Άνδρος

1. Ανθρωπογεωγραφία

Η Άνδρος (383 τ. χλμ.) είναι το βορειότερο και το δεύτερο σε έκταση, μετά τη Νάξο, νησί των Κυκλάδων. Έχει μακρόστενο σχήμα και βρίσκεται ανάμεσα στη νότια ακτή της Εύβοιας, από την οποία τη χωρίζει το στενό του Κάβο Ντόρο (ακρωτήριο Καφηρεύς), και την Τήνο. Το έδαφός της είναι ορεινό με κυριότερους όγκους την Κουβάρα (990 μ.) και το Πέταλο (910 μ.) στο κέντρο του νησιού. Οι ακτές της απόκρημνες και έντονα διαμελισμένες, σχηματίζουν υπήνεμους, βαθιούς κολπίσκους, επιμήκη ακρωτήρια και μικρές, απομονωμένες και δυσπρόσιτες παραλίες. Η Άνδρος διακρίνεται για το υψηλότερο στις Κυκλάδες ετήσιο ύψος βροχόπτωσης, με αποτέλεσμα να διαφοροποιείται από το ξηρό κλίμα και το άγονο έδαφος των υπόλοιπων νησιών. Διαθέτει άφθονα υπόγεια και βρόχινα νερά (γι’ αυτό και στην Αρχαιότητα ονομαζόταν και Υδρούσα), εύφορα και καλλιεργήσιμα εδάφη (εσπεριδοειδή, ελαιόδεντρα, αμπέλια), καθώς και πλούσια χλωρίδα (πλατάνια, ευκαλύπτοι, βελανιδιές) και πανίδα (αρπακτικά πτηνά κ.λπ.). Το υπέδαφός της είναι σχετικά πλούσιο σε εκμεταλλεύσιμα μεταλλεύματα (σίδηρος, μαγγάνιο, σχιστόλιθος, μάρμαρο). Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η γεωλογική συγκρότηση του υπεδάφους ευνοεί τη συγκράτηση του νερού, η Άνδρος διαθέτει άφθονες πηγές, το νερό των οποίων είναι μεταλλικό και έχει ιαματικές ιδιότητες (Σάριζα, Πηγή Άρνης, Αλασά κ.ά.).

2. Ιστορία

Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο ήρωας Άνδρος, απόγονος του Απόλλωνα ή του Διόνυσου, έδωσε το όνομά του στο νησί, το οποίο εγκατέλειψε έπειτα από εξέγερση των κατοίκων του και ίδρυσε στην Τρωάδα την πόλη Άντανδρο.

Ως προς τα επιστημονικά δεδομένα, τα τέλη της Νεολιθικής περιόδου (4η χιλιετία π.Χ.) οι σημαντικοί οργανωμένοι οικισμοί του Στρόφιλλα στο δυτικό μέρος του και του Μικρογιαλίου στη βορειοανατολική ακτή εντάσσουν την Άνδρο στις κυκλαδικές πολιτιστικές φάσεις του Σάλιαγκου, της Αντιπάρου και της Κεφάλας της Κέας. Κατά την Πρωτοκυκλαδική και Μεσοκυκλαδική περίοδο (3000-1600 π.Χ.) ακμάζει στη δυτική ακτή ο στρατηγικής σημασίας και φυσικά οχυρωμένος οικισμός της Πλάκας, που συνδέεται με τους σύγχρονους οικισμούς της Φυλακωπής στη Μήλο, της Αγίας Ειρήνης στην Κέα και του Ακρωτηρίου στη Θήρα. Από την Ύστερη εποχή του Χαλκού έχουν εντοπιστεί μόνο τρία μυκηναϊκά αγγεία από την Παλαιόπολη και τον όρμο Κορθίου. Η Γεωμετρική περίοδος (10ος-8ος αι. π.Χ.), εποχή ιδιαίτερης ακμής της Άνδρου, αντιπροσωπεύεται από δύο οχυρωμένους ισχυρούς οικισμούς πάνω σε λόφους της δυτικής ακτής, τη Ζαγορά και την Υψηλή. Από την Αρχαϊκή περίοδο (7ος-6ος αι. π.Χ.) και μέχρι το τέλος της ύστερης Αρχαιότητας το πολιτιστικό κέντρο του νησιού μεταφέρεται στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιόπολης, η οποία διαθέτει ακρόπολη και κυρίως πόλη, εύφορη ενδοχώρα και φυσικά λιμάνια.

Η Άνδρος συμμετείχε στον Α΄ Αποικισμό, ιδρύοντας στη Χαλκιδική σημαντικές αποικίες, όπως τα Στάγειρα (τόπος καταγωγής του Αριστοτέλη), την Άκανθο και την Άργιλλο. Στους Περσικούς πολέμους πολέμησε στο πλευρό των Περσών, με αποτέλεσμα οι Αθηναίοι υπό το Θεμιστοκλή να την πολιορκήσουν (ανεπιτυχώς) για να την τιμωρήσουν. Εντάχθηκε στην Α΄ Αθηναϊκή Συμμαχία και υποστήριξε τους Αθηναίους στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Μέχρι το 393 π.Χ., που οι Αθηναίοι κήρυξαν ανεξάρτητο το νησί, η Άνδρος αποτελούσε το μήλον της Έριδος μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών. Τον 4ο αι. π.Χ., κατά την κυριαρχία των Μακεδόνων στις Κυκλάδες, η Άνδρος ανήκε στο Κοινό των Νησιωτών. Στα χρόνια των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το νησί ενσωματώθηκε στο βασίλειο των Πτολεμαίων μέχρι και το 199 π.Χ., όταν οι νέοι κυρίαρχοι του Αιγαίου, οι Ρωμαίοι, το κατακύρωσαν στο βασίλειο της Περγάμου και στη συνέχεια ο Άτταλος ο Α΄ το παραχώρησε στη Ρώμη (133 π.Χ.). Στα Πρωτοβυζαντινά χρόνια (4ος-6ος αι. μ.Χ.) αποτέλεσε τμήμα της Επαρχίας Νήσων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ενώ μετά τον 7ο αιώνα εντάχθηκε στο διοικητικό Θέμα του Αιγαίου Πελάγους.

