Δυο δυο σαν τους Χιώτες
Η πιο χαρακτηριστική λαϊκή ρήση σχετικά με τους Χιώτες είναι ότι πάνε δυο δυο. Η ανεκδοτολογική εξήγησή της θέλει τους Χιώτες να καβαλάνε ο ένας τον άλλο για να αποφύγουν τον εξαναγκασμό να κουβαλήσουν στην πλάτη τους κάποιον Τούρκο. Η ιστορία δείχνει άτοπη για πολλούς λόγους, κυρίως γιατί οι Τούρκοι ήταν σπάνιοι στη Χίο, όπως και διότι μια τέτοια συμπεριφορά εκ μέρους τους ήταν μάλλον απίθανη. Το πιθανότερο είναι ότι η συνήθεια αναφέρεται στην καλογερική -και στα νεότερα χρόνια εμπορική- πρακτική των Χίων να ταξιδεύουν τουλάχιστον δύο μαζί, ώστε να αλληλοεπιβλέπονται ή να προστατεύουν τα ενίοτε συγκρουόμενα συμφέροντα των εταίρων μιας εμπορικής εταιρείας. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της πρακτικής είναι η ιστορία του Σταμάτη Πέτρου, ο οποίος συνόδευε τον Κοραή στο Άμστερνταμ και περιέγραφε λεπτομερώς ακόμα και την προσωπική ζωή του διάσημου λογίου σε τακτικά γράμματα προς τους εταίρους του.
Ο ιδρυτικός μύθος
Σύμφωνα με τη μοναστική παράδοση που καταγράφηκε σε ένα αχρονολόγητο κείμενο, το «Ελληνικό Υπόμνημα», στο σημείο όπου χτίστηκε η Μονή βρέθηκε από τρεις ασκητές που ασκήτευαν στο Προβάτειο όρος ανάμεσα στο 1034 και 1041 η εικόνα της Παναγίας πάνω σε μια μυρτιά, θέση στην οποία επέστρεφε με θαυματουργό τρόπο μέχρι την ίδρυση της Μονής. Από τους τρεις όσιους ιδρυτές της Μονής, Νικήτα, Ιωάννη και Ιωσήφ, οι δύο πρώτοι φέρονται από την παράδοση να προφήτευσαν στον Κωνσταντίνο Μονομάχο, που ήταν εξόριστος στη Μυτιλήνη από το 1035, ότι θα ανέβει στον αυτοκρατορικό θρόνο. Εκείνος τους έδωσε το δαχτυλίδι του, το οποίο παρουσίασαν όταν ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και ο Κωνσταντίνος τους αντάμειψε γενναιόδωρα χτίζοντας το καθολικό του μοναστηριού και εξασφαλίζοντας για τη μονή χρηματική επιχορήγηση και προνόμια.
Ο μυθικός χαρακτήρας της ιστορίας και η ταύτισή του με γνωστά σχήματα των μεσαιωνικών θρησκευτικών ιδρυτικών μύθων δεν αναιρεί την εμβέλεια του για την ερμηνεία της αυτοκρατορικής εύνοιας και γενναιοδωρίας απέναντι στη Μονή στα μάτια των ασκητών και των πιστών.
Συνταγή καλλυντικού από χειρόγραφο συνταγολόγιο του 1850 περίπου, από το φαρμακείο του Σπίνου στη Χώρα της Χίου.
«Ενός γροσίου αμυγδαλόλαδο, δυο δράμια κερί της μέλισσας, δυο κούκουδα μαστίχα τα βάζετε εις ένα κιασεδάκι και βράζετε ένα τσουκάλι νερό και βάζετε το κεσεδάκι μέσα να λιώσουν και το τρίβετε και ρίπτετε ολίγον ροδόσταμον μέσα. Έπειτα πάλιν χύνεις το ροδόσταμο εις ένα φλυτζάνι το δουλεύεις και βάζεις λίγο λίγο το ροδόσταμο μέσα έως ότου να πήξει, Έπειτα; Το αλείφεις εις ένα κιεσέ όλην την αλοιφή και βάζεις ένα πιάτο γιασεμιά και τον πικουπίζεις [=αναποδογυρίζεις] τον κεσέ και γίνεται πολύ ωραίον. Όταν την ψήνεις την αλοιφή να λέγεις: αν είσαι φίλος να διαβείς κι αν είσαι εχθρός να σκάσεις και αν είσαι κακομέλετος να πέσεις να σκοντάψεις».
Πηγή: Σεβαστή Χαβιάρα – Καραχάλιου, Γιατροπορέματα των ομματιών και άλλα κείμενα, επιμ. Ανδρέας Φρ. Μιχαηλίδης, (Χίος 2003), σελ.132.