1. Η τέχνη της παραδοσιακής αφήγησης παραμυθιών στο Αιγαίο Όπως έχουν διαπιστώσει οι πρωτοπόροι της λαογραφικής και εθνογραφικής έρευνας, η προφορική λογοτεχνία (και επομένως και τα λαϊκά παραμύθια) δεν είναι μια αυθόρμητη δημιουργία του λαού που αναπαράγει την προγονική κληρονομιά ως ένα ενιαίο, ευρύ και αδιαφοροποίητο σώμα. Το παραμύθι ζωντανεύει με τη μεσολάβηση ενός ατόμου και διαδίδεται σε μια κοινωνική συγκέντρωση, όπου ένας αφηγητής παίρνει το λόγο μπροστά στην ομάδα των ακροατών του. Πρώτα υπάρχει η κληρονομημένη από το παρελθόν ιστορία, γνωστή και απομνημονευμένη, και έπειτα ο λόγος ενός αφηγητή που τη μεταδίδει σε δεδομένη στιγμή στο πλαίσιο μιας δοσμένης πολιτισμικής κοινότητας. Αυτή η σύνθεση του παλιού και αιώνιου με το εφήμερο και στιγμιαίο αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία ο κάθε αφηγητής ασκεί την τέχνη του και μεταδίδει το μήνυμά του. Ο νησιωτικός χώρος του Αιγαίου υπήρξε για χιλιετίες το φυσικό πλαίσιο ευρύτατων πολιτισμικών ανταλλαγών που σηματοδοτούν τις διαδρομές των ανθρώπων στο χώρο της Μεσογείου. Προϊόντα αυτών των γόνιμων ανταλλαγών και αλληλεπιδράσεων στη μακρά διάρκεια είναι και τα παραμύθια. Τα νησιά του Αιγαίου πελάγους, αν και ανήκουν στον ίδιο γεωπολιτικό χώρο και είχαν ως ένα βαθμό κοινή ιστορική τύχη, διαφέρουν ως προς τις συνθήκες της κοινωνικής ανάπτυξης και της πολιτισμικής ζωής. Απομονωμένα από τη θάλασσα, που ταυτόχρονα τα ενώνει μέσω των γνωστών και συχνά πανάρχαιων θαλάσσιων δρόμων, βρίσκονταν, επικοινωνούσαν μεταξύ τους αλλά και με τις κοντινές ηπειρωτικές ακτές, τη Μικρά Ασία και το Βαλκανικό χώρο. Στις μέρες μας η ανάπτυξη των νησιωτικών κοινοτήτων δεν είναι ενιαία και το ίδιο ισχύει για τους όρους της οικονομικής και κοινωνικής ζωής τους. Από τις ζώνες υψηλού τουρισμού, κυρίως σε ό,τι αφορά τους παράλιους οικισμούς, έως τα απομονωμένα ορεινά χωριά, τα νησιά του Αιγαίου γνωρίζουν διαφορετικά επίπεδα τουριστικής ανάπτυξης, ενώ ορισμένα από αυτά τείνουν στην τουριστική μονοκαλλιέργεια, που παραμερίζει οποιαδήποτε άλλη οικονομική, κοινωνική ή πολιτισμική δραστηριότητα. Στις νησιωτικές κοινότητες του Αιγαίου ο προφορικός λόγος τροφοδοτεί πάντα τις διαπροσωπικές σχέσεις και την πολιτισμική επικοινωνία των παλαιότερων με τις νεότερες γενιές. Σε αυτό το πλαίσιο η αφήγηση παραμυθιών αποτελεί μια ζωντανή διαδικασία και σε ορισμένες περιοχές μπορεί να βρει κανείς αρκετούς καλούς αφηγητές που εξακολουθούν να έχουν πρόσβαση ή να αναζητούν ακροατήρια στο συγγενικό ή φιλικό τους περιβάλλον. Για τους αφηγητές αυτούς, που άκουγαν παραμύθια από παιδιά, η συμμετοχή στην αφηγηματική διαδικασία αποτελεί μια εμπειρία ζωής και ο λόγος τους ακολουθεί την εξέλιξη του παραμυθιού στη διάρκεια ολόκληρου σχεδόν του 20ού αιώνα. Σε αυτό το διάστημα το κοινωνικό πλαίσιο της αφήγησης αλλάζει, καθώς οι οικονομικοί και κοινωνικοί μετασχηματισμοί που υφίσταται η αγροτική κοινότητα στο πέρασμα του χρόνου προσανατολίζουν τις ομάδες που δραστηριοποιούνται μέσα σε αυτήν σε νέες πραγματικότητες, χωρίς αυτό να σημαίνει και απώλεια της παραμυθιακής γνώσης. 