1. Φυσικός χώρος - περιβάλλον
Η Κάλυμνος βρίσκεται στο νοτιοανατολικό Αιγαίο και υπάγεται στο νομό Δωδεκανήσου. Το έδαφός της είναι στο μεγαλύτερο μέρος του ορεινό, με εξαίρεση τις κοιλάδες στην Πόθια - Πάνορμο και στον Βαθύ. Αποτελεί το τέταρτο σε έκταση και το τρίτο σε πληθυσμό νησί του νομού. Προς τα ΒΔ συνορεύει με τη Λέρο, ενώ προς τα ΝΑ με την Κω. Το νησί είναι έδρα επαρχίας, στην οποία υπάγονται η Πάτμος, η Λέρος, η Ψέριμος, η Τέλενδος, η Αστυπάλαια, το Αγαθονήσι και οι Λειψοί. Πρωτεύουσα της Καλύμνου είναι η πόλη της Πόθιας. Η δεύτερη σε πληθυσμό περιοχή είναι η Χώρα, η παλαιότερη πρωτεύουσα του νησιού. Άλλες κατοικημένες περιοχές είναι ο Βαθύς (ή Βαθύ), το Άργος, ο Πάνορμος, οι Μυρτιές, το Μασούρι, τα Αργινώντα, τα Σκάλια, ο Εμπορειός, οι Βοθύνοι, τα Βλυχάδια, το Λαφάσι και η νησίδα Τέλενδος.
Η Κάλυμνος αποτελεί ένα κατεξοχήν ναυτικό νησί. Iδιαίτερη ανάπτυξη παρουσίασε στην Κάλυμνο η σπογγαλιεία. Η συστηματική ενασχόληση των Καλύμνιων με το σφουγγάρι υπήρξε ο κυριότερος παράγοντας ακμής και ευημερίας του νησιού, η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη του οποίου είναι φανερή στα πολυάριθμα νεοκλασικά αρχοντικά που βρίσκονται διάσπαρτα σε κάθε γωνιά της Καλύμνου, καθώς και στους επιβλητικούς ενοριακούς ναούς της. Εκτός από άριστης ποιότητας σφουγγάρια στην Κάλυμνο παράγεται και αγνό θυμαρίσιο μέλι, φημισμένο για την ποιότητά του ήδη από την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή, σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς Στράβωνα, Πλίνιο και Οβίδιο.
2. Ιστορία
Αρχικά το νησί ονομαζόταν Καλύδνα, ενώ από τον 4ο αι. π.Χ. και μετά μετονομάστηκε σε Κάλυμνα. Η πιθανότερη ετυμολογία του ονόματος είναι από το καλός = ωραίος και ύδνα (από το ύδωρ) = νερό. Αυτό σημαίνει ότι η λέξη Καλύδνα σημαίνει νησί με καλά, ωραία νερά. Κατά τη Βυζαντινή εποχή η ονομασία Κάλυμνα μεταβάλλεται σε Κάλυμνος.
Στην Ιλιάδα του Ομήρου (ραψωδία Β, στ. 676-680) αναφέρεται ότι η Κάλυμνος μαζί με την Κω, τη Νίσυρο, την Κάσο και την Κάρπαθο συνεκστράτευσαν εναντίον της Τροίας, με δύναμη 30 πλοίων και αρχηγούς τον Φείδιππο και τον Άντιφο, γιους του Θεσσαλού.
Οι αρχαιότερες μαρτυρίες της ανθρώπινης παρουσίας και δραστηριότητας στο νησί ανάγονται στη Νεολιθική εποχή και την εποχή του Χαλκού.
Κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων (αρχές 5ου αι. π.Χ.) το νησί βρισκόταν υπό την κατοχή των Περσών, έως ότου απελευθερώθηκε με τη βοήθεια του αθηναϊκού στόλου. Στη συνέχεια προσχώρησε στην Α΄ και αργότερα στη Β΄ Αθηναϊκή Συμμαχία. Αργότερα όμως πέρασε στην κατοχή του Μαυσώλου και των Περσών, από τους οποίους απελευθερώθηκε από το στόλο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Οι Ελληνιστικοί χρόνοι αποτέλεσαν περίοδο ακμής, παρά το γεγονός ότι το νησί, λόγω της γεωγραφικής θέσης του, εμπλεκόταν συχνά στις πολεμικές διαμάχες ανάμεσα στους Διαδόχους του Αλεξάνδρου.
Στη Ρωμαιοκρατία (1ος αι. π.Χ. - 4ος αι. μ.Χ.) η Κάλυμνος ανήκε στην επαρχία των Νήσων. Κατά την Παλαιοχριστιανική εποχή (4ος-αρχές 7ου αι. μ.Χ.) οικοδομήθηκαν πολλές και μεγάλες χριστιανικές εκκλησίες. Ο ισχυρός σεισμός του έτους 554 μ.Χ., πέρα από τις άλλες καταστροφές, προκάλεσε καταβύθιση της περιοχής ανάμεσα στην Κάλυμνο και την Τέλενδο, η οποία και διαμορφώθηκε τελικά σε νησί.