Στο Μεσαίωνα το νησί επλήγη από τις επιδρομές των Σαρακηνών, χωρίς ωστόσο να διακοπεί η πολιτιστική δραστηριότητα. Η ανάπτυξη της μεταξουργίας κατά την εποχή της Αυτοκρατορίας των Κομνηνών (11ος-12ος αιώνας) αποτέλεσε το επίκεντρο της οικονομικής ανάπτυξης του νησιού, μετατρέποντάς το σε κέντρο εξαγωγών βελούδινων και αραχνοΰφαντων υφασμάτων στη Δύση.

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), η Άνδρος παραχωρήθηκε στον ανιψιό του δόγη της Βενετίας, Μαρίνο Δάνδολο, ο οποίος ανέπτυξε το Κάτω Κάστρο της σημερινής πόλης της Άνδρου. Στη συνέχεια το νησί πέρασε υπό την κυριαρχία διάφορων ευγενών ιταλικών οικογενειών, ενώ βρισκόταν πάντα στη σφαίρα επιρροής της Βενετίας. Για κάποιο διάστημα μάλιστα ενσωματώθηκε στο Δουκάτο της Νάξου. Κατά την περίοδο της φραγκικής κυριαρχίας, και συγκεκριμένα τον 15ο αιώνα, φαίνεται πως έλαβε χώρα η μαζική μετοικεσία αλβανόφωνων πληθυσμών από την Αττική και την Εύβοια στο νησί, κυρίως στο βόρειο τμήμα του.

Το 1566 οι Οθωμανοί κατέλαβαν το νησί με τη σύμφωνη γνώμη των κατοίκων. Στο διάστημα της οθωμανικής κυριαρχίας η Άνδρος, όπως και άλλα νησιά του Αιγαίου, έχαιρε ενός προνομιακού καθεστώτος, το οποίο εξασφάλισε τόσο μια σχετική οικονομική ευμάρεια, όσο και την κοινωνική πρωτοκαθεδρία των οικογενειών που προέρχονταν από το φεουδαλικό πλαίσιο της προηγούμενης περίοδου. Όπως και οι υπόλοιπες Κυκλάδες, η Άνδρος βρέθηκε στη δεκαετία του 1770 υπό ρωσική κυριαρχία κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων των Ρώσων στο Αιγαίο στο πλαίσιο του ρωσοτουρκικού πολέμου.

Στις 10 Μαΐου 1821 ο Θεόφιλος Καΐρης, από τους πρωτοπόρους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης. Μετά την ενσωμάτωσή της στην επικράτεια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, η Άνδρος διακρίθηκε για την ανάπτυξη της ναυτιλίας και του εφοπλιστικού κεφαλαίου, αν και επηρεάστηκε από την γιγάντωση της Αθήνας. Η εμπορική ναυτιλία ενίσχυσε μέσω συναλλάγματος την τοπική οικονομία και προσέλκυσε ποιοτικό και εύρωστο οικονομικά τουρισμό, ο οποίος, σε συνδυασμό με την πλούσια πολιτιστική ζωή, ανέδειξε το νησί σε δημοφιλή προορισμό Ελλήνων και ξένων επισκεπτών.

3. Αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία

Ο σημαντικότερος και πιο οργανωμένος χώρος του νησιού είναι ο οχυρωμένος και εκτεταμένος οικισμός της Ζαγοράς, ο οποίος άκμασε κατά τη Γεωμετρική περίοδο (10ος-8ος αι. π.Χ.). Το ισχυρό τείχος, η εντυπωσιακή πύλη με το μακρόστενο προμαχώνα, τα καλοδιατηρημένα σπίτια με τους αποθηκευτικούς χώρους, τους εσωτερικούς κίονες και τους χώρους εστίασης και συγκέντρωσης, καθώς και το τέμενος με το μεταγενέστερο ναό την καθιστούν ένα από τα πιο ευανάγνωστα οικιστικά σύνολα της Γεωμετρικής εποχής στον ελλαδικό χώρο. Η Ζαγορά είναι προσιτή μέσω ενός ευρύχωρου βατού χωματόδρομου, ο οποίος διασχίζει το οροπέδιο της απόκρημνης χερσονήσου μέχρι τον αρχαιολογικό χώρο. Για να φτάσει κανείς στο σημείο αυτό, ακολουθεί τον επαρχιακό δρόμο Μπατσί-Κόρθι και μετά το χωριό Ζαγανιάρης συναντά τη συμβολή με το χωματόδρομο.

