1. Φυσικός χώρος – περιβάλλον
Η Σάμος, νησί του ανατολικού Αιγαίου, ανήκει στις λεγόμενες «ανατολικές Σποράδες», βρίσκεται πολύ κοντά στη μικρασιατική ακτή και στο μέσο περίπου του θαλάσσιου δρόμου που ενώνει τον Εύξεινο Πόντο με την Αίγυπτο και την Ανατολική Μεσόγειο. Το εμβαδόν του νησιού είναι περίπου 480 τ.χλμ., το μέγιστο πλάτος 20 χλμ., το μέγιστο μήκος 56 χλμ., ενώ το μήκος των ακτών υπολογίζεται στα 156 χλμ. Ανατολικά χωρίζεται από την ασιατική ακτή με το στενό της Μυκάλης, γνωστό στην Αρχαιότητα ως «Επταστάδιος Πορθμός», μήκους 12 χλμ., ενώ η πιο κοντινή απόσταση είναι 1.302 μ. Δυτικά της Σάμου βρίσκονται το νησιωτικό σύμπλεγμα των Κορσεών σε απόσταση 8 χλμ. και η Ικαρία σε απόσταση 20 χλμ.
Η γεωλογική σύσταση του εδάφους της Σάμου προσιδιάζει με αυτήν της Μικράς Ασίας, γεγονός που οδηγεί τους ειδικούς στο συμπέρασμα ότι πριν από τις μεγάλες γεωλογικές αναστατώσεις αποτελούσε τμήμα ενιαίας ξηράς που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του Αιγαίου και τη Μικρά Ασία. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το πλήθος των παλαιοντολογικών ευρημάτων από απολιθωμένα ζώα της Προμειοκαίνου εποχής που ανευρίσκονται στις ανασκαφές οι οποίες πραγματοποιούνται από το 1887 μέχρι σήμερα στο νησί. Σύμφωνα με τον Άγγλο παλαιοντολόγο Φορσάιδ η περιοχή Κοκκαρίου - Χώρας και ιδίως των Μυτιληνών αποτελεί «ευρύ οστεοδοχείον ζώων» τα οποία δεν υπάρχουν σήμερα. Μεγαθήρια, τριδάκτυλοι ίπποι, ρινόκεροι, σαμοθήρια, πτηνά, σαρκοφάγα μαστοφόρα και άλλα προϊστορικά ζώα έζησαν στη Σάμο και είναι σύγχρονα με τα απολιθώματα που βρέθηκαν στο Πικέρμι Αττικής και στη Μάραγα της Περσίας.
Η Σάμος είναι εύφορο νησί, με πλούσια χλωρίδα και πανίδα. Δύο μεγάλες οροσειρές ξεχωρίζουν στο ανάγλυφό της: το όρος Άμπελος (1.140 μ.) στο κέντρο και ο Κέρκης (1.440 μ.) στο δυτικό τμήμα. Στο υπέδαφός της έχουν ανιχνευθεί διάφορα μεταλλεύματα, όπως θειικός μόλυβδος, αντιμόνιο, σιδηρομεταλλεύματα, σμύριδα, χρωμίτης, αμίαντος, αργυρούχος γαληνίτης κ.ά., χωρίς όμως κάποια σοβαρή εκμετάλλευση παρά τις απόπειρες που έγιναν για το σκοπό αυτό στα τέλη του 19ου αιώνα.
(Χρίστος Λάνδρος)
Οι δύο μεγάλοι ορεινοί όγκοι της Σάμου, ο Κέρκης και ο Άμπελος ή Καρβούνης, φιλοξενούν πολλά σπάνια φυτά, ενώ η μεγάλη ποικιλία βιοτόπων του νησιού συντελεί στην παρουσία μιας πανίδας με εξαιρετική ποικιλομορφία, που περιλαμβάνει πολλά ενδημικά και σπάνια είδη. Επιπλέον, επειδή το νησί βρίσκεται πάνω στους μεταναστευτικούς δρόμους των πουλιών, αποτελεί σημαντικό σταθμό στο ταξίδι τους. Ορισμένα από τα πιο σημαντικά άγρια είδη της Σάμου είναι το τσακάλι, ο χαμαιλέοντας, η οθωμανική οχιά (vipera xanthina), η σαμιώτικη σαύρα (lacerta anatolica), ο χρυσαετός, τα φλαμίνγκος και η μεσογειακή φώκια (monachus monachus). Η παραλία της Αλυκής, τα βουνά Άμπελος και Κέρκης, το Μικρό και το Μεγάλο Σεϊτάνι, το δάσος της Καστανιάς και Λέκκας και το ακρωτήριο Κατάβαση έχουν ενταχθεί στο κοινοτικό δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000.
