Βιομηχανική αρχιτεκτονική κληρονομιά του Αιγαίου

1. Ιστορική αναδρομή

Το Αρχιπέλαγος γνώρισε μια ιδιαίτερη μορφή εκβιομηχάνισης από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στα μικρά νησιά του νότιου Αιγαίου καταγράφονται κυρίως βιοτεχνικές μονάδες παραδοσιακής τεχνογνωσίας, όπως είναι η κεραμοποιία στη Σίφνο, ή μεταποίησης ενός τοπικού προϊόντος, όπως είναι η κονσερβοποιία τομάτας στη Σαντορίνη. Σημαντική παρουσία σε όλο το Αιγαίο είχε η ναυπηγική. Από τα μέσα του 19ου αιώνα αναπτύχθηκε έντονη μεταλλευτική δραστηριότητα από Έλληνες και ξένους που επένδυσαν στο πλούσιο υπέδαφος των νησιών. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελούν τα θειωρυχεία της Μήλου, τα μεταλλεία σμύριδας στη Νάξο και σιδήρου στη Σέριφο.

Ιδιαίτερη περίπτωση καπιταλιστικής ανάπτυξης στον ελληνικό χώρο υπήρξε η Ερμούπολη, η οποία στα τέλη του 19ου αιώνα άκμασε χάρη στη βιομηχανία και την ατμοπλοΐα. Στη βιομηχανική ζώνη της πόλης κυριαρχούσαν τα κλωστοϋφαντουργεία και τα μηχανουργεία. Πρωταγωνιστικό ρόλο είχε το ιστορικό Νεώριο, ένα από τα παλιότερα μηχανουργεία της Ελλάδας.

Την ίδια περίοδο (1880-1912), κάτω από τις ευνοϊκές συνθήκες που δημιούργησε μια κρατική πολιτική κινήτρων, συγκροτήθηκε το βασικό σώμα της βιομηχανίας στο τουρκοκρατούμενο ανατολικό Αιγαίο. Η Λέσβος, η Σάμος και η Χίος είχαν το κατάλληλο μέγεθος, τον πληθυσμό και τις πρώτες ύλες για να οργανώσουν συστηματικά την κατεργασία του δέρματος, την επεξεργασία της ελιάς, την καπνοβιομηχανία, τη σαπωνοποιία, την οινοποιία, και τη ναυπηγική. Επιπλέον, είχαν το πλεονέκτημα της άμεσης σύνδεσης με τις βιομηχανοποιημένες περιοχές της Μικράς Ασίας και με τις αγορές της Ανατολής και των Βαλκανίων. Το 1920 στο Καρλόβασι της Σάμου λειτουργούσαν 47 εργοστάσια βυρσοδεψίας, ενώ στη Λέσβο, που αποτελεί μοναδικό δείγμα εντατικής εκβιομηχάνισης στον τομέα της επεξεργασίας του ελαιοκάρπου, καταγράφονται 162 βιομηχανικά καταστήματα.

Μετά το Μεσοπόλεμο τα δεδομένα άλλαξαν δραματικά για τη βιομηχανία του Αρχιπελάγους. Πρώτα επλήγησαν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, τα οποία, αποκομμένα από τη μικρασιατική τους ενδοχώρα, δεν μπόρεσαν να ανταγωνιστούν τις βιομηχανίες της Παλαιάς Ελλάδας. Σταδιακά, οι νησιώτες επιχειρηματίες μεταφέρθηκαν στον Πειραιά, που συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις για νέα δυναμική βιομηχανική ανάπτυξη. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η μεγάλη εσωτερική μετανάστευση που ακολούθησε οδήγησαν στην παρακμή και την εγκατάλειψη το μεγαλύτερο μέρος των βιομηχανικών δραστηριοτήτων στο Αιγαίο.

2. Η αρχιτεκτονική των βιομηχανικών κτηρίων στο Αιγαίο (1880-1920)

Στην ορθολογική αρχιτεκτονική των βιομηχανικών κτηρίων η φόρμα ακολουθεί τη λειτουργικότητα. Για παράδειγμα, τα ταμπάκικα (βυρσοδεψεία) στο Καρλόβασι της Σάμου έχουν ορθογώνια κάτοψη και επιμήκεις αναλογίες, έτσι ώστε, καθώς βρίσκονται παραταγμένα κατά μήκος της ακτής, να έχουν όλα πρόσβαση σε αυτή από τη στενή τους πλευρά. Το σχήμα της κάτοψης εξυπηρετεί επίσης τη γραμμική διαδοχή της επεξεργασίας του δέρματος. Στο ισόγειο γίνονταν τα αρχικά στάδια της κατεργασίας που απαιτούσαν μεγάλες ποσότητες νερού, ενώ στον όροφο η τελική μορφοποίηση, το στέγνωμα, η διαλογή και η συσκευασία των δερμάτων.