Ο λόφος της Υψηλής, λίγο βορειότερα της Ζαγοράς, στα όρια του κεντρικού οδικού δικτύου από το Μπατσί στην πόλη της Άνδρου, φιλοξενεί έναν εξίσου εκτεταμένο γεωμετρικό οικισμό με ισχυρό οχυρωματικό τείχος, οικοδομικά κατάλοιπα που φτάνουν μέχρι τη Ρωμαϊκή περίοδο και μεγαρόσχημο ναό με διπλό βωμό του 6ου αι. π.Χ. Η Ζαγορά και η Υψηλή καθιστούν την Άνδρο το σημαντικότερο τόπο για τη μελέτη της Γεωμετρικής περιόδου στο νησιωτικό ελλαδικό χώρο και τη συσχετίζουν με αντίστοιχα στοιχεία από την Αττική και την Εύβοια, ενώ υπογραμμίζουν το ρόλο του νησιού ως κέντρο ελέγχου των θαλάσσιων δρόμων της περιοχής.

Ανάμεσα στη Ζαγορά και στην Υψηλή βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος της Παλαιόπολης, της αρχαίας πρωτεύουσας της Άνδρου (6ος αι. π.Χ. - 6ος αι. μ.Χ.), η οποία ανασκάφηκε ανά περιόδους από το 19ο αι. π.Χ. (Κλεάνθης, Θ. Καΐρης, Α. Μηλιαράκης, Ν. Κοντολέων). Έχουν έρθει στο φως το ογκώδες σχιστολιθικό τείχος με τις οδοντώσεις και τις διαδοχικές πύλες, η αρχαία Αγορά και δύο νεκροταφεία με σημαντικά επιτύμβια γλυπτά (4ος αι. π.Χ.), καθώς και λείψανα πρωτοβυζαντινών βασιλικών. Επίσης, στον πυθμένα της θάλασσας διακρίνονται ίχνη από τον αρχαίο λιμενοβραχίονα. Στο σύγχρονο ομώνυμο οικισμό υπάρχει το Αρχαιολογικό Μουσείο Παλαιόπολης με μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά ευρήματα.

Την εποχή της ακμής της Άνδρου (4ος-3ος αι. π.Χ.) χρονολογούνται και οι πύργοι, οι οποίοι πιθανόν να είχαν φρουριακό και προστατευτικό για την ενδοχώρα χαρακτήρα. Ο πιο καλοδιατηρημένος είναι ο Πύργος του Αγίου Πέτρου στο ομώνυμο χωριό κοντά στο λιμάνι του Γαυρίου. Είναι φτιαγμένος από σχιστόλιθο, κυλινδρικός και πενταώροφος με εσωτερική ελικοειδή κλίμακα. Οι εγκαταστάσεις ορυχείου σιδηρομεταλλεύματος κοντά στον Πύργο και στην περιοχή της Τροχαλιάς, στο ΒΔ τμήμα του νησιού, υποδεικνύουν μία από τις δραστηριότητες των αρχαίων Ανδρίων.

Από τα Βυζαντινά χρόνια έχουν διασωθεί αξιόλογοι ναοί και μοναστήρια, όπως ο ναός του Ταξιάρχη Μιχαήλ στη Μεσαριά, του Ταξιάρχη της Μελίδας στην Πιτροφό και η Μονή της Ζωοδόχου Πηγής. Τα μνημεία αυτά χρονολογούνται την εποχή των Κομνηνών (11ος αι. π.Χ.), οπότε το νησί ακμάζει λόγω της ανάπτυξης της μεταξουργίας, ενώ έχουν υποστεί μεταγενέστερες ανακατασκευές και προσθήκες.

Από την ταραγμένη περίοδο του Μεσαίωνα χρονολογείται το Κάτω Κάστρο, χτισμένο στο άκρο της χερσονήσου της Χώρας, από το οποίο σώζεται η αψιδωτή λίθινη καμάρα που ένωνε τον οικισμό με τη στεριά. Το υπόλοιπο τμήμα του καταστράφηκε από το βομβαρδισμό των Γερμανών το 1943 και σήμερα υπάρχουν κατάλοιπα από τους πυργίσκους, τις πύλες και τις οικίες. Κέντρο της μεσαιωνικής Άνδρου θεωρείται το Επάνω Κάστρο, στην περιοχή της Κοχύλου, με ισχυρό τείχος και εγκαταστάσεις ύδρευσης, κατάλληλες για πολιορκία. Ο οικισμός στα Φάλλικα και ο ορθογώνιος Πύργος του Μακροταντάλου, στη ΒΔ ακτή, που έλεγχε το πέρασμα του Καφηρέως, ολοκληρώνουν την εικόνα της μεσαιωνικής αμυντικής αρχιτεκτονικής του νησιού.