(Βασιλική Σπυροπούλου)
2. Ιστορία
2. 1. Αρχαιότητα
Η λέξη «Σάμος» είναι πιθανόν φοινικική και προέρχεται από τον Σάμο, τον γιο του μυθικού οικιστή του νησιού, Αγκαίου. Σε γραπτό κείμενο η Σάμος απαντάται για πρώτη φορά στον Ομηρικό Ύμνο προς τον Απόλλωνα. Στην Αρχαιότητα έλαβε και άλλες ονομασίες ή χαρακτηρισμούς: Ανθεμίς, Δρυούσα, Δόρυσσα, Κυπαρισσία, Ιμβρασία, Μελάμφυλος, Παρθενία.
Σημεία ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται στο νησί από την 4η χιλιετία π.Χ. Παλαιότεροι κάτοικοί της θεωρούνται οι Πελασγοί. Ακολούθησαν οι Κάρες και οι Λέλεγες. Σύμφωνα με τη μυθολογία, πρώτος βασιλιάς της αναφέρεται ο Αγκαίος, ένας από τους ήρωες της αργοναυτικής εκστρατείας, ικανός αμπελοκαλλιεργητής και ιδρυτής του αρχικού ξύλινου ναού της θεάς Ήρας κοντά στις εκβολές του Ίμβρασου ποταμού, όπου κατά τη μυθολογία γεννήθηκε η θεά.
Σε ό,τι αφορά τα ιστορικά στοιχεία, φαίνεται πως περίπου τον 11ο αι. π.Χ. εγκαταστάθηκαν στη Σάμο Ίωνες με αρχηγούς τον Τεμβρίωνα και τον Προκλή που κυριάρχησαν στο νησί. Αυτοί χώρισαν τη Σάμο σε δύο μέρη, την Αστυπάλαια και τη Χησία, και ίδρυσαν την πόλη, το Άστυ, στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα το Πυθαγόρειο.
Στη μεγαλύτερη ακμή της κατά την Αρχαιότητα, η ιωνική Σάμος έφτασε τον 6ο αι. π.Χ. υπό τον τύραννο Πολυκράτη. Η ναυτιλία και το εμπόριό της γνώρισαν στην εποχή του εξαιρετική ανάπτυξη. Με τα πολεμικά της πλοία, τις «σάμαινες», κυριάρχησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο Αιγαίο. Ήδη από την Αρχαϊκή εποχή η Σάμος είχε ιδρύσει αποικίες στην απέναντι ακτή της Ιωνίας, στη Θράκη αλλά και στη Δύση (Δικαιάρχεια στη Μεγάλη Ελλάδα). Τότε αναπτύχθηκαν ιδιαίτερες σχέσεις με την Αίγυπτο, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στην αναφερόμενη από τον Ηρόδοτο φιλία ανάμεσα στον Πολυκράτη και το Φαραώ Άμασι. Οι εμπορικές σχέσεις με την Αίγυπτο και οι επιρροές που άσκησαν είναι εμφανείς στην τέχνη της εποχής, με τα μνημειακά αγάλματα που βρίσκονταν τοποθετημένα κατά μήκος της Ιεράς Οδού που ένωνε το Ηραίο με την πόλη της Σάμου.
Όμως η δραστηριότητα των Σαμίων δεν περιορίστηκε στην Ανατολική Μεσόγειο. Ως ονομαστός Σάμιος θαλασσοπόρος αυτής της εποχής αναφέρεται ο Κωλαίος που ξεπέρασε τις Ηράκλειες Στήλες (το σημερινό Γιβραλτάρ), φτάνοντας μέχρι την Ταρτησσό της Ισπανίας.
Την οικονομική ακμή ακολούθησε ανάλογη πνευματική. Μεγάλες μορφές στο χώρο της επιστήμης και της τέχνης αναδείχτηκαν εκείνο τον αιώνα. Ο μαθηματικός και φιλόσοφος Πυθαγόρας, οι αρχιτέκτονες του Ηραίου και πρωτοπόροι της γλυπτικής τέχνης Ροίκος και Θεόδωρος (στους οποίους αποδίδεται η εφεύρεση της μεθόδου κατασκευής χάλκινων αγαλμάτων με το χύσιμο του μετάλλου σε μήτρες με κερί), ο ποιητής Σιμωνίδης ο Αμοργίνος είναι οι πιο σημαντικοί. Παράλληλα η Σάμος προσελκύει καλλιτέχνες από άλλα μέρη όπως ο Ίβυκος και ο Ανακρέων. Επίσης ιδρύει αποικίες στην κοντινή Έφεσο, αλλά και στην Αμοργό, τη Σαμοθράκη, τη Θράκη και τη μακρινή Σικελία. Όμως και στους αιώνες που ακολούθησαν, παρά τη σταδιακή παρακμή, δεν έλειψαν οι μεγάλες προσωπικότητες του πνεύματος. Σάμιοι ήταν ο ιστορικός Δούρις και ο μεγάλος αστρονόμος Αρίσταρχος, υποστηρικτής του ηλιοκεντρικού συστήματος, ενώ και ο φιλόσοφος Επίκουρος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σάμο.
Στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Σάμου και Μικράς Ασίας έλαβε χώρα η τελευταία φάση της μεγάλης σύγκρουσης μεταξύ Ελλήνων και Περσών. Στην περιοχή της Μυκάλης οι Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες σε ναυμαχία και πεζομαχία, θέτοντας τέλος στις προσπάθειές τους να επεκταθούν προς τη Δύση.
Μετά τους Περσικούς πολέμους η Σάμος συμμετείχε στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Η προσπάθεια των Σαμίων να ακολουθήσουν αυτόνομη πολιτική προσέκρουσε στη δυναμική αντίθεση των Αθηναίων, οι οποίοι με επικεφαλής τον Περικλή πολιόρκησαν την πόλη και ύστερα από εννιά μήνες την κατέκτησαν, κατέστρεψαν το Άστυ και τα οχυρωματικά έργα και εξόρισαν πολλούς κατοίκους της, εγκαθιστώντας παράλληλα Αθηναίους κληρούχους.
Κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους η Σάμος ανήκε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στη ζώνη επιρροής των Πτολεμαίων της Αιγύπτου. Το λιμάνι της χρησιμοποιήθηκε ως ναύσταθμος του στόλου των Αιγυπτίων και των Ροδίων συμμάχων τους. Αργότερα, όπως όλος ο ελληνικός κόσμος, γνώρισε τη ρωμαϊκή κατάκτηση και κατέληξε, με την οριστική διάλυση της πόλης-κράτους και των ελληνιστικών κρατών, ένα μικρό νησί στην αχανή αυτοκρατορία, θέρετρο για Ρωμαίους αξιωματούχους, όπως άλλωστε και πολλά άλλα. Από την εποχή αυτή έχουν διασωθεί ψηφιδωτά υψηλής τέχνης.
Η κατάκτηση των Ρωμαίων έφερε, μαζί με τη «ρωμαϊκή ειρήνη», νέους κατοίκους, νέους τρόπους ζωής, καινούργιες θεότητες και λατρείες. Υπολείμματα υπέργειου υδραγωγείου, θέρμες, ιερά της Κυβέλης, βωμοί, αναθήματα και άλλα μνημεία που έχουν διασωθεί δηλώνουν τη ρωμαϊκή παρουσία στο νησί.
Στα χρόνια της Ύστερης Αρχαιότητας η Σάμος εξακολουθεί να είναι σημαντικό κέντρο, οικονομικό και πνευματικό, χωρίς όμως ποτέ να ανακτήσει την αίγλη της Αρχαϊκής εποχής.
2. 1. 1. Τα μεγάλα τεχνικά έργα
Κατά τον αιώνα της ακμής της Σάμου (6ος αι. π.Χ.), τέσσερα υπήρξαν τα πιο εντυπωσιακά έργα στο νησί: τα Πολυκράτεια τείχη, το Ευπαλίνειο όρυγμα, το τεχνητό λιμάνι και ο ναός της Ήρας (Ηραίον).
Τα Πολυκράτεια τείχη, μήκους 6.430 μ., οχύρωναν την πόλη (Άστυ) περικλείοντας μια έκταση 1,2 τ.χλμ. Μεγάλο τμήμα των τειχών υποχρεώθηκαν οι Σαμιώτες να καθαιρέσουν μετά την ήττα τους από τον Περικλή το 439 π.Χ.
Το Ευπαλίνειο όρυγμα-υδραγωγείο κατασκευάστηκε στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. από το Μεγαρίτη αρχιτέκτονα Ευπαλίνο για την ασφαλή υδροδότηση της πόλης. Πρόκειται για μια σήραγγα μήκους 1.036 μ. που διασχίζει το βραχώδες βουνό, βόρεια της πόλης, και προκαλεί σήμερα το θαυμασμό για την εξαιρετική ακρίβεια της διάνοιξης, δεδομένου ότι χρησιμοποιήθηκαν απλά όργανα μέτρησης και τα εργαλεία της εποχής, σφυρί και καλέμι, για τον εκβραχισμό. Το «αμφίστομο» όρυγμα, όπως το αναφέρει ο Ηρόδοτος, λειτουργούσε περίπου για χίλια χρόνια μέχρι τον 7ο αι. μ.Χ., στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε, έκλεισαν οι είσοδοί του και αποκαλύφθηκαν ξανά το 1882 από τον ιερομόναχο της Μονής Αγίας Τριάδος Μυτιληνών Κύριλλο Μονίνα.
