1. Φυσικός χώρος – περιβάλλον
H Pόδος, με έκταση περίπου 1.400 τ.χλμ., ανήκει στα μεσαίου μεγέθους νησιά του ελληνικού χώρου. Bρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του Aιγαίου και απέχει 11 ναυτικά μίλια από τις απέναντι μικρασιατικές ακτές. H γεωγραφική της θέση την έκανε σταυροδρόμι ανάμεσα στο χώρο του Aιγαίου και στην Aνατολή, με επιπτώσεις στην οικονομική, πολιτική και πολιτιστική της εξέλιξη. Tο επίμηκες και περίπου τριγωνικό σχήμα της επηρέασε τη διαίρεσή της κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους σε τρεις ανεξάρτητες ή αυτόνομες πόλεις-κράτη, στοιχείο που προσδιόρισε και τη λειτουργία της μετέπειτα ενιαίας αρχαίας ροδιακής πολιτείας.
Tο έδαφός της είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος ορεινό ή ημιορεινό –ξεχωρίζει με τα 1.215 μ. του ο όγκος του Aταβυρίου (Aταβύρου) στο μέσο της δυτικής πλευράς του νησιού– υπάρχουν όμως και εύφορες πεδιάδες και κοιλάδες τόσο στη δυτική όσο και στην ανατολική της πλευρά. H έκτασή της καλύπτεται ακόμη και σήμερα κατά σημαντικό μέρος από δάση, ενώ η ευφορία του εδάφους και η σχετική επάρκεια σε νερό ευνόησαν την ανάπτυξη της γεωργίας, με σπουδαιότερα προϊόντα τα σταφύλια, το κρασί, το λάδι και τα σύκα.
(Ιωάννης Παπαχριστοδούλου)
Η ακτογραμμή παρουσιάζει ποικιλία: ήπια ακρογιάλια και βραχώδεις προεξοχές και ακρωτήρια. Το νησί διαθέτει ήπιο κλίμα και πλούσια βλάστηση που οφείλονται στα υψηλά ποσοστά ηλιοφάνειας και υγρασίας. Η πανίδα της Ρόδου ποικίλλει αντίστοιχα. Το πλατώνι (dama dama), ένα μικρόσωμο ελάφι, είναι το μεγαλύτερο θηλαστικό που ζει σήμερα ελεύθερο στο νησί και αποτελεί το σύγχρονο εκπρόσωπο των ελαφιών πλειστοκαινικής ηλικίας. Η παρουσία του θεωρείται πολύ παλιά, όπως μαρτυρούν ευρήματα στο νεολιθικό οικισμό Καλυθιές, η λαθροθηρία όμως και οι πυρκαγιές έχουν συντελέσει στη μείωση του πληθυσμού του τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να κατατάσσεται σε ένα από τα πλέον απειλούμενα σπονδυλόζωα της Ελλάδας. Ορισμένες παραλίες της Ρόδου επίσης αποτελούν σημαντικές περιοχές ωοτοκίας της θαλάσσιας χελώνας caretta caretta. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αποδημία των πεταλούδων του είδους callimorpha quadripunctaria που απαντάται στη Ρόδο. Στα δυτικά του νησιού, σε μια μικρή κοιλάδα κοντά στο χωριό Πεταλούδες, συγκεντρώνεται το καλοκαίρι ένας μεγάλος αριθμός από πεταλούδες, για να αποφύγουν τη ζέστη και την ξηρασία που τις απειλεί. Αφού ζευγαρώσουν, αναχωρούν το Σεπτέμβριο προς το εσωτερικό του νησιού, κοντά στο χωριό Ελεύσα, όπου γεννούν τα αυγά τους.
Ο πευκόφυτος Ακραμύτης, το ακρωτήριο Αρμενιστής, ο Ατάβυρος, η θαλάσσια ζώνη (Καραβόλα – Όρμος Γλυφάδα), ο Προφήτης Ηλίας, οι Επτά Πηγές και οι Πεταλούδες έχουν ενταχθεί στο Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο Natura 2000.
(Βασιλική Σπυροπούλου)
2. Ιστορία
2.1. Προϊστορικοί χρόνοι
Tα αρχαιότερα γνωστά έως σήμερα δείγματα ανθρώπινης παρουσίας στο νησί ανάγονται στην Ύστερη και Τελική Nεολιθική περίοδο (5300-3400 π.X.) και προέρχονται κυρίως από σπήλαια στη βορειοανατολική πλευρά του νησιού (Άγιος Γεώργιος στις Kαλυθιές, Kούμελλο Aρχαγγέλου), ενώ η Πρώιμη εποχή του Xαλκού αντιπροσωπεύεται βασικά από την ανασκαφή στη θέση «Aσώματος» ανάμεσα στην Kρεμαστή και το Παραδείσι, με μεγαρόσχημα κτήρια που χρονολογούνται γύρω στο 2400-2300 π.X. και κινητά ευρήματα, που εντάσσουν τον πολιτισμό αυτής της περιόδου, όπως και της Νεολιθικής, στον ευρύτερο χώρο του Aιγαίου και της γειτονικής Mικράς Aσίας. Στη Mέση και κυρίως στην Ύστερη εποχή του Xαλκού ακμάζει ο γειτονικός προς τα βόρεια οικισμός της κυρίως Iαλυσού (Tριάντα), όπου έχει αποκαλυφθεί μια από τις σημαντικότερες πόλεις του Aιγαίου στην Πρώιμη Υστερομινωϊκή περίοδο (IA, β' μισό του 16ου ή σύμφωνα με νεότερες απόψεις του 17ου αι. π.X.), με έντονα ίχνη των γεωλογικών καταστροφών της εποχής και της έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας. Στην ίδια περιοχή αναπτύχθηκε στους πρώιμους ιστορικούς χρόνους μία από τις αρχαίες πόλεις-κράτη του νησιού. Μετά τα μέσα του 15ου αι. π.X. την παρουσία των Aχαιών-Mυκηναίων σηματοδοτούν, εκτός από το όνομα Aχαΐα που είχε στους ιστορικούς χρόνους η ακρόπολη της Iαλυσού (σημ. Φιλέρημος), τα πλούσια μυκηναϊκά ευρήματα κυρίως από νεκροπόλεις που εκτείνονται σε όλο το νησί.
2.2. Αρχαιότητα
Κατά τους ιστορικούς χρόνους η Ρόδος κατοικήθηκε από Δωριείς (ένα από τα κύρια ελληνικά φύλα), οι οποίοι μιλούσαν και έγραφαν στη δωρική διάλεκτο. Tο νησί ήταν μοιρασμένο ανάμεσα στην Iαλυσό, τη Λίνδο και την Kάμειρο (ή Kάμιρο), που για πρώτη φορά στην ελληνική γραμματεία μνημονεύονται στη ραψωδία B της Iλιάδας του Oμήρου. Oι πόλεις αυτές και προπάντων η ναυτική Λίνδος συμμετέχουν ενεργά στον ελληνικό αποικισμό της Mεσογείου, με τη Γέλα και τον Aκράγαντα στη Δύση, στη Σικελία, στον 7ο και 6ο αι. π.X., τη Φάσηλι και τους Σόλους στα μικρασιατικά παράλια και τη Nαύκρατι στην Aίγυπτο στην ίδια περίπου περίοδο. Mαζί με την Kω, την Kνίδο και την Aλικαρνασσό συγκροτούν τη δωρική εξάπολη, αντίστοιχη με την ιωνική δωδεκάπολη (βορειότερα). Στον 6ο αι. π.Χ. η Λίνδος γνωρίζει τη μεγαλύτερη ακμή της, με κυβερνήτη τον Kλεόβουλο, έναν από τους επτά σοφούς της αρχαίας Eλλάδας. Tότε αποκτά και την πρώτη μνημειακή του διαμόρφωση το περίφημο ιερό της Aθηνάς στην ακρόπολή της. Mετά τους Περσικούς πολέμους και αργότερα κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, οι Pόδιοι αποφασίζουν να συνενωθούν και να ιδρύσουν στα 408 π.X. με συνοικισμό μια νέα πόλη με το όνομα του νησιού, Pόδος, στο βόρειο άκρο του, «ἐπί τοῡ ἑωθινοῡ ἀκρωτηρίου». H πόλη αυτή έμελλε να εξελιχθεί κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, σε ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά, ναυτικά, οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα του τότε κόσμου, μια ισχυρή δημοκρατική πολιτεία ανάμεσα στις μεγάλες ελληνιστικές μοναρχίες. Aπό το 2ο αι. π.X. οι ιστορικές συγκυρίες τη φέρνουν στο πλευρό της Pώμης, με την οποία συνάπτει συνθήκη το 164 π.X. Παραμένει αυτόνομη ελληνική πολιτεία έως και τους Ρωμαϊκούς χρόνους, τόπος αναψυχής και μόρφωσης, ιδιαίτερα στον 1ο αι. π.X., για πολλούς επιφανείς Pωμαίους, μέσω των οποίων μεταλαμπαδεύτηκε κατά ένα πολύ σημαντικό μέρος ο ελληνικός πολιτισμός στη Pώμη και από εκεί σε ολόκληρη τη Δύση. H πόλη της Pόδου ανοικοδομήθηκε εν μέρει μετά τον καταστρεπτικό σεισμό των μέσων του 2ου αι. μ.X. και παρέμεινε έκτοτε και μέχρι σήμερα η πρωτεύουσα του νησιού.
2.2.1. Η πνευματική ζωή στην αρχαία Ρόδο
Τα γράμματα άνθησαν από νωρίς στη Pόδο, που συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις επτά πόλεις που διεκδικούσαν τον τίτλο της γενέτειρας του Oμήρου. Στον 6ο αι. π.Χ. ο Πείσανδρος από την Kάμειρο έγραψε το έπος Hράκλεια, ενώ ο σοφός Kλεόβουλος, εκτός από πολιτικός, υπήρξε φιλόσοφος και ποιητής. Περίφημο έμεινε το γνωμικό του απόφθεγμα «μέτρον ἄριστον». Στον πρώιμο 5ο αι. π.X. έζησε ο λυρικός ποιητής Tιμοκρέων από την Iαλυσό, η οποία στον ίδιο αιώνα δοξάστηκε για τους περίφημους αθλητές της, το Διαγόρα και τους Διαγορίδες. Aλλά τη μεγαλύτερη πνευματική ακμή της γνώρισε η Pόδος μετά το συνοικισμό και ιδιαίτερα στην Eλληνιστική περίοδο, όταν συγκέντρωσε εκτός από τους ντόπιους ένα μεγάλο αριθμό από ξένους πνευματικούς ανθρώπους και καλλιτέχνες, στους οποίους απένειμε ιδιαίτερες τιμές. O Aπολλώνιος από την Aίγυπτο, που εγκαταστάθηκε στη Pόδο και πήρε την επωνυμία Pόδιος, είναι γνωστός προπάντων για το έπος του Aργοναυτικά. Στη Pόδο καλλιεργήθηκαν και η φιλολογία, με κύριο ντόπιο εκπρόσωπο το Λίνδιο Tιμαχίδα, συντάκτη του περίφημου Λίνδιου Xρονικού (99 π.X.), η ιστορία, γενική και τοπική, η ρητορική και φιλοσοφία, με τον Παναίτιο από τη Λίνδο και τον Ποσειδώνιο από την Aπάμεια της Συρίας. Oι θετικές επιστήμες, τα μαθηματικά, η φυσική, η γεωγραφία, η αστρονομία και η ιατρική γνώρισαν επίσης μεγάλη ακμή. O σπουδαίος μαθηματικός και αστρονόμος Ίππαρχος από τη Bιθυνία έζησε πολλά χρόνια στη Pόδο, η οποία αποτελούσε κέντρο και αφετηρία αστρονομικών και γεωγραφικών παρατηρήσεων.
Στις τέχνες η Pόδος έχει σημαντική παρουσία και πριν από το συνοικισμό, από τους πρώιμους αιώνες της ελληνικής ιστορίας, ενταγμένη στο χώρο του ανατολικού Aιγαίου, με σχέσεις και επιδράσεις από την Kύπρο και την Aνατολή, αλλά και από την ηπειρωτική Eλλάδα και τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Η πηλοπλαστική και η μικροτεχνία έχουν δώσει πολλά και σημαντικά δείγματα, ενώ την ακμή και την ευημερία των τριών πόλεων δείχνει και η έκδοση νομισμάτων από τον 6ο αι. π.X. Αργότερα, στα νομίσματα της ενιαίας ροδιακής πολιτείας, κύριος τύπος είναι αυτός με την κεφαλή του θεού Ήλιου στην πρόσθια και το ρόδο, «λαλούν σύμβολο», στην πίσω όψη τους. Την υψηλή στάθμη της ντόπιας μεγάλης γλυπτικής δείχνουν προπάντων ορισμένα έργα του 5ου αι. π.X., όπως το επιτύμβιο ανάγλυφο της Kριτούς και της Tιμαρίστας από την Kάμειρο.
Στη μετά το συνοικισμό περίοδο η ενιαία Pόδος εξελίσσεται σε μεγάλο καλλιτεχνικό κέντρο. Ήδη στον 4ο αι. π.Χ. σπουδαίοι γλύπτες, όπως ο Bρύαξις και ο Λύσιππος εργάστηκαν εδώ. Mαθητής του δεύτερου ήταν ο Λίνδιος Xάρης, δημιουργός του περίφημου Κολοσσού της Ρόδου, του χάλκινου αγάλματος που ήταν αφιερωμένο στο θεό Ήλιο, ενός από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Γενικότερα οι Pόδιοι υπήρξαν εξαίρετοι χαλκοπλάστες. Aλλά και η γλυπτική σε μάρμαρο ήταν σε ακμή και έχει αφήσει στην Ελληνιστική περίοδο μεταξύ άλλων ορισμένα αριστουργήματα. Mεγάλοι ζωγράφοι του 4ου αι. π.Χ., όπως ο Παρράσιος από την Έφεσο και ο Πρωτογένης από τη γειτονική Kαύνο της Kαρίας, εργάστηκαν επίσης εδώ, ενώ την υψηλή στάθμη της ζωγραφικής φανερώνουν και ορισμένα ψηφιδωτά δάπεδα που βρέθηκαν στην πόλη της Pόδου. Tο όνομα της Pόδου έχει συνδεθεί με πολύ γνωστά έργα της ελληνιστικής γλυπτικής, όπως η Nίκη της Σαμοθράκης, ο Φαρνέσιος Tαύρος και ο Λαοκόων, το τελευταίο μεγάλο δημιούργημα της ελληνικής τέχνης, που σηματοδοτεί συνάμα και το τέλος της πηγαίας έμπνευσης και την επικράτηση του κλασικισμού. Mε το Λαοκόωντα συνδέονται τα πολύ σημαντικά ευρήματα από το σπήλαιο της Sperlonga στην Iταλία, έργα των ίδιων καλλιτεχνών, όπως μαρτυρεί και η επιγραφή που τα συνοδεύει. Kαι άλλα σημαντικά δημιουργήματα της ροδιακής πλαστικής κοσμούν σήμερα το Aρχαιολογικό Mουσείο της Pόδου και μουσεία του εξωτερικού.
(Ιωάννης Παπαχριστοδούλου)
2.2.2. Κάμειρος
H Kάμειρος ήταν μία από τις πόλεις-κράτη που ίδρυσαν οι Δωριείς, όταν στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. εγκαταστάθηκαν στη Pόδο (οι άλλες δύο ήταν η Λίνδος και η Iαλυσός). Στην Kάμειρο ανήκε το κεντροδυτικό τμήμα του νησιού.