4. Λαϊκή αρχιτεκτονική και παραδοσιακές ασχολίες

Η Χώρα της Άνδρου αποτελεί την πιο χαρακτηριστική εικόνα της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής του νησιού. Το κύριο χαρακτηριστικό των οικιών της Άνδρου είναι πως πρόκειται για μονώροφα ή διώροφα οικοδομήματα με διαθέτουν ευρείες αυλές και μεγάλους εξώστες, οι οποίοι στηρίζονται σε κίονες ή καμάρες. Έντονα είναι τα διακοσμητικά εξωτερικά στοιχεία, όπως τα γύψινα πλαίσια των θυρών και των παραθύρων, τα σαρδελώματα, ασβεστοκονιάματα με εγχάρακτες μακρόστενες ταινίες, τα φτερώματα, σχιστολιθικές προεξοχές στις άκρες των κτηρίων για την προστασία των τοίχων, οι πολυκλινείς στέγες από κεραμίδι, που απολήγουν σε φυτικά ακροκέραμα ή σε τριγωνικά αετώματα, και οι κάπασοι, οι απολήξεις των καπνοδόχων. Οι οικίες είναι χτισμένες ως επί το πλείστον από ντόπιο σχιστόλιθο πλακοειδούς μορφής με συνδετικό υλικό τη λάσπη, γεγονός που αναδεικνύει παραδοσιακά τους κατοίκους σε πολύ καλούς τεχνίτες αυτού του υλικού. Ο πρώτος όροφος των οικιών περιέχει τους χώρους αποθήκευσης, υγιεινής και μαγειρικής, ενώ στο δεύτερο βρίσκονται τα υπνοδωμάτια και οι χώροι υποδοχής και συνεστίασης. Εσωτερική κλίμακα συνδέει τους δύο ορόφους. Τα στενά ασβεστόχριστα μακρόστενα ή οφιοειδή δρομάκια και η πλήρης απουσία οχημάτων στο παλιό τμήμα της Χώρας συμβάλλουν στην προστασία της παραδοσιακής εικόνας της. Η εσωτερική διαρρύθμιση των οικιών με χώρους βιβλιοθήκης ή μελέτης αντανακλά την ιστορική διαμόρφωση ενός ανώτερου κοινωνικού στρώματος με αστικά χαρακτηριστικά και ενδιαφέροντα. Τούτο ωστόσο δε σημαίνει πως δεν απαντούν και οικίες με περισσότερο αγροτικά στοιχεία, όπως το ανώι και το κατώι. Φαίνεται ότι ο οικιακός χώρος στην Άνδρο επικεντρώνεται πιο πολύ στους χώρους συγκέντρωσης παρά στους χώρους καθημερινής χρήσης.

Παράλληλα, την αρχιτεκτονική εικόνα της υπαίθρου του νησιού συμπληρώνουν οι ψηλοί τετράγωνοι πύργοι των αρχόντων του 17ου-19ου αιώνα, οι οποίοι βρίσκονταν στην ενδοχώρα. Διέθεταν υπόγειες αποθήκες και πολλά δωμάτια, ενώ η πρόσβαση γινόταν μέσω κινητής σκάλας και υπερυψωμένης θυρίδας. Η παλιότερη τέτοια κατασκευή είναι ο τριώροφος Πύργος του Μπίστη-Μουβελά στις Στενιές, με την επιγραφή «Σταματέλος Μπίστης» στην πρόσοψη (1734). Αυτοί οι πύργοι εξελίχθηκαν μετά το 19ο αιώνα και την ανάπτυξη της ναυτιλίας στα σημερινά αρχοντικά, τα οποία θεωρούνται μία πιο επιμελημένη και φροντισμένη παραλλαγή τους.

Οι ασχολίες των κατοίκων της Άνδρου, ήδη από την ίδρυση του ελληνικού κράτους (1830), έχουν θεμέλιο λίθο την εμπορική ναυτιλία. Η ανάδειξη μιας τάξης εφοπλιστών με διεθνή δράση και φήμη, η οποία ωστόσο δεν αποκόπηκε από τις ρίζες της, συνέβαλε με τη συνεχή εισροή συναλλάγματος και την παροχή προσφορών ή δωρεών στην τόνωση της τοπικής οικονομίας και στην αναμόρφωση της σύγχρονης αστικής εικόνας του νησιού. Το πρωτοπόρο και φιλόδοξο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή αποτελεί πόλο έλξης των φιλότεχνων και αναδεικνύει το νησί, μέσω των μόνιμων και περιοδικών εκθέσεων, σε μείζον πολιτιστικό κέντρο των Κυκλάδων. Επιπλέον, η Καΐρειος Βιβλιοθήκη, το Σπίτι του Θεόφιλου Καΐρη, αλλά και η συνεισφορά των Ανδρίων στα γράμματα, με προεξάρχοντα τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον σημαντικότερο ίσως εκπρόσωπο του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, δίνουν μια ξεχωριστή αύρα στο νησί και το αναδεικνύουν σε τόπο που συνδυάζει τις φυσικές ομορφιές με την έντονη πολιτιστική ανάπτυξη και παράδοση.

(Κωνσταντίνος Τσώνος)

5. H ναυτιλία της Άνδρου

Μαρτυρίες ναυπήγησης ιστιοφόρων στην Άνδρο σώζονται από τα προεπαναστατικά χρόνια. Σε κώδικα της αρχιεπισκοπής Άνδρου αναγράφεται πράξη του 1783 στην οποία περιλαμβάνεται «η καταγραφή των άσπρων των καραβοκυραίων και λοιπών γεμιτζήδων εις βοήθειαν του ελληνικού σχολείου». Η ανάπτυξη της ναυτιλίας του νησιού αφορούσε κυρίως τη Χώρα, της οποίας οι κάτοικοι ήταν ναυτικοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία, και το χωριό Στενιές. Εκείνη την περίοδο, τα πλοία του νησιού ήταν μικρού μεγέθους, δεν επιχειρούσαν μακρινά ταξίδια και το καθεστώς ιδιοκτησίας τους ήταν η συμμετοχική πλοιοκτησία.