Το τρίτο μεγάλο έργο της εποχής του Πολυκράτη ήταν το λιμάνι με τους μόλους και τις αποβάθρες του. Το φυσικό λιμάνι χωρίστηκε με τους δύο λιμενοβραχίονες και άλλα λιμενικά έργα σε δύο μέρη: στο εξωτερικό (εμπορικό λιμάνι) και στο εσωτερικό που αποτελούσε το ναύσταθμο. Το σπουδαιότερο λιμενικό έργο υπήρξε το «χώμα εν θαλάσσῃ», ένας μόλος μήκους 360 μ. πάνω στον οποίο θεμελιώθηκαν τα νεότερα έργα του λιμένος Τηγανίου (σημ. Πυθαγορείου). Οι εργασίες καθαρισμού και ανακατασκευής στα Νεότερα χρόνια έγιναν επί ηγεμονίας Γεωργίου Κονεμένου (1851-1854) και Μιλτιάδη Αριστάρχη (1859-1867)· ο δεύτερος μάλιστα κάλεσε από την Κωνσταντινούπολη το μηχανικό Ούμαν για τη μελέτη και την κατασκευή του νέου λιμένος Τηγανίου.
(Χρίστος Λάνδρος)
2. 1. 2. Το Ηραίο
Σε απόσταση περίπου 7 χλμ. νοτιοδυτικά από την αρχαία πόλη της Σάμου, βρίσκεται ένα από τα πιο σημαντικά ιερά της Ήρας στον ελλαδικό χώρο. Ιερά Οδός οδηγούσε τους επισκέπτες από την πόλη στο ιερό. Το Ηραίο διαμορφώθηκε στην πεδιάδα που σχηματίζουν οι προσχώσεις του ποταμού Ίμβρασου. Σύμφωνα μάλιστα με τη μυθική παράδοση, η Ήρα γεννήθηκε στην όχθη του ποταμού, κάτω από μια λυγαριά. Η λατρεία της Ήρας, ως θεάς της φύσης και της γονιμότητας, αναπτύχθηκε στην περιοχή κατά τη Μυκηναϊκή εποχή και συνεχίστηκε ως τους Ρωμαϊκούς Αυτοκρατορικούς χρόνους, η μεγάλη όμως ακμή του Ηραίου της Σάμου τοποθετείται στην Αρχαϊκή εποχή, όταν ξεπερνά σε μεγαλοπρέπεια και πλούτο τα σύγχρονα ελληνικά ιερά. Εντυπωσιακά οικοδομήματα, ναών, θησαυρών και στοών καθώς και το πλήθος των αναθημάτων συνέβαλλαν στη μνημειακότητα του ιερού χώρου. Ετήσιες εορτές, τα Τόναια ή Ηραία, πραγματοποιούνταν προς τιμή της θεάς, όπου λάμβαναν χώρα αθλητικοί και μουσικοί αγώνες.
2. 1. 2. 1. Οικοδομική εξέλιξη του Ιερού
2. 1. 2. 1. 1. Μυκηναϊκή περίοδος
Στη θέση του ιερού προϋπήρχε προϊστορικός οικισμός (3η χιλιετία π.Χ.). Η λατρευτική χρήση του χώρου διαπιστώνεται κατά τη Μυκηναϊκή εποχή από την ύπαρξη ενός λιτού λίθινου βωμού, ενώ πιθανολογείται η παρουσία ενός ναόσχημου κτίσματος για τη στέγαση του ξύλινου αγάλματος (ξόανου) της θεάς.
2. 1. 2. 1. 2. Γεωμετρική περίοδος
Τον 8ο αι. π.Χ. οικοδομείται ο πρώτος ναός της Ήρας (Ηραίο Ι), ένα επίμηκες κτήριο με είσοδο από τα ανατολικά. Πρόκειται για έναν από τους πιο πρώιμους ελληνικούς ναούς. Ήταν πιθανόν περίπτερος με ξύλινη περίσταση (6x17 κιόνων), διέθετε αξονική κιονοστοιχία στο εσωτερικό, ενώ οι τοίχοι του ήταν κατασκευασμένοι από πλίνθους. Λόγω των διαστάσεών του χαρακτηρίζεται ως «Εκατόμπεδος» (ναός μήκους 100 ποδών).
