Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγους του Αιγαίου ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Main Image
 
 

Θεματικός Κατάλογος

empty
empty
 

Δικτυακοί τόποι

empty
empty
 
 
empty empty empty

Αναζητήστε στο χάρτη

empty
 

Το έργο

empty
empty
arrow

Περιγραφή

arrow

Συντελεστές

 
 
-

Διονύσιος Καλλιάρχης Εφέσου

      Διονύσιος Καλλιάρχης Εφέσου (23/1/2006 v.1) Dionysios Kalliarchis of Ephesus (15/2/2006 v.1)
line

Συγγραφή : Τουλουμάκος Παντελής (16/5/2005)

Για παραπομπή: Τουλουμάκος Παντελής, «Διονύσιος Καλλιάρχης Εφέσου», 2005,
Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγους του Αιγαίου

URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4109>

 
 

1. Εισαγωγικά

Ο Διονύσιος Καλλιάρχης ανήκε σε μία εύπορη οικογένεια της Κωνσταντινούπολης, έλκοντας ωστόσο την απώτερη καταγωγή του μάλλον από τη Χίο. Οικογένεια Καλλιαρχών υπήρχε ως το 18ο αιώνα στη Χίο, έχοντας αναδείξει λόγιους άνδρες· ο πρώτος Καλλιάρχης μνημονεύεται στα τέλη του 16ου αιώνα, και συγκεκριμένα το 1590, σε επιστολή με ημερομηνία 5 Αυγούστου, δημοσιευμένη στην “Turcograecia” του Μαρτίνου Κρούστου (σελ. 283-285).1 Πρόκειται για τον Αντώνιο Καλλίαρχο, «πνευματικό και πρωτέκδικο Χίου». Μετά τον Αντώνιο, ακόμη δύο Καλλιάρχες εντοπίζονται τέλη 17ου - αρχές 18oυ αιώνα: πρόκειται για τους Παντολέοντα Καλλιάρχη και Ιωάννη Καλλιάρχη, οι οποίοι ήταν και οι δύο γιατροί. Ο Παντολέων μάλιστα ήταν «αρχίατρος της γαληνοτάτης αυθεντίας Ουγγροβλαχίας».2 Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, –και μάλιστα, μόλις λίγα χρόνια μετά– πολλές οικογένειες από τη Χίο άρχισαν να μεταναστεύουν στην Κωνσταντινούπολη· η μετανάστευση αυτή πύκνωσε ιδιαίτερα από τα μέσα του 18ου αιώνα. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι σε αυτό το πλαίσιο μετακινήθηκε και ένα τμήμα της οικογένειας των Καλλιαρχών, στο οποίο ανήκει και ο Διονύσιος. Είναι πολύ δύσκολο να εντοπίσουμε τον ιδρυτή της οικογένειας των Καλλιαρχών στην Κωνσταντινούπολη· ο Μανουήλ Γεδεών υποδεικνύει –αν και όχι με βεβαιότητα– τον Ιωάννη Καλλιάρχη στα μέσα του 18ου αιώνα· ωστόσο, υπάρχουν και πολλοί άλλοι Καλλιάρχες που τοποθετούνται χρονικά περίπου στην ίδια περίοδο και θα μπορούσαν να είναι οι ιδρυτές. Πάντως, αδελφός του Διονυσίου υπήρξε ο Γρηγόριος Καλλιάρχης, ο οποίος είχε διοριστεί τοποτηρητής στη Μολδαβία από τον ηγεμόνα της, Κωνσταντίνο Υψηλάντη, μέχρις ότου ο τελευταίος να έρθει στην έδρα του.3

2. Η δράση του Διονυσίου

2.1. Η δράση του Διονυσίου στη μητρόπολη Λαρίσης

Ο Διονύσιος εκλέχθηκε το 17934 μητροπολίτης Λαρίσης, διαδεχόμενος το θείο του, Μελέτιο. Την περίοδο αυτή η μητρόπολη Λαρίσης είχε υπό τη δικαιοδοσία της όλη τη Θεσσαλία, καθώς και τις επισκοπές Γαρδικίου, Τρίκκης, Σταγών, Λιδωρικίου, Λιτζάς, Αγράφων, Ραδοβεστίων, Ζητουνίου, Θαυμακού, Σκιάθου και Σκοπέλου· είχε, δηλαδή, υπό τη δικαιοδοσία της μία ευρεία περιοχή, που εκτεινόταν και στο νησιωτικό χώρο.