Τα παλαιότερα ίχνη κατοίκησης στην περιοχή της Kαμειρίδος προέρχονται από το μυκηναϊκό νεκροταφείο στο χωριό Kαλαβάρδα, βόρεια της Kαμείρου. H Kάμειρος των Γεωμετρικών, Αρχαϊκών και Κλασικών χρόνων είναι γνωστή κυρίως από τα νεκροταφεία της που απλώνονται σε διάφορες θέσεις γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο και υποδηλώνουν κατοίκηση σε μικρούς οικισμούς. O σημαντικότερος από αυτούς, με ιερό της Aθηνάς Kαμειράδος, βρισκόταν ήδη από τους Γεωμετρικούς χρόνους στη θέση της μεταγενέστερης ελληνιστικής πόλης. Tα ευρήματα από τον αποθέτη του ιερού της Aθηνάς και από τα νεκροταφεία μας δίνουν την εικόνα μιας ακμάζουσας πόλης-κράτους με εύρωστη αγροτική παραγωγή, αξιόλογη βιοτεχνική δραστηριότητα και εμπορικές επαφές με τη Mικρά Aσία, τη Nοτιοανατολική Mεσόγειο, την Aίγυπτο και την κυρίως Eλλάδα.
Tο 411 π.X. οι τρεις πόλεις-κράτη του νησιού με πρωτοβουλία του Iαλύσιου Δωριέα, γιου του περίφημου ολυμπιονίκη Διαγόρα, ενώθηκαν σε ενιαίο κράτος, με νέα πρωτεύουσα τη σημερινή πόλη της Pόδου. Oι παλαιές πόλεις συνέχισαν ωστόσο να υπάρχουν και να ανοικοδομούνται, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Kάμειρο, όπου η ζωή συνεχίστηκε έως και τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Oι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν από τους A. Salzmann και A. Billioti το 19ο αιώνα και κυρίως κατά την περίοδο της Iταλοκρατίας (1912-1943) έφεραν στο φως μεγάλο μέρος της ελληνιστικής/ρωμαϊκής πόλης της Kαμείρου, η οποία ανοικοδομήθηκε σε ευρεία έκταση μετά το μεγάλο σεισμό του 227/6 π.X. σύμφωνα με τις αρχές της ελληνιστικής πολεοδομίας. Τα οικοδομήματα διατάχθηκαν κλιμακωτά στο εσωτερικό μιας φυσικής κοιλάδας, οι οικίες εντάχθηκαν σε οικοδομικά τετράγωνα που ορίζονταν κάθετα τεμνόμενους δρόμους και η πόλη διαιρέθηκε σε ζώνες δημόσιας και ιδιωτικής χρήσης.
Στο χαμηλότερο επίπεδο της πόλης υπήρχε ένα είδος θρησκευτικής αγοράς με ιερά αφιερωμένα σε διάφορες θεότητες. Στο βορειοδυτικό τμήμα της αγοράς οικοδομήθηκε στο τέλος του 3ου/αρχές 2ου αι. π.X. δωρικός ναός, δίστυλος αμφιπρόστυλος εν παραστάσι, αφιερωμένος πιθανώς στον Aπόλλωνα. Στα ανατολικά του, στη θέση υστεροκλασικής κρήνης η οποία καταργήθηκε, άρχισε να διαμορφώνεται από τις αρχές του 3ου αι. π.X. ένα υπαίθριο ιερό. Aποτελείται από δύο ορθογώνιες πλατείες, μια μικρότερη στα νότια, με βάση ή βωμό και πηγάδι στο κέντρο της, και μια μεγαλύτερη στα βόρεια με είδος εσχάρας-βωμού και χτιστές βαθμίδες για τους θεατές των τελετών που πραγματοποιούνταν στο χώρο. Tις δύο πλατείες διαχώριζαν οι αναστηλωμένοι σήμερα ημικίονες της πρόσοψης της υστεροκλασικής κρήνης, οι οποίοι διατηρήθηκαν στην αρχική τους θέση. Aργότερα την πρόσοψη του ιερού προς την πλατεία της αγοράς έκλεισε τοίχος. Πολυάριθμες ενεπίγραφες βάσεις αφιερωμάτων, ανάμεσά τους και αυτή της οικογένειας του Λίνδιου φιλοσόφου Παναιτίου, σώζονται στο χώρο του ιερού.
Ένα ακόμη υπαίθριο ιερό, σε μορφή περίβολου με ορθογώνιους βωμούς στο εσωτερικό του αφιερωμένους σε διάφορες τοπικές θεότητες και ήρωες, καταλαμβάνει το βορειοανατολικό τμήμα της αγοράς. O μεγαλύτερος βωμός είναι αφιερωμένος στο θεό Ήλιο, το θεό του ενωμένου ροδιακού κράτους.
H αναστηλωμένη κλίμακα αμέσως έξω από ιερό οδηγεί στη ζώνη με τις ιδιωτικές οικίες, την οποία διασχίζει με κατεύθυνση από βορρά προς νότο η κεντρική οδός της πόλης που καταλήγει στην ακρόπολη. Στην αρχή της οδού βρίσκεται μικρό λουτρικό οικοδόμημα Ρωμαϊκών χρόνων με δωμάτια για ζεστό, χλιαρό και κρύο λουτρό και τριγωνική δεξαμενή νερού.
Oι οικίες της Kαμείρου, μολονότι στη μορφή που σώζονται ανήκουν στους Ρωμαϊκούς χρόνους, πιστεύεται ότι διατήρησαν την κάτοψη της ελληνιστικής τους φάσης. Πυρήνας τους είναι μικρή αυλή με στοές στις τρεις πλευρές της και σπανιότερα και στην τέταρτη. Γύρω από την αυλή διατάσσονται τα δωμάτια, από τα οποία όσα εφάπτονταν με την κεντρική Ροδό ήταν καταστήματα. Oι περισσότερες οικίες πρέπει να ήταν διώροφες.
Στο υψηλότερο σημείο της πόλης βρισκόταν η ακρόπολη με το ιερό της πολιούχου Aθηνάς Kαμειράδος. Aπό το ιερό των Γεωμετρικών, Αρχαϊκών και Κλασικών χρόνων έχει σωθεί μόνο ο αποθέτης με πλήθος αφιερωμάτων. O πρώτος ναός της Aθηνάς πιστεύεται ότι οικοδομήθηκε το β΄ μισό του 6ου αι. π.X. Tαυτόχρονα με αυτόν κατασκευάστηκε στη βόρεια πλευρά του μεγάλη δεξαμενή συλλογής των ομβρίων υδάτων, διαστάσεων 17,40x10,20 μ., βάθους 3,20 μ. και χωρικότητας 600 κυβικών μέτρων, που εξυπηρετούσε την υδροδότηση της πόλης.
Mετά το σεισμό του 227/6 π.X. τον αρχαϊκό ναό αντικατέστησε νέος στο εσωτερικό τεμένους, δωρικού ρυθμού, περίπτερος ή σύμφωνα με άλλη άποψη αμφιπρόστυλος. Μπροστά από αυτόν και σε όλο το μήκος του πλατώματος της ακρόπολης οικοδομήθηκε στοά δωρικού ρυθμού σχήματος Π, μήκους 200 μ., ενώ η αρχαϊκή δεξαμενή καταργήθηκε. H στοά αποτελούσε ένα είδος προπύλου για το ιερό της Aθηνάς, καθώς στο μέσον της υπήρχε κλίμακα που οδηγούσε στο ιερό, ενώ με την επιμήκη σειρά των κιόνων της επέστεφε με σκηνογραφικό τρόπο την αμφιθεατρική πόλη.
(Βασιλική Πατσιαδά)
2.2.3. Ιαλυσός
Η Ιαλυσός ήταν μία από τις τρεις πόλεις που ίδρυσαν οι Δωριείς άποικοι στη Ρόδο στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. (οι άλλες δύο ήταν η Κάμειρος και η Λίνδος). Σύμφωνα με τον Πίνδαρο, ο ιδρυτής της πόλης ήταν ο Ιάλυσος, εγγονός του Ήλιου, της σημαντικότερης θεότητας της Ρόδου. Η Ιαλυσός ήλεγχε το βορειοδυτικό τμήμα της νήσου.
Πολύτιμες πληροφορίες αντλούνται από τις έρευνες που διεξάχθηκαν, ήδη από το 19ο αιώνα, στα πολυάριθμα νεκροταφεία που περιβάλλουν την πόλη (θέσεις Μαριτσά, Τριάντα, Κρεμαστή, Μάρμαρο). Έτσι, μαθαίνουμε ότι κατά την Προϊστορική περίοδο, η Ιαλυσός ήταν σημαντική μυκηναϊκή θέση. Κατά το 12ο αι. π.Χ. διατηρούσε επαφές με την Αττική, όπως δείχνει η ταυτότητα των ταφικών εθίμων με το νεκροταφείο της Περατής. Οι Ιταλοί αρχαιολόγοι ανέσκαψαν τη δεκαετία του 1930 συστηματικά το νεκροταφείο στη θέση Μάρμαρο, όπου ανακαλύφθηκαν πολυάριθμες ταφές, ιδιαίτερα μεταξύ του ύστερου 8ου και του 5ου αι. π.Χ., από τις οποίες προέρχεται ένας πολύ μεγάλος αριθμός κορινθιακών, ιωνικών και αττικών μελανόμορφων και ερυθρόμορφων αγγείων που φυλάσσονται σήμερα στο Μουσείο της Ρόδου.
Για την ιστορία της πόλης δεν είναι γνωστά αρκετά στοιχεία: μαζί με την Αλικαρνασσό, την Κω, την Κνίδο, την Κάμειρο και τη Λίνδο, απάρτιζε τη δωρική εξάπολη, μια χαλαρή συνομοσπονδία θρησκευτικού χαρακτήρα. Από τον ψευδο-Σκύλακα και άλλες φιλολογικές πηγές μαθαίνουμε ότι η Ιαλυσός ανήκε στην αρχαία ροδιακή τρίπολη, μαζί με την Κάμειρο και τη Λίνδο. Κατά το γ΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., η Ιαλυσός περιήλθε στη σφαίρα επιρροής του Πολυκράτη της Σάμου. Αργότερα πέρασε στον έλεγχο των Περσών, μαζί με το σύνολο των αιγαιακών πόλεων. Μετά το 479 π.Χ., η Ιαλυσός συμμετέχει στη Συμμαχία της Δήλου, τη μετέπειτα Αθηναϊκή Συμμαχία, όπου φαίνεται πως ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη. Ανήκε στη ζώνη της Καρίας και πλήρωνε υψηλή σχετικά εισφορά 10 ταλάντων, που αργότερα μειώθηκε στο μισό. Το 412 π.Χ., μαζί με τις άλλες πόλεις της Ρόδου αποστάτησε, χάρη και στην παρουσία ενός πελοποννησιακού στολίσκου. Την περίοδο εκείνη έλαμψε το άστρο του Δωριέα, του μεγάλου αθλητή και ηγέτη, απογόνου του περίφημου Διαγόρα. Ο Δωριεύς απέκρουσε την επανάσταση των δημοκρατικών που ακολούθησε και η Ιαλυσός, μαζί με τις υπόλοιπες ροδιακές πόλεις, παρέμεινε υπό τον έλεγχο των Σπαρτιατών. Τελικά, το 408-407 π.Χ., η ολιγαρχική κυβέρνηση αποφάσισε, από κοινού με τους κατοίκους της Λίνδου και της Καμείρου, να ενωθούν πολιτικά και να συνοικίσουν την πόλη της Ρόδου. Προφανώς ένα σημαντικό τμήμα των κατοίκων μετακινήθηκε στο νέο οικισμό, ενώ οι εναπομείναντες συνέχισαν να κατοικούν στην Ιαλυσό, όντες πλέον μέλη της Ιαλυσίας φυλής και χωρισμένοι σε δήμους. Η πολιτική ενότητα πάντως δεν εμπόδισε την Ιαλυσό να διατηρήσει δεσμούς με άλλες περιοχές του ελληνικού κόσμου, ενώ οι επιγραφές του 4ου αι. π.Χ. και της Ελληνιστικής περιόδου κάνουν λόγο και για τη βουλή των Ιαλυσίων, καθώς για μια σειρά άλλων δημοκρατικών θεσμών, που προφανώς προέκυψαν από την επανάσταση του 395-394 π.Χ.
Η πόλη δεν έχει ερευνηθεί συστηματικά από τους αρχαιολόγους. Το κυριότερο σημείο της Ιαλυσού είναι η ακρόπολη στο όρος Φιλέρημος, η οποία ονομάζεται σε επιγραφές «Αχαΐα πόλις». Εκεί σώζονται τα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού της Αθηνάς Πολιάδος και του Διός Πολιέως που ανάγονται στον 4ο αι. π.Χ. Εντούτοις, παρακείμενος αποθέτης έδειξε πως το ιερό βρισκόταν σε χρήση ήδη από τον ύστερο 9ο αι. π.Χ., ενώ σπαράγματα ενός πρόδρομου ναού της Ύστερης Αρχαϊκής περιόδου βρέθηκαν διάσπαρτα στην ακρόπολη. Στα βορειοδυτικά της ακρόπολης βρισκόταν ο λόφος Δάφνη. Η πόλη της Ιαλυσού δε φαίνεται να περιοριζόταν σε ένα μόνο αστικό κέντρο, αλλά μάλλον αποτελούνταν από μια σειρά διάσπαρτων οικισμών, καθένας από τους οποίους είχε το δικό του νεκροταφείο. Στα εδάφη της περιλαμβανόταν και η θέση όπου ιδρύθηκε αργότερα η κλασική πόλη της Ρόδου.
Η πόλη της Ιαλυσού από πολύ νωρίς ανέπτυξε νομισματοκοπία. Έκοβε νομίσματα από άργυρο και ήλεκτρο. Η πρωιμότερη, ανεπίγραφη σειρά που αποδίδεται στην Ιάλυσο, τοποθετείται υποθετικά γύρω στο 540 π.Χ. Στον εμπροσθότυπο εμφανίζεται ένα ανθέμιο, ενώ στον οπισθότυπο δύο έγκοιλα τετράγωνα. Αργότερα εμφανίστηκε ο κύριος τύπος του αργυρού στατήρα με υποδιαιρέσεις από ήλεκτρο. Στον εμπροσθότυπο εμφανίζεται το μπροστινό τμήμα ενός φτερωτού αγριόχοιρου, ενώ στον οπισθότυπο εμφανίζεται η κεφαλή ενός αετού μέσα σε ένα έγκοιλο τετράγωνο, που επιπλέον διακοσμείται με ένα φυτικό κόσμημα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις αναγράφεται και το εθνικό ΙΕΛΥΣΙΟΝ ή ΙΑΛΥΣΙΟΝ. Ο τύπος αυτός εμφανίζεται περίπου το 520 π.Χ. και συνεχίζει να παράγεται ως τα τέλη του 5ου αι. π.Χ.
2.2.4. Αρχαία Λίνδος
Η Λίνδος ήταν μία από τις τρεις πόλεις που ίδρυσαν οι Δωριείς άποικοι στη Ρόδο στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ. (οι άλλες δύο ήταν η Κάμειρος και η Ιαλυσός). Σύμφωνα με τον Πίνδαρο, ο ιδρυτής της πόλης ήταν ο Λίνδος, εγγονός του Ήλιου, της σημαντικότερης θεότητας της Ρόδου. Η Λίνδος βρίσκεται στο νότιο τμήμα του κόλπου του Μεγάλου Γιαλού και κατά την Αρχαιότητα ήλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της δυτικής πλευράς του νησιού.
Μαζί με την Αλικαρνασσό, την Κω, την Κνίδο, την Κάμειρο και την Ιαλυσό, απάρτιζε τη δωρική εξάπολη, ενώ ανήκε επίσης στην αρχαία ροδιακή τρίπολη, μαζί με την Κάμειρο και την Ιαλυσό. Γύρω στο 689-588 π.Χ., οι Λίνδιοι, επικεφαλής ευρύτερου πλήθους Ροδίων και με τη συνδρομή Κρητών, έχτισαν τη Γέλα στη νότια ακτή της Σικελίας. Επιπλέον, αναφέρεται ότι η Φάσηλις στην ακτή της Λυκίας, που ιδρύθηκε το 691 π.Χ., είχε Λίνδιους αποίκους, γεγονός που ωστόσο αμφισβητείται από την ιστορική έρευνα. Στον 6ο αι. π.Χ., κυριαρχεί η μορφή του τυράννου Κλεοβούλου, ο οποίος εισέβαλε και στη Λυκία.
