1. Θέση
Η νήσος Σαρία βρίσκεται βόρεια της Καρπάθου. Το στενό μεταξύ των βόρειων ακτών της Καρπάθου και της Σαρίας έχει μήκος περίπου 1,5 ναυτικά μίλια και πλάτος μόλις 50 μ. Το μέγιστο υψόμετρο του νησιού είναι 631 μ. Το νησί ανήκει στους κατοίκους της κοινότητας Ολύμπου της βόρειας Καρπάθου. Αυτοί το καλλιεργούσαν μέχρι το 1971. Η γη της Σαρίας, κυρίως η περιοχή του Άργους, απέδιδε στους καλλιεργητές αρκετή ποσότητα κριθαριού και –λιγότερο– σιταριού.
Σήμερα χρησιμοποιείται ως βοσκότοπος και χώρος εκτροφής μελισσών από κατοίκους της κοινότητας Ολύμπου.
2. Ιστορική αναδρομή και μνημεία: Αρχαιότητα
Δύο είναι οι χώροι που κατοικήθηκαν κατά την Αρχαιότητα μέχρι τα Πρωτοβυζαντινά χρόνια. Ο οικισμός με την ονομασία Παλάτια, όπου βρισκόταν η αρχαία Σάρος, και η περιοχή του Άργους, που υπονοεί μυκηναϊκή παρουσία.
Τα παλαιότερα ίχνη κατοίκησης στο νησί της Σαρίας ανάγονται στους Προϊστορικούς χρόνους, όπως μαρτυρούν ένας λίθινος πέλεκυς (σήμερα στο μουσείο του Camdridge) και ομάδα χάλκινων εργαλείων και όπλων της Εποχής του Χαλκού (2300-2000 π.Χ., σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο), που βρέθηκαν το 19ο αιώνα στα Παλάτια. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και απο τις πρόσφατες επιφανειακές έρευνες.
Με τη Σάρο των ιστορικών χρόνων πρέπει να συνδέονται οι αρχαιότητες στο λόφο Κάστελλα, όπου διακρίνονται ίχνη εισόδου. Διατηρείται τοίχος οχυρωματικού χαρακτήρα χτισμένος με πολυγωνικούς λίθους και κάθετος προς αυτόν τοίχος ισοδομικής τοιχοποιίας Ελληνιστικών χρόνων.
Η ύπαρξη πόλης στο νησί είναι γνωστή από τους φορολογικούς καταλόγους της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας. Το εθνικό «Σάριος» εμφανίζεται σε επιτάφιες επιγραφές των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων.
Κάποιοι ερευνητές της ιστορίας και αρχαιολογίας της Καρπάθου υποστηρίζουν ότι στη Σαρία, στη θέση Παλάτια, θα πρέπει να τοποθετηθεί η πόλη Νίσυρος, που ήταν η τέταρτη πόλη της Καρπάθου σύμφωνα με το γεωγράφο Στράβωνα. Η άποψη όμως αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς από τις μέχρι σήμερα γνωστές ιστορικές και επιγραφικές μαρτυρίες.
Στην Ελληνιστική περίοδο ανήκουν οι δύο ορατοί θαλαμωτοί λαξευτοί τάφοι που βρίσκονται στη νότια πλευρά του οικισμού των Παλατιών προς τον Κάστελλα.
Η Σαρία αναφέρεται και χαρτογραφείται από το Φλωρεντινό μοναχό Cristoforo Buondelmonti περίπου το 1420 μ.Χ. Έκτοτε οι γεωγράφοι της Δύσης θα αντιγράφουν τον Buοndelmonti μέχρι το 1696, όταν ο γεωγράφος V. Coronelli θα επιδιώξει μια ακριβέστερη χαρτογράφηση.
3. Ο οικισμός και οι βασιλικές της Σαρίας
Στη θέση Παλάτια άκμασε από την Αρχαιότητα ένας οικισμός με ακρόπολη, ο οποίος αναπτύχθηκε σε μεγαλύτερη κλίμακα από τον 4ο μέχρι τον 7ο αι. μ.Χ. Οι κάτοικοι της Σάρου, εκτός των γεωργικών, κτηνοτροφικών ενασχολήσεών τους, ασχολήθηκαν και με το εμπόριο. Η έρευνα έχει δείξει τις εμπορικές σχέσεις που είχαν αναπτύξει με τις χώρες της εγγύς Ανατολής και την Κύπρο.
Ένας μικρός και ρηχός όρμος είναι το λιμανάκι στα Παλάτια. Η εντυπωσιακή διαμόρφωση της εισόδου είναι το αποτέλεσμα μεγάλων σεισμικών δονήσεων που έπληξαν το νησί ανά τους αιώνες.
Ανάμεσα στα βράχια ελίσσεται ο χείμαρρος «του Έντη», ο οποίος, λόγω της εγκατάλειψης, έχει γκρεμίσει τα αναλήμματα και άλλα έργα που προστάτευαν τον οικισμό. Ο τελευταίος αναπτύχθηκε στις πλαγιές κατά μήκος του χειμάρρου προς τη θάλασσα. Πέντε βασιλικές βρέθηκαν στον οικισμό.