Την ίδια χρονική περίοδο ο βωμός γίνεται ορθογώνιος με προσανατοτολισμό νοτιοανατολικό, ενώ τότε πιθανόν να οικοδομήθηκαν και τα μικρά ναόσχημα οικοδομήματα, που εντοπίστηκαν βόρεια και νότια του βωμού.
2. 1. 2. 1. 3. Αρχαϊκή περίοδος
7ος αι. π.Χ.: Γύρω στο 670 π.Χ. ο πρώτος ναός της Ήρας καταστράφηκε από πλημμύρα και στα ερείπιά του οικοδομήθηκε περίπου στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. ένα νέο κτίσμα, ο Εκατόμπεδος ΙΙ ( ή Ηραίο ΙΙ, διαστάσεων 33x16 μ.), παρόμοιας κάτοψης αλλά πιο εξελιγμένης μορφολογίας. Βασικό στοιχείο διαφοροποίησης σε σχέση με τον προγενέστερο ναό ήταν ότι τα κεντρικά υποστυλώματα του σηκού για την ενίσχυση της στέγης καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από μια σειρά ξύλινων στηριγμάτων σε άμεση επαφή με τους πλευρικούς τοίχους. Τη νοτιοδυτική πλευρά του τεμένους οριοθετούσε η λεγόμενη Νότια Στοά (70x5,90 μ.). Στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. ανοικοδομείται και πάλι ο βωμός, ενώ από τα αναθήματα αυτής της χρονικής περιόδου ξεχωρίζει η κτιστή βάση ενός πλοίου, που βρέθηκε στα νότια του βωμού υποδηλώνοντας ότι ολόκληρο πλοίο είχε αφιερωθεί στο ιερό.
α΄ μισό 6ου αι. π.Χ.: Στο διάστημα 570-560 π.Χ. πραγματοποιείται μεγάλη οικοδομική αναμόρφωση του τεμένους. Πάνω στα ερείπια της Νότιας Στοάς και των εκατόμπεδων κατασκευάζεται ένας δίπτερος ιωνικός ναός της Ήρας (Ηραίο ΙΙΙ) κολοσσιαίων διαστάσεων (52,5x105 μ.). Το μνημειακό οικοδόμημα ήταν έργο των αρχιτεκτόνων Ροίκου και Θεοδώρου. Ως προς το σχεδιασμό, την αρχιτεκτονική διακόσμηση και τις αναλογίες του φαίνεται ότι έχει δεχτεί επιρροές από ανατολικά και αιγυπτιακά πρότυπα. Διέθετε τετράγωνο και τεράστιο , οι οποίοι χωρίζονταν από δύο σειρές κιόνων σε τρία . Γενικότερα επρόκειτο για μια τολμηρή δημιουργία, που χαρακτηρίστηκε δικαιολογημένα ένα από τα αριστουργήματα της αρχαϊκής ιωνικής αρχιτεκτονικής. Καταστράφηκε πιθανόν από σεισμό λίγες δεκαετίες μετά την ολοκλήρωσή του (γύρω στο 530 π.Χ.).
Επίσης ανοικοδομήθηκε πιθανόν από τους ίδιους αρχιτέκτονες και ο βωμός του ιερού, ο οποίος απέκτησε μνημειακή μορφή και μέγεθος. Ο βωμός διαμορφώθηκε ως ορθογώνια κατασκευή (διαστάσεων 36,5x16,5 μ.), με προστατευτικό τοίχο ύψους 7 μ. στις τρεις πλευρές και κλίμακα στην ανοιχτή προς το ναό δυτική πλευρά, η οποία οδηγούσε στην τράπεζα προσφορών. Ο «βωμός του Ροίκου» αποτέλεσε πρωτοποριακό δημιούργημα με πλούσιο αρχιτεκτονικό και γλυπτό διάκοσμο, η μεγαλοπρέπεια του οποίου ξεπεράστηκε πολύ αργότερα, κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, από το βωμό της Περγάμου. Την ίδια χρονική περίοδο ο ιερός χώρος οριοθετήθηκε στη βόρεια πλευρά από τείχος που διέθετε πύλη εισόδου και στο οποίο εφαπτόταν η λεγόμενη Βόρεια Στοά. Στο ίδιο οικοδομικό πρόγραμμα, έργο πιθανώς των ίδιων τεχνιτών, εντάσσεται και ένας περίπτερος ναός, το λεγόμενο Νότιο Κτήριο (13,1x39,3 μ.) με βορειοανατολικό προσανατολισμό και αξονική κιονοστοιχία στο εσωτερικό. Η ανέγερση του οικοδομήματος ξεκίνησε γύρω στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. και ολοκληρώθηκε περίπου στο τέλος του ίδιου αιώνα, ενώ άγνωστη παραμένει η θεότητα στην οποία ήταν αφιερωμένο. Σύγχρονο με το «ναό του Ροίκου» (Ηραίο ΙΙΙ) ήταν και το λεγόμενο Βόρειο Κτήριο, το οποίο αν και αρχικά σχεδιάστηκε ως απλός ορθογώνιος ναός (διαστάσεων13,75x29 μ.) με δίκλιτο σηκό και άδυτο, στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. απέκτησε πτερό με διπλή κιονοστοιχία στις στενές όψεις.