Έχει υποστηριχθεί ότι η γενικότερη ναυτική ανάπτυξη του νησιού κατά την πρώτη μετεπαναστατική περίοδο οφείλεται στην παρουσία των Ψαριανών, οι οποίοι κατέφυγαν στην Άνδρο μετά την καταστροφή του νησιού τους απο τους Οθωμανούς κατά την επανάσταση. Οι Ψαριανοί επιδόθηκαν σε συστηματικές ναυπηγήσεις πλοίων, παρά τις αντιδράσεις των ντόπιων «για τη φθορά κάρπιμων δέντρων». Η κάμψη επίσης της ναυτικής δύναμης παραδοσιακών ναυτότοπων όπως το Γαλαξίδι, η Ύδρα και οι Σπέτσες παρείχε επιπλέον χώρο στην ανάπτυξη άλλων, μεταξύ των οποίων η Άνδρος. Το 1835 το λιμάνι κατείχε τη δέκατη θέση μεταξύ των ελληνικών λιμανιών από άποψη κίνησης πλοίων. Οι ανάγκες ναυπήγησης πλοίων καλύπτονταν στο νησί, κυρίως στην αμμώδη ακτή του Εμπορειού.

Μετά τα μέσα του 19ου αι., ανδριώτικα καράβια ταξίδευαν μέχρι την Ινδία και την Αμερική. Το 1873 ιδρύθηκε στην Άνδρο ομώνυμη «Αλληλέγγυος Ασφάλεια» και το 1890 στο τοπικό νηολόγιο καταγράφονταν 75 ιστιοφόρα ναυπηγημένα στη Σύρο κατά κύριο λόγο, καθώς η τοπική ναυπηγία δεν κάλυπτε πια τις αντίστοιχες ανάγκες. Ανδριώτες καραβοκύρηδες συμμετείχαν στο εμπόριο σιτηρών που διεξαγόταν μέσω των παραδουνάβιων λιμανιών Βραΐλας και Γαλατσίου στη σημερινή Ρουμανία. Πολλοί ακολούθησαν το παράδειγμα των Κεφαλονιτών (κυρίως) εμπόρων, με την εγκατάσταση εμπορικών οίκων και ναυτιλιακών πρακτορείων στις πόλεις των εκβολών του Δούναβη, στους κόλπους των οποίων αναπτύχθηκαν ακμάζουσες ελληνικές κοινότητες. Το πλεόνασμα που προέκυψε από αυτό το εμπόριο επέτρεψε στην ανδριώτικη ναυτιλία να πετύχει τη μετάβαση στον ατμό. Το 1898 το νησί είχε κατακτήσει την τέταρτη θέση όσον αφορά τη χωρητικότητα των πλοίων του, η οποία αντιπροσώπευε το 10% της ολικής χωρητικότητας της ελληνόκτητης τότε ατμήρους ναυτιλίας, ενώ το 1914 η αντίστοιχη χωρητικότητα το τοποθετούσε στη δεύτερη θέση μεταξύ των τοπικών νηολογίων.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, πολλοί από αυτούς που πλούτισαν από τον εφοπλισμό παρέμεναν ακόμη στο νησί. Ο Δημήτριος Μωραΐτης θεώρησε μάλιστα ότι μπορούσε να εγκαταστήσει εκεί τα γραφεία της πολυμετοχικής εταιρείας του, η οποία ιδρύθηκε το 1906, και να διαχειρίζεται τα υπερωκεάνιά της που δρομολογήθηκαν προς τη Νέα Ήπειρο. Η ελληνική υπερωκεάνιος ατμοπλοΐα συνεχίστηκε από τους επίσης Ανδριώτες Αδελφούς Εμπειρίκου, με την Εθνική Ατμοπλοΐα της Ελλάδος το 1908, και τον Λεωνίδα Γουλανδρή μεταπολεμικώς.

Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος στοίχισε στην Άνδρο ναυτικές δυνάμεις αλλά δημιούργησε και «πολεμικά κέρδη». Λίγο αργότερα τα νηολογημένα στο λιμάνι της ατμόπλοια έφθαναν τα 25 (1921), και τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 80 πλοία, κατατάσσοντας την Άνδρο στη δεύτερη θέση μετά τον Πειραιά. Δέκα μόνο από αυτά τα πλοία διασώθηκαν του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Οι μεγάλες εφοπλιστικές οικογένειες είχαν ήδη αρχίσει να μεταφέρουν την έδρα των δραστηριοτήτων τους στα ναυτιλιακά κέντρα της εποχής, τη Σύρο, τον Πειραιά αλλά και το Λονδίνο, από την περίοδο του Μεσοπολέμου. Ο προσανατολισμός της ναυτιλίας ήταν πια διεθνής με αποτέλεσμα ελάχιστα να μπορεί κανείς να μιλά στο εξής για ανδριώτικη ναυτιλία.

(Ελένη Μπενέκη)

6. Μουσεία

6.1. Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης

Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Χώρα της Άνδρου ιδρύθηκε το 1979 με την πρωτοβουλία και τη χορηγία του Βασίλη και της Ελίζας Γουλανδρή, μελών της γνωστής ναυτικής οικογένειας του νησιού.