2. Ευκαιρίες και συνθήκες αφήγησης Η αγροτική κοινότητα αποτελεί έναν από τους χώρους δημιουργίας και διάδοσης του παραμυθιού. Ο προνομιακός χώρος της αφήγησης μέσα στην κοινότητα ήταν η βραδινή συγκέντρωση των μελών μιας οικογένειας πριν από τον ύπνο ή η ανεπίσημη κοινωνική συγκέντρωση που συνδύαζε τη διασκέδαση με την εκτέλεση κάποιας εργασίας ή μια κοινωνική συνάθροιση με περισσότερο επίσημο και εορταστικό χαρακτήρα. Η σύνθεση των ακροατηρίων στις συγκεντρώσεις αυτές ήταν συνήθως μεικτή – τόσο σε ό,τι αφορά το φύλο όσο και την ηλικία. Παραμύθια λέγονταν όλες τις εποχές του χρόνου: το χειμώνα στο χώρο κοντά στο τζάκι, γύρω από το μαγκάλι, το λύχνο ή τη σόμπα, στο χώρο που προετοιμαζόταν το φαγητό ή γύρω από το σοφρά. Όταν ο καιρός ήταν ζεστός η συνάθροιση γινόταν στην αυλή, στα πεζούλια ή έξω στο δρόμο. Έξω από το σπίτι, παραμύθια λέγονταν επίσης σε δημόσιους χώρους όπως η πλατεία, το καφενείο του χωριού ή η αγορά. Παραμύθια λέγονταν στο χωράφι ή στο αλώνι, την ώρα της δουλειάς ή στο διάλειμμα για κολατσιό το μεσημέρι. Παραμύθια λέγονταν επίσης κατά τη διάρκεια άλλων γεωργικών εργασιών, στο όργωμα, στο θερισμό και στο μάζεμα των ελιών. Μέχρι σήμερα παραμύθια μπορεί να ακουστούν σε οικογενειακές και φιλικές συγκεντρώσεις, σε ένα σπίτι όπου έρχονται και επισκέπτες από τη γειτονιά για να «γειτονέψουν» ή να «αποσπερίσουν». Οι άνθρωποι που συμμετέχουν γνωρίζονται καλά μεταξύ τους και η αφήγηση παραμυθιών τροφοδοτεί τις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Σε αυτές τις συγκεντρώσεις ωστόσο το παραμύθι εντάσσεται σε άλλα είδη του λόγου, καθώς η κουβέντα μπορεί να περιλαμβάνει τα νέα της ημέρας, γεγονότα της τοπικής ιστορίας, το καθημερινό κουτσομπολιό, αφήγηση ανεκδότων, τρομακτικών ιστοριών και ονείρων, παροιμιών και αινιγμάτων. Αφηγητές μπορούσαν να είναι κάποιες σταθερές μορφές της τοπικής μικρο-κοινωνίας, για παράδειγμα ο παππούς και η γιαγιά. Επίσης, άτομα που η επαγγελματική τους απασχόληση τα υποχρέωνε σε περιοδικές ή εποχικές μετακινήσεις, όπως οι γυναίκες που ασκούσαν το επάγγελμα της μαμής ή της πρακτικής γιάτρισσας. Οι γυναίκες αυτές, στη διάρκεια των συχνά μακρών ωρών της αναμονής του τοκετού στα σπίτια των χωρικών ή κατά τη θεραπεία έλεγαν παραμύθια. Αλλά και οι άνδρες, λόγω του επαγγέλματός τους, απομακρύνονταν για μικρότερα ή μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα από την κοινότητα και είχαν τις ευκαιρία να μάθουν παραμύθια. Επρόκειτο για ναυτικούς, ψαράδες, αγωγιάτες, τεχνίτες (χτίστες) και καλλιτέχνες (μουσικούς). Όσοι νησιώτες έκαναν εμπόριο στις απέναντι μικρασιατικές ακτές έφερναν μαζί τους, εκτός από αγαθά, και παραμύθια, που διηγούνταν στις οικογενειακές ή φιλικές συγκεντρώσεις, εμπλουτίζοντας έτσι το ντόπιο συλλογικό ρεπερτόριο. Το παραμύθι κυκλοφορούσε και στο πλαίσιο ομάδων που λόγω επαγγέλματος ζούσαν σε σχετική απομόνωση από την