Ανάφη

1. Φυσικός χώρος - περιβάλλον

Η Ανάφη είναι το νοτιοανατολικότερο νησί των Κυκλάδων και βρίσκεται ανατολικά της Θήρας. Το έδαφός της είναι ημιορεινό με υψηλότερη κορυφή τη Βίγλα (584 μ.) στο κέντρο του νησιού. Η Ανάφη είναι νησί άγονο, χωρίς ιδιαίτερη βλάστηση. Η εικόνα της μοιάζει πυραμιδοειδής λόγω του κεντρικού ορεινού όγκου, με απόκρημνες, ελάχιστα διαμελισμένες ακτές, οι οποίες σε αρκετά σημεία σχηματίζουν μικρούς ορμίσκους με ήσυχες και δυσπρόσιτες παραλίες. Το έδαφός της αποτελείται από σκληρό γρανίτη, ενώ σε πολλά σημεία, ιδιαίτερα στις πλάγιες όψεις των λόφων, έχουν εντοπιστεί στρώματα ελαφρόπετρας. Αυτά προέρχονται από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας το 1650 π.Χ., και μεταφέρθηκαν στην Ανάφη μέσω αέριων και θαλάσσιων μαζών. Ως προς το υπέδαφος, η Ανάφη διαθέτει μεταλλεύματα σιδήρου και μολύβδου, όπως και ιαματική θειούχα πηγή στη θέση Βάγια, στις δυτικές ακτές. Η Ανάφη είναι από τα νησιά των Κυκλάδων που δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα λειψυδρίας, καθώς σε πολλά σημεία υπάρχουν πηγές γύρω από τις οποίες αναπτύσσονται μικρές εκτάσεις εύφορης γης, που δημιουργούν έντονη αντίθεση με το ξηρό και άγονο τοπίο. Οι περιοχές Κάλαμος και Ρούκουνας έχουν ενταχθεί στο περιβαλλοντικό δίκτυο "Natura 2000" ως Τόποι Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ), ενώ όλο το νησί αποτελεί μία από τις Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας.

2. Ιστορία

Η μυθολογία συνδέει την Ανάφη με την επιστροφή των Αργοναυτών από την Κολχίδα. Προσπαθώντας να αποφύγουν το ξαφνικό σκοτάδι και τη σφοδρή κακοκαιρία στο Κρητικό πέλαγος, οι Αργοναύτες κατέφυγαν στον Απόλλωνα, ζητώντας τη βοήθειά του. Εκείνος ανταποκρίθηκε ρίχνοντας μια έντονη δέσμη φωτός, που φανέρωσε το κοντινότερο νησί, στο οποίο έσπευσαν να αγκυροβολήσουν. Λόγω της σωτήριας εμφάνισης του νησιού αυτού, οι Αργοναύτες το ονόμασαν Ανάφη (=νησί που φωτίζεται) και για να τιμήσουν το θεό που τους συμπαραστάθηκε έχτισαν εκεί ένα ιερό του Απόλλωνα Αιγλήτου (=ακτινοβόλου). Η εμπλοκή του Απόλλωνα στην ιστορία του νησιού εντάσσεται στην πληθώρα των στοιχείων που διαθέτουμε για τη δεσπόζουσα θέση του συγκεκριμένου θεού στη μυθολογία των Κυκλάδων. Το ιερό του Δήλιου Απόλλωνα στο ομώνυμο νησί, το οποίο θεωρείται το θρησκευτικό κέντρο των αρχαίων Κυκλάδων και από τα σημαντικότερα του ελληνικού χώρου, τα ιερά σε άλλα νησιά (Δεσποτικό), αλλά και η χρήση του ονόματος του Απόλλωνα στις πόλεις μερικών νησιών (Μήλος-Πολλώνια, Σίφνος-Απολλωνία) αποδεικνύουν τη μακρά σχέση ανάμεσα στο θεό του φωτός και στις Κυκλάδες. Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι πρώτοι κάτοικοι της Ανάφης ήταν οι Φοίνικες με αρχηγό το Μεμβλίαρο, ο οποίος έδωσε στην Ανάφη και τις προσωνυμίες Μεμβλίαρος ή Βλίαρος.

