Γενουάτες στο Αιγαίο

1. Ο ανταγωνισμός μεταξύ Βενετίας και Γένοβας

Η δράση της Γένοβας στο χώρο του Αιγαίου πελάγους υπήρξε μακρά και συνδέεται με την προσπάθεια της ιταλικής ναυτικής πόλης να αποκτήσει βάσεις για την ανάπτυξη του θαλάσσιου εμπορίου της και τον έλεγχο των μεγάλων θαλάσσιων διαδρομών αφενός μεν προς την Κωνσταντινούπολη και τον Εύξεινο Πόντο αφετέρου δε προς την Κύπρο και τη Συροπαλαιστίνη.

Η παρουσία της Γένοβας στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εδραιώνεται κυρίως στο β΄ μισό του 12ου αιώνα, όταν ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143-1180) της παραχώρησε σημαντικά εμπορικά προνόμια, προσπαθώντας να περιορίσει τη δύναμη της ανταγωνίστριας δύναμής της, της Βενετίας.

Λίγα χρόνια πριν από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204, ένας μεγάλος αριθμός Γενουατών εμπόρων είχε επιδοθεί στην πειρατεία και είχε καταλάβει διάφορες βάσεις στο Αιγαίο. Όταν ο Βενετός στρατιωτικός Μάρκος Σανούδος έσπευσε να καταλάβει με τη συγκατάθεση του Λατίνου αυτοκράτορα και της Βενετίας τα νησιά των Κυκλάδων μεταξύ των ετών 1204 και 1207, αποβιβάστηκε στη Νάξο και επιτέθηκε εναντίον των Γενουατών πειρατών που είχαν οχυρωθεί στο ισχυρό κάστρο του Απαλίρου. Η Κρήτη επίσης χρησιμοποιούνταν πιθανότατα ως βάση Γενουατών πειρατών πριν από το 1204, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1206, ένα σημαντικό τμήμα της καταλήφθηκε από τον Ερρίκο Πεσκατόρε (Pescatore), Γενουάτη κόμη της Μάλτας.

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204 είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την εδραίωση της Βενετίας στον ελλαδικό χώρο. Η Γένοβα, που είχε επίσης σημαντικά εμπορικά συμφέροντα στον ελλαδικό χώρο, δεν αποδέχθηκε την κυρίαρχη θέση της Βενετίας και για αρκετά χρόνια επιδόθηκε σε πολεμικές συγκρούσεις μαζί της. Το 1205 συμμάχησε με την επίσης αξιόλογη ναυτική ιταλική πόλη Πίζα και ενεπλάκη σε πόλεμο με τη Βενετία, με την οποία υπέγραψε τελικά συνθήκη ειρήνης το καλοκαίρι του 1206. Την ίδια περίοδο, ωστόσο, η Βενετία στην προσπάθειά της να επιβάλει τα κυριαρχικά της δικαιώματα στην Κρήτη, που της είχε παραχωρηθεί από τον ηγέτη της Δ΄ σταυροφορίας Βονιφάτιο Μομφερατικό, έστειλε τον στόλο της εναντίον του Γενουάτη Πεσκατόρε, που είχε καταλάβει σημαντικό τμήμα του νησιού. Ο τελευταίος ζήτησε τη βοήθεια της Γένοβας, με αποτέλεσμα να προκληθούν νέες πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο ιταλικές πόλεις, μέχρι την τελική επικράτηση της Βενετίας το 1211.

Οι σχέσεις της Γένοβας και της Βενετίας εξακολούθησαν να είναι εχθρικές μέχρι το 1218, οπότε η τελευταία επικύρωσε τα προνόμια που είχαν παραχωρήσει στη Γένοβα κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα οι βυζαντινοί αυτοκράτορες και της επέτρεψε να εμπορεύεται στα εδάφη της Λατινικής Αυτοκρατορίας. Την εποχή αυτή αξιόλογη παρουσία Γενουατών εμπόρων σημειώνεται στη Θεσσαλονίκη και στο δουκάτο των Αθηνών.

Ο εμπορικός ανταγωνισμός ωστόσο ανάμεσα στις δύο ιταλικές πόλεις δε σταμάτησε σχεδόν ποτέ και απέκτησε ιδιαίτερα οξεία μορφή το 1256, οπότε ξέσπασε ο πρώτος μεγάλος βενετο-γενουατικός πόλεμος του 13ου αιώνα στις παράλιες πόλεις της Συροπαλαιστίνης. Ο πόλεμος αυτός που έληξε μόλις το 1270 με ήττα της Γένοβας σήμανε την απομάκρυνση της τελευταίας από το επικερδές εμπόριο της Συροπαλαιστίνης και την επικέντρωση του ενδιαφέροντός της στο χώρο του Αιγαίου και του Εύξεινου Πόντου. Τρεις ακόμη σκληρές αναμετρήσεις ακολούθησαν ανάμεσα στη Βενετία και τη Γένοβα κατά τη διάρκεια του 13ου και 14ου αιώνα (1294-1299, 1350-1351 και 1375-1381), επισφραγίζοντας το σφοδρό ανταγωνισμό των δύο αντιμαχόμενων ιταλικών πόλεων.

