Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγους του Αιγαίου ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Main Image
 
 

Θεματικός Κατάλογος

empty
empty
 

Δικτυακοί τόποι

empty
empty
 
 
empty empty empty

Αναζητήστε στο χάρτη

empty
 

Το έργο

empty
empty
arrow

Περιγραφή

arrow

Συντελεστές

 
 

Το Αιγαίο επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

      Το Αιγαίο επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (3/5/2006 v.1) The Aegean under Ottoman Rule (4/5/2006 v.1)
line

Συγγραφή : Λαΐου Σοφία (17/6/2005)

Για παραπομπή: Λαΐου Σοφία, «Το Αιγαίο επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», 2005,
Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγους του Αιγαίου

URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=6961>

 
 

1. Εισαγωγή

Εάν το Αιγαίο αποτελεί μία γεωγραφική ενότητα με κύριο χαρακτηριστικό τη θάλασσα που ενώνει αλλά και χωρίζει, το διαφορετικό γεωγραφικό περιβάλλον, η δυσκολία επικοινωνίας και η, σε αρκετά σημεία, ξεχωριστή ιστορική πορεία των νησιών ευθύνονται για τη διαμόρφωση συγκεκριμένων πολιτιστικών ενοτήτων. Η διαφορετικότητα αυτή γίνεται φανερή και όσον αφορά τον τρόπο επιβολής της οθωμανικής κυριαρχίας, αλλά και στην ιστορική διαδρομή των νησιών κατά την Oθωμανική περίοδο.

2. Ιστορικό διάγραμμα

2. 1. Ανατολικό Αιγαίο

Η οθωμανική παρουσία στο Αιγαίο χρονολογείται ήδη από το 14ο αιώνα, όταν κατακτήθηκε η Καλλίπολη το 1354 και μετατράπηκε σε έδρα του οθωμανικού ναυτικού, απ’ όπου ξεκινούσαν πολλές επιδρομές εναντίον των νησιών. Ωστόσο, μετά την Άλωση του 1453 άρχισε η διαδικασία επιβολής της οθωμανικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, ακολουθώντας στις περισσότερες περιπτώσεις δύο φάσεις: αρχικά την υποβολή φόρου υποτέλειας στην Υψηλή Πύλη από τις λατινικές δυναστείες που έλεγχαν τα νησιά, από την εποχή της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους (1204), και αργότερα την πλήρη ενσωμάτωσή τους στον οθωμανικό μηχανισμό ελέγχου είτε με στρατιωτική κατάκτηση είτε με παράδοση. Στο ενδιάμεσο διάστημα τα νησιά αντιμετώπιζαν συχνά επιδρομές, που συνήθως είχαν στόχο την αύξηση του φόρου υποτέλειας. Έτσι, οι Γατελούζοι που έλεγχαν τη Λέσβο κατέβαλλαν στο Μεχμέτ Β΄ (1451-1481) φόρο υποτέλειας ύψους 3.000 δουκάτων, έως ότου το 1462 το νησί κατακτήθηκε από τα οθωμανικά στρατεύματα έπειτα από σύντομη πολιορκία της πρωτεύουσάς του. Παρόμοια, η Λήμνος είχε παραχωρηθεί από το Μεχμέτ Β΄ σε μέλος της ίδιας δυναστείας έναντι καταβολής φόρου υποτέλειας μέχρι το 1456, που επιβλήθηκε άμεσα ο οθωμανικός έλεγχος, κατόπιν αίτησης των ίδιων των κατοίκων. Μεσολάβησε το διάλειμμα της βενετικής κατοχής (1464-1479) και στη συνέχεια η Λήμνος αποτέλεσε και πάλι τμήμα της οθωμανικής επικράτειας. Το 1479 η Θάσος, που επίσης κατεχόταν από τους Γατελούζους, ενσωματώθηκε και αυτή στο οθωμανικό κράτος, ενώ οχυρώθηκε και η ερημωμένη Τένεδος με την κατασκευή κάστρου. Λίγα χρόνια πριν, το 1470, οι Οθωμανοί κατέκτησαν την Εύβοια από τους Βενετούς στο πλαίσιο του οθωμανο-βενετικού πολέμου.