Αφορμή για τη δημιουργία του μουσείου και πυρήνας των συλλογών του αποτέλεσαν τα γλυπτά του Μιχάλη Τόμπρου (1889-1974), καλλιτέχνη με καταγωγή από την Άνδρο. Ο Τόμπρος σπούδασε στην Αθήνα και ύστερα στο Παρίσι κοντά σε ονομαστούς δασκάλους όπως ο A. Μalliol. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, τόσο με τα έργα που εξέθεσε, όσο και με τη διδασκαλία του στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και τις πρωτοβουλίες που ανέλαβε (ίδρυση της Ομάδας Τέχνης, έκδοση του περιοδικού 20ός αιώνας κ.ά.) συνετέλεσε αποφασιστικά στην κίνηση για την ανανέωση της νεοελληνικής τέχνης, ιδιαίτερα κατά την πλούσια σε ζυμώσεις και εξελίξεις δεκαετία του 1930.

Στη συνέχεια, ωστόσο, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Άνδρου εμπλουτίστηκε με δημιουργίες και άλλων διακεκριμένων καλλιτεχνών, που ανήκουν στη συλλογή των ιδρυτών του μουσείου, με σκοπό να παρουσιαστεί στο κοινό μια σφαιρικότερη εικόνα της ελληνικής μεταπολεμικής τέχνης, τόσο της γλυπτικής όσο και της ζωγραφικής.

Έτσι στα εκθέματά του συμπεριλαμβάνονται έργα γλυπτών που μαθήτευσαν στο εργαστήρι του Τόμπρου στη Σχολή Καλών Τεχνών, αν και στη συνέχεια ακολούθησαν πολύ διαφορετικές κατευθύνσεις, όπως ο Γεράσιμος Σκλάβος, ο Γιώργος Νικολαΐδης και ο Μέμος Μακρής. Παράλληλα, το μουσείο φιλοξενεί έργα καλλιτεχνών που έπαιξαν ανάλογο ρόλο με τον Τόμπρο, επιδίωξαν δηλαδή να ανανεώσουν τη νεοελληνική γλυπτική αντλώντας από διδάγματα και εμπειρίες που απέκτησαν στο εξωτερικό. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο Γιάννης Παππάς, ο Γιώργος Ζογγολόπουλος, ο Τάκης, η Chryssa, η Σοφία Βάρη κ.ά.

Δίπλα στα έργα των γλυπτών, τοποθετήθηκαν πίνακες ζωγράφων που έζησαν την ίδια εποχή και μοιράστηκαν τις ίδιες αναζητήσεις, με σημαντικότερους τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Γιώργο Γουναρόπουλο, τον Γιώργο Μπουζιάνη, τον Νίκο Μόραλη, τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Σπύρο Βασιλείου. Ακόμα, καταβάλλεται προσπάθεια να εκπροσωπηθούν στο Μουσείο οι πιο σύγχρονες τάσεις και το έργο καλλιτεχνών όπως ο Αλέκος Φασιανός, ο Ντίκος Βυζάντιος και ο Βασίλης Φωτόπουλος.

Εκτός από την έκθεση της μόνιμης συλλογής του, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του ανέλαβε τη διοργάνωση περιοδικών εκθέσεων. Καθώς οι αρχικοί χώροι που διέθετε σύντομα αποδείχτηκαν ανεπαρκείς, το 1986 εγκαινιάστηκε μια νέα πτέρυγα απέναντι από το προϋπάρχον κτήριο. Έτσι η παλαιότερη πτέρυγα λειτουργεί πλέον αποκλειστικά ως γλυπτοθήκη. Στο νέο χώρο κατά τους χειμερινούς μήνες στεγάζεται η συλλογή έργων ζωγραφικής των ιδρυτών του Μουσείου και κατά τους θερινούς μήνες προσωρινές εκθέσεις αφιερωμένες σε έλληνες καλλιτέχνες (Κ. Ν. Καραγάτση, Δ. Μυταράς, Γ. Γαΐτης, Ο. Ζούνη κ.ά.) ή, συνηθέστερα, σε μεγάλους ξένους δημιουργούς (Pablo Picasso, Géorges Braque, Juan Miro, Henry Moore, Marc Chagall κ.ά.).

Η εκθεσιακή δραστηριότητα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, ιδιαίτερα όσον αφορά στους ξένους δημιουργούς, αποτελεί ένα πολύ σημαντικό όσο και δημοφιλές εικαστικό γεγονός, καθώς προσφέρει τη γνωριμία με έργα σημαντικών καλλιτεχνών που δεν περιλαμβάνονται στις συλλογές των ελληνικών μουσείων.

(Αλεξάνδρα Σέλελη)