Η περιοχή της Θεσσαλίας στο μεγαλύτερο μέρος της αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα από τις λεηλασίες των κλεφτών και των αρματολών, αλλά και από την καταπίεση των γενιτσάρων. Είναι ενδεικτικό ότι πολλοί χριστιανοί έμεναν άταφοι, επειδή οι γενίτσαροι ζητούσαν υπέρογκα ποσά για την παραχώρηση γης για ταφή, καθώς και για τη χορήγηση άδειας. Πέραν τούτων, οι εκάστοτε διοικητές της περιοχής σφετερίζονταν τις περιουσίες των άτεκνων χριστιανών που πέθαιναν, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τούς συγγενείς των νεκρών. Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο Διονύσιος πέτυχε –με τη δαπάνη πολλών χρημάτων– την έκδοση φιρμανιού με το οποίο μετριαζόταν ο γενιτσαρικός φόρος· επίσης, χάρη στις διασυνδέσεις του στην Κωνσταντινούπολη, πέτυχε την έκδοση και άλλου φιρμανιού, με το οποίο κυρώνονταν οι διαθήκες των άτεκνων χριστιανών. Παράλληλα, ο Διονύσιος επιτάχυνε τις διαδικασίες για την ανοικοδόμηση του ναού του Αγίου Αχιλλείου, ο οποίος είχε καταστραφεί από το 1770.5 Μαζί με αυτό το ναό, ανήγειρε το 1794 και το παλιό ελληνικό σχολείο εντός του ναϊκού περίβολου, στον οποίο βρισκόταν και το σπίτι του μητροπολίτη. Εξάλλου, προίκισε τη σχολή του Τυρνάβου και ίδρυσε και πολλά άλλα σχολεία στην εκκλησιαστική του περιφέρεια.6 Ενδιαφέρον παρουσιάζει, ωστόσο, ότι η ανοικοδόμηση του ναού του Αγίου Αχιλλείου προκάλεσε όξυνση μερίδας του μουσουλμανικού πληθυσμού εναντίον του Καλλιάρχη· είναι ενδεικτικό ότι κάποιοι μουσουλμάνοι πυροβόλησαν εναντίον του, χωρίς, ωστόσο, επιτυχία. Ο Άμαντος εικάζει ότι ίσως γι’ αυτό ο Διονύσιος να βρισκόταν τον περισσότερο χρόνο στην Κωνσταντινούπολη7 –αντί να διαμένει στην επαρχία του– αλλά αυτό πρέπει να θεωρηθεί μάλλον υπερβολικό.

Στη Λάρισα ο Διονύσιος γνώρισε τον, έφηβο τότε, Κωνσταντίνο Κούμα. Εκτιμώντας τη μόρφωση και τις δυνατότητές του, τον έφερε μαζί του στην Κωνσταντινούπολη, με σκοπό να τον εισαγάγει «εις υπουργίαν τινός αυλής»·8ωστόσο, ο Κούμας απορρίπτει τις επίμονες προτάσεις του Μεγάλου Διερμηνέα, Κωνσταντίνου Υψηλάντη, να αναλάβει υπηρεσία κοντά του και επιστρέφει στη Λάρισα, όπου αναλαμβάνει διδασκαλικά καθήκοντα. Κατόπιν, διδάσκει στην Τσαρίτσαινη και στα Αμπελάκια. Το 1814 θα γινόταν –ύστερα από υπόδειξη του Καλλιάρχη– σχολάρχης της Μεγάλης του Γένους Σχολής.