Από το 1346 η Χίος ελεγχόταν από τη γενουατική εταιρεία Μαχόνα, η οποία κατόρθωσε να διατηρήσει τον έλεγχο του νησιού μέσω της καταβολής ενός διαρκώς αυξανόμενου φόρου υποτέλειας έως το 1566. Το έτος αυτό διατάχθηκε η κατάκτηση του νησιού, προκειμένου να αμβλυνθεί η αλγεινή εντύπωση που προκάλεσε η ατυχής εκστρατεία των Οθωμανών εναντίον της Μάλτας έναχρόνο νωρίτερα.

2. 2. Κυκλάδες

Της κατάκτησης της Χίου είχε προηγηθεί η επιβολή της οθωμανικής επικυριαρχίας στο βενετικών συμφερόντων δουκάτο της Νάξου, που αποτελούνταν από τα νησιά των Κυκλάδων, επίσημα το 1540 με την υπογραφή της οθωμανο-βενετικής συνθήκης και έπειτα από δεκαετίες επιδρομών. Αποκορύφωμα των οθωμανικών πιέσεων ήταν οι επιδρομές του ναυάρχου του οθωμανικού στόλου Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, το 1537-1538, που στόχευαν στην εξάλειψη κάθε ίχνους δυτικής στρατιωτικής παρουσίας στις Κυκλάδες. Η δυναστεία των Κρίσποέλεγχε εν ονόματι των Οθωμανών τις Κυκλάδες μέχρι το 1566, όταν έγινε η οριστική πια ενσωμάτωση και παρά το γεγονός ότι ένα χρόνο πριν είχε δοθεί από την οθωμανική διοίκηση προνομιακός ορισμός. Έως το 1579 το δουκάτο της Νάξου είχε παραχωρηθεί από τους Οθωμανούς στον Εβραίο επιχειρηματία Ιωσήφ Νάζη, ο οποίος το διοικούσε διά αντιπροσώπου. Από το 1580 και μετά παύει να υφίσταται ως «δουκάτο» και οι Κυκλάδες εντάσσονται πλήρως στο διοικητικό μηχανισμό. Σημειώνεται επίσης ότι οι επιδρομές του Μπαρμπαρόσα είχαν αποτέλεσμα και την κατάκτηση των Σποράδων το 1538, που βρίσκονταν υπό βενετική διοίκηση από το 1453.

2. 3. Δωδεκάνησα, Σάμος, Κρήτη

Τα Δωδεκάνησα βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Ιωαννιτών Ιπποτών από το 1309. Από τη χρονολογία αυτή έως το 1522, χρονιά της κατάκτησής τους από τους Οθωμανούς, ο χώρος του νοτιοανατολικού Αιγαίου αποτέλεσε πεδίο σφοδρών συγκρούσεων, καθώς οι ιππότες κράτησαν ανένδοτη στάση απέναντι στους Οθωμανούς, αρνούμενοι να καταβάλουν φόρο υποτέλειας. Διάλειμμα σ’ αυτή την επιθετικότητα ήταν το διάστημα 1482-1495, που οφειλόταν στην εμπλοκή των Ιωαννιτών στην ομηρία του αδελφού του σουλτάνου και διεκδικητή του θρόνου Τζεμ. Τελικά, ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής (1520-1566) κατέλαβε τη Ρόδο το 1522 και επέκτεινε την οθωμανική κυριαρχία και στα υπόλοιπα νησιά των Δωδεκανήσων, συμπεριλαμβανομένης και της Ικαρίας. Η Πάτμος, ωστόσο, φαίνεται ότι είχε αποδεχθεί την οθωμανική κυριαρχία ήδη από το 1453 (ίσως και νωρίτερα), καταβάλλοντας φόρο υποτέλειας με πρωτοβουλία των πραγματικών κυρίων του νησιού, των μοναχών της μονής του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.
Τέλος, η Σάμος το 1346 περιήλθε στην εξουσία των Γενουατών της Χίου, ενώ το 1475 το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού της μετοίκησε στη Χίο, καθώς οι Γενουάτες αδυνατούσαν να προστατέψουν τους κατοίκους από τις συνεχείς επιδρομές. Έπειτα από μια ατελέσφορη προσπάθεια επιβολής της οθωμανικής κυριαρχίας το 1479, οι λιγοστοί κάτοικοι του νησιού φαίνεται ότι κατέβαλλαν ετησίως ένα χρηματικό ποσό στην οθωμανική διοίκηση, έως ότου, τη δεκαετία του 1570, ο τότε ναύαρχος του οθωμανικού στόλου ανέλαβε τον εποικισμό του νησιού και επέβαλε πλήρως την οθωμανική κυριαρχία.