6.2. Αρχαιολογικό Μουσείο Άνδρου

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ανδρου βρίσκεται στη Χώρα, στην οδό Καΐρη, απέναντι από το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Στεγάζεται σε κτήριο έκτασης 1.500 τ.μ., που κτίστηκε το 1981 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Στάμου Παπαδάκη με τη χορηγία του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή.
Οι συλλογές του μουσείου προσφέρουν μια πανοραμική εικόνα της ιστορίας του νησιού ως τη βυζαντινή εποχή, ξεκινώντας με ευρήματα από τον γεωμετρικό οικισμό της Ζαγοράς, τα οποία εκτίθενται στις τέσσερις αίθουσες του πρώτου ορόφου, πλαισιωμένα από πλούσιο σχετικό εποπτικό υλικό. Στον ίδιο όροφο φιλοξενείται επίσης αντίτυπο της Χάρτας του Ρήγα Φεραίου. Στο ισόγειο εκτίθεται η συλλογή γλυπτών από την αρχαϊκή μέχρι και τη ρωμαϊκή εποχή. Από αυτά ιδιαίτερα σημαντικοί είναι δύο ακέφαλοι κορμοί αρχαϊκών κούρων, καθώς και μαρμάρινο άγαλμα γυμνού άνδρα, γνωστό ως «Ερμής της Άνδρου», ρωμαϊκό αντίγραφο του 1ου αι. π.Χ. από χάλκινο άγαλμα του Πραξιτέλη, που βρέθηκε στην Παλαιόπολη, μαζί με ένα ακέφαλο γυναικείο άγαλμα του τύπου της «Μεγάλης Ηρακλειώτισσας», αντίγραφο του 1ου αιώνα π.Χ. από έργο του 3ου αιώνα π.Χ. Στις υπόλοιπες αίθουσες του ισογείου παρουσιάζονται επιγραφές και γλυπτά πρωτοβυζαντινής και βυζαντινής εποχής.

Το μουσείο διαθέτει αίθουσα προβολών, εργαστήρια συντήρησης και αποθήκες, ενώ στο αίθριο εκτίθενται έργα σύγχρονης τέχνης, στο πλαίσιο συνεργασίας με το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Στον ίδιο χώρο φιλοξενούνται και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις.

6.3. Ναυτικό Μουσείο Άνδρου

Το Ναυτικό Μουσείο βρίσκεται στη Χώρα της Άνδρου, στη Ρίβα, σε κτήριο που δωρήθηκε από τον Δημήτριο Ράλλια στο Δήμο Άνδρου το 1957. Το μουσείο ιδρύθηκε το 1972 και παρουσιάζει διαχρονικά την εξέλιξη της ανδριώτικης ναυτιλίας. Στα εκθέματα του μουσείου περιλαμβάνονται παραδοσιακές ανδριώτικες στολές, ναυλοσύμφωνα, ασφαλιστήρια και συμβόλαια, ναυτικά ημερολόγια, λιθογραφίες ανδριώτικων πλοίων καθώς και μακέτες σύγχρονων και παλαιών ανδριώτικων πλοίων.

6.4. Καΐρειος βιβλιοθήκη

Η Καΐρειος βιβλιοθήκη ιδρύθηκε το 1987. Βρίσκεται στην Χώρα της Άνδρου, στην πλατεία Καΐρη. Στεγάζεται σε κτήριο που παραχωρήθηκε για το σκοπό αυτό από την οικογένεια Καμπάνη. Περιλαμβάνει την προσωπική συλλογή βιβλίων του Θεόφιλου Καΐρη, η οποία υπολογίζεται στους 3.000 περίπου τόμους και απαρτίζεται εν πολλοίς από δυσεύρετες εκδόσεις και μοναδικά χειρόγραφα. Η βιβλιοθήκη επίσης φιλοξενεί το ιστορικό αρχείο του νησιού, καθώς και έργα τέχνης (ελαιογραφίες, εικόνες, γκραβούρες, συλλογή αρχαίων αντικειμένων).
Συνολικά υπολογίζεται ότι η Βιβλιοθήκη διαθέτει περίπου 60.000 τόμους εντύπων. Περιλαμβάνει επίσης τμήμα συντήρησης βιβλίων και βιβλιοδεσίας, δανειστική βιβλιοθήκη και αναγνωστήριο για τις ανάγκες των επισκεπτών της, καθώς και τμήμα με παιδικά βιβλία. Συγχρόνως, η Καΐρειος Βιβλιοθήκη αναπτύσσει πλούσια εκδοτική δραστηριότητα και θέτει υπό την αιγίδα της ποικίλες πολιτιστικές δράσεις που λαμβάνουν χώρα στο νησί (ανασκαφές, συνέδρια κ.ά.).
Στη Βιβλιοθήκη έχει παραχωρηθεί το αρχοντικό Αγαδάκη και το παραδοσιακό ελαιοτριβείο του στο χωριό Απατούρια, το οποίο στεγάζει τμήμα της συλλογής αντικειμένων λαϊκού πολιτισμού της Βιβλιοθήκης.

6.5. Παράρτημα Καϊρείου Βιβλιοθήκης «Οικία Μιχαήλ Ε. Κυδωνιέως»

Το παράρτημα της Καϊρείου Βιβλιοθήκης «Οικία Μιχαήλ Ε. Κυδωνιέως» ανήκε αρχικά στην οικογένεια του Μιχαήλ Ε. Κυδωνιέως. Πρόκειται για ένα διώροφο νεοκλασικό κτίριο στη Χώρα της Άνδρου, που οικοδομήθηκε περίπου το 1920. Η Βιβλιοθήκη αγόρασε αρχικά τον πρώτο όροφο του κτηρίου και το 2002 και το ισόγειο. Στεγάζει μέρος των συλλογών της βιβλιοθήκης, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος, που φιλοξενεί σημαντικές εκθέσεις, όπως "Άνδρος και Κυκλάδες - Έκθεση Χαρτών."