υπόλοιπη κοινότητα, όπως οι βοσκοί. Υποχρεωμένοι να ζουν για ένα χρονικό διάστημα μακριά από την κοινότητα, σε ορεινές περιοχές, μέσα σε καλύβες, διηγούνταν παραμύθια το βράδυ, μετά τη βοσκή, αφού είχαν μαντρώσει τα ζώα τους, και πριν πάνε για ύπνο. Η οργάνωση της κτηνοτροφικής ζωής ευνοούσε την αφήγηση παραμυθιών, καθώς τα μέλη μιας μικρής -συνήθως συγγενικής- ομάδας μοιράζονταν τους όρους σκληρής δουλειάς και διαβίωσης σε συνθήκες απομόνωσης. Η σταδιακή έξοδος ατόμων ή ομάδων από τα χωριά τους φέρνει και το παραμύθι έξω από το αγροτικό περιβάλλον, σε νέους χώρους. Στην Κάρπαθο, όπου οι συχνά μικρές ιδιοκτησίες κληρονομούνταν από το μεγαλύτερο γιο ή τη μεγαλύτερη κόρη, τα νεότερα αγόρια αναγκάζονταν να ξενιτευτούν, ενώ τα νεότερα κορίτσια στέλνονταν σε άλλα νησιά ως υπηρέτριες σε σπίτια αρχοντικών οικογενειών. Σημαντικές γυναίκες-αφηγήτριες προέρχονται από αυτές τις ομάδες του υπηρετικού προσωπικού, οι οποίες έλεγαν παραμύθια στην κουζίνα ή στο πλυσταριό ενός αρχοντικού. Το παραμύθι κυκλοφορεί και στους πληθυσμούς των αστικών κέντρων, όπως η Ερμούπολη και σε μεταγενέστερα χρόνια η Ρόδος. Στην πόλη ο χώρος κυκλοφορίας του παραμυθιού μπορεί να είναι το αστικό σπίτι, η γειτονιά ή ένας χώρος συλλογικής εργασίας, όπως οι βιοτεχνίες ή τα τοπικά εργοστάσια. Εξάλλου, οι δίοδοι επικοινωνίας ανάμεσα στο χωριό και την πόλη διατηρήθηκαν μέσα από τους οικονομικούς μετασχηματισμούς των νησιωτικών κοινωνιών στις δεκαετίες του 1970, 1980 και 1990. Μεγάλες ομάδες πληθυσμού εξακολουθούν να ζουν στο χωριό αλλά δουλεύουν στην πόλη, σε επαγγέλματα που συνδέονται όχι πια με την αγροτική οικονομία αλλά με τον τουρισμό. Πρόκειται για ιδιοκτήτες ή υπαλλήλους τουριστικών μικροεπιχειρήσεων, μαγαζιών και εστιατορίων, καμαριέρες στα τουριστικά ξενοδοχεία, οδηγούς ταξί κ.ά. Αντίθετα από άλλα είδη του λαϊκού λόγου, το παραμύθι θεωρείται από τους ίδιους τους αφηγητές ως μία μη αληθινή ιστορία, που στόχο έχει να διασκεδάσει και να διδάξει. Ωστόσο, ο μαγικός χαρακτήρας του δεν εμποδίζει τον αφηγητή και τους ακροατές να ζουν τη βαθύτερη αλήθεια του παραμυθιού. Με αυτό τον τρόπο η αφήγηση παραμυθιών όχι μόνο εξυπηρετούσε τις ανάγκες της κοινωνικής συγκέντρωσης, συζήτησης και επικοινωνίας, αλλά καθρέφτιζε και την κοσμοθεωρία ευρέων κοινωνικών ομάδων, αποτελώντας έτσι σημαντική κοινωνική μαρτυρία. Επίσης, το παραμύθι χρησιμοποιείται ακόμα από τους μεγαλύτερους ως μέσο διαπαιδαγώγησης για τους μικρότερους σε ποικίλα θέματα, από τη διδασκαλία των ανθρώπινων αξιών (της καλοσύνης, της ευσπλαχνίας, της αλληλοβοήθειας) έως θέματα σεξουαλικής συμπεριφοράς. 