Η οθωμανική παρουσία στο Αιγαίο ολοκληρώνεται με την κατάκτηση των τελευταίων βενετικών κτήσεων, της Κρήτης το 1669, έπειτα από 24 χρόνια πολεμικών συγκρούσεων, και της Τήνου το 1715.

3. 18ος-20ός αιώνας

Η κυριαρχία των Οθωμανών στο Αιγαίο συνεχίστηκε με ένα μικρό διάλειμμα τα χρόνια 1770-1774, όταν στο πλαίσιο της Ορλωφικής επανάστασης οι Ρώσοι έλεγχαν τα περισσότερα νησιά. Η επανάσταση του 1821 βρήκε τους νησιώτες να μετέχουν σ’ αυτή, όχι όμως όλοι με την ίδια ζέση. Στο νησιωτικό χώρο η επανάσταση σημαδεύτηκε από τραγικά γεγονότα, όπως η σφαγή της Χίου το 1822, της Κάσου και των Ψαρών το 1824, τα οποία όμως, παρά την μεγάλη σημασία τους για την ευνοϊκή απήχηση της επανάστασης στην Ευρώπη, δεν οδήγησαν στη συμπερίληψη των ίδιων των νησιών στην ελληνική επικράτεια. Το 1832 ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος μόνο οι Κυκλάδες και η Εύβοια, ενώ τα Δωδεκάνησα και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου παρέμειναν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Σάμος ανακηρύχθηκε αυτόνομη Ηγεμονία και τα υπόλοιπα νησιά εντάχθηκαν πλήρως στην οθωμανική διοίκηση. Το 1913 τα νησιά του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου ενώθηκαν με το ελληνικό κράτος, ενώ τα Δωδεκάνησα πέρασαν στην ιταλική κυριαρχία μετά το 1911-1912. Η ένωσή τους με την Ελλάδα έγινε το 1948.

4. Οθωμανική διοίκηση

Το Αιγαίο πέλαγος βρισκόταν υπό τη δικαιοδοσία του ναυάρχου του οθωμανικού στόλου (καπουδάν πασάς), η έδρα του οποίου ήταν η Καλλίπολη. Το 1534 με την υπαγωγή του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, τότε διοικητή της ανεξάρτητης Αλγερίας, στην εξουσία της Υψηλής Πύλης, δημιουργήθηκε το εγιαλέτι των νήσων της ΆσπρηςΘάλασσας, το οποίο περιλάμβανε τα σαντζάκια (επαρχίες) της Καλλίπολης, της Ρόδου, της Εύβοιας και της Μυτιλήνης. Στη συνέχεια προστέθηκαν και οι επαρχίες του Κοτζαελί, Μπίγα και Σούγλα στη Μικρά Ασία, της Ναυπάκτου, του Karlı-ili (Ακαρνανία και μέρος της Αιτωλίας) και του Μυστρά, ενώ το 17ο αιώνα εντάχθηκαν η Χίος, η Νάξος και η Άνδρος. Τα διοικητικά όρια του εγιαλετιού άλλαξαν αρκετές φορές μέχρι το 19ο αιώνα, συμπεριλαμβάνοντας κατά καιρούς και την Κύπρο, ποτέ όμως την Κρήτη. Το 1864, όταν το βιλαέτι αποτέλεσε τη μεγαλύτερη διοικητική μονάδα και παράλληλα καταργήθηκε το αξίωμα του καπουδάν πασά, το βιλαέτι των νήσων αποτελούνταν μόνο από τα σαντζάκια της Χίου, Μυτιλήνης, Ρόδου και Λήμνου, με κέντρο αρχικά τη Χίο και αργότερα τη Ρόδο.