Στο βάθος αριστερά διακρίνεται ο ναός της Αγίας Σοφίας, χτισμένος στο χώρο του Ιερού Βήματος μεγάλης τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Από τη βασιλική διατηρείται το σύνθρονο και η θέση όπου τοποθετούσαν τον επισκοπικό θρόνο. Το δάπεδο ήταν διακοσμημένο με ψηφιδωτά στο κεντρικό κλίτος, το οποίο χωριζόταν από τα πλάγια με δύο σειρές μαρμάρινων κιόνων. Η επίστεψη των κιόνων γινόταν με κιονόκρανα κορινθιακού τύπου.
Στη βορεινή πλαγιά πάνω από το χείμαρρο εκτείνεται το μεγαλύτερο τμήμα του οικισμού. Εκεί διατηρούνται σε ερειπιώδη κατάσταση τρεις παλαιοχριστιανικές βασιλικές. Η ανατολικότερη, γνωστή ως βασιλική Α, βρίσκεται κοντά στη θάλασσα και σε περίοπτη θέση. Είναι τρίκλιτη με ημικυκλική αψίδα στα ανατολικά, νάρθηκα στα δυτικά και δύο προσκτίσματα στην εξωτερική πλευρά της νότιας τοιχοποιίας. Δύο σειρές κιόνων χώριζαν τα πλάγια κλίτη από το κεντρικό.
Δυτικά της βασιλικής Α και περίπου στο κέντρο του λόφου, μέσα σε έναν υποτυπώδη οχυρωμένο περίβολο, διατηρούνται η βασιλική Β και ένα εντυπωσιακό τμήμα του οικισμού, όπου έχουν παραμείνει σε καλή κατάσταση τα περισσότερα μονόχωρα, δρομικά κτήρια με θολωτή στέγη. Πετρόχτιστα, χτισμένα σε υποτυπώδη επίπεδα που σχηματίζονται με την κατασκευή αναλημματικών τοίχων, δεν ακολουθούν κάποιο προσανατολισμό. Η βασιλική είναι τρίκλιτη με ημικυκλική αψίδα στην ανατολική πλευρά του κεντρικού κλίτους. Στη νοτιοανατολική πλευρά της βασιλικής διατηρείται πρόσκτισμα με ημικυκλική αψίδα που χρησίμευε ως βαπτιστήριο. Στο εσωτερικό υπήρχαν δύο σειρές χτιστών πεσσών που στήριζαν τη στέγη και χώριζαν τα πλάγια κλίτη από το κεντρικό.
Στο δυτικό άκρο της βόρειας πλαγιάς του οικισμού διατηρείται η βασιλική Γ, τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική με ημικυκλική αψίδα στο ανατολικό πέρας του κεντρικού κλίτους και νάρθηκα στα δυτικά. Δύο σειρές χτιστών πεσσών στήριζαν τη στέγη και χώριζαν το κεντρικό από τα πλάγια κλίτη. Στο δάπεδο του νότιου κλίτους της βασιλικής διατηρείται ψηφιδωτή διακόσμηση.
Η πλαγιά που εκτείνεται νότια του χειμάρρου και καθ’ όλο το μήκος του μέχρι το λιμανάκι είναι διάσπαρτη με κτήρια διάφορων τύπων, όπως και η βόρεια πλευρά. Σε αυτήν εντοπίστηκαν οι δύο θαλαμοειδείς λαξευτοί στο βράχο τάφοι. Στο ανατολικότερο σημείο βρίσκεται η ακρόπολη του Κάστελλα. Εκεί, στο ψηλότερο επίπεδο της ακρόπολης, διατηρείται σε ερειπιώδη κατάσταση η βασιλική του Κάστελλα, τρίκλιτη βασιλική παλαιοχριστιανικών χρόνων με ημικυκλική αψίδα. Ο διαχωρισμός των κλιτών γινόταν με μαρμάρινη κιονοστοιχία που στήριζε ξύλινη αμφικλινή στέγη. Στα δυτικά υπήρχε νάρθηκας που κάλυπτε όλο το πλάτος της βασιλικής. Στη νοτιοανατολική πλευρά υπάρχουν προσκτίσματα που πρέπει να ταυτιστούν με το βαπτιστήριο της βασιλικής.
Ο οικισμός εγκαταλείφθηκε τον 7ο αι. μ.Χ., πιθανώς λόγω των αραβικών επιδρομών. Στη συνέχεια κατοικήθηκε πιθανώς από πειρατές που φαίνεται πως δεν έκαναν χρήση των εκκλησιών. Με την επανάκτηση της Κρήτης επί Νικηφόρου Φωκά τα νησιά πέρασαν στην επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά κάποια, όπως η Σαρία, δε φαίνεται να ξανακατοικήθηκαν. |