3. Η πολυμορφία των λαϊκών παραμυθιών του Αιγαίου: ένα παράδειγμα Μέσα στην ευρύτερη οικογένεια του ελληνικού λαϊκού παραμυθιού, τα παραμύθια του Αιγαίου διακρίνονται για την πολυμορφία και την ποικιλία τους, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στην εκφορά τους, που σε ορισμένα μέρη δημιουργεί ιδιαίτερες συνεκτικές πλοκές. Ταυτόχρονα όμως παρατηρούμε και μια εκπληκτική σταθερότητα, με την οποία κάποια παραμυθιακά θέματα επανέρχονται στις αφηγηματικές παραδόσεις των νησιών. Ένα από αυτά είναι το θέμα της μαγικής ή μαγεμένης συζύγου, ιδιαίτερα δημοφιλές στα ρεπερτόρια των παραμυθάδων του Αιγαίου, το οποίο πραγματεύεται τον έρωτα, το γάμο και την αναζήτηση ενός συντρόφου. Όπως γίνεται κατά κανόνα στα παραμύθια, πρόκειται για δύο πρόσωπα, που ανήκουν σε δύο διαφορετικούς κόσμους, ένα θνητό άνδρα και μια μαγική ή μαγεμένη γυναίκα. Οι περιπέτειες και οι δυσκολίες της ένωσής τους περιγράφουν τις δυσκολίες των ανθρώπινων σχέσεων. Ο Stith Thompson, στο έργο του Motif Index of Folk-literature, συγκεντρώνει αυτά τα μοτίβα κάτω από τον όρο “Unequals in Love”. Οι αφηγητές περιγράφουν είτε την αδυναμία της μαγικής ηρωίδας να προσαρμοστεί στον κόσμο των ανθρώπων είτε τα προβλήματα που ο ήρωας έχει να αντιμετωπίσει στο κοινωνικό του περιβάλλον από την παρουσία της μαγικής συζύγου ή όταν την αναζητά σε έναν άλλο κόσμο. Η μαγική ηρωίδα είναι συνήθως μια πεντάμορφη κοπέλα που κρύβεται κάτω από ένα ζωώδες ή άλλο περίβλημα. Όπως έχει επισημάνει ο Γεώργιος Μέγας, ένα οικοτυπικό εισαγωγικό επεισόδιο που κυριαρχεί στις προτιμήσεις των παραμυθάδων του Αιγαίου είναι εκείνο του ψαρά, ο οποίος ρίχνοντας τα δίχτυα του ψαρεύει μια χελώνα που αποδεικνύεται πεντάμορφη κοπέλα και κόρη της κυρα-Θάλασσας. Άλλοτε το βέλος που έχει ρίξει το βασιλόπουλο για να βρει νύφη τον οδηγεί στην κατοικία μιας γάτας, μιας μαϊμούς ή μιας αρκούδας. Σε άλλες περιπτώσεις, η κόρη γεννιέται, εξαιτίας της άστοχης ευχής της μάνας της, με τη μορφή ζώου: είναι κατσικάκι, προβατάκι, σκυλίτσα, κουρούνα, μαϊμού, περιστεράκι, γάτα. Όταν βγάζει τη γούνα της γίνεται πεντάμορφη κοπέλα. Όταν ο ήρωας καίει το ζωώδες περίβλημά της, αυτή αποσύρεται σε ένα μαγικό κόσμο, μακρινό και παραδεισένιο (π.χ. «στα γυάλινα βουνά, στους κοκαλένιους κάμπους»), όπου ζει ως κορίτσι-κύκνος. Ο αγαπημένος της, λιώνοντας τα σαράντα ζευγάρια σιδερένια παπούτσια, διατρέχει την απόσταση που χωρίζει τον κόσμο των ανθρώπων από τον κόσμο της μαγικής γυναίκας. Στη διάρκεια της αναζήτησης συναντά διάφορα παραμυθιακά πρόσωπα, τα ευεργετεί και δέχεται τη βοήθειά τους. Από τα πιο γνωστά είναι οι γυναίκες (ή δράκισσες) που εκτελούν συνηθισμένες οικιακές εργασίες με παράδοξο τρόπο: η πρώτη πανίζει το φούρνο με τα στήθη της, η δεύτερη γνέθει περνώντας την κλωστή από τη γλώσσα της που έσταζε φαρμάκι. Ο ήρωας δείχνει στην πρώτη πώς να καθαρίζει το φούρνο με τα πάνιστρα και αλείφει την κλωστή της δεύτερης με μέλι. Η μαγική φύση της ηρωίδας δεν είναι απλώς ένα διακοσμητικό στοιχείο, αλλά οδηγεί την εξέλιξη της δράσης ή δίνει την τελική λύση. Σε ορισμένες περιπτώσεις η ίδια η ηρωίδα εκτελεί τα αδύνατα κατορθώματα που θέτει ο κακός βασιλιάς στον ήρωα με τη βοήθεια μαγικών αντικειμένων που έχει στην κατοχή της. Με τις μαγικές δυνάμεις της, προσφέρει τα καλύτερα δώρα στο βασιλιά και καταφέρνει να ρεζιλέψει τις συννυφάδες της. Στη διάρκεια της