Ο ναύαρχος του οθωμανικού στόλου ήταν ο μπεηλέρμπεης (διοικητής) του εγιαλετιού και οι πρόσοδοί του προέρχονταν από τους φόρους των περιοχών που βρίσκονταν υπό τη δικαιοδοσία του. Ωστόσο, γενικότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της οθωμανικής διοίκησης από τα τέλη του 16ου αιώνα και εξής υπήρξε η ταύτιση δημοσιονομικών συμφερόντων και διοικητικών αρμοδιοτήτων. Αυτό συνέβαινε γιατί όποιος είχε το δικαίωμα της είσπραξης των φόρων από τα νησιά (και αυτοί μπορεί κατά περίπτωση να ήταν: ο ναύαρχος του στόλου, το δημόσιο ταμείο (μιρί), ο ίδιος ο σουλτάνος, μέλη της οικογένειάς του ή αξιωματούχοι καθώς και ευαγή ιδρύματα) ενοικίαζε την είσπραξή τους σε τρίτο έπειτα από πλειοδοτικό διαγωνισμό. Με αυτό τον τρόπο οι διάφοροι αξιωματούχοι, μπέηδες, βοεβόδες, αγάδες, μουτεσαρρίφηδες ή μουτεσελλίμηδες, λειτουργούσαν κατά κύριο λόγο ως φοροεκμισθωτές-υποδιοικητές, έχοντας ορισμένες διοικητικές αρμοδιότητες, όπως η τήρηση της τάξης, κυρίως όμως αναλαμβάνοντας την είσπραξη των φόρων. Επίσης είχαν περιορισμένη θητεία. Όσον αφορά μάλιστα τα νησιά που υπάγονταν απευθείας στον καπουδάν πασά, από τις αρχές του 18ου αιώνα σημαντικό ρόλο διαδραμάτιζε ο δραγουμάνος του στόλου, Φαναριώτης ο οποίος δρούσε ως μεσολαβητής μεταξύ των κατοίκων και του καπουδάν πασά και εισέπραττε εν ονόματι του τελευταίου τους φόρους.

Το σχήμα της οθωμανικής διοίκησης συμπληρωνόταν με την παρουσία του καδή, του Οθωμανού ιεροδίκη, ή του αναπληρωτή καδή, του ναΐπη. Ο καδής είχε την ευθύνη για την τήρηση των νόμων και ήταν ο κατεξοχήν αρμόδιος για την εκδίκαση ποινικών υποθέσεων. Παράλληλα, η δικαιοδοσία του μπορούσε να επεκταθεί και σε αστικές υποθέσεις, εάν και εφόσον οι νησιώτες προσέτρεχαν στο ιεροδικείο για την επίλυσή τους. Σε κάθε περίπτωση πάντως εκδίκαζε με βάση τον ισλαμικό νόμο και τον κοσμικό οθωμανικό (κανούν). Μία επίσης σημαντική παράμετρος όσον αφορά την παρουσία καδή ήταν ότι εκείνος λειτουργούσε ως ο ενδιάμεσος μεταξύ νησιωτών και Υψηλής Πύλης, είτε δημοσιοποιώντας το περιεχόμενο των σουλτανικών διαταγμάτων είτε γνωστοποιώντας στην κεντρική εξουσία αιτήματα των κατοίκων που συχνά είχαν να κάνουν με τα φορολογικά βάρη ή τις αυθαιρεσίες των τοπικών Οθωμανών αξιωματούχων. Σημειώνεται πάντως ότι στα μικρότερα νησιά η παρουσία του καδή δεν ήταν σταθερή.

