άμβων, ο
Το επίσημο βήμα σε ένα ναό για την ανάγνωση των Γραφών, την εκφώνηση του κηρύγματος κτλ.
|
βαπτιστήριο, το
Ο χώρος ή το κτήριο όπου πραγματοποιείται το μυστήριο της βάπτισης. Σε κάθε βαπτιστήριο απαντάται μια δεξαμενή, η οποία πολλές φορές έχει το σχήμα του σταυρού. Τα βαπτιστήρια των εκκλησιών μετά τον 6ο αιώνα αποτελούν ξεχωριστά οικοδομήματα –οκταγωνικά, κυκλικά, σταυρόσχημα κτλ.– είτε προσαρτημένα στο ναό είτε στον περίβολό του.
|
βουλευτήριο, το
Δημόσιο θεατροειδές κλειστό οικοδόμημα στο οποίο συνεδρίαζαν τα συλλογικά όργανα της πόλης, όπως η εκκλησία του δήμου, η βουλή των πρυτάνεων, των δικαστών και των αρχόντων.
|
γυμνάσιο, το
Δημόσιο οικοδόμημα το οποίο αποτελούνταν από μεγάλη εσωτερική υπαίθρια αυλή, όπου γίνονταν γυμναστικές και αθλητικές ασκήσεις. Θεωρούνταν, όπως και οι παλαίστρες, ιερός χώρος, όπου λατρεύονταν ο Ηρακλής και ο Ερμής. Σε μεταγενέστερη περίοδο συνδυαζόταν με τα δημόσια λουτρά.
|
Δηλιακή ή Α' Αθηναϊκή Συμμαχία, η
Συμμαχία που ίδρυσαν οι Αθηναίοι μετά το τέλος των Περσικών πολέμων (478 π.Χ.). Σε αυτήν εντάχθηκαν πολλές πόλεις-κράτη του Αιγαίου με την υποχρέωση να συνεισφέρουν πλοία ή χρήματα. Οι κατάλογοι με τα συνεισφερόμενα ποσά επιτρέπουν να αξιολογηθεί η οικονομική δύναμη των μελών.
|
δόμος, ο
η οριζόντια στρώση λίθων ή πλίνθων. Λέγεται επίσης στοίχος.
|
επιστύλιο, το
Η δοκός που ήταν τοποθετημένη πάνω από τους κίονες (στύλους) και ακριβώς πάνω από τα κιονόκρανα. Αρχικά το επιστύλιο κατασκευαζόταν από ξύλο, ενώ αργότερα ήταν λίθινο (πώρινο ή μαρμάρινο). Στους ναούς της Αρχαιότητας αποτελεί το κατώτατο τμήμα του θριγκού.
|
Ιερό ή Άγιο Βήμα, το
Το αρχιτεκτονικό μέρος στα ανατολικά του ναού όπου τελείται η Θεία Ευχαριστία. Προορίζεται αποκλειστικά για τον κλήρο και συνήθως χωρίζεται από τον κυρίως ναό με υψηλό τέμπλο. Στην πλήρη μορφή του είναι τριμερές, αποτελούμενο από το Ιερό Βήμα στο κέντρο, όπου βρίσκεται η Αγία Τράπεζα, από την πρόθεση ή προσκομιδή (βόρεια του Ιερού Βήματος), όπου κατατίθενται οι προσφορές των πιστών, και από το διακονικό ή σκευοφυλάκιο (νότια του Ιερού Βήματος), όπου φυλάσσονται τα ιερά σκεύη και αντικείμενα του ναού. Τα δύο τελευταία μέρη αποκαλούνται και παστοφόρια ή παραβήματα.
|
κιβώριο, το
Ημισφαιρικός θόλος ή πυραμιδοειδής στέγη που σχημάτιζε ένα μεγαλοπρεπές κάλυμμα πάνω από την Αγία Τράπεζα. Στηριζόταν σε τέσσερις ή σπάνια έξι κιονίσκους που ενώνονταν μεταξύ τους με τόξα.
|
σαρκοφάγος, η
Η λάρνακα που περιέχει τη σορό του νεκρού. Συνήθως κατασκευάζεται από λίθο, αλλά και από ψημένο πηλό ή σπανιότερα από ξύλο ή μέταλλο.
|
σύνθρονο, το
Διάταξη από μια σειρά υπερκείμενων εδράνων, ημικυκλικά τοποθετημένων κατά την εσωτερική περίμετρο της αψίδας του ναού (θυμίζουν μικρό κοίλο θεάτρου), στα οποία κάθονταν οι ιερείς κατά τη διάρκεια των ιεροπραξιών, όταν δε συμμετείχαν στα δρώμενα. Στο κέντρο του ανώτερου εδράνου υπήρχε συνήθως μαρμάρινος θρόνος, όπου καθόταν ο επίσκοπος (όταν ήταν παρών) ή, ενδεχομένως, ο ηγούμενος (όταν επρόκειτο για μοναστηριακό ναό).
|
σφόνδυλος (σπόνδυλος), ο
Τα κυλινδρικά τμήματα από τα οποία αποτελείται ο κορμός του κίονα.
|
τέμπλο, το
Η διαχωριστική κατασκευή μεταξύ Ιερού Βήματος και κυρίως ναού. Αρχικά είχε την απλούστερη μορφή του χαμηλού φράγματος πρεσβυτερίου, στη συνέχεια όμως απέκτησε ύψος με την προσθήκη κιονίσκων και επιστυλίου. Από τον 11ο αιώνα και εξής, στα διαστήματα μεταξύ των κιονίσκων τοποθετήθηκαν εικόνες, ενώ αργότερα προστέθηκαν εικόνες και πάνω από το επιστύλιο, διαμορφώνοντας έτσι την έννοια εικονοστασίου. Τα τέμπλα αρχικά ήταν μαρμάρινα. Τα ξύλινα τέμπλα έκαναν την εμφάνισή τους από το 13ο αιώνα και εξής.
|
τρίκλιτη βασιλική, η
Δρομικός (επιμήκης) τύπος ναού που υποδιαιρείται εσωτερικά σε τρία κλίτη: το μεσαίο και δύο πλάγια. Συχνά το μεσαίο κλίτος φωτίζεται από έναν υπερυψωμένο φωταγωγό. Κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο χαρακτηρίζεται από τις μεγάλες διαστάσεις του.
|