2.2. Η δράση του Διονυσίου στη μητρόπολη Εφέσου

Το Σεπτέμβριο του 1803, ο Διονύσιος Καλλιάρχης εκλέχθηκε μητροπολίτης Εφέσου, διαδεχόμενος τον αποθανόντα Μακάριο. Παρόλ’ αυτά, τόσο ως μητροπολίτης Λαρίσης όσο και ως μητροπολίτης Εφέσου, ο Διονύσιος βρισκόταν κατά κύριο λόγο στην Κωνσταντινούπολη.9 Στην περίπτωση της Εφέσου μάλιστα, είχε επανδρώσει την εκκλησιαστική του περιφέρεια με επισκόπους έμπιστους και δοκιμασμένους από τον ίδιο. Επί παραδείγματι, ο πρώην πρωτοσύγκελλός του, Παΐσιος, εκλέχθηκε, κατόπιν αιτήσεως του Διονυσίου, επίσκοπος Ελαίας τον Ιούνιο του 1814. Είναι ενδεικτικό επίσης ότι το 1819 ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ έγραψε προς τον Σμύρνης Άνθιμο –και πάλι κατόπιν αιτήσεως του Διονυσίου– να χειροτονηθεί επίσκοπος ο ιερομόναχος Άνθιμος, ο οποίος και θα αναλάμβανε τη διεκπεραίωση των επαρχιακών υποθέσεων του Διονυσίου.10

Στην Έφεσο, ο Διονύσιος επανέλαβε το έργο που είχε επιτελέσει και στη Λάρισα· έχτισε εκκλησίες, τα οικοδομικά υλικά των οποίων είχαν σε αρκετές περιπτώσεις προέλθει από αρχαίους ελληνικούς ναούς που βρίσκονταν στις εκάστοτε περιοχές. Παγίωσε το σχολείο της Μαγνησίας, της Περγάμου, των Βριούλων και της Εφέσου και παρέσχε στήριξη στο Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης, στο οποίο δίδασκαν οι αδελφοί Οικονόμου και ο Κωνσταντίνος Κούμας·11 πολύ σημαντική ήταν επίσης η συμβολή του υπέρ της σχολής των Κυδωνιών και του Βενιαμίν Λέσβιου. Ωστόσο, ο Διονύσιος, με την ιδιότητά του ως συνοδικού, εξακολουθούσε να διαμένει κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, όπου επίσης ανέπτυξε σημαντική δραστηριότητα.

2.3. Η δράση του Διονυσίου στην Κωνσταντινούπολη

Στην Κωνσταντινούπολη, ο Διονύσιος είχε σπίτι στα Θεραπειά, όπου συχνά συγκεντρώνονταν εγχώριοι ή και ξένοι πνευματικοί άνθρωποι για να ανταλλάξουν απόψεις σχετικά με τα τρέχοντα πολιτικά ζητήματα, αλλά και για θέματα ευρύτερου πνευματικού ενδιαφέροντος. Ο Διονύσιος, ωστόσο, διέμενε και στο Κουρουτσεσμέ, τόπο διαμονής ανώτερης βαθμίδας κληρικών, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Πατριάρχης. Εκεί διέμενε κατά κύριο λόγο το καλοκαίρι, λόγω του ότι το κλίμα ήταν υγιεινότερο, αλλά και λόγω του φόβου της πανώλης· στο Κουρουτσεσμέ σπανίως είχαν εμφανιστεί ανάλογα κρούσματα.12

Το 1796 ο Καλλιάρχης εκλέχθηκε από την Ιερά Σύνοδο, μαζί με το μητροπολίτη Ευρίπου, Ιερόθεο, έφορος της Μεγάλης του Γένους Σχολής· η αναστήλωση των δομών της παρακμάζουσας πατριαρχικής Ακαδημίας ηταν επιτυχής, αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα των ενεργειών τους. Παράλληλα, το 1798, ο Διονύσιος συνέδραμε, δανείζοντας χρήματα, την ανέγερση του ναού του Αγίου Δημητρίου στο Κουρουτσεσμέ.

