άνδηρα των ναών. Ο δωρικός ναός, που πιθανότατα αποδίδεται στην Αθηνά, χρονολογείται περίπου στο 500 π.Χ. Πρόκειται για περίπτερο ναό με έξι κίονες στις στενές πλευρές του και δώδεκα στις μακριές, συνολικών διαστάσεων 23,20 Χ 11,98 μ. Η τρίβαθμη κρηπίδα είναι από κυανό σιπολίνη, ενώ η ανωδομή από λευκό μάρμαρο. Από τα αετώματα και από τα κεντρικά ακρωτήρια προέρχονται τα περισσότερα θραύσματα του γλυπτού διακόσμου. Με βάση τα τμήματα των γλυπτών, που απεικονίζουν κυρίως γυναικείες μορφές, καθώς και τις επιγραφές ΘΗΣΕΥΣ και ΑΝΤΙΟΠΗ που σώζονται στα γωνιαία ακρωτήρια, συμπεραίνεται πως το κεντρικό θέμα του νότιου ακρωτηρίου πιθανότατα να ήταν η Αμαζονομαχία ή κάποιο επεισόδιο της.

Ο ναός του Απόλλωνα, στο ανατολικότερο σημείο της πόλης, υψωνόταν πάνω από τη θάλασσα. Ενεπίγραφες στήλες με ψηφίσματα των Καρθαίων ανατεθειμένες στο ναό του Πυθίου Απόλλωνα, κάνουν ασφαλή την ταύτιση του ναού. Άρχισε να οικοδομείται το 530 π.Χ., είναι δηλαδή σχεδόν σύγχρονος με το ναό της Αθηνάς, ακολουθεί δε τον ίδιο αρχιτεκτονικό ρυθμό. Είναι δωρικός εν παραστάσι, διαστάσεων 31,15 μ. Χ 16,05 μ, με μαρμάρινη ανωδομή. Γραπτές πηγές αναφέρουν ότι ο ναός ήταν διακοσμημένος με θέματα από τον Τρωικό πόλεμο. Μια κόγχη είχε λαξευτεί στο βράχο στη δυτική πλευρά για το λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνα. Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ιουλίδας φιλοξενεί πολλά από τα γλυπτά της Καρθαίας, τα οποία θυμίζουν την σύγχρονη τεχνοτροπία της αρχαίας Αθήνας και ταυτόχρονα αναδεικνύουν και τα τοπικά καλλιτεχνικά εργαστήρια της αρχαϊκής περιόδου.

Στην Καρθαία μαρτυρείται η ύπαρξη και άλλων ιερών, αφιερωμένων στον Ερμή, τη Δήμητρα, την Άρτεμη και τον Ασκληπιό. Η ακμή της πόλης φαίνεται ακόμα από την οικιστική της επέκταση στους γύρω λόφους, όπου διακρίνονται διάσπαρτα θεμέλια σπιτιών και δημοσίων οικοδομημάτων. Το θέατρο έχει αποκαλυφθεί στη νότια πλαγιά του λόφου, όπως και το δίκτυο υδροδότησης της πόλης. Το εκτεταμένο νεκροταφείο του οικισμού βρίσκεται στην κοιλάδα του Καλαμιτσίου, στα ανατολικά της ακρόπολης. Τα παραπάνω ερείπια χρονολογούνται κυρίως στην Αρχαϊκή περίοδο, οπότε και ιδρύθηκε η πόλη, αλλά υπάρχουν ενδείξεις κατοίκησης μέχρι και τα Πρώιμα Βυζαντινά Χρόνια.

Η νομισματοκοπεία της Καρθαίας περιλαμβάνει αργυρά και χάλκινα νομίσματα. Στον εμπροσθότυπο απεικονίζονται κυρίως ο Απόλλων, ο Δίας, ο Διόνυσος, ο Αρισταίος ή αμφορέας με δελφίνι. Στον οπισθότυπο σταφύλια ή αστερισμοί με την επιγραφή ΚΑΡΘΑ.

Η πρόσβαση στον αρχαιολογικό χώρο γίνεται μέσω ενός αρχαίου πλακοστρωμένου μονοπατιού, κατάλληλου μόνο για πεζοπόρους. Η ανέγγιχτη διαδρομή στην κοιλάδα του Βαθυποτάμου αποζημιώνει τον επισκέπτη καθώς συνδυάζει τις ταυτισμένες με το αρχαίο οδικό δίκτυο γραφικές διαδρομές της πλούσιας ενδοχώρας με τα ερείπια ενός ακμάζοντος αρχαίου οικισμού, ο οποίος ήλεγχε τους θαλάσσιους δρόμους της ανατολικής ακτής της Κέας.

