1. Εισαγωγή
O Θεόφιλος Χατζημιχαήλ αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της ελληνικής λαϊκής ζωγραφικής. Γεννήθηκε στη Βαρειά της Λέσβου, αλλά η ακριβής χρονολογία της γέννησής του δεν είναι γνωστή. Τοποθετείται από πολλούς βιογράφους του ανάμεσα στα 1868 με 1870. Η οικογένειά του ήταν αρκετά φτωχή και από τα υπόλοιπα μέλη της μόνο ο παππούς του, από την πλευρά της μητέρας του, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και, συγκεκριμένα, με την αγιογραφία. Ωστόσο, ούτε δίδαξε ούτε επηρέασε καθόλου τον εγγονό του ως προς το ύφος της τέχνης του.
Ο τραυλισμός, η σωματική καχεξία, αλλά κυρίως η αριστεροχειρία του Θεόφιλου, θεωρήθηκαν από τον οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρό του οργανικά μειονεκτήματα, τα οποία προκαλούσαν κακεντρεχή σχόλια, ιδιαίτερα από τα παιδιά της ηλικίας του. Εξαιτίας αυτής της αντιμετώπισης ο μικρός προτιμούσε την απομόνωση στο υπόγειο του σπιτιού του, όπου αφοσιωνόταν στη ζωγραφική.
2. Ο ζωγράφος και ο κόσμος του
Ονειροπόλος καθώς ήταν και αποκλεισμένος από τους γύρω του, ο Θεόφιλος έπλασε στη φαντασία του ένα δικό του κόσμο γεμάτο ήρωες και μυθικά πλάσματα, που αποτέλεσαν και αγαπημένα θέματα της ζωγραφικής του. Το παρουσιαστικό του ήταν ιδιαίτερο, καθώς από πολύ νέος επέμενε να φοράει την παραδοσιακή φουστανέλα, που γι’ αυτόν συμβόλιζε τον ηρωισμό και τη λεβεντιά των αρματολών, στοιχεία που είχε στερηθεί ο ίδιος από τη ζωή. Τις Απόκριες ντυνόταν Μεγαλέξανδρος με περικεφαλαία, ολόχρυσο κοντάρι ή σπαθί και χάρτινα φανταχτερά ρούχα ενώ έσερνε πίσω του χαμίνια που τα μεταμφίεζε σε «Μακεδόνες». Για τον κόσμο ήταν ο «τρελός», ο «αλαφροΐσκιωτος», που ζωγράφιζε τοίχους σε μπακάλικα και καφενεία με αφελείς ζωγραφιές.
Από πολύ νέος και επί τριάντα χρόνια ο Θεόφιλος περιπλανήθηκε και δούλεψε στη Σμύρνη και στα χωριά του Πηλίου ζωγραφίζοντας τοιχογραφίες σε σπίτια και μικρομάγαζα για ένα κομμάτι ψωμί. Η Σμύρνη των χρόνων πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, όπου το ελληνικό στοιχείο είχε σημαντική παρουσία, τόσο οικονομικά όσο και πολιτιστικά, υπήρξε για το Θεόφιλο πηγή έμπνευσης που διαμόρφωσε το εικαστικό ύφος αλλά και το θεματολόγιό του. Η Ελλάδα πρωταγωνιστούσε στα έργα του περνώντας μέσα από τον κόσμο της Αρχαιότητας, του Βυζαντίου και της Ελληνικής Επανάστασης.
Ο Βόλος ήταν ο δεύτερος μεγάλος σταθμός στη ζωή και το έργο του ζωγράφου. Τα πρώτα χρόνια ζωγράφιζε τοίχους μαγαζιών σε χωριά του Πηλίου με μοναδική αμοιβή ένα γεύμα. Η ζωή του βελτιώθηκε κάπως όταν έφτασαν στο θεσσαλικό λιμάνι πρόσφυγες από τη Μικρασιατική Καταστροφή και ζήτησαν από το Θεόφιλο να ζωγραφίσει τους τοίχους στις παράγκες τους, όπου διατηρούσαν τα μικρομάγαζά τους. Ήταν ο κατάλληλος για να εκφράσει τον πόνο για τις χαμένες πατρίδες τους. Ζωντάνεψε στους τοίχους αυτούς σκηνές από την ελληνική ιστορία μαζί με τοπία από την Πόλη, τη Σμύρνη και τα μικρασιατικά χωριά βασισμένες σε λαϊκές χαλκογραφίες και αποκόμματα εφημερίδων.