Οι επιδρομές των Αράβων, στα μέσα του 7ου αιώνα, ερήμωσαν τους παραθαλάσσιους οικισμούς, αφού οι κάτοικοι αναγκάζονταν να καταφεύγουν σε ορεινές περιοχές, όπου δημιούργησαν τους οχυρωμένους οικισμούς του Αγίου Κωνσταντίνου και της Γαλατιανής. Κατά τους Μεσοβυζαντινούς χρόνους χτίστηκε το Κάστρο της Χώρας.
Στις αρχές του 14ου αιώνα η Κάλυμνος πέρασε στην κυριαρχία των Ιπποτών του τάγματος του Αγίου Ιωάννη. Στα μέσα του 15ου αιώνα χτίστηκε το Κάστρο της Χρυσοχεριάς, ενώ στα τέλη του ίδιου αιώνα επισκευάστηκε και επεκτάθηκε το Κάστρο της Χώρας.
Το 1522 οι Ιππότες έφυγαν από τα Δωδεκάνησα, τα οποία παρέδωσαν στα χέρια των Οθωμανών. Σε αντάλλαγμα, η Κάλυμνος έλαβε αυτονομία και καθεστώς αυτοδιοίκησης. Τα επόμενα χρόνια χαρακτηρίστηκαν από σχετική ηρεμία και ασφάλεια. Μέσα στο α΄ μισό του 18ου αιώνα χτίστηκε ο οικισμός της Χώρας, ενώ γύρω στο 1840 οργανώθηκε το λιμάνι της Πόθιας, η νέα πρωτεύουσα του νησιού.
Το 1821 οι Καλύμνιοι, αν και βρίσκονταν σε καθεστώς αυτονομίας, συμμετείχαν στην Ελληνική Επανάσταση και μάλιστα έλαβαν μέρος στη ναυμαχία που έγινε κοντά στο νησί τους, στις 29 Αυγούστου 1825. Τότε η προσωρινή κυβέρνηση της Ελλάδας υπήγαγε την Κάλυμνο στην ελληνική πολιτεία και απέστειλε διοικητικές και ναυτικές αρχές στο νησί. Μαζί με τη Λέρο, την Πάτμο και την Ικαρία πήραν τον τίτλο «Συμπληρωματικαί νήσοι του τμήματος των ανατολικών Σποράδων». Αργότερα διορίστηκε έκτακτος επίτροπός τους ο Ι. Κωλέττης. Όταν όμως καθορίστηκαν τα σύνορα του ελληνικού κράτους, η Κάλυμνος ανταλλάχθηκε με την Εύβοια, με αποτέλεσμα να επανέλθει για άλλη μία φορά στους Οθωμανούς. Το 1835 η αυτονομία της αναγνωρίστηκε με αυτοκρατορικό φιρμάνι (ομοίως και για την Πάτμο, τη Λέρο και την Ικαρία).
Το 1912 η Κάλυμνος πέρασε στην ιταλική κατοχή. Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 7 Μαρτίου του 1948, το νησί ενσωματώθηκε επίσημα και οριστικά στα όρια του ελληνικού κράτους μαζί με τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα.
Η νεότερη ιστορία της Καλύμνου συνδέθηκε ιδιαίτερα με τη σπογγαλιεία, καθώς από τα τέλη του 18ου αιώνα αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα σπογγαλιείας της Μεσογείου. Μάλιστα μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Κάλυμνος παρέμεινε η μοναδική ελληνική σπογγαλιευτική δύναμη, με εξαγωγές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
3. Αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία
Η Κάλυμνος, παρά το σχετικά μικρό μέγεθός της, παρουσιάζει εντυπωσιακή συγκέντρωση αρχαιολογικών χώρων και μνημείων, που καλύπτουν όλες τις ιστορικές περιόδους. Τα αρχαιότερα μνημεία της ανάγονται στους Προϊστορικούς χρόνους και συγκεκριμένα στη Νεολιθική εποχή και στην εποχή του Χαλκού. Πρόκειται για τα σπήλαια Αγία Βαρβάρα και Χοιρόμαντρες στην Πόθια και Δασκαλιό στο Βαθύ, όπου αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως πληθώρα ευρημάτων.