5. Προνόμια

Έχοντας περιγράψει σε πολύ αδρές γραμμές το σχήμα της οθωμανικής διοίκησης, η κατά περίπτωση εξέταση αναδεικνύει ιδιαιτερότητες αλλά και κοινά σημεία. Ένα χρόνο μετά την κατάκτηση της Χίου, το 1567, ο Σελίμ Β΄ (1566-1574) παραχώρησε προνόμια στους κατοίκους του νησιού, που συνίσταντο στη μέτρια φορολόγησή τους με την καταβολή του κεφαλικού φόρου και του φόρου της γης, στην απαλλαγή τους από το παιδομάζωμα, την έκτακτη φορολογία αλλά και τους τελωνειακούς δασμούς για προϊόντα που κινούνταν από και προς τη Μαύρη Θάλασσα, στην ελευθερία συνδιαλλαγής των Χίων εμπόρων ακόμα και με υπηκόους εχθρικών κρατών, στην ελευθερία στην άσκηση της λατρείας και στην ανακαίνιση των υπαρχόντων ναών καθώς και στη σύναψη μεικτών γάμων, μόνο εάν η γυναίκα οικειοθελώς εξισλαμιζόταν.

Ακολούθησε το 1580 προνομιακός ορισμός που εκδόθηκε εν ονόματι του τότε σουλτάνου Μουράτ Γ΄ (1574-1595) για τα νησιά των Κυκλάδων και μάλιστα ακολουθώντας το παράδειγμα της Χίου. Αφού ορίστηκε ότι τα νησιά θα διοικούνται από το σαντζάκμπεη και ότι θα υπάρχει και καδής, εξασφαλίστηκε η περιουσία, η ελευθερία άσκησης της χριστιανικής λατρείας και επισκευής των εκκλησιών, η απαλλαγή των νησιωτών από τις έκτακτες φορολογίες και από τους τελωνειακούς δασμούς για όσα προϊόντα χρησιμοποιούσαν για τους ίδιους (μετάξι και κρασί), ενώ προσδιορίστηκε ότι θα πληρώνουν μόνο τη δεκάτη και τον κεφαλικό φόρο. Αναγνωρίστηκε ακόμη η δικαιοδοσία των χριστιανικών-κοινοτικών δικαστηρίων (χωρίς όμως να μπορεί να παρεμποδιστεί όποιος ήθελε να καταφύγει στο ιεροδικείο), απαγορεύτηκε ο βίαιος εξισλαμισμός, η εγκατάσταση γενιτσάρων, η διενέργεια παιδομαζώματος, αλλά και η σύναψη μεικτών γάμων χωρίς προηγουμένως η γυναίκα να έχει ασπαστεί εκούσια την ισλαμική θρησκεία. Επίσης κατοχυρώθηκε το δικαίωμα των κατοίκων να κληροδοτούν την περιουσία τους κατά βούληση, ενώ ορίστηκε ότι ο δανειστής δεν μπορούσε να ζητήσει αύξηση του ενοικίου για την υποθηκευμένη περιουσία από τον οφειλέτη. Οι προνομιακοί ορισμοί των Κυκλάδων ανανεώθηκαν δύο φορές το 17ο αιώνα με έκδοση ειδικού σουλτανικού διατάγματος.

Ενώ η Χίος και οι Κυκλάδες μπορούν να ομαδοποιηθούν στην κατηγορία των νησιών για τα οποία παραχωρήθηκαν από την κεντρική εξουσία προνομιακοί ορισμοί, το όποιο προνομιακό καθεστώς έχαιρε η Σάμος και τα Δωδεκάνησα οφειλόταν στο βακουφικό καθεστώς τους. Ειδικότερα, μετά την κατάκτηση της Ρόδου και την προσάρτηση και των υπόλοιπων Δωδεκανήσων, ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής ίδρυσε μουσουλμανικά ευαγή ιδρύματα (βακούφια) στην πόλη της Ρόδου και την περιφέρειά της, τα οποία χρηματοδοτούνταν από τα έσοδα που προέρχονταν τόσο από την πόλη της Ρόδου, όσο και από τα γειτονικά νησιά Κάλυμνο, Λέρο, Χάλκη, Σύμη, Νίσυρο, Τήλο, Αρχάγγελο και Ψέριμο. Εξαιτίας του βακουφικού καθεστώτος, τα νησιά αυτά θεωρούνταν «ελεύθερα» από τις παρεμβάσεις και τις απαιτήσεις των υπόλοιπων Οθωμανών αξιωματούχων, και μάλιστα του ναυάρχου του οθωμανικού στόλου, και κατέβαλλαν ένα κατ’ αποκοπή ποσό στο βακούφι. Σημειώνεται ότι και η Πάτμος έχαιρε προνομίων, που όμως οφείλονταν στην από νωρίς αναγνώριση της οθωμανικής κυριαρχίας.