Τα μεγάλα σαπωνοποιεία διαρθρώνονταν συνήθως σε δύο επίπεδα. Στο ισόγειο βρίσκονταν τα γραφεία, οι αποθήκες, τα καζάνια σαπωνοποίησης και η συσκευασία του τελικού προϊόντος. Στους ορόφους τοποθετούνταν τα ξηραντήρια. Τα πολλά και επιμήκη παράθυρα που χαρακτηρίζουν τις όψεις αυτών των βιομηχανικών κτηρίων ήταν απαραίτητα για τη στερεοποίηση της ρευστής μάζας του σαπουνιού.

Η πλειονότητα των κτηρίων που κατασκευάστηκε στην ακμή της βιομηχανικής ανάπτυξης (1880-1920) έχει επιρροές από την αρχιτεκτονική των αγγλικών βιομηχανικών κτισμάτων και από το νεοκλασικισμό, όπως αυτές αφομοιώθηκαν και αναπαράχθηκαν σε πιο απλοποιημένα πρότυπα στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου, τη Μικρά Ασία και τη Βαλκανική. Μερικές φορές κατασκευάζονταν από ξένους μηχανικούς πάνω σε σχέδια που γίνονταν στο εξωτερικό, όπως το Νεώριο της Ερμούπολης (1860), τα οποία προμήθευαν οι εταιρείες που παρέχουν και το μηχανολογικό εξοπλισμό.

Τα κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά αυτής της αρχιτεκτονικής είναι η αυστηρή γεωμετρική μορφή, η χρήση συμμετρίας στη διαμόρφωση των όψεων και η δίριχτη στέγη με το αέτωμα, το οποίο φέρει τοξωτούς ή κυκλικούς φεγγίτες. Οι κατασκευές είναι στιβαρές και επιμελείς. Οι εξωτερικές τοιχοποιίες κατασκευάζονταν από λιθοδομή με τοπικό λίθο, η οποία έμενε συνήθως ανεπίχριστη. Από λαξευμένους λίθους διαμορφώνονταν η πλαισίωση των ανοιγμάτων και οι γωνίες των κτηρίων. Ευρύτατη είναι η χρήση συμπαγών οπτοπλίνθων στη στέψη του κτηρίου καθώς και σε καίρια σημεία της τοιχοποιίας. Από συμπαγή τούβλα είναι κατασκευασμένες συνήθως και οι υψικάμινοι. Η στέγη, τα κουφώματα και τα δάπεδα φτιάχνονταν από ξυλεία υψηλής αντοχής.

Αυτή η τυπολογική και αρχιτεκτονική πειθαρχία ενίοτε διασκεδάζεται με τοπικές κατασκευαστικές ιδιαιτερότητες. Στη νεοκλασική Ερμούπολη τα τοξωτά ανοίγματα και οι μαρμάρινες όψεις που χαρακτηρίζουν τις αστικές κατοικίες εμφανίζονται μερικές φορές και στα εργοστάσια. Στη σεισμογενή Λέσβο ένα συνηθισμένο «δάνειο» από την παραδοσιακή οικοδομική παράδοση είναι η ενίσχυση της τοιχοποιίας με ξυλοδεσιές και η κατασκευή των τελευταίων ορόφων από τσατμά, μια μεικτή κατασκευή από ξύλο, πέτρα και κονίαμα, που περιείχε κουρασάνι.

Από τη δεκαετία του 1980 άρχισαν να πραγματοποιούνται στην Ελλάδα επεμβάσεις διάσωσης και αξιοποίησης των ιστορικών βιομηχανικών συγκροτημάτων. Στο χώρο του Αιγαίου, πρωτοπόρα θεωρούνται τα προγράμματα αποκατάστασης που ξεκίνησαν το 1984 σε ελαιουργεία και σαπωνοποιεία της Λέσβου. Από το Μάιο του 2000 λειτουργεί το Βιομηχανικό Μουσείο Ερμούπολης που στοχεύει στη διάσωση και τεκμηρίωση του τοπικού τεχνικού πολιτισμού.