Ο σημαντικότερος αρχαιολογικός χώρος της Καλύμνου είναι το ιερό του Δηλίου Απόλλωνα, πλησίον του σημερινού οικισμού της Χώρας. Το ιερό υπήρξε το πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο της αρχαίας Καλύμνου και περιλάμβανε οικοδομήματα λατρευτικού και δημόσιου χαρακτήρα. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα η λατρευτική χρήση του χώρου ξεκινάει από τις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. και φθάνει ως την Παλαιοχριστιανική εποχή, οπότε ανεγέρθηκαν στο χώρο δύο μεγάλες χριστιανικές εκκλησίες, ο Χριστός της Ιερουσαλήμ και η Αγία Σοφία.
Ο σημαντικότερος οικισμός της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής εποχής βρίσκεται στην περιοχή Δάμος, όπου οι συστηματικές ανασκαφές των τελευταίων χρόνων έχουν αποκαλύψει οικίες, εργαστήρια και λατρευτικούς χώρους. Οχυρωματικά έργα της Ελληνιστικής εποχής αποτελούν το Καστρί στον Εμπορειό, η Ακρόπολη στην Πόθια, το Οχυρό του Έμπολα, οι Φυλακές και το Καστράκι στο Βαθύ.
Ερείπια οικισμών της Παλαιοχριστιανικής περιόδου υπάρχουν στις περιοχές Βαθύ, Εμπορειός και Καντούνι. Σε εντυπωσιακή μάλιστα κατάσταση διατηρείται ο οικισμός στη θέση Ελληνικά του λιμανιού Ρίνα στο Βαθύ. Στην Κάλυμνο υπάρχουν συνολικά 23 εκκλησίες, οι οποίες χρονολογούνται στον 5ο και 6ο αιώνα. Από τις σημαντικότερες είναι ο Χριστός της Ιερουσαλήμ και η Αγία Σοφία στην περιοχή του ιερού του Απόλλωνα, ο Άγιος Ιωάννης στον Μελιτσάχα, ο Άγιος Νικόλαος στα Σκάλια, ο Ταξιάρχης και η Παλαιοπαναγιά στο Βαθύ.
Οι βυζαντινοί ναοί της Καλύμνου είναι στην πλειονότητά τους μικρών διαστάσεων. Στο εσωτερικό τους διατηρούνται υψηλής ποιότητας τοιχογραφίες. Από τους σημαντικότερους είναι οι Άγιοι Απόστολοι στο Άργος, ο Άγιος Νικόλαος στα Σκάλια, η Παναγιά η Κυρά-Χωστή, ο Ταξιάρχης, η Αγία Άννα και ο Άγιος Κήρυκος στο Βαθύ.
Κατά τον 7ο αιώνα οικοδομήθηκαν τα κάστρα της Γαλατιανής, του Αγίου Κωνσταντίνου και του Καστελλιού. Τον 11ο αιώνα χτίστηκε το Κάστρο της Χώρας, το οποίο μετά την επισκευή και τη διεύρυνσή του, στα τέλη του 15ου αιώνα, αποτέλεσε το οικιστικό κέντρο της Καλύμνου. Μέσα στο Κάστρο διατηρούνται σε καλή κατάσταση 10 μικροί ναοί που ανήκουν στο διάστημα ανάμεσα στον 15ο αιώνα και τις αρχές του 16ου. Άλλοι σημαντικοί ναοί της Μεταβυζαντινής περιόδου είναι η Μεταμόρφωση του Σωτήρα και ο Πρόδρομος στην περιοχή του Κάστρου της Χρυσοχεριάς, ο Άγιος Γεώργιος στο Άργος και ο Άγιος Θεόδωρος στο Βαθύ. Στα χρόνια της Ιπποτοκρατίας, στα μέσα του 15ου αιώνα, κατασκευάστηκε και το Κάστρο της Χρυσοχεριάς.
(Μιχάλης Κουτελλάς)
4. Μεταβυζαντινή ζωγραφική
H πλειοψηφία των τοιχογραφημένων εκκλησιών της Kαλύμνου οφείλεται στη δραστηριότητα ενός συνεργείου, που σε διάστημα μίας δεκαπενταετίας τουλάχιστον, από το 1506 μέχρι το 1519 εκτέλεσε το ζωγραφικό μέρος σε εννέα από αυτές. Πρόκειται για τις επτά από τις εννέα εκκλησίες του Kάστρου που ορθώνεται πάνω από την Xώρα Kαλύμνου: ο Tίμιος Σταυρός, η Aγία Aννα (ή Aγιος Γεώργιος), η Aνάληψη του Xριστού, O Aγιος Iωάννης ο Πρόδρομος, η Kοίμηση της Παναγίας, ο Aγιος Nικόλαος και η Mεταμόρφωση του Σωτήρα. Eργα του ίδιου συνεργείου επίσης θα πρέπει να θεωρηθούν το δεύτερο στρώμα τοιχογραφιών της εκκλησίας της Παναγίας στο Άργος και η ζωγραφική της εκκλησίας της Mεταμόρφωσης του Σωτήρα στο κάστρο της Xρυσοχεριάς. H κακή κατάσταση των τοιχογραφιών στις περισσότερες από αυτές δυσχεραίνει την ανάγνωση των κτητορικών επιγραφών που σώζονται σε τέσσερις από αυτές και αναφέρουν την χρονολογία 1506 στον Tίμιο Σταυρό και 1519 στον Aγιο Γεώργιο (ή Aγία Aννα), το όνομα του ζωγράφου Nικολάου στην εκκλησία της Aνάληψης και τα ονόματα των δωρητών στον Aγιο Γεώργιο και στον Aγιο Iωάννη Πρόδρομο που, όπως φαίνεται, δεν κατείχαν κάποιο επίσημο αξίωμα.