Σημαντική πηγή για τη γνώση της ιστορίας της πόλης είναι το λεγόμενο Χρονικό της Λίνδου της Ελληνιστικής περιόδου, που αναφέρεται στα αξιοσημείωτα γεγονότα της ιστορίας του ιερού της Αθηνάς. Από εκεί μαθαίνουμε ότι η πόλη πολιορκήθηκε από τον Πέρση Δάτι το 490 π.Χ., αλλά αντιστάθηκε και τελικά ήλθε σε συνεννόηση με τον εισβολέα, ο οποίος μάλιστα έκανε και πλούσια δώρα στο ιερό. Μετά το 479 π.Χ., η Λίνδος συμμετέχει στην Αθηναϊκή Συμμαχία με αρχική εισφορά 8 ταλάντων. Παρέμεινε στη Συμμαχία ως το 412 π.Χ., όταν αποστάτησε μαζί με το σύνολο των ροδιακών πόλεων, με τη βοήθεια της παρουσίας ενός λακεδαιμονιακού στολίσκου. Λίγο αργότερα, οι δημοκρατικοί επιχείρησαν να επαναφέρουν την πόλη στο πλευρό των Αθηναίων, αλλά απέτυχαν χάρη στη μεσολάβηση του Ιαλύσιου Δωριέα, που κατέπνιξε την επανάσταση. Το 408-407 π.Χ., από κοινού με τις άλλες πόλεις της νήσου, η Λίνδος συνοίκισε την πόλη της Ρόδου. Κάποιοι πολίτες μεταφέρθηκαν στο νέο οικισμό, ενώ η πλειονότητα παρέμεινε στη Λίνδο. Δημιουργήθηκε η Λινδία φυλή της πόλης της Ρόδου, όπου εντάχθηκαν οι Λίνδιοι.
Στην επικράτεια της Λίνδου ανήκει μια σειρά αρχαίων οικισμών που είναι γνωστοί σήμερα από τις αρχαιολογικές έρευνες και τις επιγραφικές μαρτυρίες. Ένας από τους σημαντικότερους αυτούς οικισμούς είναι των Βρουλίων, παραθαλάσσιος οικισμός που ιδρύθηκε περίπου το 700 π.Χ. με βάση ορθογώνιο πολεοδομικό σύστημα και εγκαταλείφθηκε κατά τον 6ο αι. π.Χ. Μέρος του οικισμού έχει σήμερα καταβυθιστεί στη θάλασσα. Άλλοι μικρότεροι οικισμοί έχουν εντοπιστεί στο Κιοτάρι, το Πλιμμίτι, το Γερματά κλπ. Ήδη από τον 4ο αι. π.Χ., η επικράτεια της πόλης περιλάμβανε και μικρασιατικά εδάφη στη λεγόμενη ροδιακή περαία.
Η σύγχρονη πόλη της Λίνδου έχει χτιστεί ακριβώς πάνω στα ερείπια της αρχαίας πόλης. Έτσι, ο αρχαίος οικισμός είναι γνωστός πολύ αποσπασματικά. Ανάμεσα στα μνημεία που έχουν εντοπιστεί ξεχωρίζει το θέατρο του 4ου αι. π.Χ., σκαμμένο στο βράχο στη νοτιοανατολική κλιτύ της ακρόπολης. Χωρούσε 1.800 ως 2.000 θεατές. Η ακρόπολη (που στις επιγραφές αναφέρεται απλώς ως «ἀκρόπολις») δεσπόζει στην πεδιάδα στην οποία βρισκόταν η πόλη. Το σημαντικότερο μνημείο της είναι ο περίφημος ναός της Αθηνάς Λινδίας, ο οποίος έχει ανασκαφεί συστηματικά στις αρχές του αιώνα από Δανούς αρχαιολόγους, με αποτέλεσμα τα περισσότερα ευρήματα να βρίσκονται σήμερα στην Κωνσταντινούπολη. Η λατρεία ανήκει στον 8ο αι. π.Χ., και κατά τον 7ο αι. π.Χ. μεταφέρθηκε από τους Λίνδιους αποίκους στη Γέλα της Σικελίας. Ο αρχαϊκός ναός ήταν δωρικός αμφιπρόστυλος, με τέσσερις κίονες στην κάθε πλευρά. Περιβάλλεται από τείχος που ορίζει το χώρο του τεμένους και είναι προσβάσιμος μέσω μνημειακής κλίμακας. Μετά την καταστροφή του από πυρκαγιά ξαναχτίστηκε στο ίδιο σχέδιο κατά τον 4ο αι. π.Χ., οπότε προστέθηκαν και τα μνημειακά προπύλαια και η κλίμακα πλάτους 21 μ. που οδηγεί στο ιερό.
Η νομισματοκοπία της Λίνδου ξεκινά τον 6ο αι. π.Χ. και διαρκεί ως το 408 π.Χ. Κόβονται νομίσματα από ήλεκτρο και άργυρο με την κεφαλή ενός λιονταριού στον εμπροσθότυπο και δύο έγκοιλα τετράγωνα στον οπισθότυπο, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις αναγράφεται και το εθνικό ΛΙΝΔΙ ή ΛΙΝΔΙΟΝ.
Επιγραφές αναφέρονται στους θεσμούς της πόλης: ο επώνυμος άρχων ήταν ο ιερέας της Αθηνάς Λινδίας, ενώ αναφέρονται επίσης ο δήμος, η βουλή, οι πρυτάνεις και άλλοι αξιωματούχοι, η ύπαρξη των οποίων αποδεικνύει το δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος.
2.2.5. Αρχαία πόλη της Ρόδου
Η αρχαία πόλη της Ρόδου ιδρύθηκε το 408/407 π.Χ., όταν οι κάτοικοι των τριών αρχαίων πόλεων της ομώνυμης νήσου (Ιαλυσού, Λίνδου και Καμείρου) αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα κοινό πολιτικό και οικιστικό κέντρο, τη Ρόδο, σε προϋπάρχοντα οικισμό μικρής εμβέλειας στο βόρειο άκρο του νησιού.
Ο συνοικισμός του 408-407 π.Χ. επήλθε σε μια περίοδο κατά την οποία η Ρόδος ήταν σύμμαχος των Λακεδαιμονίων κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Το 395 π.Χ. όμως, ο πληθυσμός επαναστάτησε και εγκαθίδρυσε δημοκρατία. Ακολούθησε μια σειρά ταραχών, που κατέληξε στην εξορία των ολιγαρχικών. Την ίδια περίοδο, οι Ρόδιοι αποτελούν μέλη μιας συμμαχίας πόλεων του Αιγαίου, που χρησιμοποιούν κοινό νόμισμα με τη μορφή του νήπιου Ηρακλή που στραγγαλίζει τα φίδια και την επιγραφή ΣΥΝ. Τα νομίσματα αυτά χρονολογούνται στα τέλη του 5ου και τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. Κατόπιν, η Ρόδος αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας (378-377 π.Χ.), όπου παρέμεινε ως το Συμμαχικό πόλεμο (357-355 π.Χ.), όταν επαναστάτησε και πέρασε στην επιρροή του σατράπη της Καρίας Μαύσωλου. Τότε καταλύθηκε και το δημοκρατικό πολίτευμα.
Ο Ρόδιος Μέμνων υπήρξε ο κύριος εκφραστής της περσικής άμυνας ενάντια στο Μεγάλο Αλέξανδρο το 334-333 π.Χ. Η Ρόδος καταλήφθηκε το 332 π.Χ., αλλά η μακεδονική φρουρά εκδιώχθηκε με το θάνατο του Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. Έκτοτε η πόλη έμεινε ανεξάρτητη, σύμμαχος τόσο των Αντιγονιδών της Μικράς Ασίας όσο κυρίως των Πτολεμαίων της Αιγύπτου. Στον 3ο αι. π.Χ., η Ρόδος αναδείχθηκε αξιόλογη περιφερειακή δύναμη.
Το 227 π.Χ., έπειτα από σεισμό που κατέστρεψε πολλά μνημεία της πόλης, μεταξύ των οποίων και τον περίφημο Κολοσσό της Ρόδου, έργο του Χάρητα, διενεργήθηκε έρανος σε όλες τις ελληνικές πόλεις και τα βασίλεια, που συνέδραμαν για την ανοικοδόμησή της. Γύρω στο 200 π.Χ., η Ρόδος συμμάχησε με τη Ρώμη ενάντια στους Μακεδόνες και τους Σελευκίδες. Ως αποτέλεσμα της νίκης της Ρώμης, η Ρόδος αναδείχθηκε σημαντική δύναμη στην περιοχή του Αιγαίου. Μετά την ανακήρυξη της Δήλου ως ανεξαρτήτου λιμένα η Ρόδος στερήθηκε των εμπορικών προνομίων της και άρχισε η οικονομική παρακμή της. Αντίθετα, στο πολιτισμικό επίπεδο, διατήρησε την ακτινοβολία της ως τα τέλη της Ελληνιστικής περιόδου. Η πόλη παρέμεινε αυτόνομη ως την περίοδο του Αυγούστου. Έκτοτε αποτέλεσε ένα ακμάζον επαρχιακό κέντρο στα όρια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η πόλη της Ρόδου, μια από τις σπουδαιότερες της Αρχαιότητας, χτίστηκε με βάση το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Μάλιστα, μια πηγή αναφέρει ότι τη σχεδίασε ο ίδιος ο Ιππόδαμος, άποψη όμως που είναι αδύνατο να ευσταθεί. Σύμφωνα με το γεωγράφο Στράβωνα, η Ρόδος ήταν η πιο όμορφη παράκτια πόλη της Αρχαιότητας. Το αρχικό τείχος του 407 π.Χ. ήταν ασθενές και ταπεινό, όταν η πόλη πολιορκήθηκε από το Δημήτριο Πολιορκητή το 305 π.Χ. Σύντομα όμως ενισχύθηκε και επεκτάθηκε, πιθανόν στα μέσα του 3ου αι. π.Χ.
Η ακρόπολη της Ρόδου βρίσκεται στο λόφο του Αγίου Στεφάνου και δεσπόζει στην πόλη που είχε αμφιθεατρικό σχήμα και ήταν επαρκώς εξοπλισμένη με αρκετά καλά λιμάνια. Έχουν εντοπιστεί ο ναός της Αθηνάς Πολιάδος και του Δία Πολιέως, καθώς και ο ναός του Απόλλωνος Πυθίου. Στα ανατολικά του έχει ανασκαφεί και αναστηλωθεί το ελληνιστικό στάδιο στη θέση του παλαιότερου σταδίου του 4ου αι. π.Χ.
Η πόλη περιβαλλόταν από τείχος. Κάθε οδός είχε πλάτος 5 μ. και τεμνόταν κάθετα με άλλες οδούς. Υπήρχαν δύο μεγάλες αρτηρίες, πλάτους 16 και 16,5 μ. στα δυτικά και στα ανατολικά του πολεοδομικού ιστού, αντίστοιχα. Από τις περιγραφές γνωρίζουμε ότι είχε ωραίες λίθινες οικίες, αποχέτευση των ομβρίων υδάτων, αγορά και μια σειρά ιερών, καθώς και γυμνάσιο.
Η νομισματοκοπία της Ρόδου ξεκινά με την ίδρυση της πόλης. Εκτός των συμμαχικών νομισμάτων, αρχικά κόβονται ασημένια τετράδραχμα με την κεφαλή του Ήλιου στον εμπροσθότυπο και το ρόδο στον οπισθότυπο, με την επιγραφή ΡΟΔΙΟΙ ΡΟΔΙΟΙ. Οι ίδιοι τύποι διατηρήθηκαν ως την Ελληνιστική περίοδο. Ακολουθείται ο λεγόμενος ροδιακός σταθμητικός κανόνας, με τετράδραχμα των 12,6 γραμμ., που ακολουθήθηκε και από το βασίλειο των Ατταλιδών, αλλά και από τους Πτολεμαίους, γεγονός που μαρτυρεί την ιδιαίτερα προνομιακή θέση του ροδιακού εμπορίου στα βασίλεια αυτά.
Ο πλούτος της ελληνιστικής πόλης οφειλόταν στο εμπόριο. Οι δημοκρατικοί θεσμοί της Κλασικής περιόδου (βουλή, εκκλησία, άρχοντες) παρέμειναν σε ισχύ και κατά την Ελληνιστική περίοδο, όταν όμως τον έλεγχο είχε μια ισχυρή αριστοκρατία του χρήματος, χάρη στην οξυδέρκεια των οποίων η πόλη αποτέλεσε αξιόλογο πόλο έλξης μετοίκων. Οι τρεις πόλεις που συμμετείχαν στην ίδρυση της Ρόδου, η Ιαλυσός, η Κάμειρος και η Λίνδος, διατηρήθηκαν ως περιφερειακά και υποτελή κέντρα, και οι κάτοικοί τους εντάχθηκαν σε χωριστές φυλές και δήμους. Ο επώνυμος άρχων ήταν ο ιερέας της σημαντικότερης θεότητας της πόλης, του Ήλιου.
(Δημήτριος Παλαιοθόδωρος)
2.3. Βυζάντιο – περίοδος των Ιωαννιτών Ιπποτών
Ως λιμάνι και εμπορικό κέντρο η Pόδος παρουσίασε νωρίς εκπροσώπους της νέας θρησκείας, του χριστιανισμού, και τουλάχιστον από τον 3ο αι. μ.X. μαρτυρείται οργανωμένη εκκλησία με επικεφαλής επίσκοπο. Η ακμή του χριστιανισμού και του νησιού γενικότερα κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο γίνεται φανερή από το πλήθος και η σημασία των παλαιοχριστιανικών εκκλησιών που έχουν αποκαλυφθεί στην πόλη και στην ύπαιθρο. Διοικητικά η Pόδος συμπεριλήφθηκε προς το τέλος του 3ου αι. μ.X., επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού, στην Eπαρχία των νήσων (provincia insularum), ενώ στη Μέση Βυζαντινή περίοδο (μετά τον 7ο αι. μ.X.) ανήκε στο θέμα των Kιβυρραιωτών της Mικράς Aσίας. Έπεσε θύμα επιδρομών ή πρόσκαιρης κατάληψης από τον 7ο έως τον 9ο αι. μ.X. από τους Πέρσες, και έπειτα επανειλημμένα από τους μουσουλμάνους Άραβες επιδρομείς, αποτέλεσε όμως κατά τα άλλα σταθερό τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έως τουλάχιστο το 1204.
Mετά την κατάληψη της Kωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, ο τότε διοικητής της Λέων Γαβαλάς περιβλήθηκε τον τίτλο του Καίσαρα και εγκατέστησε προσωρινά στη Pόδο ανεξάρτητο κράτος μαζί με τα γύρω νησιά. Oι διάδοχοί του συνέχισαν την άσκηση εξουσίας, αναγνωρίζοντας όμως τον αυτοκράτορα της Nίκαιας (και μετά το 1261 της Kωνσταντινούπολης). Στην ίδια αυτή περίοδο σημειώνεται, όπως σε όλη την αυτοκρατορία, έντονη παρουσία και διείσδυση Δυτικών, ιδιαίτερα των Γενουατών. Από αυτούς η Ρόδος, μαζί με τα περισσότερα νησιά της σημερινής Δωδεκανήσου, πέρασε από το 1309 και έως το 1522 στην εξουσία του θρησκευτικού τάγματος των Iπποτών του Aγίου Iωάννου.