Στην Κωνσταντινούπολη, ο Διονύσιος, με την ιδιότητά του ως μέλους της Ιεράς Συνόδου, αναμείχθηκε ενεργά στις τρέχουσες εκκλησιαστικές υποθέσεις. Εκτός των άλλων, ήταν ένας από τους συνοδικούς που ανέδειξαν στον πατριαρχικό θρόνο το Γρηγόριο Ε΄, το 1797. Επιπλέον, τον Ιανουάριο του 1800, μετά τη συνέλευση αρχόντων και κληρικών υπό την προεδρία του Πατριάρχη, αποφασίστηκε η μεταφορά της Μεγάλης του Γένους Σχολής στο Κουρουτσεσμέ· για το λόγο αυτό, την 1η Φεβρουαρίου 1804, ο Διονύσιος υπέγραψε έγγραφο απευθυνόμενο προς το μητροπολίτη Βελεγραδών, Ιωάσαφ, στο οποίο αναφερόταν ότι αγοράστηκε κάποιο οίκημα στο Κουρουτσεσμέ, που προοριζόταν να στεγάσει την Πατριαρχική Σχολή.

Στις αρχές του 1805, ο Διονύσιος επισκέφθηκε την επαρχία του και την περιηγήθηκε στο συνολό της, χωρίς ωστόσο να μείνει εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα· τον Οκτώβριο του 1806 ήταν και πάλι στην Κωνσταντινούπολη, αναδεικνύοντας για δεύτερη φορά Πατριάρχη το Γρηγόριο Ε΄. Παράλληλα, τον Ιανουάριο του 1807 υπέγραψε μία πατριαρχική εγκύκλιο, με την οποία οι χριστιανοί υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καλούνταν να μείνουν πιστοί στο σουλτάνο, κατά τη διάρκεια του πολέμου που διεξήγε την περίοδο εκείνη η αυτοκρατορία κατά της Ρωσίας· το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, εξάλλου, υπέγραψε εγκύκλιο του Γρηγορίου Ε΄, συστατική της ίδρυσης σχολείων.

Ύστερα από τη δεύτερη παραίτηση του Γρηγορίου Ε΄, ο Διονύσιος συμμετέσχε στην ανάδειξη του Καλλινίκου Ε΄ νέου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στις 10 Σεπτεμβρίου 1808. Το 1814, με υπόδειξη του Διονυσίου, τη Μεγάλη του Γένους Σχολή ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Κούμας, ο οποίος και κλήθηκε για το σκοπό αυτό με πατριαρχικό γράμμα από τη Σμύρνη, όπου βρισκόταν.13 Η προτίμηση του Διονυσίου για τον Κούμα, και κυρίως η συμβολή του στο διορισμό του τελευταίου στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, φανερώνει τις προοδευτικές αντιλήψεις και το έντονο ενδιαφέρον του Καλλιάρχη για τα εκπαιδευτικά πράγματα.

Σύμφωνα με το Διονύσιο Πίστη, ο Καλλιάρχης επισκέφθηκε το 1817 ή 1818 τις Κυδωνίες και συναντήθηκε με τους δασκάλους της Σχολής. Συνάντησε επίσης την Ευανθία Καΐρη –αδελφή του Θεόφιλου– η οποία μάλιστα του πρόσφερε μια ωδή εξυμνητική προς το πρόσωπό του, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την προσφορά του στη Σχολή των Κυδωνιών.14

3. O Διονύσιος και ο Βενιαμίν Λέσβιος

Η διδασκαλία του Βενιαμίν Λέσβιου στη Σχολή των Κυδωνιών ερχόταν σε αντίθεση με το συντηρητικό πνεύμα και τους εκπροσώπους της και, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε αντιδράσεις εναντίον του. Δύο από τους κυριότερους αντιπάλους του ήταν ο Δωρόθεος Βουλησμάς και ο Αθανάσιος Πάριος, γύρω από τον οποίο συνασπιζόταν μία μικρή ομάδα συντηρητικών διανοούμενων και πνευματικών ανθρώπων.