Tο εικονογραφικό πρόγραμμα είναι κοινό για όλες τις εκκλησίες και το τυπικό για την εποχή στους μονόχωρους ναούς: στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του Iερού εικονίζεται η τρίμορφη Δέηση με την κεντρική μορφή του Χριστού και εκατέρωθεν τη Θεοτόκο και το Ιωάννη Βαπτιστή, στον ημικύλινδρο της αψίδας οι συλλειτουργούντες ιεράρχες, στους όρθιους τοίχους ολόσωμοι άγιοι και στην καλυπτήρια καμάρα σκηνές του Δωδεκαόρτου. Oι σκηνές και οι επιμέρους μορφές είναι αδέξια εκτελεσμένες και στεγνές, χωρίς σωστές αναλογίες.
Η δραστηριότητα του συνεργείου αυτού επεκτάθηκε και εκτός Kαλύμνου, στην γειτονική Kω, όπου την πρώτη εικοσαετία του 16ου αιώνα τοιχογράφησε το δεύτερο στρώμα του Aγίου Nικολάου του Φτωχού και της Παναγίας της Γοργοεπηκόου στην πόλη, το δεύτερο στρώμα της Παναγίας των Kαστριανών και τον Aγιο Aντώνιο στο Πυλί.
(Αγγελική Κατσιώτη)
5. Παλαιοχριστιανικές βασιλικές της Καλύμνου
Η Παλαιοχριστιανική περίοδος ορίζεται συμβατικά από τα μέσα του 4ου μ.Χ μέχρι τα μέσα 7ου μ.Χ αι. Κατά την περίοδο αυτή η Κάλυμνος ανήκει στην επαρχία των νήσων με έδρα τη Ρόδο, ενώ προς το τέλος του 7ου αι. με την ίδρυση του θεσμού των θεμάτων , η Κάλυμνος με τα νησιά της Δωδεκανήσου συμπεριελήφθη στο θέμα των Καραβησιάνων, το οποίο μετεξελίχθηκε στο θέμα Κιβυρραιωτών στις αρχές του 8ου αι. μ.Χ.
Για την εκκλησιαστική ιστορία του νησιού δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες και δεν αναφέρεται επίσκοπος Καλύμνου στις οικουμενικές συνοδούς την περίοδο αυτή. Όμως το κενό που υπάρχει στις πηγές καλύπτεται από τον μεγάλο αριθμό των παλαιοχριστιανικών βασιλικών που διατηρούνται, όπως και κατάλοιπα οικιών, λουτρώνων και υπέργειων τάφων στους παράλιους κατά κανόνα οικισμούς .
Εκεί όπου υπήρχαν αρχαίοι οικισμοί και πόλεις η ζωή συνεχίστηκε με μια νέα δυναμική. Όπως και σε άλλα νησιά, τη θέση των αρχαίων ναών και των ιερών πήραν παλαιοχριστιανικές βασιλικές και χώροι λατρείας Αγίων και Μαρτύρων.
Ενώ η κεντρική εξουσία και οι αυτοκράτορες στηρίζουν και βοηθούν νομικά, ηθικά και υλικά τις μητροπόλεις και τις επισκοπές, ταυτόχρονα εμφανίζονται επώνυμοι και ανώνυμοι δωρητές που συνεισφέρουν στο χτίσιμο και κυρίως στη διακόσμηση των Παλαιοχριστιανικών Βασιλικών .
Στο χώρο του ιερού του Απόλλωνα Δηλίου στη θέση Λιμνιώτισα, που βρίσκεται περίπου στην μέση του νησιού από την Πόθια μέχρι τη δυτική παραλιακή ζώνη, βρίσκονται οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές του Χριστού της Ιερουσαλήμ και της Αγίας Σοφίας ή Ευαγγελίστριας. Θα χτιστούν σχεδόν αποκλειστικά με το αρχαίο οικοδομικό υλικό των αρχαίων ναών και δημοσίων κτηρίων, ενώ τα δάπεδά τους θα διακοσμηθούν με ψηφιδωτές συνθέσεις.