(Κωνσταντίνος Τσώνος)

7. Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κέας

Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κέας βρίσκεται στην Ιουλίδα, την πρωτεύουσα του νησιού. Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα μουσεία των Κυκλάδων με μοναδικά ευρήματα, ιδιαίτερα της Προϊστορικής περιόδου. Το μουσείο λειτούργησε αρχικά τη δεκαετία του 1970. Οι πρώτες συλλογές περιλάμβαναν αρχαιότητες από το νησί και τα ευρήματα των παλιότερων ανασκαφών. Το 2000, ύστερα από εργασίες επισκευής του κτηρίου, σχεδιάστηκε η εκ νέου οργάνωση και έκθεση των συλλογών του μουσείου, βασισμένη σε σύγχρονες μουσειολογικές αντιλήψεις. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για να παρουσιαστούν περισσότερα ευρήματα, άγνωστα μέχρι τότε στο κοινό.

Το μουσείο στεγάζει τη συλλογή των ιστορικών χρόνων (7ος αι. π.Χ. - 2ος αι. μ.Χ.) στον πρώτο όροφο. Αντιπροσωπευτικά δείγματα γλυπτικής, κεραμικής, νομισμάτων και επιγραφών της αρχαίας Κέας προσφέρουν μια εικόνα της ιστορίας του νησιού. Ιδιαίτερα αξιόλογος είναι ο γλυπτός διάκοσμος από το ναό της Αθηνάς στην Καρθαία. Στον επόμενο όροφο τα εντυπωσιακά ευρήματα από το νεολιθικό οικισμό της Κεφάλας και τον οικισμό της Αγίας Ειρήνης της εποχής του Χαλκού μαρτυρούν τη σημαντική θέση της Κέας στο προϊστορικό Αιγαίο. Η έκθεση έχει οργανωθεί σε ενότητες με βασικούς άξονες την καθημερινή ζωή, τη λατρεία και τα ταφικά έθιμα. Εξαιρετικής σημασίας είναι τα μεγάλα πήλινα αγάλματα γυναικείων μορφών από το ναό του οικισμού της Αγίας Ειρήνης, τα οποία, εκτός από τη μοναδικότητά τους, παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό.

(Γεωργία Καλογεροπούλου)

8. Παραδοσιακή αρχιτεκτονική

Η σύγχρονη εικόνα της Ιουλίδας συνδυάζει τα στενά πλακόστρωτα οφιοειδή δρομάκια και τα κιβωτιόσχημα σπίτια με τις κεραμωτές επίπεδες ή δικλινείς στέγες με το Κάστρο, το οποίο παραπέμπει στο ιστορικό παρελθόν του νησιού. Στην ύπαιθρο μπορεί κανείς να θαυμάσει την παραδοσιακή λαϊκή αρχιτεκτονική της Τζιας, τις καθηκιές. Πρόκειται για αγροτικές κατοικίες που ονομάζονται καθέντρες όταν συνοδεύονται από πρόσθετες εγκαταστάσεις, στις οποίες στεγάζονται αγροτικές παραγωγικές δραστηριότητες.

Ο σχιστόλιθος είναι το πιο αγαπητό υλικό των ντόπιων μαστόρων και κτιστάδων και χρησιμοποιείται για την κατασκευή των σπιτιών, των ξερολιθιών που συγκρατούν το χώμα (όχτες, πεζούλες) και των λιθόστρωτων δρόμων ή μονοπατιών (στενές), πολλά από τα οποία είναι τμήματα του αρχαίου οδικού δικτύου, καθώς και πολλών σύγχρονων αγροικιών και σπιτιών της υπαίθρου, συνεχίζοντας την παράδοση της χρήσης του υλικού από τα Προϊστορικά χρόνια (οικισμός Αγίας Ειρήνης). Χαρακτηριστικά δείγματα τζιώτικης αρχιτεκτονικής αποτελούν επίσης οι νερόμυλοι του Μυλοποτάμου, που λειτούργησαν έως το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Επίσης νότια από την Ιουλίδα σώζονται ελάχιστοι ανεμόμυλοι, που άλλοτε συνέθεταν το μεγαλύτερο συγκρότημα των Κυκλάδων.

9. Παραδοσιακές ασχολίες και πανηγύρια

Οι παραδοσιακές ασχολίες των κατοίκων σχετίζονται με τη γεωργία (ελιές, αμπέλια), την κτηνοτροφία, τη μελισσοκομία και τα βελανίδια, τα οποία έχουν αποτελέσει βασικό εξαγώγιμο προϊόν πλουτισμού των κατοίκων διαχρονικά, λόγω της χρησιμότητάς τους στη βυρσοδεψία. Γνωστοί παραδοσιακοί τεχνίτες είναι οι κτιστάδες, οι καλαθοπλέκτες και όσοι ασχολούνται με την επεξεργασία του δέρματος και την παρασκευή μουσικών οργάνων (τσαμπούνα), τα οποία χαρακτηρίζουν τη μουσική και τα λαϊκά πανηγύρια του νησιού (Παναγία Καστριανή – 15/8, Άγιος Χαράλαμπος – 10/2).

(Κωνσταντίνος Τσώνος)