Επί της Ιεράς Οδού, βορειοανατολικά του ναού, ιδρύονται επίσης στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., οι μικροί εν παραστάσι ναοί Α και Β. Στο ναό Α (6,7x4,5 μ.) πιθανολογείται ότι μεταφέρθηκε το λατρευτικό άγαλμα της Ήρας, κατά την οικοδόμηση του νέου μεγάλου ναού (Ηραίο ΙΙΙ).
β΄ μισό 6ου αι. π.Χ.: Μέσα από το φιλόδοξο οικοδομικό πρόγραμμα του τυράννου Πολυκράτη (538-522 π.Χ.), το Ηραίο της Σάμου γνωρίζει μια νέα περίοδο ακμής. Νέος ιωνικός ναόςτης Ήρας(Ηραίο IV, διαστάσεων 55,16x108,63 μ.) οικοδομείται στις τελευταίες δεκαετίας του 6ου αι. π.Χ., πιθανώς από τον αρχιτέκτονα Θεόδωρο, και χαρακτηρίζεται από τον Ηρόδοτο (ΙΙΙ, 60) ο μεγαλύτερος ναός της Ελλάδας.
Τριπλή σειρά κιόνων διαμορφώθηκε στις όψεις του, ενώ διπλή κιονοστοιχία διαιρούσε τον πρόναο και το σηκό σε τρία κλίτη. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι κίονες της εξωτερικής έφεραν ιωνικά με πλούσιο ανθεμωτό διάκοσμο, ενώ οι κίονες του εσωτερικού έφεραν κιονόκρανα ιδιαίτερου τύπου χωρίς έλικες, τα οποία κοσμούσε μια απλή ζώνη ωών. Διαφορετικά υλικά δομής (μάρμαρο, πωρόλιθος και ασβεστόλιθος) χρησιμοποιήθηκαν στην οικοδόμησή του, ενώ ο του πρέπει να ήταν κατασκευασμένος από ξύλο. Οι εργασίες ανέγερσης του ναού συνεχίστηκαν και μετά την ανατροπή του Πολυκράτη, πιθανολογείται μάλιστα ότι διήρκεσαν ως το τέλος του 4ου αι. π.Χ. Παρόλα αυτά το μεγαλεπήβολο σχέδιο του τυράννου δε φαίνεται να ολοκληρώθηκε ποτέ. Στο τέλος της Αρχαϊκής εποχής τοποθετείται και η ανέγερση ενός κτηρίου (8x13 μ.). Γύρω στο β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ. χρονολογούνται ο ιωνικός περίπτερος ναός C και ο εν D, που εντοπίστηκαν βόρεια της Ιεράς Οδού.
2. 1. 2. 1. 4. Ελληνιστική περίοδος
Η περίοδος της μεγάλης ανάπτυξης του ιερού δε συνεχίστηκε κατά την Κλασική εποχή, γεγονός που οφείλεται στη γενικότερη πολιτική αποδυνάμωση του νησιού. Αντίθετα, κατά την Ελληνιστική περίοδο παρατηρείται ανάκαμψη της οικοδομικής δραστηριότητας. Το ιερό μεταβάλλεται σε τόπο προβολής της τοπικής ελίτ. Νέα μνημεία ανεγείρονται ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν το λεγόμενο κυκλικό κτήριο, η λειτουργία του οποίου παραμένει άγνωστη, ένα ορθογώνιο οικοδόμημα νότια της Ιεράς Οδού, και η κρήνη.