Στην Πόθια, εκεί όπου υπήρχε ο ναός της Αρτέμιδος θα χτιστεί η τρίκλιτη βασιλική της Ευαγγελίστριας με μαρμάρινο δάπεδο στο κεντρικό κλίτος και ψηφιδωτά δάπεδα στα πλάγια κλίτη.
Στη δυτική πλευρά του νησιού, στη θέση Μελιτσάχας, θα χτιστεί η τρίκλιτη βασιλική του Αγίου Ιωάννου με πρόσκτισμα στη νότια εξωτερική πλευρά με μορφή παρεκκλησίου. Τα δάπεδα καλύπτονται με μαρμαρόπλακες στο κεντρικό και πηλόπλακες στα πλάγια κλίτη, ενώ στο νάρθηκα σώζεται το ψηφιδωτό δάπεδο με την επιγραφή + ΚΥΡΙΕ ΒΟΗΘΙ ΤΩ Δ ΑΝΑΤΟΛΙΩ ΤΩ ΚΤΙCΑΝΤΙ ΤΟΝ ΑΓΙΟΝ ΙΩΑΝΝΗΝ ΑΜΗΝ. Είναι η μόνη επιγραφή που σώζεται πλήρης και χρονολογείται στα τέλη του 5ου με αρχές 6ου αι μ.Χ. Αρχαιότερα αρχιτεκτονικά λείψανα που βρέθηκαν στη θέση του Αγ. Ιωάννη υποδηλώνουν την ύπαρξη ναού δωρικού ρυθμού αφιερωμένου στον Ποσειδώνα .
Στη δυτική πλευρά και συγκεκριμένα στην παραλία του Καντουνιού διατηρείται στην θέση του σε ερειπιώδη κατάσταση ο χώρος του ιερού βήματος και τα πλάγια κλίτη μεγάλης τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής με το όνομα του σημερινού ναϋδρίου της Ζωοδόχου Πηγής. Το τμήμα της βασιλικής δυτικά του ιερού βήματος έχει παρασυρθεί από τη θάλασσα .
Στη δυτική επίσης πλευρά του νησιού και στις θέσεις Σκάλια και Εμποριός σώζονται κατάλοιπα δύο παλαιοχριστιανικών βασιλικών και τοίχοι κτηρίων που υποδηλώνουν την ύπαρξη οικισμών, Επίσης σώζεται σε ικανό ύψος και σε καλή κατάσταση ένα παλαιοχριστιανικό λουτρό στα ανατολικά της βασιλικής του Εμποριού.
Στα βορειοανατολικά της Πόθιας και σε απόσταση 11 χιλιομέτρων βρίσκεται η κοιλάδα του Βαθύ. Είναι η πλέον εύφορη και παραγωγική του νησιού, λόγω των πηγαίων υδάτων. Καθώς είναι αποκλεισμένη και περικλείεται από ψηλά βουνά με μόνη έξοδο προς τη θάλασσα το λιμάνι της Ρίνας στα ανατολικά, αποτελεί αυτόνομη βιογεωγραφικά περιοχή .
Εκεί έχουν εντοπιστεί δέκα παλαιοχριστιανικές βασιλικές, εκ των οποίων οι πέντε είχαν χτιστεί εκατέρωθεν του λιμανιού. Όλες οι βασιλικές είναι τρίκλιτες και στις δύο απ’ αυτές, στη βασιλική της Αναστάσεως και στη βασιλική του οικοπέδου Χαλκίτη, βρέθηκαν ψηφιδωτά δάπεδα. Η βασιλική του Αγ. Γεώργιου, η βασιλική της Αγ. Ειρήνης και η ανώνυμη στα ανατολικά της Αγ. Ειρήνης παραμένουν ανερεύνητες.
Πολύ σημαντικό μνημείο είναι η Βασιλική του Σταυρού με το παρεκκλήσι του Αγ. Κηρύκου στη νότια εξωτερική πλευρά. Από την Βασιλική διατηρούνται κατά χώρα τμήματα του ψηφιδωτού διάκοσμου από τον νάρθηκα και το νότιο κλίτος . Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η Βασιλική της Αγ. Άννας με το ομώνυμο μεσοβυζαντινό ναϋδριο. Στο δάπεδο του Ν κλίτους έχει διατηρηθεί ψηφιδωτή διακόσμηση και τα θωράκια του τέμπλου ανήκουν στον τύπο της διάτρητης τεχνικής.