βασιλικής γιορτής, η ηρωίδα ρίχνει φαγητά στον κόρφο της που γίνονται λουλούδια και μαργαριτάρια, πετά κόκαλο στο κούτελο του βασιλιά και γίνεται τριαντάφυλλο. Σε σχέση με αυτήν ο ήρωας είναι τυπικά ανθρώπινος: ορισμένες φορές πρόκειται για το αρσενικό παράλληλο της Σταχτοπούτας, δηλαδή το αγόρι που κάθεται μέσα στη στάχτη (Σταχτοπούτης, Αχιλοπουτούρης, Σταχτοπιταράς). Παράλληλα με τις συνθετότερες παραλλαγές του παραμυθιού της μαγικής συζύγου, υπάρχουν και απλοποιημένες εκδοχές τους, φαινόμενο που δείχνει το εύρος των επιλογών που έχουν οι αφηγητές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας αποτελούν οι παραλλαγές της Καλύμνου, ενός νησιού που εμφανίζει συμπαγείς αφηγηματικές παραδόσεις. Εδώ η καύση του ζωώδους περιβλήματος της μαγικής συζύγου δεν οδηγεί στην εξαφάνισή της και την ακόλουθη αναζήτησή της, αλλά σε μια τελετουργική ανταλλαγή ερωταποκρίσεων, που αποτελεί μακρινή και συντομευμένη ανάμνηση του επεισοδίου της εξαφάνισης και της αναζήτησης: ο ήρωας, αφού πετάξει το ζωώδες περίβλημα στη φωτιά, αγκαλιάζει τη γυναίκα που του λέει: «με έχασες!» Κι αυτός της απαντά: «σε κέρδισα!». Διάλογος που επαναλαμβάνεται τρεις φορές. Το αποτέλεσμα είναι να λυθούν τα μάγια και η ηρωίδα να κρατήσει για πάντα την ανθρώπινη μορφή της. Σε πολλές παραλλαγές του παραμυθιού για τη μαγική σύζυγο φαίνεται ο τρόπος με τον οποίο η αφηγηματική τέχνη των παραμυθάδων του Αιγαίου συνδυάζει τη συμβολική ποιητική γλώσσα του παραμυθιού με έναν προσγειωτικό ρεαλισμό. Αφετηρία των παραμυθιών τους είναι η πραγματική ζωή, επομένως οι πραγματικές εμπειρίες του αφηγητή συμβαδίζουν με τα μαγικά στοιχεία του παραμυθιού. Οι γυναίκες αφηγήτριες δανείζουν στον παραμυθιακό κόσμο στοιχεία από τη δική τους καθημερινότητα. Με αυτό τον τρόπο μια σειρά από γυναικείες οικιακές δραστηριότητες εμπλέκονται στη δράση των παραμυθιακών ηρώων, όπως το φούρνισμα του ψωμιού, το γνέσιμο, το πλύσιμο των ρούχων και το μαγείρεμα. Σε μια σειρά παραμυθιών από τις κοινότητες των κτηνοτρόφων της ορεινής Νάξου, ήρωας είναι ένα βοσκόπουλο που παντρεύεται μια νεράιδα για να περάσουν στη συνέχεια στο κλίμα του μαγικού παραμυθιού με την απώλεια και την αναζήτησή της. Η σύνδεση του μαγικού παραμυθιού με τις εμπειρίες από τη ζωή και τις καθημερινές ασχολίες, τόσο των αφηγητών όσο και των ακροατών τους, εξηγεί ενδεχομένως και τη δημοτικότητά του. Συμπερασματικά, η αφήγηση παραμυθιών αποτελεί ένα συστατικό στοιχείο τόσο της ιστορίας του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, όσο και της ζωντανής ελληνικής πραγματικότητας, του παρόντος. Η μελέτη των παραμυθιών του Αιγαίου in situ, σε σχέση με τις κοινότητες που τα δημιουργούν και τα διαδίδουν στη μακρά διάρκεια, μπορεί να δώσει στοιχεία για τη διαδικασία των μετασχηματισμών και της ιστορικής εξέλιξης αυτού του είδους και να φέρει στο φως τις διαφορετικές ψηφίδες που συνθέτουν το εθνικό ψηφιδωτό, αλλά και τις πολλαπλές σχέσεις των παραμυθιών μας με τα παραμύθια άλλων λαών. |