Στα γεωμετρικά χρόνια, η Ανάφη κατοικήθηκε από Δωριείς (10ος-8ος αι. π.Χ.) και στη διάρκεια της ηγεμονίας της Αθήνας εντάχθηκε στην Αθηναϊκή Συμμαχία (5ος αι. π.Χ.), όπως και τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων. Ιδιαίτερη ακμή και σχετική αυτονομία παρουσίασε στους Ελληνιστικούς χρόνους, οπότε και διέθετε δικό της νόμισμα, ενώ ελάχιστα στοιχεία έχουμε για τη Ρωμαϊκή εποχή. Στη Βυζαντινή εποχή η Ανάφη δεν ανέπτυξε ιδιαίτερη δραστηριότητα. Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204), ο Μάρκος Σανούδος συγκρότησε το Δουκάτο του Αιγαίου, καταλαμβάνοντας όλες τις Κυκλάδες. Η Ανάφη παραχωρήθηκε στο Λεονάρδο Φώσκολο και το όνομά της εκλατινίστηκε σε Νamphio. Στη συνέχεια άλλαξε κυριάρχους: Βυζαντινούς και Βενετούς αρχικά, Οθωμανούς το 1537 (μαζί με τις υπόλοιπες Κυκλάδες), ενώ αποτέλεσε συχνά στόχο πειρατικών επιδρομών. Για αυτή την περίοδο προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες για το νησί οι περιηγητές Chr. Buondelmonti το 15ο αιώνα και P. De Tournefort το 18ο αιώνα. Μετά την Επανάσταση του 1821 και την ίδρυση του ελληνικού κράτους, Αναφιώτες μετανάστευσαν στην Αθήνα για να εργαστούν ως κτίστες στην ανοικοδόμηση της νέας πρωτεύουσας, δημιουργώντας τα Αναφιώτικα, τη συνοικία κάτω από την Ακρόπολη. Όπως και πολλά άλλα νησιά, η Ανάφη χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας από τη δεκαετία του 1920 και σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου.

3. Αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία

Στην κορυφή του λόφου Καστέλι, στο κέντρο του νησιού, σώζονται τα κατάλοιπα της αρχαίας πρωτεύουσάς του (4ος-2ος αι. π.Χ.), κυρίως ίχνη ισχυρού τείχους, νεκροταφείο με εντυπωσιακούς τάφους σε μορφή οίκων, αλλά και ρωμαϊκά επιτύμβια μνημεία. Η Μονή της Κάτω Παναγίας της Καλαμιώτισσας, στη νοτιοανατολική ακτή, είναι χτισμένη πάνω στα ερείπια του αρχαίου ναού του Απόλλωνα του Ασγελάτα με αρχαίο οικοδομικό υλικό και εντοιχισμένες επιγραφές. Ο ναός αποτελούσε το επίκεντρο της θρησκευτικής ζωής των αρχαίων κατοίκων. Από επιγραφές προκύπτει ότι λατρεύονταν και άλλοι θεοί, όπως ο Ασκληπιός, ο Ζευς Κτήσιος και η Αφροδίτη. Το πολιτικό κέντρο (Καστέλι) και το θρησκευτικό συνδέονταν με μια ιερά οδό, τμήματα της οποίας έχουν εντοπιστεί. Τέλος, η θέση Καταλυμάτσο (ή Καταλυμάκια), λίγο δυτικότερα από το ιερό, ταυτίζεται με το αρχαίο λιμάνι του νησιού, όπως φαίνεται από τα ερείπια νεωρίων και μικρού οικισμού, ο οποίος συνδεόταν με τις δύο παραπάνω θέσεις μέσω μιας παράκαμψης της ιεράς οδού. Οι τρεις αυτοί αρχαιολογικοί χώροι είναι επισκέψιμοι, αλλά με μεγάλη δυσκολία, καθώς πρέπει κανείς να ακολουθήσει τους στενούς δρόμους στις πλαγιές των απότομων λόφων, οι οποίοι αποτελούν γνώριμο στοιχείο του αναγλύφου του νησιού. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο φιλοξενεί πολλά από τα ευρήματα της Ανάφης, ενώ στο Μουσείο της Αγίας Πετρούπολης (Ερμιτάζ) βρίσκονται αυτά που απομάκρυναν οι Ρώσοι όταν κατέλαβαν το νησί το 1770-1774, κατά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Η συγκέντρωση του σημερινού πληθυσμού στη Χώρα της Ανάφης και η μεταφορά της παλιάς πρωτεύουσας από το Καστέλι στη σημερινή θέση, ήδη από την εποχή των Φώσκολων, οδήγησε στην απομόνωση των σημαντικών αρχαιολογικών χώρων του νησιού, προστατεύοντάς τους όμως ταυτόχρονα από τη σύγχρονη οικοδόμηση.