Ο ζωγραφικός κόσμος του Θεόφιλου είναι γεμάτος πολύχρωμα τοπία από τη Μυτιλήνη και το Πήλιο, γραφικές σκηνές της λαϊκής ζωής, θεούς και θεές του Ολύμπου, Βυζαντινούς αγίους, ήρωες της Επανάστασης· αλλά και φανταστικά θηρία, ζώα, πουλιά και μακρινές πολιτείες είναι κάποια από τα πιο χαρακτηριστικά μοτίβα του. Οι μορφές του, αν και χωρίς προοπτική, είναι γεμάτες ζωή. Ιδιαίτερο στοιχείο των έργων του αποτελούν και οι γραφικές, ανορθόγραφες, επεξηγηματικές επιγραφές που συνόδευαν πάντα τις εικόνες του.
3. Αναγνώριση του έργου του
Το 1927 ο ζωγράφος, κουρασμένος ψυχικά και σωματικά και άγνωστος ακόμα, επέστρεψε στο νησί του. Εκεί τον συνάντησε ο Μυτιληναίος τεχνοκριτικός Στρατής Ελευθεριάδης-Τεριάντ, που είχε δει στο παρελθόν φωτογραφίες των έργων του. Αναγνωρίζοντας το μεγάλο ταλέντο του, αποφάσισε να παρουσιάσει την τέχνη του ζωγράφου στο Παρίσι. Η κίνηση αυτή σήμαινε πολλά για το Θεόφιλο, η υγεία του οποίου, όμως, είχε ήδη κλονιστεί. Το Μάρτιο του 1934 βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του από γείτονές του.
Η καθολική αναγνώριση του έργου του Θεόφιλου στον ελληνικό χώρο καθυστέρησε πολύ να έρθει σε αντίθεση με το εξωτερικό, όπου οι κριτικές για τη ζωγραφική του ήταν διθυραμβικές. Ο μεγάλος αρχιτέκτονας Λε Κορμπιζιέ τον αποκάλεσε σε ένα άρθρο του ζωγράφο γεννημένο από το ελληνικό τοπίο και τα έθιμά του φέρνοντας τους ανθρώπους και τα έργα τους πολύ πιο κοντά στο φυσικό νόμο απ’ ό,τι μας δίνουν οι ίδιοι την εντύπωση ότι είναι.
Στην Ελλάδα η τέχνη του γνώρισε θερμούς υποστηρικτές αλλά και φανατικούς επικριτές. Από τους πρώτους που αναγνώρισαν την αξία του Θεόφιλου ήταν ο Γιώργος Σεφέρης, που τον συσχέτισε με το Μακρυγιάννη, ενώ και ο Γιάννης Τσαρούχης μιλούσε με ενθουσιασμό για το έργο του. Η πρώτη ολοκληρωμένη μελέτη γράφτηκε για το Θεόφιλο το 1939 από το λαογράφο Κίτσο Μακρή, ο οποίος παρουσίασε άγνωστες πτυχές της τέχνης του μεγάλου ζωγράφου, αλλά προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από συντηρητικές φωνές του πνευματικού κόσμου που αρνούνταν την αξία της λαϊκής τέχνης γενικότερα. Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, το κλίμα άρχισε σταδιακά να αλλάζει. Το 1947 οργανώθηκε στο Βρετανικό Συμβούλιο της Αθήνας μεγάλη έκθεση των έργων του Θεόφιλου, όπου δόθηκε η ευκαιρία σε σημαντικούς εκπροσώπους των γραμμάτων και των τεχνών να συζητήσουν για την αξία της τέχνης του λαϊκού ζωγράφου. Μεταξύ αυτών ήταν ο Γιώργος Σεφέρης, που για άλλη μία φορά μίλησε με θερμά λόγια, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Ηλίας Βενέζης, ο Σπύρος Βασιλείου, ο Ευάγγελος Παπανούτσος και ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος. Τον Αύγουστο του 1965 εγκαινιάστηκε στην πατρίδα του, τη Βαρειά, το Μουσείο Θεόφιλου, δωρεά του Στρατή Ελευθεριάδη-Τεριάντ.
Σήμερα θεωρείται κορυφαίος και με πηγαία έμπνευση λαϊκός ζωγράφος, η τέχνη του οποίου απεικονίζει με περιεκτικό τρόπο την αλήθεια της πραγματικότητας γύρω του. Ο Οδυσσέας Ελύτης αναφέρει ότι η ζωγραφική του χαρακτηρίζεται από μια «πρωτοείπωτη αλήθεια».
Εκτός από το Μουσείο του Θεόφιλου στη Βαρειά, έργα του εκτίθενται στο Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης στην Αθήνα, στο Δημαρχείο του Βόλου, ενώ άλλα ανήκουν σε ιδιωτικές συλλογές.