Τα δύο πολύ σημαντικά μνημεία που υπάρχουν στη δυτική πλευρά της κοιλάδας είναι η Βασιλική του Αρχαγγέλου Μιχαήλ – Ταξιάρχη στη θέση Έμπολας και η Βασιλική της Παλαιοπαναγιάς. Έχουν χτιστεί σε θέση όπου υπήρχαν αρχαίοι ναοί ή ιερά, το δομικό υλικό των οποίων χρησιμοποιήθηκε για το χτίσιμο των βασιλικών. Τα δάπεδα τους είναι διακοσμημένα με ψηφιδωτά εξαιρετικής ποιότητας με ποικίλα θέματα, κυρίως γεωμετρικά. Στην Βασιλική της Παλαιοπαναγιάς ο εσωτερικός διάκοσμος αποτελείται κυρίως από μαρμάρινα κιονόκρανα και θωράκια, ενώ το δάπεδο της εκκλησίας και στα τρία κλίτη είναι διακοσμημένο με ψηφιδωτά με γεωμετρικά θέματα, που προέρχονται και από τις δύο οικοδομικές φάσεις της Βασιλικής. Τα κιονόκρανα και οι κίονες στην κάτω επιφάνεια τους έχουν χαραγμένα γράμματα του αλφαβήτου που υποδηλώνουν ότι είναι εισηγμένα και προέρχονται από τα οργανωμένα κρατικά λατομεία της Προκονήσου. Οι Βασιλικές χρονολογούνται στο α΄ τέταρτο του 6ου αι.μ.Χ.
(Βασίλειος Καραμπάτσος)
6. Παραδοσιακή και νεότερη αρχιτεκτονική
Ο βασικός τύπος κατοικίας στην Κάλυμνο είναι το μονόχωρο ή μονόσπιτο, η λεγόμενη «καντζιά», που μαζί με το διευρυμένο τύπο του, το ανωγοκάτωγο, χτίζονταν ως τα τέλη του 19ου αιώνα. Το μονόχωρο σπίτι αποτελείται βασικά από ένα χώρο παραλληλόγραμμου σχήματος, με την κύρια όψη συνήθως στη μακρά πλευρά. Εσωτερικά περιλαμβάνει τον υπερυψωμένο ξύλινο κρέββατο στη μία στενή πλευρά με αποθηκευτικό χώρο στο κάτω μέρος του και την πυροστιά στην άλλη, για την παρασκευή του φαγητού και τη θέρμανση του σπιτιού. Τον εξοπλισμό του χώρου συμπληρώνουν ντουλάπια, πιατοθήκες, ράφια, κρεμάστρες για τα ρούχα και τραπέζι. Το ανωγοκάτωγο σπίτι συναντάται σε περιοχές με έντονη εδαφική κλίση. Αποτελείται από το κατώι χαμηλά με τους δευτερεύοντες χώρους (κουζίνα, αποθήκη, στέρνα) και τον επάνω χώρο, το ανώι, προορισμένο για την κύρια κατοικία.
Η οικονομική ανάπτυξη του νησιού, που κορυφώθηκε κατά το τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, είχε ως αποτέλεσμα την ανέγερση μεγαλοπρεπέστερων σπιτιών, στο πλαίσιο μάλιστα της ανάγκης για κοινωνική επίδειξη. Οι χώροι των σπιτιών μεγάλωσαν, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις οικογενειακές και ταυτόχρονα τις οικονομικές δραστηριότητες των ιδιοκτητών τους (εργαστήρια, αποθήκες, εμπορικά καταστήματα).
Στη Χώρα και κυρίως στην Πόθια συναντά κανείς μεγάλη ποικιλία τύπων παραδοσιακών σπιτιών, από απλά ισόγεια με ένα ή περισσότερα δωμάτια ως εντυπωσιακά διώροφα και τριώροφα αρχοντικά με έντονα τα στοιχεία του νεοκλασικού ρυθμού, που άκμασε στο νησί κατά τα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Τα περισσότερα παραδοσιακά σπίτια υπάρχουν στις συνοικίες του Αγίου Θεολόγου, του Αγίου Νικολάου, της Αγίας Τριάδας, του Αγίου Μάμμα, της Υπαπαντής, της Ευαγγελίστριας και στις Πατήθριες. Τα μεγάλα διώροφα και τριώροφα αρχοντικά, με τα περίτεχνα αρχιτεκτονικά διακοσμητικά στοιχεία, ανήκαν κυρίως σε εύπορους καπεταναίους και εμπόρους του νησιού.
Η άναρχη και ανεξέλεγκτη δόμηση της περιόδου 1960-1980 είχε ως αποτέλεσμα την αλλοίωση της ιδιαίτερης νησιωτικής αρχιτεκτονικής και του πολεοδομικού χαρακτήρα της Καλύμνου.
7. Μουσεία
7. 1. Αρχαιολογικό Μουσείο
Βρίσκεται στην Πόθια, πρωτεύουσα του νησιού, στη συνοικία της Αγίας Τριάδας. Εδώ ξετυλίγεται κατά θεματικές ενότητες η ιστορική και πολιτιστική πορεία του τόπου από τους Προϊστορικούς ως και τους Μεταβυζαντινούς χρόνους, μέσα από την παρουσίαση ενός μεγάλου αριθμού από χάλκινα και μαρμάρινα γλυπτά, πήλινα αγγεία, ειδώλια, εργαλεία, νομίσματα, λατρευτικά αντικείμενα, μικροτεχνήματα και όπλα.