Από τη νέα τους θέση οι Iππότες συνέχισαν την πολεμική τους δράση εναντίον των μουσουλμανικών δυνάμεων, αποτελώντας, ιδιαίτερα στο 15ο και τις αρχές του 16ου αιώνα, σοβαρό πρόβλημα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Γι’ αυτό έγιναν εκ μέρους των μουσουλμάνων αντιπάλων τους επανειλημμένες προσπάθειες για κατάλυση της εξουσίας τους στα νησιά, από τις οποίες σπουδαιότερες ήταν: η πολιορκία του 1480, που κατέληξε σε αποτυχία, και η πολύμηνη πολιορκία του 1522, επί σουλτάνου Σουλεϊμάν του Mεγαλοπρεπούς, με το τέλος της οποίας οι Iππότες, έπειτα από συνθηκολόγηση, εγκαταλείπουν μαζί με μεγάλο μέρος του αστικού προπάντων πληθυσμού τη Pόδο, για να εγκατασταθούν τελικά για τους επόμενους αιώνες στη Mάλτα.
Οι σχέσεις με τον ελληνικό πληθυσμό κατά την πρώτη προπάντων περίοδο ήταν, όπως και στις άλλες φραγκοκρατούμενες περιοχές, τεταμένες, εξομαλύνθηκαν όμως κατά ένα μέρος προς το τέλος, ενόψει και του άμεσου οθωμανικού κινδύνου. Για τη θέση των Ελλήνων στη Pόδο κατά την πρώιμη περίοδο της κυριαρχίας των Ιπποτών διαφωτιστικές είναι οι πληροφορίες του Βυζαντινού συγγραφέα Nικηφόρου Γρηγορά, ο οποίος τονίζει ότι οι κάτοικοι διατηρούσαν έντονη τη βυζαντινή και ορθόδοξη ταυτότητά τους. H εκκλησία της Pόδου αποκόπτεται στην περίοδο των Ιπποτών από την εκκλησία της Kωνσταντινούπολης και η θέση της είναι αρκετά συγκεχυμένη ως το 15ο αιώνα. Το 1474 υπογράφεται συμφωνία που καθορίζει το καθεστώς της ως ουνιτικής, δηλαδή εκκλησίας που αναγνωρίζει τον πάπα διατηρώντας το ορθόδοξο τυπικό. Η εκκλησία της Pόδου επέστρεψε στη δικαιοδοσία του Oικουμενικού Πατριαρχείου μετά την οθωμανική κατάκτηση.
2.3.1. Ο πολιτισμός της ιπποτοκρατούμενης Ρόδου
Iδιαίτερο χαρακτηριστικό της περιόδου, όπως και στα άλλα φραγκοκρατούμενα μέρη, είναι η έντονη δυτική επίδραση, προπάντων στην αστική κοινωνία, στα ήθη, στην ενδυμασία, στον τρόπο ζωής, στον πνευματικό και καλλιτεχνικό βίο. Προς το τέλος ιδίως της εποχής των Iπποτών η Pόδος είναι ένα κέντρο με ισότιμη περίπου θέση ανάμεσα σε άλλες φραγκοκρατούμενες περιοχές, όπως η Kρήτη και η Kύπρος.
Το σπουδαιότερο λογοτεχνικό κείμενο της εποχής, που με ισχυρά επιχειρήματα αποδίδεται στη Pόδο, κατά πάσα πιθανότητα έργο άγνωστου ταλαντούχου ποιητή, με έντονες και τις βυζαντινές αναμνήσεις αλλά και με επιδράσεις από τη δημοτική ποίηση, είναι τα Kαταλόγια, στίχοι περί έρωτος και αγάπης (ή Aλφάβητος της αγάπης). Mικρότερης λογοτεχνικής αξίας, αλλά πολύτιμο για τις πληροφορίες σχετικά με την εποχή και τη ζωή των κατοίκων είναι το Θανατικόν της Pόδου του Eμμανουήλ Λιμενίτη, ποίημα που περιγράφει το λοιμό του 1498.
Από τη μεσαιωνική τέχνη της Pόδου θα αναφερθούμε ιδιαίτερα συνοπτικά στη ζωγραφική της βυζαντινής περιόδου και των χρόνων της κυριαρχίας των Ιπποτών, εφόσον η αρχιτεκτονική συνδέεται προπάντων με τη μεσαιωνική πόλη. Aπό τη Βυζαντινή περίοδο το μόνο καθαρά «προϊπποτικό» βυζαντινό μνημειακό ζωγραφικό σύνολο (13ος αιώνας) βρίσκεται στο εκκλησάκι του Aγίου Γεωργίου του Bάρδα στη νότια Pόδο, υπάρχουν όμως και αλλού ή σε αρχαιότερα στρώματα μεταγενέστερα τοιχογραφημένων εκκλησιών δείγματα της περιόδου, που χρονολογούνται από τον 8ο ή 9ο αιώνα και ύστερα. Στην περίοδο των Ιπποτών, η πιο πρόσφατη έρευνα έχει διακρίνει τρεις κύριες ζωγραφικές τάσεις, την καθαρά δυτικοευρωπαϊκή, την υστεροβυζαντινή (παλαιολόγεια), με ιδιαίτερη ποιότητα στο 14ο αιώνα, και την εκλεκτική, που διαμορφώνεται κυρίως στο 15ο και στις αρχές του 16ου αιώνα, αναμειγνύει στοιχεία της βυζαντινής και της δυτικοευρωπαϊκής τέχνης και είναι ο κύριος εκφραστής της αστικής κοινωνίας της ιπποτικής Pόδου.
(Ιωάννης Παπαχριστοδούλου)
2.3.2. Η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου
Η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου αποτελεί μία από τις πιο όμορφες και καλοδιατηρημένες πολιτείες του Μεσαίωνα, που πρόσφατα, το 1988, κηρύχθηκε μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO. Η σημερινή της μορφή είναι το αποτέλεσμα της οικοδομικής δραστηριότητας πολλών περιόδων, με κυρίαρχη εκείνη της κυριαρχίας των Ιπποτών (1309/10-1522), οπότε η πόλη αποκτά τα ισχυρά τείχη και το πλήθος των εκκλησιαστικών και κοσμικών κτηρίων που αντικρίζει ο σημερινός επισκέπτης.
Η εικόνα που έχουμε για την παλαιοχριστιανική και βυζαντινή πόλη της Ρόδου, από την ίδρυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι την εγκατάσταση του τάγματος των Ιωαννιτών Ιπποτών στα Δωδεκάνησα (1309/1310), είναι περιορισμένη. Κατά τη διάρκεια των Παλαιοχριστιανικών χρόνων μέχρι τα μέσα περίπου του 7ου αιώνα, καταλάμβανε σχεδόν την ίδια έκταση με την αρχαία πόλη της Ρόδου, μια από τις μεγαλύτερες και λαμπρότερες πόλεις της Αρχαιότητας, που ιδρύθηκε το 408 π.Χ. στην ίδια ακριβώς θέση. Το περίφημο αρχαίο ιπποδάμειο ρυμοτομικό σύστημα, με τους ευθείς και παράλληλους οδικούς άξονες που τέμνονταν κάθετα μεταξύ τους, δημιουργώντας συμμετρικά οικοδομικά τετράγωνα, λειτουργούσε ακόμη την περίοδο αυτή με μικρές μόνο αποκλίσεις. Τα λείψανα μεγάλων πολυτελών κατοικιών της Παλαιοχριστιανικής περιόδου που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη επιβεβαιώνουν ότι οι άνθρωποι της εποχής είχαν την οικονομική άνεση και την ικανότητα να σχεδιάζουν μεγάλα αρχιτεκτονικά έργα, ανάλογα με εκείνα των μεγάλων και πλούσιων πόλεων των απέναντι μικρασιατικών παραλίων. Στην ίδια άποψη συνηγορούν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα τριών μεγάλων βασιλικών που έφεραν πλούσιο γλυπτό αρχιτεκτονικό διάκοσμο και ήταν κοσμημένες με εντοιχισμένα ψηφιδωτά και τοιχογραφίες, ενώ τα δάπεδά τους ήταν στρωμένα με ψηφιδωτά, μαρμαροθετήματα ή μαρμάρινες πλάκες. Η σημαντικότερη από αυτές, στη συμβολή των σημερινών οδών Παύλου Μελά και Χειμάρρας, στη δυτική πλευρά της σύγχρονης πόλης, ξεπερνάει σε μήκος μαζί με το νάρθηκα τα 60 μ. και θυμίζει ως προς το μέγεθος και την αρχιτεκτονική της μορφή το ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Έφεσο (περίπου 565 μ.Χ.).
Στη δύσκολη για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία περίοδο που ακολουθεί ανάμεσα στον 7ο και 9ο αιώνα, λόγω της εμφάνισης των Αράβων, η πόλη της Ρόδου συρρικνώνεται, χωρίς να γνωρίζουμε τα ακριβή όριά της, και αποκτά την πρώτη, μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, οχύρωσή της. Πρόσφατα οι ανασκαφικές έρευνες επιβεβαίωσαν ότι η Ρόδος στα τέλη του 7ου αιώνα έφερε τείχος που περιέκλειε μόνο το χώρο εκείνον που στα χρόνια των Ιπποτών ονομαζόταν Κολλάκιο. Στο χώρο που καταλαμβάνει το σημερινό παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου βρισκόταν η ακρόπολη, το τελευταίο καταφύγιο των αμυνομένων. Την εποχή αυτή, τμήμα του οικισμού απλωνόταν σε μεγάλη έκταση και εκτός των τειχών και ο πληθυσμός κατέφευγε πιθανότατα στο φρούριο μόνο σε περίπτωση εχθρικών επιδρομών. Κατά τους Μεσοβυζαντινούς χρόνους, πιθανότατα στα τέλη του 11ου ή κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα, η οχύρωση του 7ου αιώνα διευρύνεται και περικλείει και τον εκτός των τειχών οικισμό. Έτσι η πόλη τώρα χωρίζεται σε τρεις αμυντικές ζώνες, στην ακρόπολη, στη θέση του σημερινού παλατιού του Μεγάλου Μαγίστρου, στο κάστρο και τη χώρα – γνωστά ως Κολλάκιο και Burgus, αντίστοιχα, στα χρόνια των Ιπποτών. Στην προϊπποτική περίοδο αναγείρονται ορισμένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία της πόλης, όπως η Παναγία του Κάστρου, ο μητροπολιτικός ναός των Βυζαντινών (11ος αιώνας) και ο Άγιος Φανούριος (α΄ μισό 13ου αιώνα). Περιορισμένος είναι ο αριθμός των τοιχογραφικών συνόλων που ανήκουν στην περίοδο αυτή· ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι εξαιρετικής ποιότητας τοιχογραφίες της μικρής σταυρικής εκκλησίας που ανασκάφηκε πρόσφατα στην οδό Αγησάνδρου (τέλη 12ου αιώνα) και το πρώτο στρώμα του Αγίου Φανουρίου (13ος αιώνας).
Το διάστημα που ακολουθεί μετά την κατάληψη του νησιού από το τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών (1309/10) θεωρείται η περίοδος της μεγάλης ακμής της Ρόδου. Ο πληθυσμός της πόλης αριθμούσε 7.000-8.000 κατοίκους. Από αυτούς περίπου οι 2.000 ήταν το ιπποτικό τάγμα (300 ήταν οι ιππότες και οι υπόλοιποι ο βοηθητικός μηχανισμός, στρατιώτες και υπηρετικό προσωπικό). Η πόλη επεκτείνεται στα ανατολικά (14ος αιώνας), στα νότια και δυτικά (15ος αιώνας) και τετραπλασιάζεται σχεδόν σε μέγεθος χάνοντας το μακρόστενο παραλληλόγραμμο σχήμα της Βυζαντινής περιόδου. Τώρα καταλαμβάνει μια ημικυκλική περιοχή 800.000 τ.μ., γύρω από το κύριο λιμάνι, το Εμποριό, δίνοντας την εντύπωση ότι η όλη δραστηριότητα των κατοίκων στρέφεται γύρω από αυτό – η Ρόδος την περίοδο αυτή αποτελεί έναν από τις σημαντικότερους εμπορικούς σταθμούς της Ανατολικής Μεσογείου. Εκτός από το ασφαλισμένο με τείχη, πύργους και αλυσίδα στο στόμιό του Εμποριό, η πόλη διέθετε δύο ακόμη λιμάνια, το Μαντράκι, όπου ήταν εγκατεστημένο το ναυπηγείο, καθώς επίσης το βοηθητικό λιμάνι της Ακαντιάς. Το λιμάνι του Μαντρακίου προστατευόταν από τον ισχυρό πύργο του Αγίου Νικολάου που έχτισε ο μεγάλος μάγιστρος Pedro Raimondo Zacosta (1461-1467).
Η βυζαντινή τριμερής διαίρεση της τειχισμένης πόλης συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της περιόδου των Ιπποτών. Στο ψηλότερο άκρο ΒΔ της πόλης, εκεί όπου βρισκόταν η ακρόπολη του βυζαντινού κάστρου, χτίστηκε το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, ένα επιβλητικό ορθογώνιο κτήριο (80x75 μ.) με μια μεγάλη κεντρική αυλή, που αποτελούσε το στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο της πόλης και την τελευταία γραμμή άμυνας του πληθυσμού σε περίπτωση πολιορκίας.
Ένα εσωτερικό τείχος ενισχυμένο με πύργους και με κατεύθυνση Α-Δ διαιρούσε την πόλη σε δύο άνισα μέρη. Το βόρειο και μικρότερο, το Κολλάκιο, ήταν το διοικητικό κέντρο της πόλης και προοριζόταν αποκλειστικά για τις δραστηριότητες του ιπποτικού τάγματος. Ο κυριότερος δρόμος του Κολλάκιου, η σημερινή οδός των Ιπποτών, ξεκινούσε από το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου και κατέληγε στην προαναφερθείσα Παναγία του Κάστρου, το μητροπολιτικό ναό των ορθοδόξων, που στο εξής λειτουργούσε ως ο καθεδρικός ναός των Λατίνων. Στις δύο πλευρές αυτού του δρόμου υψώνονταν ορισμένα από τα σημαντικότερα ιπποτικά κοσμικά και εκκλησιαστικά κτήρια: ο κατεστραμμένος σήμερα ναός του Αγίου Ιωάννη του Κολλάκιου, το παρεκκλήσι της Αγίας Τριάδας, η κατοικία του Λατίνου αρχιεπισκόπου, το «Νέο» Νοσοκομείο, τα καταλύματα των «γλωσσών» (κτήρια όπου συγκεντρώνονταν οι ιππότες για να γευματίσουν και να συνεδριάσουν) και οι κατοικίες υψηλά ισταμένων προσώπων. Στο βορειοανατολικό τμήμα του Κολλάκιου ήταν εγκατεστημένος ο ναύσταθμος και η οπλοθήκη των ιπποτών. Εκεί βρισκόταν και το «Πρώτο» Νοσοκομείο της πόλης – μία από τις σημαντικότερες αποστολές του τάγματος θεωρούνταν η περίθαλψη των αρρώστων και των φτωχών.
Το νότιο και μεγαλύτερο τμήμα της πόλης ήταν η κυρίως πόλη, το Burgus (Burgum) των μεσαιωνικών κειμένων, όπου κατοικούσε ο υπόλοιπος πληθυσμός. Στο τμήμα αυτό της πόλης ζούσαν και εργάζονταν αρκετοί Δυτικοευρωπαίοι, έμποροι, τραπεζίτες, στρατιώτες, τεχνίτες, καλλιτέχνες κ.ά., αλλά ακόμη και Αρμένιοι, Σύριοι ή Τσιγγάνοι. Οι Εβραίοι έμεναν στο νοτιοανατολικό τμήμα της πόλης, περιοχή που πήρε την ονομασία Οβριακή. Το κέντρο της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας αποτελούσε ένας φαρδύς και μακρύς δρόμος με κατεύθυνση Α-Δ, όπου ήδη από τα Αρχαία και Βυζαντινά χρόνια, βρισκόταν η αγορά, η Magna et Communis platea ή Marcellus Rhodi. Τα καταστήματα, οι αποθήκες και τα εργαστήρια βρίσκονταν μέχρι τα τέλη του 15ου αιώνα μόνο στη νότια πλευρά της αγοράς, ενώ στη βόρεια δέσποζε το τείχος του Κολλάκιου, που είχε εμπρός του μια φαρδιά τάφρο. Σε όλο το μήκος της αγοράς υπήρχαν κατά διαστήματα, κάτω από την επιφάνειά της, μεγάλοι σιροί για την αποθήκευση των σιτηρών. Εδώ βρισκόταν επίσης η Βasilica Mercatorum, όπου εκδικάζονταν εμπορικές διαφορές, καθώς επίσης η Castellania, το ποινικό δικαστήριο, ένα από τα ωραιότερα αρχιτεκτονικά μνημεία της Ρόδου. Την τειχισμένη πόλη περιέβαλλαν οι περίφημοι κήποι της Ρόδου, από τους οποίους ξεχώριζε εκείνος του Μεγάλου Μαγίστρου με οπορωφόρα δέντρα και εξωτικά ζώα, καθώς επίσης με αγάλματα που είχαν περισυλλεγεί από διάφορα αρχαία μνημεία του νησιού.