Η καταγγελία σε βάρος του Βενιαμίν στην Ιερά Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 1803 ξεκίνησε από δύο άλλα πρόσωπα, το Σαμουήλ τον Άνδριο και τον Ιάκωβο το Θηραίο. Ο Σαμουήλ υπήρξε μαθητής του Βενιαμίν, αλλά μάλλον ανήκε στο συντηρητικό κύκλο του Πάριου. Ο Ιάκωβος, πάλι, συκοφαντούσε στις Κυδωνίες το Βενιαμίν, αλλά μετά την παρέμβαση του Αγίου Τρωάδος διώχθηκε από την πόλη. Ο Αγγέλου συσχετίζει τη δράση των δύο προαναφερθέντων ατόμων εναντίον του Λέσβιου με τον Πάριο, αφήνοντας να εννοηθεί ότι και ο τελευταίος είχε ενεργό ανάμειξη.15

Με τη βοήθεια του Σαμουήλ, ο Ιάκωβος συγκέντρωσε τα μαθητικά τετράδια από τις παραδόσεις του Λέσβιου και τα παρέδωσε στον Ιωάννη Καλλιμάχη, δραγουμάνο του στόλου. Με τη σειρά του ο Καλλιμάχης έστειλε τα τετράδια στην Κωνσταντινούπολη· αυτό έγινε λίγο μετά την ανάρρηση του Διονυσίου στο θρόνο της μητρόπολης Εφέσου. Επομένως, ο Διονύσιος ήταν ο αποδέκτης των τετραδίων και ο εισηγητής του ζητήματος αυτού στη Σύνοδο.

Η απόφαση της Συνόδου ήταν καταδικαστική, αλλά σε αυτό θα πρέπει να έπαιξε σημαντικό ρόλο τόσο το ότι το ζήτημα αυτό εμφανίστηκε στη Σύνοδο με μυστικότητα και βεβιασμένα –είναι ενδεικτικό ότι ο Βενιαμίν δεν κλήθηκε ούτε για απολογία, αντίθετα με ό,τι ίσχυε σε αυτές τις περιπτώσεις– όσο και το ότι ο Διονύσιος δεν είχε πληροφόρηση για το Λέσβιο· δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είχε μόλις αναλάβει τα μητροπολιτικά του καθήκοντά στην Έφεσο. Ωστόσο, ο Διονύσιος έγραψε στο Λέσβιο, ζητώντας του να του στείλει τα τετράδια από τις παραδόσεις του στη Σχολή. Ο Βενιαμίν ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό, εξηγώντας τους λόγους που προκάλεσαν το διωγμό του και συστήνοντας στο Διονύσιο να ζητήσει πληροφορίες για τον Ιάκωβο από το Άγιον Όρος, στο οποίο ο τελευταίος είχε υπαρξει για ένα διάστημα μοναχός.

Σταδιακά, τα δεδομένα άρχισαν να ανατρέπονται· οι Κυδωνιάτες στάθηκαν στο πλευρό του Λέσβιου και μάλιστα προέβησαν σε «ανταρσία»: έδιωξαν τον Ιάκωβο και το Σαμουήλ, οι οποίοι είχαν φθάσει στις Κυδωνίες ως απεσταλμένοι του Βουλησμά, με σκοπό να εφαρμόσουν τις αποφάσεις της Συνόδου. Ο Αγγέλου θεωρεί ότι αυτό δε θα μπορούσε να λάβει χώρα χωρίς έμμεση υποστήριξη από την Κωνσταντινούπολη, υποδεικνύοντας μεταξύ άλλων, και τον Καλλιάρχη. Εξάλλου, οι Κυδωνιάτες στέλνουν επιστολές στη Σύνοδο, με τις οποίες παρέχουν πληροφορίες για τις προθέσεις των κατηγόρων του Βενιαμίν· έτσι πλέον ο Πάριος και οι συνεργοί του αντιμετωπίζουν την κατηγορία ότι κινήθηκαν από φθόνο έναντι του Λέσβιου. Η στήριξη που παρέσχε στο Λέσβιο ο Διονύσιος φαίνεται και από την επιστολή με ημερομηνία 10 Μαΐου 1805, που αποστέλλει ο Βενιαμίν στη Σύνοδο, στην οποία επικαλείται τη μαρτυρία του Διονυσίου. Με την επιστολή αυτή φαίνεται πως τερματιζόταν οριστικά η υπόθεση του Βενιαμίν, στην οποία η συμβολή του Καλλιάρχη υπήρξε αποφασιστική.16

4. Η έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και το τέλος του Διονυσίου