4. Παραδοσιακή αρχιτεκτονική

Σήμερα, η Χώρα της Ανάφης αποτελεί το μοναδικό οργανωμένο οικισμό του νησιού, ο οποίος από το 2002 ανακηρύχθηκε μαζί με τα υπόλοιπα οικιστικά κατάλοιπα του νησιού διατηρητέος. Απέχει 1 χλμ. από το σύγχρονο λιμάνι του Αγίου Νικολάου, όπου καταλήγουν όλα τα δρομολόγια των πλοίων, τόσο από τον Πειραιά, όσο και από τα υπόλοιπα νησιά. Η αρχιτεκτονική της Χώρας αποτελεί θαυμάσιο δείγμα αιγαιοπελαγίτικου οικιστικού τοπίου με χαμηλά, διώροφα και ευρύχωρα πέτρινα λευκά σπίτια, μεγάλες αυλές με θέα στο πέλαγος και στενούς πλακόστρωτους δρομίσκους, που συνδέουν με καμάρες τα σπίτια. Πολύ καλά σωζόμενο δείγμα της αρχιτεκτονικής αυτής θεωρείται η συνοικία των Αναφιώτικων της Πλάκας στην Αθήνα, στα νότια της Ακρόπολης, που δημιουργήθηκε στη δεκαετία του 1860 από Αναφιώτες μάστορες και χτίστες.

5. Το νησί κατά τα τελευταία χρόνια

Η ενασχόληση των Αναφιωτών με τη λάξευση της πέτρας αποτελούσε μία από τις πιο σημαντικές οικονομικές δραστηριότητες του νησιού, το οποίο παρείχε σε αφθονία την πρώτη ύλη. Οι Αναφιώτες αναδείχθηκαν ιδιαίτερα επιτήδειοι μάστορες και χτίστες. Με την ιδιότητά τους αυτή συνέβαλαν με τη γνώση τους στην οικοδόμηση της Αθήνας κατά τον 19ο αιώνα. Η απόσταση του νησιού από τον Πειραιά και τις Κεντρικές Κυκλάδες και η απομόνωσή του βοήθησε στη διατήρηση του παραδοσιακού αρχιτεκτονικού τοπίου της Ανάφης και στην αποφυγή αρχιτεκτονικών επιλογών που υπαγορεύονταν από μια κοντόφθαλμη αντίληψη τουριστικής ανάπτυξης, όπως σε άλλα νησιά. Έτσι, οι ταξιδιώτες μπορούν να θαυμάσουν το εξαίρετο τοπίο της Χώρας και να επισκεφθούν τις ήσυχες παραλίες του νησιού, πολλές από τις οποίες προσεγγίζονται μόνο από τη θάλασσα και συγκεκριμένα με καΐκια από την Παναγία Καλαμιώτισσα. Επίσης, οι ανεμόμυλοι στις παρυφές της χώρας και τα πολλά και παλιά ξωκλήσια αποτελούν πόλο έλξης πολλών επισκεπτών, ενώ στη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής γίνεται μεγάλο πανηγύρι στις 8-9 Σεπτεμβρίου, όπου οι κάτοικοι διασκεδάζουν σε ρυθμούς που θυμίζουν έντονα τις κρητικές μαντινάδες.

6. Κατοικιές

Εκτός από τη Χώρα, σε όλη την έκταση του νησιού υπάρχουν διάσπαρτες οι λεγόμενες «κατοικιές», κτίσματα που κατασκεύαζαν οι κάτοικοι της Χώρας στις παρυφές των χωραφιών τους, ώστε να μπορούν να διαμένουν σε αυτά κατά τη διάρκεια του θέρους ή του τρύγου. Λειτουργούσαν επίσης ως χώροι αποθήκευσης και επεξεργασίας των προϊόντων (σιτάρι, μαλλί, τυρί, μέλι κ.ά.). Πρόκειται για μικρά λιθόκτιστα συγκροτήματα, που αποτελούνται από δωμάτια διαμονής και κουζίνα σε ορθογώνια, μονόχωρη μορφή, και από αποθήκες, αχυρώνες, αλώνια, φούρνους ή μαντριά. Αποτελούν τον πυρήνα της αγροτικής οικονομίας του νησιού και υποδηλώνουν τη μόνιμη σχέση των κατοίκων με τη γη. Στην ιστορική τους διαδρομή, οι Αναφιώτες ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι, ενώ η θαμνώδης βλάστηση συνέβαλε στην ανάπτυξη της μελισσοκομίας, όπως αποδεικνύεται και αρχαιολογικά με τον εντοπισμό ελληνιστικών νομισμάτων με το σύμβολο της μέλισσας στη μία πλευρά τους. Η διασπορά των αναβαθμών (πεζούλες) δείχνει την προσπάθεια των κατοίκων για την εξοικονόμηση καλλιεργήσιμης γης. Ο διαχρονικός δεσμός ανθρώπου-τοπίου διαπερνά όλες τις ιστορικές περιόδους και ορίζει ακόμα και σήμερα την εικόνα της Ανάφης, μετατρέποντας το νησί σε ιδανικό τόπο εναλλακτικού τουρισμού.