2. Κτήσεις των Γενουατών στο βορειοανατολικό Αιγαίο

Η διείσδυση της Γένοβας στον ελλαδικό χώρο θα προχωρήσει με πολύ γρήγορο ρυθμό κυρίως μετά την υπογραφή της συνθήκης του Νυμφαίου στις 10 Ιουλίου του 1261 με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1259-1282), ο οποίος της παραχώρησε σημαντικά εμπορικά προνόμια ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια που θα του παρείχε στην προσπάθειά του να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Μετά την ανακατάληψη της βυζαντινής πρωτεύουσας στις 25 Ιουλίου του ίδιου έτους, οι Γενουάτες εγκαταστάθηκαν στο Γαλατά, στην ανατολική ακτή του Κεράτιου κόλπου, ο οποίος λόγω της προνομιακής του θέσης εξελίχθηκε γρήγορα στο σπουδαιότερο εμπορικό κέντρο της Γένοβας στην Ανατολή. Σημαντικές εμπορικές εγκαταστάσεις απέκτησε επίσης η Γένοβα στον Εύξεινο Πόντο, με σημαντικότερη εκείνη του Καφφά (Θεοδοσία) στην Κριμαία, που ιδρύθηκε το 1266. Οι Γενουάτες επωφελούμενοι από τη συνθήκη του Νυμφαίου εμφανίζονται στα τέλη του 13ου αιώνα σε πολυάριθμα λιμάνια του Αιγαίου: Ραιδεστό, Θεσσαλονίκη, Λήμνο, Χίο, Φώκαια, Σμύρνη, Αδραμύττιο, Ρόδο κ.ά.

Ο Μιχαήλ Η΄ προκειμένου να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δε δίστασε να προχωρήσει στη σύναψη συμμαχιών όχι μόνο με ισχυρά κράτη, αλλά και με μεμονωμένα άτομα, τα οποία ήταν ικανά να του παρέχουν τις στρατιωτικές τους υπηρεσίες. Γενουάτης ήταν ο πειρατής Ιωάννης ντε λο Κάβο (de lo Cavo), στον οποίο παραχωρήθηκαν περίπου το 1278 η Ανάφη και η Ρόδος λόγω των στρατιωτικών του επιτυχιών εναντίον των αντιπάλων της αυτοκρατορίας. Μετά τον Ιωάννη ντε λο Κάβο η Ρόδος παραχωρήθηκε το 1282/1283 στον επίσης Γενουάτη πειρατή Αντρέα Μορέσκο (Andrea Moresco) μέχρι την κατάκτηση του νησιού από το τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών μεταξύ των ετών 1306 και 1309.

Το 1267 ή το 1275 ο Μιχαήλ Η΄ παραχώρησε σε δύο ακόμη Γενουάτες, τα αδέλφια Βενέδικτο και Μανουήλ Ζακαρία (Zaccaria), τη Φώκαια της Μικράς Ασίας, με την προϋπόθεση να τον υπηρετούν ως έμπιστοι απεσταλμένοι του σε κράτη της Δύσης. Οι αδελφοί Ζακαρία έχτισαν μεταξύ των ετών 1286 και 1296 τη Νέα Φώκαια στα βόρεια της παλιάς πόλης (που πήρε το όνομα Παλαιά Φώκαια), ενώ στις αρχές του 14ου αιώνα επιδίωξαν να επεκτείνουν τις κτήσεις τους στο γειτονικό νησί της Χίου. Το 1304 ο Βενέδικτος Ζακαρία βρήκε την ευκαιρία και κατέλαβε τη Χίο υπό περιστάσεις που δεν είναι γνωστές με σαφήνεια, αναγνωρίζοντας την επικυριαρχία του βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328), ο οποίος του παραχώρησε το νησί με συνθήκη για δέκα χρόνια. Οι Ζακαρία απέκτησαν επιπλέον ερείσματα στα απέναντι μικρασιατικά παράλια, καθώς, εκτός από τη Φώκαια, φαίνεται πως το 1326 κατείχαν και το λιμάνι της Σμύρνης. Παράλληλα, κατείχαν για ορισμένο χρονικό διάστημα τα νησιά Σάμο και Ικαρία, καθώς επίσης την Κω. Η ενίσχυση της θέσης τους στο βορειοανατολικό Αιγαίο είχε ως αποτέλεσμα η επικυριαρχία του αυτοκράτορα να καταλήξει τελείως τυπική.