Σύμφωνα με το Φιλήμονα, ο Διονύσιος έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας όταν γνωστοποιήθηκε με επιστολή στην Κωνσταντινούπολη ότι την ηγεσία της εταιρείας ανέλαβε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης.17 Στις 23 Φεβρουαρίου 1821 ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση στο Ιάσιο και η είδηση έφτασε στην Πόλη 5 ημέρες αργότερα. Ο Σπυρίδων Τρικούπης υποστηρίζει ότι στις 9 Μαρτίου ο Πατριάρχης διατάχθηκε να στείλει στην Υψηλή Πύλη μερικούς έγκριτους αρχιερείς, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται η αιτία για τη διαταγή αυτή. Ανάμεσα στους αποσταλέντες αρχιερείς ήταν και ο Διονύσιος Καλλιάρχης, ο οποίος ήταν και ο πρώτος από αυτούς που φυλακίστηκαν, στις 10 Μαρτίου.18 Ένα μήνα αργότερα, στις 10 Απριλίου 1821, ανήμερα του Πάσχα, και ύστερα από τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, απαγχονίστηκε και ο Διονύσιος, στην περιοχή της ψαραγοράς (balık pazarı).19

1. Κοντογιάννης, Π.Μ., «Διονύσιος Καλλιάρχης», Αθηνά 18 (1905), σελ. 146-148.

2. Άμαντος, Κ., «Οι Καλλιάρχαι της Εφέσου», Ελληνικά 8 (1935), σελ. 73. Ο Άμαντος δίνει μερικές χρήσιμες πληροφορίες και για άλλα μέλη της οικογένειας των Καλλιαρχών. Βλ. επίσης Κοντογιάννης, Π.Μ., «Διονύσιος Καλλιάρχης», Αθηνά 18 (1905), σελ. 148-149.

3. Κοντογιάννης, Π.Μ., «Διονύσιος Καλλιάρχης», Αθηνά 18 (1905), σελ. 148-149.

4. Ο Κοντογιάννης υποστηρίζει ότι ο Διονύσιος έγινε μητροπολίτης Λαρίσης το 1794. Ωστόσο, ο Άμαντος αντικρούει αυτόν τον ισχυρισμό, προβάλλοντας μία ενθύμηση που δημοσιεύθηκε το 1929 από το μητροπολίτη Θεσσαλιώτιδος, Ιεζεκιήλ Βελανιδιώτη (βλ. Θεολογία 7, 1929, σελ. 28). Σύμφωνα με αυτή, ο Καλλιάρχης είναι ήδη μητροπολίτης Λαρίσης την 1η Ιουλίου 1793 και επισκέπτεται τη μονή Ρεντίνης. Βλ. Άμαντος, Κ., «Οι Καλλιάρχαι της Εφέσου», Ελληνικά 8 (1935), σελ. 81, σημ. 3.

5. Ενδεικτική ως προς τις διασυνδέσεις που είχε ο Καλλιάρχης στην Κωνσταντινούπολη είναι η ταχύτητα με την οποία κινήθηκαν οι σχετικές διαδικασίες για την ανοικοδόμηση του ναού: στις 4 Φεβρουαρίου 1794 εκδόθηκε το σχετικό φιρμάνι, και στις 6 Απριλίου, Μεγάλη Παρασκευή, ο ναός ήταν έτοιμος. Άμαντος, Κ., «Οι Καλλιάρχαι της Εφέσου», Ελληνικά 8 (1935), σελ. 81-82. Σύμφωνα με μία μαρτυρία μάλιστα, για την ανέγερση του ναού εργάζονταν πάνω από 200 εργάτες, χωρίς να υπολογίζεται ο λαός που βοηθούσε. Φαρμακίδης, Ε., Η Λάρισα (Βόλος 1926), σελ. 190.

6. Κοντογιάννης, Π.Μ., «Διονύσιος Καλλιάρχης», Αθηνά 18 (1905), σελ. 153, 173.

7. Άμαντος, Κ., «Οι Καλλιάρχαι της Εφέσου», Ελληνικά 8 (1935), σελ. 82.