2. 1. 2. 1. 5. Ρωμαϊκή περίοδος
Η οικοδομική δραστηριότητα συνεχίζεται στο Ηραίο και κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, όπου επισκευάζονταιπολλά παλαιότερα οικοδομήματα και ανεγείρονται νέα μνημεία. Στους Πρώιμους Αυτοκρατορικούς χρόνους προστέθηκε μνημειακή κλίμακα στην πρόσοψη του ναού της Ήρας, ενώ ο βωμός ανακατασκευάστηκε από μάρμαρο. Μαρμάρινος περίπτερος ναός (20,35x18,96 μ.) οικοδομείται τον 1ο αι. π.Χ. στα ανατολικά του ναού, πιθανόν για να στεγάσει το λατρευτικό άγαλμα της θεάς. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ο συνδυασμός ιωνικών και δωρικών διακοσμητικών μοτίβων καθώς και η υιοθέτηση αρχαϊκών μορφολογικών στοιχείων στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του. Κοντά στον περίπτερο ναό κατασκευάστηκαν επίσης ένας ναΐσκος και ένας κορινθιακός ναός του 2ου αι. μ.Χ. (7,4x12μ.). Κατά τον 3ο αι. μ.Χ. οικοδομούνται επίσης ένας ναός ρωμαϊκού τύπου με πόδιο, καθώς και ένα μικρό συγκρότημα στα ανατολικά του ναού της Ήρας. Πλήθος αναθημάτων και τιμητικών μνημείων συμπλήρωναν την οπτική εικόνα του Ηραίου της Σάμου κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν μνημεία του 1ου αι. μ.Χ., όπως το μνημείο προς τιμήν της οικογένειας του Αυγούστου και ιδιαίτερα το μνημείο με το οποίο τίμησαν οι Σάμιοι τους Κικέρωνες. Στο χώρο του ιερού αναπτύχθηκε τον 3ο αι. μ.Χ. οικισμός που όμως εγκαταλείφθηκε σύντομα, ενώ κατά τους Παλαιοχριστιανικούς χρόνους (5ο ή 6ο αι. μ.Χ.) οικοδομήθηκε επιβλητική με δομικό υλικό των αρχαίων κτηρίων.
2. 1. 2. 2. Ιερά Οδός
Η Ιερά Οδός, που οδηγούσε από την πόλη της Σάμου στο Ηραίο, εξελίχθηκε κατά τους Αρχαϊκούς χρόνους σε σημαντικό τοπογραφικό σημείο του ιερού. Πλαισιωνόταναπό , ναόσχημα δηλαδή οικοδομήματα, όπου φυλάσσονταν πολύτιμα αντικείμενα και προσφορές, καθώς και από πλήθος ψηφισμάτων και γλυπτών αναθημάτων. Σαφή εικόνα του εντυπωσιακού συνόλου δίνουν οι αρχαϊκοί μαρμάρινοι κούροι που βρέθηκαν στην Ιερά Οδό, καθώς και το του καλλιτέχνη Γενέλεω, ένα από τα πιο σπουδαία έργα της αρχαϊκής ιωνικής πλαστικής. Κατά τον 5ο αι. π.Χ. επί της Ιεράς Οδού στήθηκε ένα κολοσσιαίο χάλκινο σύνολο με τον Ηρακλή, την Αθηνά και το Δία, έργο του Αθηναίου γλύπτη Μύρωνα, από το οποίο σώζεται σήμερα μόνο τμήμα της βάσης. Η λίθινη επίστρωση της Ιεράς Οδού έγινε γύρω στο 200 μ.Χ.
(Μαρία-Δήμητρα Ντόουσον - Αφροδίτη Καμάρα)
2. 2. Βυζαντινή περίοδος – Λατινοκρατία
Η σχετική ηρεμία των Πρωτοβυζαντινών χρόνων φαίνεται ότι ευνόησε την έντονη οικονομική δραστηριότητα. Η Σάμος, κέντρο της οποίας παρέμενε η αρχαία πόλη, ήταν διοικητικό και οικονομικό κέντρο. Η ύπαρξη πολλών παλαιοχριστιανικών βασιλικών στο νησί αποδεικνύει, εκτός από τη διάδοση του χριστιανισμού ήδη από τον 5ο αιώνα, τη σχετική οικονομική ευρωστία. Αγροτικές κοινότητες ακμάζουν αυτήν την περίοδο και τα σαμιακά προϊόντα μεταφέρονται σε μακρινές περιοχές. Τον 7ο αιώνα υπάρχουν ενδείξεις ότι το νησί απειλήθηκε και ίσως δέχτηκε αραβική επίθεση. Σε αυτήν την εποχή τοποθετούνται διάφορες οχυρωμένες θέσεις, όπως το Κάστρο του Λαζάρου, που δηλώνουν την εγκατάσταση ενός μέρους των κατοίκων των παραλίων στην ενδοχώρα, προφανώς για λόγους ασφάλειας.