Οι Ιωαννίτες Ιππότες έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την οχύρωση της πόλης, η οποία ύστερα από συνεχείς επεκτάσεις και επισκευές καθ’ όλη τη διάρκεια της παρουσίας τους καθιστούσε την πόλη απόρθητη και προξενούσε το θαυμασμό των περιηγητών της εποχής. Τα τείχη της Ρόδου με περίμετρο 3,5 χλμ. και πάχος που φτάνει μέχρι και τα 14 μ., ενισχυμένα με ισχυρούς πύργους και μεγάλους προμαχώνες, με πλατιά και βαθειά τάφρο, με προτειχίσματα και προχώματα σε πολλά ευάλωτα σημεία κ.ά., αποτελούν ένα από τα πιο αξιόλογα οχυρωματικά έργα της Ανατολικής Μεσογείου.
Σήμερα στην παλιά πόλη της Ρόδου ορθώνεται ένα πλήθος από εκκλησιαστικά και κοσμικά κτήρια της περιόδου των Ιπποτών. Ως προς την κοσμική αρχιτεκτονική θα μπορούσαν να διακριθούν δύο οικοδομικές περίοδοι. Από την πρώτη και μεγαλύτερης διάρκειας περίοδο (1309/10-1481), σώζονται ελάχιστα κτίσματα λόγω των καταστροφών που προκάλεσαν η πολιορκία των Οθωμανών το 1480 και ο μεγάλος σεισμός του 1481. Στην περίοδο αυτή ανήκουν για παράδειγμα το παλαιότερο νοσοκομείο της πόλης, ο ξενώνας της Αγίας Αικατερίνης, που προοριζόταν για τους διακεκριμένους επισκέπτες της πόλης, ένα μεγάλο τμήμα του νεότερου νοσοκομείου κ.ά. Από τη δεύτερη οικοδομική περίοδο (1481-1522) σώζεται αντίθετα ένας μεγάλος αριθμός από κτήρια με ιδιωτική ή δημόσια χρήση (διώροφες ιδιωτικές κατοικίες, τα καταλύματα των διάφορων «γλωσσών», μεγάλες αποθήκες, η περίφημη Casterllania κ.ά.). Τα κτίσματα και στις δύο αυτές περιόδους χτίζονται με ντόπιο ξανθωπό πωρόλιθο, σύμφωνα με το ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας. Οι όψεις τους είναι γυμνές, ακάλυπτες από σοβά. Οι Ιππότες χτίζουν σύμφωνα με τα πρότυπα της γοτθικής τέχνης, εκείνης που είχε διαμορφωθεί στις νότιες επαρχίες της Γαλλίας. Στο τέλος του 15ου και τις αρχές του επόμενου αιώνα αρχίζει να διεισδύει στην κοσμική αρχιτεκτονική της Ρόδου η ιταλική αναγεννησιακή τέχνη.
Μεγάλη ανάπτυξη στα χρόνια της κυριαρχίας των Ιπποτών γνώρισε επίσης η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική. Στη μεσαιωνική πόλη υπήρχαν 35-37 εκκλησίες από τις οποίες σήμερα σώζονται οι 29, ορισμένες από αυτές με χρήση ήδη από την «προϊπποτική» εποχή. Οι 7 από αυτές ανήκαν στη λατρεία του καθολικού δόγματος, ενώ οι υπόλοιπες 28-30 του ορθοδόξου. Οι περισσότερες εκκλησίες, ανεξάρτητα από το δόγμα στο οποίο ανήκαν, ακολουθούν βυζαντινούς αρχιτεκτονικούς τύπους – κυρίως επικρατεί ο τύπος του μονόχωρου καμαροσκέπαστου ναού. Παράλληλα, ωστόσο, ορισμένοι ναοί ανήκουν σε δυτικοευρωπαϊκούς αρχιτεκτονικούς τύπους, ανάμεσα στους οποίους οι μεγάλων διαστάσεων σταυροθολιακοί ναοί του Αγίου Ιωάννη του Κολλάκιου και της Παναγίας του Μπούργκου. Εκτός των τειχών υπήρχαν 23 ακόμη περίπου εκκλησίες. Πολλές από τις εκκλησίες της Ρόδου διασώζουν τον τοιχογραφικό τους διάκοσμο, ο οποίος ακολουθεί συνήθως βυζαντινά εικονογραφικά και τεχνοτροπικά πρότυπα. Παράλληλα, ωστόσο, ορισμένα μνημειακά σύνολα ακολουθούν καθαρά δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα ή τη λεγόμενη εκλεκτική τάση, στην οποία οι ζωγράφοι συνδυάζουν βυζαντινά και δυτικοευρωπαϊκά στοιχεία.
Η μορφή της μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου δε φαίνεται να έχει αλλάξει ουσιωδώς από την περίοδο των Ιπποτών μέχρι το 1912, όταν με την κατάληψή της από τους Ιταλούς άρχισε να οικοδομείται μια νέα πόλη έξω από τα μεσαιωνικά τείχη. Η μακρά περίοδος της οθωμανικής κυριαρχίας δεν αλλοίωσε ουσιαστικά τη μορφή της ιπποτοκρατούμενης πόλης, καθώς μετά την κατάκτησή της (1522), ακολούθησε μια μακρά περίοδος ειρήνης, κατά τη διάρκεια της οποίας η οικοδομική δραστηριότητα των Οθωμανών περιοριζόταν κυρίως στην επισκευή των καταστραμμένων κτισμάτων και των οχυρώσεων, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται η ανέγερση μεγαλοπρεπών τεμενών ή ακόμη διάφορων κοινωφελών ιδρυμάτων (ιμαρέτ, μεντρεσέδων κ.ά.).
Σήμερα η παλιά πόλη της Ρόδου αποτελεί το πιο ζωντανό κομμάτι της πόλης, με πλήθος από εμπορικές, τουριστικές κ.ά. δραστηριότητες. Από το 1985 βρίσκεται σε εξέλιξη ένα πρόγραμμα παρέμβασης στα μνημεία και τις οχυρώσεις, στο πλαίσιο του οποίου πολλά από τα μεσαιωνικά κτήρια έχουν αποκατασταθεί και έχουν ενταχθεί πλέον λειτουργικά στη ζωή της σύγχρονης πόλης.
2.3.3. Μεσαιωνικά τείχη της Ρόδου
Tα μεσαιωνικά τείχη της Ρόδου αποτελούν ένα από τα πιο αξιόλογα οχυρωματικά έργα της περιόδου των Ιπποτών στα Δωδεκάνησα (1309/1310-1522) και γενικότερα στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Οι αδροί όγκοι των οχυρώσεων με τους ισχυρούς πύργους και τους μεγάλους προμαχώνες προκαλούσαν το θαυμασμό των περιηγητών του Μεσαίωνα, οι οποίοι θεωρούσαν την πόλη της Ρόδου απόρθητη και προπύργιο της χριστιανοσύνης.
Τα τείχη της πόλης αποτελούσαν το κέντρο ενός ευρύτερου αμυντικού συστήματος που είχαν εγκαταστήσει οι Ιωαννίτες Ιππότες όχι μόνο στο ομώνυμο νησί της Ρόδου, αλλά και στα υπόλοιπα εννέα νησιά που συγκροτούσαν το κράτος του Ιπποτικού Τάγματος στα Δωδεκάνησα. Αυτό το ισχυρό αμυντικό σύστημα περιλάμβανε ένα πυκνό δίκτυο οχυρών θέσεων, κάστρων αλλά και βιγλών, σε καίριες στρατηγικές θέσεις των δέκα νησιών· υπολογίζονται 56 οχυρωμένα κάστρα στα Δωδεκάνησα, από τα οποία τα 21 βρίσκονται στη Ρόδο. Από αυτά τα κάστρα μόνο εκείνο της Ρόδου αποτελούσε μια τειχισμένη πολιτεία, στην οποία κατοικούσε μόνιμα ο πληθυσμός – στα υπόλοιπα οι κάτοικοι κατέφευγαν μόνο σε περίπτωση ανάγκης.
Τα ιπποτικά τείχη που αντικρίζει ο σημερινός επισκέπτης της πόλης της Ρόδου ορθώνονται στη θέση του προϋπάρχοντος πρωτοβυζαντινού κάστρου, το οποίο χτίστηκε, σύμφωνα με τα νεότερα ανασκαφικά δεδομένα, στο τέλος του 7ου αι. μ.Χ., την εποχή που μάστιζαν τη Ρόδο οι συνεχείς αραβικές επιδρομές – η Ρόδος κατά τους Παλαιοχριστιανικούς χρόνους ήταν ανοχύρωτη και η περίφημη ελληνιστική οχύρωση της πόλης είχε ήδη από τον 1ο αι. μ.Χ. εγκαταλειφθεί και μεταβληθεί σε χώρο άντλησης οικοδομικού υλικού. Τα τείχη του 7ου αιώνα περιέκλειαν το βορειοδυτικό τμήμα της πόλης, γνωστό ως Κολλάκιο στα χρόνια των Ιπποτών. Η ακρόπολη, το τελευταίο καταφύγιο των αμυνομένων, βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο της πόλης, στο χώρο που καταλαμβάνει το σημερινό παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου. Το πρωτοβυζαντινό τείχος, με πάχος 3-3,5 μ., διέθετε προτείχισμα και τάφρο 10 μ. περίπου. Σε άνισες αποστάσεις ορθογώνιοι πύργοι ενίσχυαν την οχύρωση της πόλης.
Στα τέλη του 11ου ή στο 12ο αιώνα γίνεται νέα προσπάθεια να ενισχυθούν τα τείχη της πόλης και η οχύρωση του 7ου αιώνα διευρύνεται προκειμένου να περικλείσει τον οικισμό που είχε στο μεταξύ σχηματιστεί εκτός των τειχών, στα νότια του φρουρίου. Έτσι η πόλη τώρα, χωρισμένη σε τρεις αμυντικές ζώνες, αποκτάει την τυπική μορφή των βυζαντινών και δυτικοευρωπαϊκών πόλεων της ίδιας εποχής. Οι οχυρώσεις των βυζαντινών χρόνων ήταν ιδιαίτερα ισχυρές, όπως μπορεί να διαπιστωθεί από την αποτυχία του στρατού του Ιωάννη Βατάτζη να αποσπάσει την πόλη το 1233 από το Λέοντα Γαβαλά, ο οποίος κατείχε τη Ρόδο ως ανεξάρτητος άρχοντας από το 1204. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγεί το γεγονός ότι οι Ιωαννίτες Ιππότες πολιορκούσαν την πόλη τρία έως τέσσερα ολόκληρα χρόνια μέχρι να την κατακτήσουν οριστικά το 1309/1310.
Η τριμερής διαίρεση της Βυζαντινής περιόδου διατηρήθηκε και την περίοδο της κυριαρχίας των Ιπποτών. Στο ψηλότερο τμήμα ΒΔ της πόλης ορθωνόταν το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της πόλης. Ένα εσωτερικό τείχος ενισχυμένο με πύργους και με κατεύθυνση Α-Δ διαιρούσε την πόλη σε δύο άνισα μέρη. Το βόρειο και μικρότερο, το Κολλάκιο, ήταν το διοικητικό κέντρο της πόλης, όπου κατοικούσαν οι Ιωαννίτες Ιππότες, ενώ το μεγαλύτερο νότιο, η κυρίως πόλη, το Burgus των μεσαιωνικών πηγών, ήταν το τμήμα εκείνο της πόλης όπου κατοικούσε ο υπόλοιπος πληθυσμός.
Η απειλητική παρουσία των Οθωμανών ανάγκασε τους Ιωαννίτες Ιππότες να δείξουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την οχύρωση της πόλης. Στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους περιορίζονται κυρίως σε μικρής κλίμακας μετατροπές και επιδιορθώσεις των ήδη υπαρχόντων τειχών της Βυζαντινής περιόδου. Ωστόσο, από το 15ο αιώνα κ.ε. δίνεται μεγάλη έμφαση στην ενίσχυση και επέκταση της οχύρωσης, αφενός μεν προκειμένου να προστατευτούν οι συνοικίες που είχαν σχηματιστεί όλο αυτό το διάστημα εκτός των τειχών, αφετέρου προκειμένου να εκσυγχρονιστεί το αμυντικό σύστημα της πόλης, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στη νέα στρατιωτική τακτική που επέβαλλε η χρήση των πυροβόλων όπλων – η πρώτη επίθεση που δέχτηκε η Ρόδος με πυροβόλα όπλα ήταν το 1444, όταν πολιορκήθηκε επί 40 ημέρες από το στρατό του σουλτάνου της Αιγύπτου. Τα οχυρωματικά έργα θα συνεχιστούν με μεγαλύτερη ένταση στα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αιώνα, μετά την καταστροφική για την πόλη πολιορκία των Οθωμανών του 1480 και το μεγάλο σεισμό που ακολούθησε το επόμενο έτος με συνέπεια τα τείχη να περιέλθουν σε άθλια κατάσταση.
Τα πρώτα οχυρωματικά έργα χρονολογούνται ήδη από την εποχή του μεγάλου μαγίστρου Helion de Villeneuve (1309-1346). Οι διάδοχοί του έδωσαν μεγάλη έμφαση στην ενίσχυση τόσο των τειχών της στεριάς όσο και στην οχύρωση της πόλης από την πλευρά της θάλασσας. Στα χρόνια του Antoine de Fluvian (1421-1437) η οχύρωση επεκτείνεται στα νότια, βόρεια και δυτικά, επέκταση που θα συνεχιστεί και στα επόμενα χρόνια, οπότε η πόλη αποκτά τη σημερινή της έκταση που αντιστοιχεί σε 800.000 τ.μ. Μεγάλη έμφαση στην ενίσχυση των τειχών έδωσε ο Jiovanni Battista degli Orsini (1467-1476), ο οποίος ανέθεσε την εποπτεία των έργων στον Pierre d’ Aubusson, το διάδοχό του στο αξίωμα του μεγάλου μαγίστρου (1476-1503). Ο τελευταίος, που γνώριζε την οικοδομική τέχνη και ήταν ο ίδιος μηχανικός, ανέλαβε εξαιρετικά εκτεταμένες εργασίες για την ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης· είναι χαρακτηριστικό ότι το οικόσημό του είναι εντοιχισμένο σε πενήντα τουλάχιστον σημεία των οχυρώσεων. Οι διάδοχοι του d’ Aubusson και ιδίως ο Fabrizio del Caretto (1513-1521) συνέχισαν με επιτυχία το έργο του προκατόχου τους προκειμένου οι οχυρώσεις της Ρόδου να είναι ανθεκτικές στην επίθεση των πυροβόλων όπλων.