Παρόμοια, η Σάμος απολάμβανε το καθεστώς του «ελεύθερου» βακουφίου, αφότου ο ναύαρχος του οθωμανικού στόλου, που ανέλαβε στα τέλη του 16ου αιώνα τον εποικισμό της και στον οποίο είχε παραχωρηθεί η κυριότητα του νησιού, στη συνέχεια τη μετέτρεψε σε βακούφι. Μάλιστα, στην περίπτωση της Σάμου ίσχυε και η απαγόρευση εγκατάστασης μουσουλμάνων.

Οι παραπάνω περιπτώσεις είναι ενδεικτικές της πολιτικής των Οθωμανών στο Αιγαίο, μιας πολιτικής που στόχευε στη γρήγορη αποκατάσταση της οικονομικής δραστηριότητας και, όπου χρειαζόταν, στην αύξηση του πληθυσμού. Ειδικά στην πρώτη περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης (15ος-16οςαι.), η αναγνώριση προνομιακών διατάξεων ή η κατά περίπτωση εφαρμογή επιεικούς πολιτικής εκ μέρους της Υψηλής Πύλης αποτελούσαν μέρος της «αφομοιωτικής» πολιτικής των Οθωμανών έναντι των κατακτημένων πληθυσμών. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Θάσου: σε συλλογή νόμων του 1521 που αφορά το νησί αναφέρεται ότι οι κάτοικοι απαλλάσσονταν από τους έκτακτους φόρους με το επιχείρημα ότι κατοικούσαν σε νησί.

6. Κοινοτικοί θεσμοί και οικονομική δραστηριότητα

Η παραπάνω πολιτική των Οθωμανών συνέβαλε στην ανάπτυξη του κοινοτικού συστήματος στα νησιά και στη διαχείριση των εσωτερικών υποθέσεων από τους κατοίκους με σχετική αυτονομία. Πρέπει ωστόσο να τονιστούν δύο παράμετροι: α) ο βαθμός της αυτοδιοίκησης εξαρτιόταν από το βαθμό της οθωμανικής παρουσίας στο νησί και β) η διαμόρφωση των κοινοτικών θεσμών γινόταν με βάση τις τοπικές συνήθειες και επομένως υπήρχε αρκετά σημαντική διαφοροποίηση. Τα περισσότερα Κυκλαδονήσια, όπως επίσης και τα μικρότερα νησιά των Δωδεκανήσων (π.χ. η Σύμη), αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα νησιωτικών κοινωνιών, στις οποίες η αυτοδιοίκηση σε θέματα εσωτερικά αποτέλεσε σταθερό σημείο κατά την Οθωμανική περίοδο· σε αυτό συνέβαλε η ισχνή οθωμανική παρουσία και οι προνομιακοί ορισμοί. Έτσι, οι συνήθως ένας έως τρεις «επίτροποι» ή «προεστοί» που εκλέγονταν από τους μόνιμους, ντόπιους και φορολογούμενους κατοίκους των νησιών αποτελούσαν τους κοινοτικούς τους άρχοντες. Αυτοί δρούσαν ως ενδιάμεσοι μεταξύ των κατοίκων και του καπουδάν πασά ή της Υψηλής Πύλης, αναλάμβαναν αφενός τη διανομή των φόρων ανά χωριό και ανά εστία ανάλογα με τη φοροδοτική ικανότητα των κατοίκων και αφετέρου τη συλλογή και παράδοση των χρηματικών ποσών στο δικαιούχο ή τον εκπρόσωπό του. Παράλληλα, αυτοί ήταν που διαπραγματεύονταν με την Υψηλή Πύλη για το ποσό του φόρου που αναλογούσε στο νησί και ο οποίος τις περισσότερες φορές ήταν κατ’ αποκοπή. Άλλωστε οι ίδιοι αναλάμβαναν συχνά την είσπραξή του ως φοροενοικιαστές, λειτουργώντας ως ιδιώτες ή ως εκπρόσωποι του «κοινού». Σε αυτό το πλαίσιο οι προαναφερθέντες βοεβόδες-υποδιοικητές ήταν συχνά Ορθόδοξες κάτοικοι του νησιού, οι οποίοι αναλάμβαναν την ενοικίαση των φόρων ή δρούσαν ως εκπρόσωποι (βεκίληδες) των φοροενοικιαστών.

