Απόσπασμα 130, 1-5
Όλ' άφηνέ τα στους θεούς, πολλές φορές σηκώνουν
ανθρώπους απ' τις συμφορές στη μαύρη γη πεσμένους,
πολλές φορές γκρεμίζουνε κι ανάσκελα τους ρίχνουν
αυτούς που στέκονταν καλά. Κατόπι έρχονται πλήθος
οι δυστυχίες στον άνθρωπο, κι εδώ κι εκέι γυρίζει
μην έχοντας μηδέ θροφή και με το νου χαμένο.
Απόσπασμα 5, 1-4
Από τους Σάιους χαίρεται κάποιος με την ασπίδα,
που άρμα αψεγάδιαστο, σιμά σ' ένα δεντρί άθελά μου
την άφησα. Εγώ ξέφυγα τη μοίρα του θανάτου.
Η ασπίδα ας πάει στ' ανάθεμα, πάλι θε ν' αποχτήσω
όχι χειρότερή της.
(μετάφραση. Η. Βουτιερίδη)