1. Η έννοια της ελληνικότητας
Η αισθητική και ιδεολογική ανακάλυψη του Αιγαίου είναι άρρηκτα δεμένη με την επαναδιαπραγμάτευση της έννοιας της ελληνικότητας στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ζήτημα που έφεραν στο προσκήνιο οι διανοούμενοι και καλλιτέχνες που έμειναν γνωστοί ως η «γενιά του ’30».
Βασικό τους μέλημα ήταν η εισαγωγή πρωτοποριακών διανοητικών και καλλιτεχνικών ρευμάτων της Ευρώπης στην Ελλάδα και η λειτουργική αφομοίωσή τους στο πολιτισμικό πλέγμα της χώρας. Με άλλα λόγια, το αίτημά τους ήταν η ανάδειξη ενός «εθνικοποιημένου» μοντερνισμού, προσαρμοσμένου στα ελληνικά πράγματα και μπολιασμένου από την ελληνική παράδοση.
Η συζήτηση για την ελληνικότητα δεν ήταν καινούργια. Είχε ξεκινήσει ήδη το 19ο αιώνα με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη συγκρότηση ενός εθνικού αφηγήματος που θα συνέδεε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό με τη νεότερη Ελλάδα. Αυτό που αλλάζει την περίοδο του Μεσοπολέμου είναι ότι είχαν πια παγιωθεί τα σύνορα (μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών) και είχε εγκαταλειφθεί οριστικά η Μεγάλη Ιδέα. Έτσι, ήταν πιεστικό το αίτημα για αναδιαμόρφωση των συλλογικών αναπαραστάσεων και προσαρμογή τους στα νέα γεωγραφικά, κοινωνικά και ιδεολογικά δεδομένα. Το κέντρο βάρους σε ό,τι αφορά την αναζήτηση της ελληνικής ταυτότητας μεταφέρθηκε από τον κλασικισμό στη σύγχρονη πραγματικότητα. Στη νέα αυτή επεξεργασία της ταυτότητας έγινε προσπάθεια να ενταχθεί λειτουργικά τόσο το σχετικά πρόσφατο ιστορικό παρελθόν όσο και ο συνδεδεμένος με αυτό λαϊκός πολιτισμός. Στο πλαίσιο αυτό αναζητήθηκαν τα θεωρούμενα «ζωντανά» και μέχρι τότε παραμελημένα από την ακαδημαϊκή λογιοσύνη στοιχεία της παράδοσης. Παράλληλα γινόταν προσπάθεια να αξιοποιηθούν στο έπακρο οι πρόσφατες ιστορικές εμπειρίες, με κυρίαρχη αυτή της μικρασιατικής καταστροφής και της προσφυγιάς.
Στο πλαίσιο της εισαγωγής του μοντερνισμού, μπορούμε να διακρίνουμε δύο κατευθύνσεις: το «συνεπή» και τον πιο «ελληνοκεντρικό» μοντερνισμό. Ο «συνεπής» μοντερνισμός υπήρξε περισσότερο μια άσκηση στο καλλιτεχνικό και διανοητικό ρεύμα του μοντερνισμού που είχε επικρατήσει στη Δύση μερικές δεκαετίες νωρίτερα. Από την άλλη, αίτημα του «ελληνοκεντρικού» μοντερνισμού ήταν ο συνδυασμός παράδοσης και νεωτερικότητας, έτσι ώστε το ένα στοιχείο να γίνει καταλύτης για την κατανόηση και αξιοποίηση του άλλου.
Σε αυτό το πλαίσιο η συζήτηση για την ελληνικότητα προσλαμβάνει πρωτίστως αισθητικό χαρακτήρα. Έτσι ανακαλύπτονται από την αρχή το «ελληνικό τοπίο» και το «ελληνικό φως», η λαϊκή τέχνη, η βυζαντινή αγιογραφία, το θέατρο σκιών του Καραγκιόζη, η πεζογραφία του Μακρυγιάννη, η λαϊκή ζωγραφική του Θεόφιλου.
2. Το Αιγαίο
Το Αιγαίο προβάλλεται ως προνομιακός χώρος στην τοπογραφία της ελληνικότητας. Το αρχιπέλαγος, σχετικά απαλλαγμένο από τις έντονες συνδηλώσεις του κλασικού και του βυζαντινού παρελθόντος, γίνεται αντιληπτό από ζωγράφους, λογοτέχνες και ποιητές, ως ιδανικό ελληνικό τοπίο, όλο λιτές, απλές γραμμές και πλούσια χρώματα, ως χώρος λουσμένος στο διαυγές ελληνικό φως, γέφυρα ανάμεσα στα διάσπαρτα μέλη του ελληνισμού και παράλληλα προαιώνια κοιτίδα του πολιτισμού, ελληνικό και παγκόσμιο συνάμα.
Από εκείνη την εποχή και στο εξής το Αιγαίο αναδεικνύεται σύμβολο της ελληνικότητας. Αυτή η φόρτιση του αιγαιακού χώρου δεν αποτυπώνεται μόνο στη λογοτεχνία, την ποίηση και την τέχνη, αλλά σταδιακά ενσωματώνεται σε συλλογικές αντιλήψεις και συμπεριφορές. Το Αιγαίο γίνεται κοινός τόπος της ελληνικής ταυτότητας τόσο στον τρόπο που οι Έλληνες βλέπουν τον εαυτό τους όσο και στον τρόπο που τους βλέπουν οι άλλοι. Σε αυτή τη διαδικασία σημαντικό ρόλο παίζει η ανάπτυξη του τουρισμού και η επιστράτευση χαρακτηριστικών εικόνων και στερεοτύπων για την εξυπηρέτησή του. |