Κατά τ’ άλλα οι κοινοτικοί άρχοντες αναλάμβαναν το ρόλο του επιδιαιτητή στις διαφορές μεταξύ των νησιωτών που δε σχετίζονταν με το ποινικό δίκαιο, καθώς και του προστάτη των ηθικών αξιών. Επίσης η απουσία Οθωμανών στρατιωτών στα μικρότερα νησιά επέβαλλε την εκτέλεση των αστυνομικών καθηκόντων από Ορθοδόξους κατοίκους, οι οποίοι ονομάζονταν ζαμπίτες. Σε γενικές γραμμές, πάντως, οι κοινοτικοί άρχοντες όφειλαν να αποτρέπουν κάθε κίνηση αμφισβήτησης της οθωμανικής εξουσίας.
Σε νησιά με εντονότερη οθωμανική παρουσία, έτσι όπως δηλώνεται με τη μόνιμη διαμονή καδή και διοικητή, την παρουσία φρουράς αλλά και τη διαμονή μουσουλμάνων, οι κοινοτικοί άρχοντες έπαιζαν επίσης το ρόλο των μεσολαβητών, χωρίς όμως να υπάρχει η δυνατότητα για πλήρη αυτοδιοίκηση. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούσαν τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, η Ρόδος, η Κως, η Άνδρος και η Νάξος.

Στην κορυφή της κοινωνικής κλίμακας, πέρα από τους κοινοτικούς άρχοντες βρίσκονταν και οι θρησκευτικοί αξιωματούχοι, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. Πάτμος, Σέριφος, Σάμος, Ρόδος και Κως) είχαν το μεγαλύτερο μερίδιο στη διεκπεραίωση εσωτερικών ζητημάτων τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, όταν η οικονομική ανάπτυξη και η διαμόρφωση μιας πρωτοαστικής τάξης τούς έθεσε σε δεύτερη μοίρα. Άλλωστε, η Εκκλησία αποτελούσε το μεγαλύτερο ή έναν από τους μεγαλύτερους γαιοκτήμονες στα νησιά αυτά και άρα έλεγχε σημαντικό κομμάτι των οικονομικών συναλλαγών. Είναι χαρακτηριστικό ότι η απονομή δικαιοσύνης για θέματα που σχετίζονταν με την εκκλησία (όπως γάμοι, διαζύγια, προικοδοσίες) γινόταν από το «Επισκοπικό Δικαστήριο», στο οποίο συμμετείχαν οι κοινοτικοί άρχοντες και ο επίσκοπος του νησιού, ενώ έχει επισημανθεί και η συχνή διαμάχη μεταξύ κοινοτικών, εκκλησιαστικών δικαστηρίων και οθωμανικών ιεροδικείων σχετικά με την επέκταση της δικαιοδοσίας τους.