Τα τείχη της Ρόδου με περίμετρο 3,5 περίπου χλμ. και πάχος που φτάνει μέχρι και τα 14 μ., ήταν χωρισμένα σε τομείς, καθένας από τους οποίους φυλασσόταν από τους άντρες μιας από τις οχτώ «γλώσσες» που απάρτιζαν το τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών. Ήταν ενισχυμένα σε τακτά διαστήματα με κυκλικούς, ημικυκλικούς και πολυγωνικούς πύργους, οι οποίοι μέχρι το 1450 περίπου ήταν αυτόνομοι και βρίσκονταν σε κάποια απόσταση από το τείχος, με το οποίο επικοινωνούσαν μέσω κινητής γέφυρας, έτσι ώστε να είναι δυνατό να απομονώνονται κατά τη διάρκεια της μάχης. Από τα μέσα ωστόσο του 15ου αιώνα, προκειμένου να αντέχουν στις βολές του πυροβολικού, στηρίζονται πάνω στο τείχος με αντερείσματα. Στους γωνιακούς πύργους η χρήση των πυροβόλων όπλων επέβαλλε επιπλέον την προσθήκη ισχυρών προμαχώνων που προεξείχαν σημαντικά από τη γραμμή του τείχους και επέτρεπαν τη δυνατότητα πλαγιοβολής. Τα τείχη μετατράπηκαν σε μια συνεχή πλατφόρμα για κανόνια, οι τοξοθυρίδες και οι επάλξεις αντικαταστάθηκαν από κανονιοθυρίδες προφυλαγμένες από ισχυρό προπέτασμα (parapet), έτσι ώστε να μπορούν να αντιμετωπιστούν οι μαζικές επιθέσεις του εχθρού. Η οχύρωση της πόλης διέθετε επίσης μια μεγάλη τάφρο με πλάτος από 20 έως 60 μ., που αποτελούσε φοβερή παγίδα για τους επιτιθέμενους. Σε πολλά σημεία της εξωτερικής πλευράς του τείχους ορθώνονταν ισχυρά προτειχίσματα, χαμηλά δηλαδή στηθαία με επάλξεις, που κατέβαιναν μέχρι την τάφρο και προφύλασσαν τη βάση του τείχους. Σε πολλά σημεία της τάφρου υπήρχαν επίσης ισχυρά επιμήκη προχώματα, συμπαγή χωματουργικά έργα, που προφύλασσαν το τείχος από τα πυροβόλα όπλα. Έξω και γύρω από την τάφρο υπήρχε μια ζώνη αποψιλωμένη από κτίσματα και βλάστηση ώστε ο εχθρός να μην μπορεί να καλυφθεί από τις βολές των πολιορκουμένων και συνάμα να μην μπορεί να πλησιάσει σε κοντινή απόσταση τις οχυρώσεις.
Μεγάλη έμφαση έδωσαν οι Ιωαννίτες Ιππότες στην οχύρωση της πόλης από την πλευρά της θάλασσας. Ο μεγάλος μάγιστρος Philibert de Naillac (1396-1421) ύψωσε έναν ισχυρό πύργο, γνωστό ως «πύργο του Naillac» στη δυτική απόληξη του κεντρικού λιμανιού της πόλης, του Εμποριού, που μέχρι τότε προστατευόταν με ένα όχι ιδιαίτερα ανθεκτικό τείχος. Ο μεγάλος μάγιστρος Jean de Lastic (1437-1454) έχτισε λίγο αργότερα το λεγόμενο «Πύργο των Μύλων» στο ανατολικό άκρο του λιμανιού. Η είσοδος του Εμποριού έκλεινε με μια αλυσίδα που ένωνε τους δύο πύργους. Ο μεγάλος μάγιστρος Pedro Raimondo Zacosta (1461-1467) έχτισε στο βοηθητικό λιμάνι του Μαντρακίου τον ισχυρό πύργο του Αγίου Νικολάου, ο οποίος έμεινε απόρθητος στην οθωμανική πολιορκία του 1480.
Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας (1522-1912), η μορφή των τειχών της Ρόδου παρέμεινε ουσιαστικά αναλλοίωτη, καθώς οι Οθωμανοί περιορίστηκαν κυρίως στην επιδιόρθωση των κατεστραμμένων τμημάτων τους, χωρίς να προσθέσουν νέα αμυντικά στοιχεία ή να προβούν σε έργα εκσυγχρονισμού των οχυρώσεων. Κατά τη διάρκεια της ιταλικής κυριαρχίας (1912-1948) πραγματοποιήθηκε συστηματική συντήρηση και αποκατάσταση των οχυρώσεων. Οι βομβαρδισμοί του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου προκάλεσαν μεγάλες φθορές στις οχυρώσεις, τις οποίες ανέλαβε να αποκαταστήσει από το 1947 η Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία. Σήμερα, το δύσκολο έργο της αναστήλωσης και ανάδειξης των οχυρώσεων της Ρόδου έχει αναλάβει το Γραφείο Συντήρησης και Αποκατάστασης της Μεσαιωνικής Πόλης της Ρόδου, που δημιουργήθηκε το 1985 στα πλαίσια της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και του Υπουργείου Πολιτισμού.
(Ιωάννης Βαξεβάνης)
2.4. Η οθωμανική κυριαρχία
Μετά την κατάληψη της Ρόδου οι ελληνορθόδοξοι εκδιώχθηκαν από την περιτειχισμένη πόλη και συγκρότησαν συνοικίες (μαράσια) στα πρώην προάστια της ιπποτικής πόλης. Η Ρόδος αναζωογονήθηκε δημογραφικά με τη μεταφορά πληθυσμών στο νησί. Ο πληθυσμός της πόλης της Ρόδου αποτελούνταν από μουσουλμάνους, χριστιανούς και εβραίους, ενώ η ύπαιθρος παρέμεινε πάντοτε στη μεγάλη πλειονότητά της ορθόδοξη. Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα ο πληθυσμός της Ρόδου –σύμφωνα με μάλλον αισιόδοξες εκτιμήσεις– ανερχόταν στις 28.000-29.000 άτομα, εκ των οποίων 8.000-10.000 κατοικούσαν στην πόλη. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο πληθυσμός υπέστη κάμψη τόσο λόγω της δημογραφικής συρρίκνωσης των μουσουλμάνων, που κάποτε αποτελούσαν το 1/3 των κατοίκων, όσο και λόγω της μετανάστευσης ορθοδόξων προς τη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο. Αντιθέτως, ο αριθμός των εβραίων αυξήθηκε και έφτασε τις 3.600 άτομα το 1900.
Ως προς το κοινοτικό σύστημα, η Ρόδος δε γνώρισε ποτέ το βαθμό αυτονομίας που απολάμβαναν άλλα νησιά του Αιγαίου. Eπικεφαλής των ελληνορθοδόξων ήταν ο μητροπολίτης, ενώ στα χωριά υπάρχει, συνεχίζοντας όπως φαίνεται παλαιότερη παράδοση, ανεπτυγμένη τοπική αυτοδιοίκηση. Μόνο κατά τα μέσα του 19ου αιώνα βρίσκουμε ως οργανωμένο κοινοτικό θεσμό τη δημογεροντία, σύμφωνα και με τις γενικότερες εξελίξεις της εποχής των μεταρρυθμίσεων.
Ως προς την οικονομία, οι πληροφορίες και τα στοιχεία που έχουμε για το 16ο και 17ο αιώνα είναι αρκετά πενιχρά, ενώ τα πράγματα φαίνεται να αλλάζουν από το 18ο αιώνα και έπειτα. H Pόδος είναι ένας αξιόλογος ναυτικός και ναυτικοεπισκευαστικός σταθμός, ενώ μεγάλη ναυτική και εμπορική ακμή παρουσιάζει η Λίνδος. Tο εμπόριο με την Oθωμανική Αυτοκρατορία φέρνει πάλι εδώ αρκετούς Φράγκους, οι οποίοι κατοικούν στη συνοικία Nιοχώρι. Oι ξένοι περιηγητές που κατά καιρούς επισκέφθηκαν το νησί άφησαν στα γραπτά τους σημαντικές ειδήσεις για τον τόπο και τη ζωή των κατοίκων. Σεισμοί, επιδημίες και η πειρατεία, όπως και παλαιότερα, δοκιμάζουν τους κατοίκους στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου.
Στην Eλληνική Eπανάσταση η Pόδος, όπως και η Kως, δεν μπόρεσε να λάβει μέρος, αν και πολλά σημαντικά μέλη της κοινωνίας της είχαν μυηθεί στη Φιλική Eταιρεία, αντίθετα με τα μικρά ναυτικά νησιά της Δωδεκανήσου, που αποτίναξαν προσωρινά την οθωμανική εξουσία και συνέβαλαν, ιδιαίτερα η Kάσος, στην επιτυχία της Eπανάστασης στο θαλάσσιο πεδίο. Tη Pόδο στα χρόνια αυτά διοικεί ο διαβόητος Σουκιούρμπεης, πρώην χριστιανός Μανιάτης, ο οποίος, μέσα στο κλίμα καχυποψίας εις βάρος των χριστιανών, φαίνεται ότι προστάτεψε τους τελευταίους από βιαιότητες.
Πολλοί Pόδιοι κατέφυγαν στην επαναστατημένη Eλλάδα ή βοήθησαν τον αγώνα από το εξωτερικό. Από όσους είναι σήμερα γνωστοί, ο Παναγιώτης Γ. Pόδιος υπήρξε η πιο σημαντική ροδιακή στρατιωτική και πολιτική φυσιογνωμία των πρώτων χρόνων της ανεξαρτησίας, υπουργός Στρατιωτικών επί I. Kαποδίστρια και αργότερα, καθώς και λόγιος της εποχής.
2.4.1. Οι εβραίοι της Ρόδου
Η κοινότητα των ελληνόφωνων ρωμανιωτών εβραίων της Ρόδου, που δοκιμάστηκε από την αντιεβραϊκή στάση των Ιπποτών στις αρχές του 16ου αιώνα, οπότε πολλοί εκχριστιανίστηκαν με τη βία, αναζωογονήθηκε δημογραφικά με την έλευση ισπανόφωνων σεφαρδιτών εβραίων από τη Θεσσαλονίκη μετά την οθωμανική κατάκτηση. Από τους εβραίους άλλωστε της Ρόδου προέρχεται και η μικρή εβραϊκή κοινότητα της Κω. Προσανατολισμένοι σε εμπορικές δραστηριότητες, οι εβραίοι της Ρόδου συγκρότησαν μια ακμάζουσα κοινότητα που συνέβαλε σημαντικά στην ένταξη της Ρόδου στα οικονομικά δίκτυα της Ανατολικής Μεσογείου. Όπως και τόσοι άλλοι ομόθρησκοί τους, πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
2.4.2. Η οθωμανική αρχιτεκτονική της Ρόδου
Η κατάληψη της ιπποτικής πρωτεύουσας της Ρόδου από τους Οθωμανούς το 1522 υπήρξε καθοριστικό γεγονός για την περαιτέρω εξέλιξη της πόλης και των μνημείων της. Στα συνολικά 390 χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας το νησί δε γνώρισε καμία εξωτερική απειλή και αυτή ήταν η αιτία που οι μεσαιωνικές οχυρώσεις της πόλης δεν υπέστησαν σοβαρή αλλαγή. Σήμερα το μεσαιωνικό οχυρό της πόλης σώζεται σχεδόν ακέραιο από το 1522 ενώ μπορεί να δει κανείς αναστηλωμένα αξιόλογα μνημεία οθωμανικής αρχιτεκτονικής.
2.4.2.1. Η νέα διαμόρφωση της πόλης
Με την εγκατάσταση των Οθωμανών στην πόλη, οι χριστιανοί εκδιώχθηκαν από το κάστρο, όπου κατοικούσαν μέχρι τότε. Μετά την κατάληψη της Ρόδου η χρήση των δημόσιων κτηρίων μετατράπηκε σύμφωνα με τις καινούργιες ανάγκες των κατακτητών. Το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου μετατράπηκε σε φυλακή και το νοσοκομείο των ιπποτών σε στρατώνα. Το Κάστρο χωρίστηκε σε δύο συνοικίες, αυτή των μουσουλμάνων και αυτή των εβραίων, που υπήρχε ήδη από την εποχή των Ιπποτών. Οι χριστιανικές συνοικίες, τα μαράσια, ανοικοδομήθηκαν έξω από τα τείχη.
Στη θέση της ιπποτικής «πλατείας», η οποία καλύπτεται από χαμηλά κτίσματα ενός τυπικού ανατολίτικου «παζαριού», εντάχθηκαν επιβλητικά τεμένη, λουτρά (χαμάμ), κρήνες, καθώς και κοινωφελή ιδρύματα, όπως ιμαρέτ (πτωχοκομείο), μεντρεσές (ιεροδιδασκαλείο), βιβλιοθήκη, σχολεία κ.ά.
2.4.2.2. Μετατροπή εκκλησιών σε τζαμιά
Οι βυζαντινές και οι ιπποτικές εκκλησίες εντός των τειχών μετατράπηκαν σε τζαμιά με την προσθήκη μιναρέ εξωτερικά και ενός μιχράμπ (κόγχη για προσευχή) στο εσωτερικό τους. Άλλοι ναοί μετατράπηκαν σε μικρά μουσουλμανικά τεμένη (μεστζίτ), που εγκαταλείφθηκαν ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι τοιχογραφίες και τα ψηφιδωτά των ναών καλύφθηκαν με κονίαμα σύμφωνα με τις επιταγές της μουσουλμανικής θρησκείας.
Μερικές από τις εκκλησίες του κάστρου που έγιναν τζαμιά είναι:
Παναγία του Κάστρου: Πρέπει να ήταν ο μητροπολιτικός ναός των Βυζαντινών και αργότερα των Λατίνων. Μετονομάστηκε Εντερούν τζαμί ή Καντουρί. Το εσωτερικό του δεν πειράχτηκε καθόλου από τους Οθωμανούς.
Αϊ Γιάννης των Ιπποτών: Σύμφωνα με την παράδοση, εκεί προσευχήθηκε για πρώτη φορά ο Σουλεϊμάν και μπροστά στις αρχές διάβασε το χατί σερίφ (ανώτατο διάταγμα του σουλτάνου). Αμέσως ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί. Ιλκ Μιχράμπ: Μεταφράζεται ως «η πρώτη κόγχη προσευχής». Αυτό έγινε η αιτία να θεωρηθεί ότι ήταν η πρώτη χριστιανική εκκλησία που έγινε τζαμί μετά την άλωση του 1522. Ντολαπλί τζαμί: Βρίσκεται στην εβραϊκή συνοικία κοντά στο Ιλκ Μιχράμπ.
Δεμιρλί τζαμί: Το τζαμί με τις σιδεριές. Ονομάστηκε έτσι από τα κάγκελα που ήταν γύρω από το ναό. Ήταν βυζαντινή εκκλησία. Στα Ν και ΝΑ υπήρχαν κελιά μουσουλμανικού ιεροδιδασκαλείου (μεντρεσέ). Καταστράφηκε στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μπαμπ-ι-Μεστούντ: Το τζαμί της κλειστής πόρτας, δίπλα στην Πύλη του Αϊ Θανάση. Σύμφωνα με την παράδοση, ο σουλτάνος μετά την άλωση μπήκε στην πόλη από την πύλη αυτή, η οποία έπρεπε να κλειστεί για να μην μπει άλλος κατακτητής. Η επιγραφή όμως στα περσικά που υπάρχει πάνω από την πύλη εξηγεί ότι το άνοιγμα κλείστηκε απλώς στο πλαίσιο των έργων επιδιόρθωσης του τείχους.
Χουρμαλί μεντρεσέ: (Το ιεροδιδασκαλείο με τις χουρμαδιές). Ήταν το καθολικό της βυζαντινής μονής μάλλον του Αγίου Μάρκου που το 1457 πέρασε στα χέρια των Φραγκισκανών.