7. 2. Αρχοντικό Βουβάλη
Βρίσκεται δίπλα στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Πρόκειται για την οικία της οικογένειας του Νικολάου Βουβάλη, του μεγαλύτερου σπογγέμπορα και ευεργέτη της Καλύμνου. Το Αρχοντικό Βουβάλη (τέλη 18ου αιώνα) αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της νεοκλασικής νησιώτικης αστικής αρχιτεκτονικής στην Κάλυμνο. Εδώ ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει την κεντροευρωπαϊκή οικοσκευή του αρχοντικού.
7. 3. Ναυτικό και Λαογραφικό Μουσείο
Βρίσκεται επί της παραλιακής ζώνης της Πόθιας, στο κτήριο της παλιάς Βουβάλειου Τεχνικής Σχολής. Εδώ παρουσιάζονται η ναυτική παράδοση του νησιού, η ιστορία και οι μέθοδοι της σπογγαλιείας, καθώς και πολλά αντικείμενα από ναυάγια αρχαίων πλοίων. Εκτίθενται αντικείμενα σχετικά με το επάγγελμα της σπογγαλιείας και την κατεργασία των σφουγγαριών. Στο ίδιο κτήριο συστεγάζεται και το Λαογραφικό Μουσείο, που ανήκει στο Λύκειο Ελληνίδων, με αξιόλογα δείγματα του λαϊκού πολιτισμού της Καλύμνου.
7 . 4. Παραδοσιακό Καλύμνικο Σπίτι
Βρίσκεται στις νότιες παρυφές της Μονής Αγίων Πάντων, στην περιοχή Βοθύνοι. Πρόκειται για ιδιωτικό Λαογραφικό Μουσείο με αντικείμενα λαϊκού πολιτισμού και οικοσκευής παλαιών νοικοκυριών. Εδώ ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει τη μορφή και την οργάνωση της ζωής μέσα σε ένα παραδοσιακό αστικό σπίτι του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Το Παραδοσιακό Καλύμνικο Σπίτι έχει βραβευτεί πρόσφατα από τη Hata 2004.
7. 5. Μουσείο Θαλάσσιας Ζωής και Ευρημάτων
Βρίσκεται στον παραθαλάσσιο οικισμό Βλυχάδια. Πρόκειται για ιδιωτικό Μουσείο, όπου παρουσιάζονται εκθέματα σχετικά με το επάγγελμα της σπογγαλιείας, μεγάλη ποικιλία φυτών και ζώων από το θαλάσσιο βασίλειο και πλήθος εμπορικών αμφορέων και άλλων αντικειμένων από αρχαία ναυάγια.
8. Λαϊκός πολιτισμός - λαϊκή τέχνη
Η Κάλυμνος αποτελεί ένα κατεξοχήν ναυτικό νησί, η ιστορία, ο πολιτισμός και η λαϊκή παράδοση του οποίου σχετίζονται άμεσα με τη θάλασσα. Οι Καλύμνιοι είναι ικανοί ναυπηγοί, γνωστοί ήδη από την Αρχαιότητα, σύμφωνα με τον Αθηναίο ποιητή Μένανδρο (342-290 π.Χ.). Στο νησί λειτουργούν ακόμη ταρσανάδες στην περιοχή Λαφάσι της Πόθιας και στο λιμάνι της Ρίνας στο Βαθύ.
Η Κάλυμνος είναι γνωστή ως «το νησί των Τεχνών και των Γραμμάτων», επειδή εδώ γεννήθηκαν μεγάλοι και σπουδαίοι ποιητές, ζωγράφοι, γλύπτες, δάσκαλοι, καθηγητές, γιατροί και άλλοι επιστήμονες. Τις μεγαλοπρεπείς ενοριακές εκκλησίες της Καλύμνου κοσμούν ζωγραφικά έργα μεγάλων Καλύμνιων ζωγράφων του 19ου και 20ού αιώνα, όπως του Σακελλάρη Μαγκλή, του Γεωργίου Οικονόμου, του Μιχαήλ Αλαχούζου, του Τιμόθεου Κουρούνη, του Νικολάου Μάγκου, του Σακελάριου Πιζάνια, του Εμμανουήλ Χούλη, του Θεόφιλου Μπιλλήρη και άλλων. Την παραλιακή ζώνη της Πόθιας κοσμούν μαρμάρινα και χάλκινα αγάλματα, έργα των Καλύμνιων γλυπτών Μιχαήλ Κόκκινου και της κόρης του Ειρήνης Κόκκινου (20ός αιώνας).
Καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους πραγματοποιούνται στην Κάλυμνο διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις, όπως παραδοσιακοί χοροί, τραγούδια, γιορτές, πανηγύρια και αναπαραστάσεις εθίμων. Οι σημαντικότερες από αυτές τις εκδηλώσεις είναι το μοναδικό έθιμο των δυναμιτών που ρίχνονται την Κυριακή του Πάσχα από τις βουνοκορφές εκατέρωθεν του λιμανιού, η αναπαράσταση της τελετής αποχαιρετισμού των σφουγγαράδων, ο χορός του «μηχανικού», δηλαδή του σακατεμένου από τη «νόσο των δυτών» σφουγγαρά, η γιορτή της τσαμπούνας, η γιορτή του μελιού, οι χορευτικές εκδηλώσεις του Λυκείου Ελληνίδων και τα πανηγύρια του Προφήτη Ηλία (20 Ιουλίου), του Αγίου Παντελεήμονα (27 Ιουλίου) και της Παναγίας το Δεκαπενταύγουστο.
9. Σπογγαλιεία
Κάλυμνος και σφουγγάρι είναι δύο έννοιες αλληλένδετες. Η Κάλυμνος είναι ευρύτερα γνωστή ως το «νησί των σφουγγαράδων», λόγω της ιδιαίτερης ενασχόλησης των Καλύμνιων με τη σπογγαλιεία, την επεξεργασία και το εμπόριο των φυσικών σπόγγων. Η μεγάλη ανάπτυξη της σπογγαλιείας στο νησί ήδη από το 18ο αιώνα ως σήμερα υπήρξε παράγοντας ακμής και ευημερίας.
Μέθοδοι σπογγαλιείας (παλαιότερες και νεότερες):
Η Καγκάβα. Ειδικά διαμορφωμένο ξύλινο σκάφος που διέθετε συρόμενα εργαλεία, με τα οποία αποσπούσε τα σφουγγάρια από το βυθό και τα μάζευε εντός δικτυωτού σάκου.
Το Καμάκι. Αλίευση σφουγγαριών μέσα από μικρά σκάφη, με τη βοήθεια καμακιού με προεκτάσεις αναλόγως του βάθους στο οποίο βρίσκονταν τα σφουγγάρια.
Οι Γυμνοί Δύτες. Με μόνο εφόδιο την αναπνοή και υποβοηθούμενοι από τη σκανταλόπετρα (πεπλατυσμένη πέτρα) για γρηγορότερη κατάδυση, οι δύτες κατέβαιναν σε μεγάλα βάθη, που έφταναν ως και τα 60-70 μέτρα, και παρέμεναν κάτω από το νερό για χρονικό διάστημα που προσέγγιζε τα 3-4 λεπτά.
Το Σκάφανδρο. Πλήρης ενδυμασία κατάδυσης, που περιλάμβανε στολή, περικεφαλαία, χάλκινο θώρακα, μεταλλικά παπούτσια. Μία χειροκίνητη αντλία έστελνε φυσικό αέρα στην αεροστεγή στολή του δύτη μέσω σωλήνα.
Το Φερνέζ. Αναπνευστικός μηχανισμός που συνδύαζε τα πλεονεκτήματα του γυμνού δύτη και του σκαφάνδρου. Ο εξοπλισμός περιλάμβανε ένα μικρό αερόσακο στην πλάτη του δύτη, τη μάσκα και τονσωλήνα τροφοδοσίας φυσικού αέρα από αεραντλία.
Ο Ναργιλές. Τη δεκαετία του 1970 αντικαταστάθηκαν όλες οι παλαιότερες μέθοδοι από αυτό το σύστημα, στο οποίο ο δύτης είναι ενδεδυμένος με στολή βατραχανθρώπου και ένας μηχανικός αεροσυμπιεστής τού παρέχει αέρα από το σκάφος.
Τα εμπορεύσιμα σφουγγάρια διακρίνονται σε πέντε κατηγορίες: Καπάδικα, ματαπάδες, λαγόφυτα, τσιμούχες και μελάθια. Η επεξεργασία τους αρχίζει αμέσως μετά την εξαγωγή από τη θάλασσα. Με επανειλημμένο ποδοπάτημα, κοπάνισμα, πλύσιμο με θαλασσινό νερό και εμβάπτιση σε διάλυμα υδροχλωρικού οξέος, αφαιρείται η εξωτερική τους μεμβράνη και απομακρύνονται τα ξένα σώματα (άμμος, πέτρες, όστρεα) από το εσωτερικό τους. Ακολουθεί το ψαλίδισμα και η κατάταξη σε κατηγορίες, ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητα. Για καλύτερη εμφάνιση το σφουγγάρι μπορεί να εμβαπτιστεί σε υπερμαγγανικό οξύ, διάλυμα θειικού οξέος και καυστικής σόδας, προκειμένου να αποκτήσει λευκότητα και μεγαλύτερη απαλότητα.
(Μιχάλης Κουτελλάς)