Το 1329 ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος (1328-1341) έδιωξε μετά από μια σύντομη ναυτική εκστρατεία τους Γενουάτες Ζακαρία από τη Χίο και τη Φώκαια αποκαθιστώντας τη βυζαντινή κυριαρχία, η οποία όμως δεν έμελλε να διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το 1346 ο Γενουάτης Σιμόνε Βινιόσο (Simone Vignoso), επωφελούμενος από τη συγκεχυμένη κατάσταση που είχε επικρατήσει στο Αιγαίο με τη σταυροφορία των συνασπισμένων δυτικών δυνάμεων για την κατάληψη της Σμύρνης το 1344, στην οποία συμμετείχε και η Γένοβα, κατέλαβε μετά από τρίμηνη πολιορκία τη Χίο, ενώ λίγο αργότερα τη γειτονική Φώκαια. Το 1347 τη διοίκηση της Χίου και της Φώκαιας ανέλαβε ένας γενουατικός οικονομικός οργανισμός εφοπλιστών που ονομαζόταν Μaona ή Mahona. Η Γένοβα αρκέστηκε στην επικυριαρχία της Χίου και της Φώκαιας, η οποία εκδηλωνόταν κυρίως με τον διορισμό του ποτεστάτου, του ανώτερου δηλαδή διοικητή. H Μaona, τα μέλη της οποίας ανήκαν στην οικογένεια των Ιουστινιάνι (Giustiniani), εκμεταλλευόταν τις προσόδους και το εμπόριο των δύο αυτών περιοχών και ήταν υπεύθυνη για την άμυνά τους μέχρι το 1566, οπότε η Χίος καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς (η Φώκαια είχε κατακτηθεί ήδη το 1455).

Η Χίος κατά το διάστημα της κυριαρχίας των Γενουατών (1347-1566) εξελίχθηκε σε ανθηρό εμπορικό κέντρο, καθώς το λιμάνι της βρισκόταν στο σταυροδρόμι της θαλάσσιας οδού από τη Γένοβα προς την Κωνσταντινούπολη και τον Εύξεινο Πόντο, καθώς επίσης των άλλων μικρότερων οδών που συνέδεαν τα λιμάνια του Βόρειου Αιγαίου με τη Μικρά Ασία. Η πόλη της Χίου με τη μνημειώδη αρχιτεκτονική, ανάλογη με εκείνη της Γένοβας, το επιβλητικό της κάστρο, τα εντυπωσιακά παλάτια και τις μεγαλόπρεπες εκκλησίες της προκαλούσε το θαυμασμό των πολυάριθμων περιηγητών που επισκέπτονταν το νησί. Στην οικονομική ανάπτυξη της Χίου συνέβαλε κυρίως η εκμετάλλευση της μαστίχας, που είχε μεγάλη ζήτηση στη Δύση.

Εκτός από τη Χίο και τις απέναντι μικρασιατικές ακτές, η παρουσία Γενουατών σημειώνεται από τα μέσα του 14ου αιώνα σε ακόμη ένα σημαντικό νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, εκείνο της Λέσβου. Ο ευγενής έμπορος και πειρατής από τη Γένοβα Φραγκίσκος Α΄ Γατελούζος (Francesco Gattelusio, 1355-1384), σε αντάλλαγμα για τη βοήθεια που παρείχε στον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο (1341-1391) να ανακτήσει το θρόνο του Βυζαντίου, παντρεύτηκε την αδελφή του αυτοκράτορα Μαρία Παλαιολογίνα και πήρε ως προίκα και ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του το νησί της Λέσβου.

Οι Γατελούζοι παρέμειναν στη Λέσβο μέχρι την οριστική κατάληψή της από τους Οθωμανούς το 1462. Κατά τη διάρκεια της παρουσίας τους στο νησί κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τους πειρατές που λυμαίνονταν το Αιγαίο και να αποκρούσουν τις συνεχείς τουρκικές επιθέσεις. Παράλληλα, απέκτησαν από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες, είτε ως δωρεές είτε με αγορά, τη θρακική πόλη της Αίνου, καθώς επίσης τα νησιά Θάσο, Σαμοθράκη, Ίμβρο και Λήμνο. Οι κτήσεις αυτές παρέμειναν υπό τη διοίκηση των Γατελούζων μέχρι την οριστική κατάληψή τους από τους Οθωμανούς λίγα χρόνια μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453.

Η δράση της Γένοβας στο Αιγαίο καθορίστηκε κυρίως από δύο παράγοντες: το διαρκή ανταγωνισμό της με τη Βενετία και την έντονη δραστηριότητα μεμονωμένων Γενουατών στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου και στα απέναντι μικρασιατικά παράλια. Η προσπάθεια της Γένοβας να διατηρήσει τον έλεγχο του βορειοανατολικού Αιγαίου δικαιολογείται από τη σημασία που είχαν για την ιταλική ναυτική πόλη ο Γαλατάς και οι κτήσεις της στον Εύξεινο Πόντο, καθώς επίσης από το γεγονός ότι σημαντικό τμήμα του κεντρικού και νότιου Αιγαίου βρισκόταν υπό τον έλεγχο της ανταγωνίστριας ναυτικής δύναμης, της Βενετίας.