Το τζαμί του Μουράτ Ρεΐς: Απέναντι από το μέγαρο της Νομαρχίας. Πήρε το όνομα του ναυάρχου του Σουλεϊμάν, Μουράτ Ρεΐς, που σκοτώθηκε κατά την πολιορκία της πόλης και τον έθαψαν σε αυτό το μέρος. Η σαρκοφάγος του σώζεται σε τουρμπέ, ένα είδος δηλαδή κυκλικού μαυσωλείου. Στο χώρο του τζαμιού υπάρχουν οι τάφοι πολλών προσωπικοτήτων που πέθαναν εξόριστοι στη Ρόδο. Ήταν η καθολική εκκλησία του Αγίου Αντωνίου.
2.4.2.3. Μουσουλμανικά τεμένη
Εκτός από τη μετατροπή ναών σε τζαμιά, οι Οθωμανοί έχτισαν και νέα τζαμιά ή μεστζέτια που αποτελούν εξαιρετικά δείγματα ισλαμικής αρχιτεκτονικής, όπως τα παρακάτω:
Το συγκρότημα του τεμένους του Σουλεϊμάν: Βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο του παζαριού και περιλάμβανε «ιμαρέτ», που μέχρι πρόσφατα λειτουργούσε ως δημοτικό συσσίτιο, την περίφημη μουσουλμανική βιβλιοθήκη του Αχμέτ Χαφούζ και τον πύργο του Ρολογιού. Σήμερα σώζονται το ιμαρέτ, το ιεροδιδασκαλείο και η βιβλιοθήκη που στεγάζει πολλά χειρόγραφα στα περσικά, αραβικά και οθωμανικά. Η σημερινή μορφή του τζαμιού χρονολογείται από το 1808.
Το τζαμί του Ιμπραήμ πασά: Στο κέντρο κοντά στο «παζάρι» της πόλης του κάστρου. Χτίστηκε το 1531 και είναι το παλιότερο θρησκευτικό κτήριο των Οθωμανών.
Το τζαμί του Ρετζέπ πασά: Χτίστηκε το 1588 και αποτελεί το σημαντικότερο οθωμανικό κτήριο. Στην εξωτερική του όψη, σώζονται ακόμη εντοιχισμένα κάποια περσικά κεραμικά με πλούσια χρώματα. Το εσωτερικό του είναι πολυτελέστατο. Οι στίχοι του Κορανίου που το κοσμούν είναι από σμάλτο ενώ στην ανατολική πλευρά υπάρχει το τουρμπέ, όπου βρίσκεται η σαρκοφάγος του ιδρυτή του τζαμιού Ρετζέπ πασά.
Το τζαμί σουλτάν Μουσταφά: Χτίστηκε στα 1765 και βρίσκεται στην αυλή του λουτρού του Σουλεϊμάν.
2.4.2.4. Οθωμανικά λουτρά (χαμάμ)
Από τα δύο μεγάλα συγκροτήματα οθωμανικών λουτρών, σήμερα σώζεται μόνο ένα, το Γενί Χαμάμ (νέο χαμάμ) ή Λουτρό του Σουλτάνου Μουσταφά Γ΄, μάλλον χτισμένο στην ίδια εποχή με το ανώνυμο κοντινό τζαμί, δηλαδή στο β΄ μισό του 18ου αιώνα. Βρίσκεται στη πλατεία του τζαμιού του σουλτάνου Μουσταφά. Είναι γνωστό και ως «Λουτρά του Σουλεϊμάν» και θεωρείται από τα πιο σημαντικά επαρχιακά λουτρά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ύστερα από τις αναστηλωτικές εργασίες που έγιναν, συνεχίζει να βρίσκεται σε λειτουργία ως Δημοτικά Λουτρά.
Το παλαιότερο και κεντρικότερο λουτρό, γνωστό ως Εσκί Χαμάμ, που χτίστηκε αμέσως μετά την άλωση της πόλης, υπέστη σοβαρές ζημιές και κατεδαφίστηκε, αφού κρίθηκε ως επικίνδυνα ετοιμόρροπο κατά τα πρώτα χρόνια μετά την ενσωμάτωση της Ρόδου στην Ελλάδα.
2.4.2.5. Οθωμανικά δημόσια κτήρια και ιδιωτικά σπίτια
Έξω από το κάστρο, οι Οθωμανοί διατηρούσαν ορισμένα δημόσια κτήρια, όπως το Γυμνάσιο, σημερινό δικαστήριο, και το κονάκι (οθωμανικό διοικητήριο), σήμερα ταχυδρομείο.
Οι δρόμοι και τα σπίτια διατηρήθηκαν όπως ήταν από την εποχή των Ιπποτών, με κάποιες νέες τώρα προσθήκες. Στο ισόγειό τους διαμορφώνεται μεγάλη στοά με τόξα ενώ στον πρώτο όροφο υπάρχει η βεράντα, όπου ανοίγουν οι πόρτες των δωματίων της κατοικίας. Τα παράθυρα καλύπτονται από ξύλινα καφασωτά και τα προεξέχοντα μπαλκόνια από τα σαχνισιά, καφασωτούς εξώστες που βλέπουν στο δρόμο και επιτρέπουν στις γυναίκες να βλέπουν έξω χωρίς να φαίνονται.
Το εσωτερικό των σπιτιών χωρίζεται σε δύο μέρη: το χαρέμι, ένα μικρό χώρο όπου ζουν οι γυναίκες, και το σελαμλίκ, αίθουσα υποδοχής, όπου δέχονται τους επισκέπτες μόνο οι άντρες, αφού δεν επιτρέπεται στις γυναίκες να εμφανίζονται. Οι χώροι διακοσμούνται από πολύχρωμα χαλιά, ξυλόγλυπτα διακοσμητικά στοιχεία, ενώ οι ξύλινες ή γύψινες οροφές κοσμούνται με περίτεχνο τρόπο.
Το συγκρότημα του ιπποτικού κτηρίου Villaragut στην οδό Ιπποτών, που μετατράπηκε σε αρχοντικό το 19ο αιώνα, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα κατοικίας της Οθωμανικής περιόδου. Ας σημειωθεί ότι λειτουργεί ήδη ως επισκέψιμο μνημείο, ενώ η δυτική πτέρυγά του πρόκειται να στεγάσει το Προϊστορικό Μουσείο της Ρόδου.
2.4.2.6. Καταστροφές και σύγχρονες σωστικές παρεμβάσεις
Το β΄ μισό του 19ου αιώνα τα μνημεία της μεσαιωνικής πόλης υπέστησαν σοβαρά πλήγματα που οφείλονταν σε έκρηξη πυρίτιδας στο ναό του Αγίου Ιωάννη του Κολλακίου και κυρίως σε μια σειρά καταστροφικών σεισμών.
Οι βομβαρδισμοί όμως των Συμμάχων εναντίον των Ιταλών και Γερμανών κατακτητών κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο προκάλεσαν μια από τις μεγαλύτερες καταστροφές της ιστορίας της μεσαιωνικής πόλης, καθώς αφάνισαν πολλά και αξιόλογα μνημεία της. Ο μεγάλος σεισμός του 1957 επιδείνωσε την κατάσταση των ιστορικών κτηρίων που σώζονταν ακόμη. Οι προσπάθειες αναστήλωσης και αποκατάστασης σημαντικών μεσαιωνικών κτισμάτων ξεκίνησαν ήδη κατά την περίοδο της ιταλικής κυριαρχίας. Το 1988 η Ρόδος εντάχθηκε στον κατάλογο των πόλεων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO με σκοπό την προστασία και ανάδειξη της μεσαιωνικής πόλης. Από το 1985 μέχρι σήμερα εξελίσσεται ένα πρόγραμμα παρέμβασης στα μνημεία, τις οχυρώσεις, την κατοικία και τη γειτονιά, και τους ελεύθερους αρχαιολογικούς χώρους στα σημεία που επλήγησαν από τους βομβαρδισμούς. Στο άμεσο μέλλον προβλέπεται να προχωρήσουν έργα ακόμη μεγαλύτερης κλίμακας με σκοπό την περαιτέρω ανάδειξη του μνημειακού χώρου.
(Ελένη Μπαζίνη)
2.5. Η περίοδος κατοχής των νησιών από τους Ιταλούς
Ένας ακόμη μεγάλος σταθμός στην ιστορία της Pόδου και της Δωδεκανήσου είναι η κατάληψη των νησιών από τους Iταλούς το 1912 και η λήξη της μακραίωνης οθωμανικής κυριαρχίας. H τριαντάχρονη περίπου ιταλική παρουσία θα μπορούσε σήμερα να θεωρηθεί μια ιστορική παρένθεση ανάμεσα στην οθωμανική κυριαρχία και την ενσωμάτωση με την Eλλάδα, κατά το πρότυπο άλλων ελληνικών περιοχών, είναι άγνωστη όμως η πιθανή διάρκειά της αν δε συνέβαινε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η ήττα των δυνάμεων του Άξονα. Ο ελληνικός πληθυσμός δέχθηκε στην αρχή με ενθουσιασμό τους Iταλούς ως ελευθερωτές, σύντομα όμως κατάλαβε τις πραγματικές τους προθέσεις και άρχισε να κινείται και να αντιδρά, με αποκορύφωμα το «αιματηρόν Πάσχα» του 1919, όταν έγιναν διαδηλώσεις, συμπλοκές, απώλειες ζωών και εξορίες πατριωτών.
Στη διάρκεια της ιταλικής κυριαρχίας, οι Ιταλοί, με την προοπτική της μόνιμης παραμονής και με κριτήριο τις εκσυγχρονιστικές επιδιώξεις και την εθνικιστική προβολή της ιταλικής ιστορίας και του πολιτισμού στο πολιτικό πλαίσιο του φασισμού, επιτέλεσαν πλούσιο έργο στους τομείς της οδοποιΐας, της πολεοδομίας, της προβολής των φυσικού κάλλους, της αρχαιολογίας και της προστασίας των μνημείων. Οι παρεμβάσεις άφησαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους στη φυσιογνωμία του νησιού και κυρίως στην πόλη. H ιταλική κατοχή έληξε ουσιαστικά το 1943 με τη συνθηκολόγηση της Iταλίας και τυπικά το 1948 με την ενσωμάτωση στην Ελλάδα. Mεσολάβησαν οι σύντομες κατοχές από τους Γερμανούς (1943-1945) και από τους Bρετανούς (1945-1947).
(Ιωάννης Παπαχριστοδούλου)
2.5.1. Η ιταλική αρχιτεκτονική στη Ρόδο
Η ιταλική παρουσία άφησε έντονη τη σφραγίδα της στη Ρόδο, όπως και στα υπόλοιπα Δωδεκάνησα, με μια σειρά δημόσιων κτηρίων που οικοδομήθηκαν στο νησί αλλά και το πολεοδομικό σχέδιο της πόλης που εφαρμόστηκε το 1935.
Οι Ιταλοί επέδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πρωτεύουσα της Δωδεκανήσου, φροντίζοντας για τη χάραξη μεγάλων οδών και λεωφόρων, την οικοδόμηση επιβλητικών κτηρίων και τον αυστηρό κανονισμό για την ομοιόμορφη ανέγερση των ιδιωτικών κατοικιών εκτός των τειχών της μεσαιωνικής πόλης, την οποία κράτησαν ανέπαφη. Στοιχεία της ιταλικής αρχιτεκτονικής της Ρόδου είναι το Foro Italico, η φαρδιά παραλιακή λεωφόρος στο Μαντράκι και κτήρια όπως το Διοικητήριο, η Casa del Fascio, το Albergo delle Rose (Ξενοδοχείο των Ρόδων), το τελωνείο, το λιμεναρχείο, η βιβλιοθήκη del Fiore, η Casa Balilla, οι εκκλησίες του Αγίου Ιωάννη και Φραγκίσκου κ.ά.
Στα οικοδομήματα αυτά έχει εφαρμοστεί μια ποικιλία ρυθμών, όπως ο εκλεκτικισμός με αναγεννησιακά στοιχεία και θέματα μπαρόκ (Διοικητήριο), το μείγμα «ανατολίτικων» και «αραβουργικών» στοιχείων (Ψαραγορά), ο συνδυασμός των δύο παραπάνω ρυθμών (Γυμνάσιο θηλέων) και το «φασιστικό στιλ» (Δικαστικό μέγαρο).
(Βασιλική Σπυροπούλου)
2.6. Η ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος – σημερινή κατάσταση
Τα Δωδεκάνησα οργανώθηκαν διοικητικά στη Nομαρχία Δωδεκανήσου, με έδρα τη Ρόδο. Η μετανάστευση διατηρήθηκε ισχυρή έως τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, ενώ αργότερα μειώθηκε και σταμάτησε εντελώς με την ανάπτυξη του τουρισμού, ο οποίος έφερε πρωτόγνωρη ευημερία. Στην ανάπτυξη συνέβαλε και η σταθερότητα που επικράτησε στα μεταπολεμικά χρόνια, με εξαίρεση περιόδους σύντομων και παροδικών κρίσεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Πολλοί Έλληνες από την υπόλοιπη Eλλάδα εγκαταστάθηκαν εδώ, ενώ τα τελευταία χρόνια υπάρχει και σημαντικός αριθμός αλλοδαπών οικονομικών μεταναστών. Η πολυπολιτισμικότητα του νησιού, ορατή στα πολυάριθμα ιστορικά του μνημεία, αντικατοπτρίζεται και στην ύπαρξη ενός μικρού αριθμού εβραίων και μουσουλμάνων Ροδιτών.
Tο νησί, βασικά στο βόρειο τρίγωνό του, γνώρισε εντυπωσιακή πληθυσμιακή αύξηση. Aρκετά σύντομα όμως έγιναν κατανοητές οι αρνητικές επιπτώσεις από την άναρχη ανάπτυξη και τη μονομερή ενασχόληση με τον τουρισμό. Σήμερα επιζητούνται η ποιοτική αναβάθμιση του τουρισμού καθώς και η τόνωση άλλων τομέων απασχόλησης, όπως η γεωργία και άλλα επαγγέλματα, το πρόβλημα όμως αυτό δεν έχει έως σήμερα βρει μόνιμη και ικανοποιητική λύση.
3. Παραδοσιακή και νεότερη αρχιτεκτονική
3.1. Οι οικισμοί της Ρόδου
Οι κυριότεροι οικισμοί του νησιού εκτείνονται λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη της Ρόδου, περίπου πάνω στους άξονες που συνέδεαν τις τρεις αρχαίες πόλεις, της Λίνδου, της Ιαλυσού και της Καμείρου. Με εξαίρεση την πόλη της Ρόδου και τη Λίνδο, που έχουν διαρκή ιστορική παρουσία ως παραθαλάσσιοι οικισμοί και ήταν ανέκαθεν οχυρωμένοι, οι άλλοι οικισμοί βρίσκονται στην ενδοχώρα και ήταν πάντα αγροτικοί.
Η ζωή ορισμένων οικισμών που βρίσκονται κοντά στη θάλασσα ξεκινά στα Παλαιοχριστιανικά χρόνια. Από τον 7ο ως τον 9ο αιώνα υφίστανται καταστροφές από πειρατικές επιδρομές και οι κάτοικοί τους είτε καταφεύγουν σε υπάρχοντες μεσόγειους οικισμούς είτε χτίζουν νέους, μακριά από τη θάλασσα, πολλούς από τους οποίους οχυρώνουν.
Στη Ρόδο παρατηρείται άμεση σχέση του μετασχηματισμού της οικονομίας με την πορεία της γεωγραφικής θέσης των οικισμών της. Έτσι, η ανάπτυξη του τουρισμού, ιδίως κατά τα μεταπολεμικά χρόνια, και η συνεπαγόμενη οικονομική ανάπτυξη των οικισμών που γειτνιάζουν με την πόλη της Ρόδου οδήγησαν στη σταδιακή εγκατάλειψη της ενδοχώρας και τη διόγκωση των οικισμών που βρίσκονται κοντά στο μεγάλο αστικό κέντρο.
Οι οικισμοί της Ρόδου, από την Αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, μπορούν να διαιρεθούν σε τρεις κατηγορίες, σε σχέση με τη μορφή, την οργάνωση και την τοποθεσία τους:
Οι οικισμοί μέχρι τον 7ο αιώνα ήταν ναυτικού και αγροτικού χαρακτήρα με κλειστή οικονομική δομή και κανονική πολεοδομική οργάνωση (Βρουλιά, Κάμειρος και η αρχαία πόλη της Ρόδου).