Η οικονομία των νησιών ήταν αγροτική, με συμπληρωματικές δραστηριότητες την κτηνοτροφία και την αλιεία-σπογγαλιεία. Η παραγωγή δημητριακών συνιστούσε σταθερό χαρακτηριστικό της οικονομικής δραστηριότητας, απλώς διέφερε το ύψος της παραγωγής και επομένως το ποσοστό εξασφάλισης των τοπικών αναγκών. Σε περίπτωση ελλειμματικής παραγωγής γίνονταν εισαγωγές από άλλα νησιά ή τα παράλια της Μικράς Ασίας. Ωστόσο, σε αρκετές περιπτώσεις οι ελλείψεις ήταν τεχνητές, καθώς οι νησιώτες συχνά εξήγαν παράνομα δημητριακά σε χώρες της Δύσης και κάλυπταν το έλλειμμα με εισαγωγές από την απέναντι ακτή, κερδίζοντας από τη διαφορά των τιμών. Κατά τ’ άλλα οι τοπικές οικονομίες γρήγορα απέκτησαν εξωστρεφή χαρακτήρα και κάθε νησί εξήγε –νόμιμα αυτή τη φορά– συγκεκριμένα αγροτικά προϊόντα, π.χ. η Λέσβος λάδι, η Σάμος κρασί, η Ρόδος και η Κως φρούτα και σταφίδα και η Χίος μετάξι. Τα μικρότερα και πιο άγονα νησιά, όπως αυτά των Κυκλάδων ή των Δωδεκανήσων, στράφηκαν νωρίς προς το εμπόριο και τη ναυτιλία και παράλληλα ανέπτυξαν βιοτεχνικές δραστηριότητες που χαρακτήρισαν την τοπική τους οικονομία (π.χ. κεραμική). Το 19ο αιώνα σε όσα νησιά παρέμειναν ακόμα υπό οθωμανική κυριαρχία αναπτύχθηκαν βιομηχανικές δραστηριότητες, όπως η ελαιουργία και η σαπωνοποιία στη Λέσβο ή η βυρσοδεψία και η οινοποιία στη Σάμο.

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της οικονομίας των νησιών του ανατολικού Αιγαίου ήταν οι επαφές με τη Μικρά Ασία. Πέρα από τις εισαγωγές δημητριακών που κάλυπταν πραγματικές ή τεχνητές ανάγκες και γενικότερα τη διακίνηση αγαθών, η Μικρά Ασία αποτελούσε το χώρο υποδοχής των κατοίκων των γειτονικών νησιών, που κατέφευγαν στην απέναντι ακτή ως εποχιακοί εργάτες, απασχολούμενοι στις γαίες (συνήθως ως θεριστές) ή ασκώντας την τέχνη τους (π.χ. χτίστες). Υπήρχε όμως και ένα μόνιμο κύμα μετανάστευσης προς τη Μικρά Ασία, και μάλιστα τη Σμύρνη, το 18ο και κυρίως το 19ο αιώνα, που προκαλούνταν από την ανάγκη διοχέτευσης του πληθυσμιακού πλεονάσματος το οποίο παρατηρείται την περίοδο αυτή ή ακόμα και από επιδημίες που έπλητταν τα νησιά, όπως το 1832 η επιδημία πανώλης στη Λέσβο. Είναι ενδεικτικό ότι εκτεταμένες ακίνητες περιουσίες στην απέναντι μικρασιατική ακτή ανήκαν σε νησιώτες και απασχολούσαν επίσης νησιώτες ως εποχιακούς εργάτες. Ωστόσο, οι οικονομικές συναλλαγές με τη Μικρά Ασία δεν κινούνταν πάντα στο χώρο της νομιμότητας. Το 19ο αιώνα το λαθρεμπόριο διάφορων προϊόντων, όπως ο καπνός, η πυρίτιδα, τα κάρβουνα κ.λπ., απέφερε σημαντικά κέρδη σε όσους εμπόρους το αποτολμούσαν και στις δύο πλευρές, ενώ ήταν πολύ δύσκολο να το ελέγξει η οθωμανική διοίκηση.

 

Κεφάλαια

empty
empty

Δελτίο λήμματος

 

Φωτοθήκη

empty
empty
 
 
empty
emptyemptyempty
empty press image to open photo library empty
empty
empty
 Άνοιγμα Φωτοθήκης 
 
 

Βοηθήματα Λήμματος

empty
empty
 
 
  KTP   ESPA   MNEC   INFOSOC   EU