8. Βέης, Ν.Α., «Επιστολαί Κωνσταντίνου Κούμα και Αδαμαντίου Κοραή σχετικαί προς την Σμύρνην», Μικρασιατικά Χρονικά 2 (1939), σελ. 13.

9. Κοντογιάννης, Π.Μ., «Διονύσιος Καλλιάρχης», Αθηνά 18 (1905), σελ. 173.

10. Για περισσότερες λεπτομέρειες Κοντογιάννης, Π.Μ., «Διονύσιος Καλλιάρχης», Αθηνά 18 (1905), σελ. 163-166. Πολύ χρήσιμη και η σημ. 4, σελ. 165: κατά τον Άγγλο περιηγητή Τurner, κάποιοι από τους επισκόπους του Διονυσίου δεν ήταν υπό την άμεση επικυριαρχία του· ιδιαίτερα για τους επισκόπους Κρήνης και Ηλιουπόλεως, ο Τurner υπονοεί ότι πλήρωσαν άπαξ ή κατέβαλλαν κάθε χρόνο ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό στο Διονύσιο, με αντάλλαγμα να διοικούν οι ίδιοι κατά το δοκούν τις επαρχίες τους, χωρίς μάλιστα να αναφέρονται σε αυτόν για τη διαχείριση των επαρχιακών ζητημάτων.

11. Κοντογιάννης, Π.Μ., «Διονύσιος Καλλιάρχης», Αθηνά 18 (1905), σελ. 156-157, 173-174.

12. Κοντογιάννης, Π.Μ., «Διονύσιος Καλλιάρχης», Αθηνά 18 (1905), σελ. 168-170.

13. Κοντογιάννης, Π.Μ., «Διονύσιος Καλλιάρχης», Αθηνά 18 (1905), σελ. 159-161, 171.

14. Παναγιωτόπουλος, Β.Π., «Μία Ωδή της Ευανθίας Καΐρη στον Εφέσου Διονύσιο τον Καλλιάρχη», Ο Ερανιστής 1 (Αθήνα 1963), σελ. 235-236.

15. Άγγελος, Α., «Των Φώτων. Όψεις του Νεοελληνικού Διαφωτισμού», Ερμής (Αθήνα 1988), σελ. 265-266.

16. Γι’ αυτά, αλλά και για μία εμπεριστατωμένη περιγραφή της διαμάχης του Βενιαμίν με τον Πάριο και τους συνεργούς του, βλ. Άγγελος, Α., «Των Φώτων. Όψεις του Νεοελληνικού Διαφωτισμού», Ερμής (Αθήνα 1988), σελ. 260-284. Βλ. επίσης Βαλέτα, Γ., «Ιστορία της Ακαδημίας Κυδωνιών», Μικρασιατικά Χρονικά 4, (Αθήνα 1948), σελ. 145-208.

17. Κοντογιάννης, Π.Μ., «Διονύσιος Καλλιάρχης», Αθηνά 18 (1905), σελ. 193-194.

18. Ο Λάππας αναφέρει ότι είναι πιθανόν η σύλληψη του Διονυσίου να οφείλεται στις φιλελεύθερες ιδέες του, που αποτελούσαν μία εν δυνάμει απειλή για την κατεστημένη τάξη πραγμάτων και οι οποίες πρέπει να είχαν ενοχλήσει τις καλά ενημερωμένες οθωμανικές αρχές. Λάππας, Κ., «Πατριαρχική Σύνοδος “περί καθαιρέσεως των φιλοσοφικών μαθημάτων” το Μάρτιο του 1821», Μνήμων 11 (Αθήνα 1987), σελ. 128-129.

19. Θωμόπουλος, Σ.Ν., «Ο Μέγας Δέρκων Γρηγόριος (1800-1821)», Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος (Αθήνα 1928), τομ. Α΄, τεύχος Β΄, σελ. 89-90, 96-97.

 

Κεφάλαια

empty
empty

Δελτίο λήμματος

 

Φωτοθήκη

empty
empty
 
 
empty
emptyemptyempty
empty press image to open photo library empty
empty
empty
 Άνοιγμα Φωτοθήκης 
 
 

Βοηθήματα Λήμματος

empty
empty
 
 
  KTP   ESPA   MNEC   INFOSOC   EU