6.6. Ίδρυμα Πέτρου και Μαρίκας Κυδωνιέως

Το ίδρυμα Πέτρου και Μαρίκας Κυδωνιέως ιδρύθηκε το 1994 και στεγάζεται στην Χώρα της Άνδρου, στην οδό Καΐρη. Σκοπός του ιδρύματος είναι η παρουσίαση εικαστικών, λογοτεχνικών, θεατρικών και μουσικών εκδηλώσεων. Το 1995 καθιερώθηκε ο ιδιαίτερα σημαντικός ετήσιος θεσμός «Πλόες», στο πλαίσιο του οποίου οργανώνονται εκθέσεις σύγχρονης τέχνης. Στο Ίδρυμα έχουν εκτεθεί έργα των Τσόκλη, Τάκη, Παύλου, Φασιανού κ.α.

6.7. Αρχαιολογικό Μουσείο Παλαιόπολης

Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Παλαιοπόλεως Άνδρου στεγάζεται σε κτήριο της κοινότητας Παλαιόπολης, χορηγία του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή. Ιδρύθηκε το 2003 και περιλαμβάνει τα ευρήματα από τις ανασκαφές στην Παλαιόπολη. Τα εκθέματα κατανέμονται σε τρεις θεματικές ενότητες: Τα ποικίλα ευρήματα (αίθουσα Α) περιλαμβάνουν αγγεία, εργαλεία, κοσμήματα, ειδώλια, νομίσματα κ.ά. και καλύπτουν τη χρονική περίοδο από τη Νεολιθική εποχή ως την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Τα γλυπτά εκτίθενται στην αίθουσα Β. Από αυτά, τα σημαντικότερα είναι ένα μαρμάρινο γλυπτό σύμπλεγμα του Πήγασου με τον Βελλερεφόντη (6ος αι. π.Χ.), καθώς και ένα μαρμάρινο άγαλμα λιονταριού (4ος αι. π.Χ.). Τέλος, στην αίθουσα Γ εκτίθεται συλλογή επιγραφών που χρονολογούνται από τον 5ο αι. π.Χ. ως τον 3ο αιώνα μ.Χ., από τις οποίες ξεχωρίζει ενεπίγραφη μαρμάρινη πλάκα με απόσπασμα από ύμνο προς τιμή της θεάς Ίσιδας.

6.8. Μουσείο Λαογραφίας και Χριστιανικής Τέχνης

Τα εκθέματα του Μουσείου Λαογραφίας και Χριστιανικής Τέχνης στη Χώρα της Άνδρου διακρίνονται σε τρεις ενότητες: «Το ανδριώτικο σπίτι», με εκθέματα που αφορούν την καθημερινή ζωή σε ένα παραδοσιακό σπίτι του νησιού, «Τα ανδριώτικα προϊόντα και τα επαγγέλματα», καθώς και το τμήμα που περιλαμβάνει εικόνες, έργα εκκλησιαστικής αργυροχρυσοχοΐας και ξυλόγλυπτα τέμπλα από τις εκκλησίες της Άνδρου.

6.9. Μουσείο Ελιάς Κυκλάδων

Το Μουσείο Ελιάς Κυκλάδων στην Άνδρο αποτελείται από δύο παλιά ελαιοτριβεία του νησιού, τον ελαιόμυλο Χέλμη στον Πιτροφό και τον ελαιόμυλο Λεμπέση στα Ρέματα. Οι εγκαταστάσεις έχουν αποκατασταθεί και μετατραπεί σε μουσειακούς χώρους. Σε αυτούς ο επισκέπτης μπορεί να παρακολουθήσει τις τεχνολογίες παραγωγής και επεξεργασίας ελαιολάδου στους αγροτικούς οικισμούς της Άνδρου και να κατατοπιστεί για τη σημασία της ελαιοκαλλιέργειας στο νησί σε οικολογικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.

(Βασιλική Σπυροπούλου)

7. Πεζοπορικές διαδρομές της Άνδρου

Το φυσικό ανάγλυφο της Άνδρου με τις αλλεπάλληλες οριζόντιες κορυφογραμμές που επιτρέπουν να διασχίσει κανείς το νησί από τα ανατολικά στα δυτικά, και ταυτόχρονα δυσχεραίνουν την επικοινωνία ανάμεσα στο βόρειο και το νότιο τμήμα του, έχει συμβάλει στη δημιουργία ενός δικτύου καλντεριμιών και μονοπατιών, τα οποία, με πολλές διακλαδώσεις, μπορούν να ενώσουν τη ΒΔ με τη ΝΑ ακτή. Στο πλαίσιο ένος οργανωμένου προγράμματος ανάδειξης και συντήρησης των παραδοσιακών λίθινων μονοπατιών, πολλά από τα οποία ακολουθούν τα ίχνη του αρχαίου οδικού δικτύου, έχουν συγκροτηθεί οκτώ πεζοπορικές διαδρομές με σήμανση και ενδιάμεσους σταθμούς, η κάλυψη των οποίων κυμαίνεται από 1 ώρα και 50 λεπτά έως 3 ώρες και 45 λεπτά. Η πορεία μέσα στην πλούσια βλάστηση του νησιού και την παραδοσιακή αρχιτεκτονική των μικρών οικισμών της ενδοχώρας (Αρνάς, Μεσαθούρι, Μένητες) αποτελεί θαυμάσια επιλογή για όσους αναζητούν εναλλακτικές μορφές τουρισμού και καθιστά την Άνδρο ιδανικό προορισμό για φυσιολάτρες και ανθρώπους που αγαπούν την πεζοπορία και την άσκηση.

(Κωνσταντίνος Τσώνος)