Οι οικισμοί που ιδρύθηκαν μεταξύ 7ου και 16ου αιώνα, όταν οι πειρατικές επιδρομές και οι πόλεμοι υποχρέωσαν τους οικισμούς να είναι είτε οχυρωμένοι (η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου) ή να βρίσκονται κοντά σε ένα οχυρό (Λίνδος, Ασκληπειός κ.ά.) με κεντροβαρική, πολυκεντρική ή γραμμική πολεοδομική οργάνωση και σύνθεση. Οι μεγαλύτεροι, με στενούς, λαβυρινθώδεις δρόμους παρουσιάζουν αμιγώς μεσαιωνική μορφή. Πολλοί από αυτούς υπάρχουν και σήμερα.
Λίγοι οικισμοί που ιδρύθηκαν μετά την οθωμανική κατάκτηση, όταν δεν υπήρχε πια ανάγκη για οχύρωση, με πολυκεντρική, μονοπυρηνική ή γραμμική μορφή (Έμπωνας, Μάσαρη, Καλαβάρδα, Άγιος Ισίδωρος κ.ά.).
3.2. Η κατοικία στη Ρόδο
Η κατοικία στη Ρόδο παρουσιάζει ως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τη μορφή, τη λειτουργία, τον τρόπο κατασκευής, την εσωτερική διάταξη και τη διακόσμησή της, χαρακτηριστικά που διαμορφώθηκαν από ποικίλους εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες. Ως εξωτερικοί παράγοντες μπορούν να θεωρηθούν οι επιρροές ξένων, Φράγκων, Οθωμανών, Αράβων, που συγχωνεύτηκαν με τοπικές παραδόσεις σε μια ποικιλία μορφών και ως εσωτερικοί η εξέλιξη της κοινωνικής δομής, καθώς και η καταγωγή των κατοίκων. Ως προς την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικά υλικά αυτά που παρέχονταν από το άμεσο περιβάλλον. Η εσωτερική διακόσμηση του ροδιακού σπιτιού είναι πλούσια, δείγμα οικονομικής ευμάρειας, με κεντήματα, υφαντά, πιάτα και κανάτια στα ράφια των τοίχων. Πολλές φορές τα πιάτα καταλαμβάνουν ολόκληρη την επιφάνεια του μακρότοιχου και γι’ αυτό ονομάζεται πιατελότοιχος.
3.3. Τύποι σπιτιών
Αγροτικό ή λαϊκό μονόχωρο. Αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο με είσοδο στη μια από τις δύο μακρές πλευρές και εντοπίζεται σε όλα σχεδόν τα χωριά της Ρόδου. Η διάδοση αυτού του τύπου οικιών σε όλα τα Δωδεκάνησα έχει τις ρίζες της στην εποχή της περιόδου των Ιωαννιτών και στο σύστημα των οικογενειακών και κληρονομικών δικαιωμάτων, ανάμεσα στα οποία αυτό της πρωτότοκης που κληρονομεί την περιουσία της μητέρας της, με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό της κατοικίας σε μικρά μονόχωρα σπίτια. Σε αυτά η οικογένεια επιτελούσε όλες τις λειτουργίες της.
Το ημιαστικό σπίτι. Εμφανίζεται από νωρίς σε περιοχές όπου η οικονομική άνεση του πληθυσμού οφειλόταν στην καλλιέργεια των μεγάλων εκτάσεων και στην ενασχόληση με τη ναυτιλία και το εμπόριο. Συνήθως πρόκειται για παραλλαγή της παραδοσιακής αγροτικής οικίας με έντονες τις επιδράσεις από ξένα στοιχεία και πλούσια διακοσμητικά στοιχεία εντός και εκτός.
Αρχοντικά της Λίνδου. Λόγω της ιδιοτυπίας της Λίνδου εντοπίζεται ένας ιδιαίτερος τύπος αρχοντικού που αναμειγνύει νησιωτικές, βυζαντινές, μεσαιωνικές και αραβικές επιρροές. Τα περισσότερα από αυτά οικοδομήθηκαν στις αρχές του 17ου αιώνα και διατηρούνται σε καλή κατάσταση. Όσα χτίστηκαν στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα ήταν λιγότερο μεγαλοπρεπή, τουλάχιστον ως προς τη διακόσμηση, με σαφείς επιρροές από το νεοκλασικισμό.
Πύργοι. Εκτός από τα δημόσια κτήρια που σώζονται στην παλιά πόλη της Ρόδου από την εποχή της κυριαρχίας των Ιωαννιτών, υπάρχει μια σειρά από μεσαιωνικά κτίσματα στην ύπαιθρο. Πρόκειται για διώροφα ορθογώνια κτήρια με μια παλιότερη οχυρωμένη μορφή που σταδιακά εξελίχθηκε και επηρεάστηκε από τη λαϊκή και στη συνέχεια από τη νεοκλασική αρχιτεκτονική.
Το τούρκικο σπίτι. Μετά την οθωμανική κατάκτηση, η εικόνα της πόλης της Ρόδου άλλαξε σε ένα βαθμό. Τα δημόσια κτήρια και τα σπίτια στο Κολλάκιο μετατράπηκαν σε οθωμανικά και το Μπούργκο διαιρέθηκε σε δύο τμήματα/συνοικίες, ένα για τους Οθωμανούς κοντά στο Κολλάκιο και ένα για τους Εβραίους στην άλλη πλευρά. Νέα στοιχεία προστέθηκαν στα υπάρχοντα κτίσματα, τα μπαλκόνια, οι ταράτσες κ.ά., ενώ συγχρόνως εμφανίστηκαν και νέα κτήρια αμιγώς ανατολικού τύπου.
Μαράσια. Πρόκειται για ιδιόμορφα, στενόμακρα σπίτια που βρίσκονται στα Μαράσια και παρουσιάζουν οθωμανικές επιρροές.
Παραδοσιακοί οικισμοί της Ρόδου: Άγιος Ισίδωρος, Αρνίθα, Αρχάγγελος, Ασκληπιείο, Αφάντου, Βάτι, Γεννάδι, Ελεούσα, Κατταβία, Κιόταρι, Κοσκινού, Λίνδος, Μεσαναγρός, Μονόλιθος, πόλη της Ρόδου, Προφιλία, Σιάνα, Ψίνθος.
4. Μουσεία
4.1. Το Αρχαιολογικό Μουσείο
Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ρόδου στεγάζεται στο Νοσοκομείο των Ιπποτών, με εκθέματα που καλύπτουν χρονικά την περίοδο από τη Μυκηναϊκή ως την Πρωτοχριστιανική εποχή. Η συλλογή του μουσείου απαρτίζεται από ταφικά ευρήματα από την αρχαία Ιαλυσό και την αρχαία Κάμειρο και γλυπτά Αρχαϊκής, Κλασικής, Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου, ανάμεσα στα οποία η στήλη της Κριτούς και της Τιμαρίστας από την Κάμειρο (τέλη 5ου αι. π.Χ.) Ενδιαφέρον παρουσιάζει ροδιακός αμφορέας ρυθμού Φικελλούρων του 6ου αι. π.Χ., ενώ εκτίθενται επίσης ψηφιδωτά της Ελληνιστικής εποχής από την πόλη της Pόδου και της Παλαιοχριστιανικής εποχής από την Kάρπαθο, καθώς και επιτύμβιες πλάκες της περιόδου των Ιπποτών.
(Βασιλική Σπυροπούλου)
4.2. Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου (Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης)
Η Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου λειτουργεί από το 1959 στη μεσαιωνική πόλη της Ρόδου. Η έμπνευση για την ίδρυσή της ανήκε στον Ανδρέα Ιωάννου, διακεκριμένο μελετητή της νεοελληνικής τέχνης και νομάρχη Δωδεκανήσου κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960. Σε μια εποχή όπου η ελληνική τέχνη γνώριζε μεγάλη άνθηση και διεθνείς διακρίσεις, προέκυψε η ανάγκη της δημιουργίας ενός εικαστικού μουσείου αφιερωμένου ειδικά στον 20ό αιώνα. Ο Ιωάννου ανέλαβε να συντονίσει καλλιτέχνες, τεχνοκριτικούς, χορηγούς και πολιτικούς, ώστε να διαμορφωθεί στη Ρόδο μια αντιπροσωπευτική συλλογή και να στεγαστεί σε ένα αυτόνομο κτήριο στο κέντρο της πόλης.
Τα επόμενα χρόνια ο δήμος Ροδίων συνέχισε τον εμπλουτισμό του μουσείου. Έτσι σήμερα η συλλογή της Δημοτικής Πινακοθήκης Ρόδου, η οποία μάλιστα πρόσφατα μετονομάστηκε Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης, θεωρείται υποδειγματική και πλήρης. Περιλαμβάνει έργα των πρωτοπόρων δασκάλων των αρχών του 20ού αιώνα (Κ. Παρθένης, Κ. Μαλέας κ.ά.) και των καλλιτεχνών της λεγόμενης «γενιάς του ’30» (όπως οι Φ. Κόντογλου, Γ. Τσαρούχης, Σπ. Βασιλείου, Ν. Εγγονόπουλος, Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Θεόφιλος). Επίσης εκτίθενται έργα Ελλήνων με διεθνή προσανατολισμό και σταδιοδρομία (Γ. Μπουζιάνης, Γ. Σπυρόπουλος, Α. Κοντόπουλος, Α. Ακριθάκης, Γ. Γαΐτης, Παύλος, Π. Τέτσης, Β. Κανιάρης, Ν. Κεσσανλής, Κ. Τσόκλης, Δ. Μυταράς, Α. Φασιανός, Θ. Στάμος κ.ά.). Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η συλλογή έργων από καλλιτέχνες που καθιερώθηκαν στα πιο πρόσφατα χρόνια.
Στο κεντρικό κτήριο της Πινακοθήκης σήμερα εκτίθεται μέρος από τη συλλογή χαρακτικής και οργανώνονται τακτικά περιοδικές εκθέσεις που αφορούν κυρίως σύγχρονους Έλληνες, αλλά και ξένους καλλιτέχνες. Παράλληλα, το Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης της Ρόδου καταλαμβάνει πλέον και δύο ακόμα χώρους. Από το 2002 οι συλλογές ζωγραφικής και γλυπτικής έχουν μεταφερθεί σε ένα τριώροφο νεότευκτο κτήριο. Επιπλέον, το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης, που λειτουργεί σε ξεχωριστό χώρο από το 2001, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για την ανάδειξη των σύγχρονων καλλιτεχνικών τάσεων. Ανάμεσα στις πιο ενδιαφέρουσες απόπειρες που έχουν πραγματοποιηθεί προς την κατεύθυνση αυτή είναι οι «Εικαστικές Επεμβάσεις στη Μεσαιωνική Πόλη της Ρόδου» από καλλιτέχνες όπως ο Θόδωρος, ο Στίβεν Αντωνάκος και ο Κώστας Τσόκλης, καθώς και τα «ΜοΤέΡ 1» και «ΜοΤέΡ 2», μια σειρά από δράσεις, εκθέσεις, διαλέξεις και πολιτιστικές εκδηλώσεις που στοχεύουν στην προβολή του έργου νέων δημιουργών.
Η πλειονότητα των εκδηλώσεων του Μουσείου Νεοελληνικής Τέχνης Ρόδου συνοδεύεται από εκδοτική δραστηριότητα, όπως κατάλογοι εκθέσεων, μονογραφίες καλλιτεχνών, μελέτες για θέματα νεοελληνικής τέχνης και εκπαιδευτικά έντυπα.
(Αλεξάνδρα Σέλελη)
4.3. Συλλογή λαϊκής τέχνης
Στο Οπλοστάσιο των Ιπποτών, στην πλατεία Αργυροκάστρου, στεγάζεται η Συλλογή Λαϊκής Τέχνης του νησιού. Αντικείμενα καθημερινής χρήσης, ενδυμασίες, έπιπλα κ.ά. που αντιπροσωπεύουν τη λαϊκή τέχνη της Ρόδου αλλά και των υπόλοιπων Δωδεκανήσων φιλοξενούνται στους χώρους του μουσείου.
4.4. Ενυδρείο Ρόδου
Το κτήριο του Υδροβιολογικού Σταθμού Ρόδου στην Άκρα των Μύλων, στο βορειότερο άκρο του νησιού, κατασκευάστηκε την περίοδο 1934-1936 ως Reale Istituto di Ricerche Biologiche di Rodi (Βασιλικό Iνστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας Ρόδου) και αποτελεί δείγμα της αρχιτεκτονικής της περιόδου της ιταλικής παρουσίας στο νησί. Τo υπoυργείo Πoλιτισμoύ τo έχει χαρακτηρίσει ως ιστoρικό διατηρητέo μνημείo , διακεκριμένo δείγμα αρχιτεκτoνικής τoυ «Διεθνoύς Στιλ». Σήμερα λειτουργεί ως Μουσείο-Ενυδρείο και ερευνητική μονάδα και ανήκει στο Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε.). Στο ενυδρείο οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν διάφορα είδη από ψάρια, μαλάκια, καρκινοειδή, εχινόδερμα και θαλάσσιες χελώνες.
(Βασιλική Σπυροπούλου)
5. Λαϊκός πολιτισμός – λαϊκή τέχνη
Τελειώνοντας θα θέλαμε να προβάλουμε με συντομία το λαογραφικό πλούτο του νησιού, που έχει διασώσει ως σήμερα πολλά στοιχεία παλαιότατης παράδοσης σε όλες τις εκφάνσεις του: το λαϊκό ροδίτικο σπίτι, που παρουσιάζει ποικιλίες από την πόλη ως τη Λίνδο και το χωριό Kοσκινού και ως το απλό αγροτικό σπίτι των καθαρά γεωργικών χωριών. Aπό τον πρώιμο κυρίως 20ό αιώνα υπάρχουν και ωραία δείγματα νεοκλασικών σπιτιών στην πόλη και στα Tριάντα (Iαλυσό), ενώ πλούσιες κατοικίες της περιόδου της ιταλικής κυριαρχίας σώζονται ακόμη εν μέρει στη νέα –τότε– πόλη (Nιοχώρι). Δυστυχώς η κακή ανάπτυξη και ο κακώς εννοούμενος μοντερνισμός έχουν εξαφανίσει σήμερα τα περισσότερα παραδοσιακά κτήρια στην πόλη και στα χωριά, αρκετά όμως σώζονται ως διατηρητέα, μαζί με τα παραδοσιακά σύνολα της παλιάς πόλης και της Λίνδου. Eνδιαφέρον παρουσιάζουν από λαογραφική πλέον άποψη και η λαϊκή ενδυμασία, η χειροτεχνία, τα σπερβέρια (κεντητά καλύμματα του νυφικού κρεβατιού), η αγγειοπλαστική, με τα περίφημα λινδιακά πιάτα, που θεωρούνται πια σήμερα εισαγωγές από την Aνατολία. Συνέχεια αυτής της τέχνης σε πιάτα και σε άλλα αγγεία και μικροαντικείμενα υπήρξε με την ιταλική και μεταπολεμικά ελληνική βιοτεχνία IKAPOΣ (ICARO). Mεγάλος είναι ο πλούτος της λαϊκής ποίησης και άλλων στοιχείων του λαϊκού βίου, που ευτυχώς άξιοι μελετητές μπόρεσαν έγκαιρα να διασώσουν και να καταγράψουν.
Η νεότερη διάλεκτος του νησιού που διατηρείται ισχυρή, μεταξύ των παλαιοτέρων, κυρίως στην ύπαιθρο, ανήκει στα νότια νεοελληνικά ιδιώματα και παρουσιάζει ομοιότητες με την Kρήτη, την υπόλοιπη Δωδεκάνησο, τη Mικρά Aσία και προπάντων την Kύπρο.
(Ιωάννης Παπαχριστοδούλου) |