αγάς, ο
Τίτλος που συνδέεται με αξιώματα ανώτερων στρατιωτικών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Από το 17ο και κυρίως από το 18ο αιώνα τον τίτλο έφεραν και σημαίνοντες μουσουλμάνοι, χωρίς να έχουν αναγκαστικά άμεση σχέση με στρατιωτικά καθήκοντα.
|
βιλαέτι (βαλιλίκι), το
Η ανώτατη βαθμίδα της διοίκησης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία αφορούσε μεγάλες διοικητικές περιοχές. Οι μεγάλες επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ονομάζονταν αρχικά εγιαλέτ. Η νέα διαίρεση του 1864 εισήγαγε τον όρο βιλαγέτ (vilayet), κατά αντιστοιχία προς το γαλλικό διοικητικό όρο départment, μικρότερης όμως έκτασης. Ο διοικητής του βιλαετιού ονομαζόταν βαλής και είχε εκτεταμένες δικαιοδοσίες.
|
βοεβόδας, ο
Κρατικός αξιωματούχος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, διοικητής περιφέρειας.
|
μουτεσαρίφης, ο
Οθωμανός αξιωματούχος της επαρχιακής διοίκησης, που είχε την ευθύνη ενός μουτεσαριφλικιού.
|
σαντζάκι, το (λιβάς, ο)
Μεσαίου μεγέθους μονάδα επαρχιακής διοίκησης του οθωμανικού κράτους καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του. Υποδιαίρεση του πρώιμου οθωμανικού εγιαλετιού (ή μπεϊλερμπεϊλικιού) και του ύστερου οθωμανικού βιλαετιού. Στην Ύστερη Οθωμανική περίοδο είναι γνωστό και ως μουτεσαριφλίκι.
|