Η πόλη παρακμάζει σταδιακά, ενώ οι επιδρομές των Αράβων αναγκάζουν τους κατοίκους της να αποσυρθούν στο εσωτερικό σε ορεινούς, φυσικά οχυρούς, τόπους. Ίχνη εκείνης της εγκαταβίωσης στους δύο ορεινούς όγκους Κέρκη και Καρβούνη εντοπίζονται σε διάφορες περιοχές που ονομάζονται Κάστρα ή Καστράκια, στο Κάστρο του Λαζάρου, στο Κάστρο της Λουλούδας και αλλού.
Κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο η Σάμος αποτελούσε την 29η επαρχία των Νήσων, ενώ την εποχή του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου οχυρώθηκε με κάστρο. Το 10ο αιώνα η Σάμος χρησίμευσε ως βάση τόσο για τις επιδρομές των Αράβων στο Αιγαίο, όσο και για τις επιθέσεις των Βυζαντινών στην Κρήτη. Ωστόσο, η παρουσία σπουδαίων βυζαντινών μνημείων στη Σάμο σε συνδυασμό με τις γραπτές πηγές δηλώνουν άνθηση του νησιού κυρίως κατά το 12ο αιώνα.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204 και το διαμελισμό της αυτοκρατορίας, η Σάμος περιήλθε στην άμεση κυριαρχία του λατινικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης. Το 1225 καταλήφθηκε από τον Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη, αυτοκράτορα της Νίκαιας, μέχρι το 1304, οπότε καταλήφθηκε από τους Γενουάτες. Το 1329 ανακαταλήφθηκε από τους Βυζαντινούς ως το 1346, οπότε περιήλθε στους Γενουάτες και πάλι ως το 1475.
2. 3. Οθωμανική κυριαρχία
Το 1475 περίπου, εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών και της γενικής ανασφάλειας που επικρατούσε στα νησιά του αρχιπελάγους, πολλοί Σαμιώτες αναζήτησαν καταφύγιο στη γειτονική Χίο και στη Μικρά Ασία, ενώ η Σάμος οριστικά περιέρχεται στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πιθανόν στα 1479-1480, χωρίς όμως να ενταχθεί πλήρως στο διοικητικό και οικονομικό μηχανισμό του κράτους. Ο πληθυσμός του νησιού είχε αραιώσει τόσο πολύ, ώστε να γίνεται λόγος σχεδόν για ερήμωση της Σάμου. Η ερήμωση, που πιθανόν οφειλόταν εκτός των ανωτέρω και στην εξάπλωση της πανώλης, διήρκεσε για έναν περίπου αιώνα. Στο διάστημα αυτό έγιναν μερικές απόπειρες εκ μέρους των Οθωμανών για εποικισμό του νησιού αλλά δεν είχαν επιτυχία.
Στα μέσα του 16ου αιώνα η οθωμανική κυριαρχία έφερε ειρήνη και σταθερότητα, ενώ οι πληθυσμοί αναζήτησαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Το 1572-1573 η Υψηλή Πύλη, εφαρμόζοντας την εποικιστική της πολιτική στο Αιγαίο, παραχώρησε ειδικά «προνόμια» στους νέους κατοίκους του νησιού και ανέθεσε την ευθύνη του εποικισμού στον αρχιναύαρχο (kapudan pasa) του οθωμανικού στόλου Κιλίτζ Αλή πασά (Kilic Ali), στον οποίο παραχωρήθηκαν τα φορολογικά εισοδήματα του νησιού μέχρι το θάνατό του. Ο εποικισμός εξασφάλιζε στην Υψηλή Πύλη τον έλεγχο του θαλάσσιου δρόμου Κωνσταντινούπολης-Αλεξάνδρειας, την πλήρη εγκαθίδρυση της κυριαρχίας της στο Αιγαίο αλλά και την αποσυμφόρηση των πυκνοκατοικημένων περιοχών. Οι όροι του εποικισμού εξασφάλιζαν μια μορφή αυτονομίας στα πλαίσια της οθωμανικής κυριαρχίας, έδιναν τη δυνατότητα στους εποίκους για κατάληψη εδαφών προς καλλιέργεια, φορολογική ατέλεια για επτά χρόνια, απαλλαγή από το φόρο της δεκάτης έναντι της κατ’ αποκοπήν πληρωμής 45.000 γροσίων και άλλα. Λίγο πριν από το θάνατο του Κιλίτζ Αλή πασά το νησί έγινε βακούφι (1584-1587), αφιερωμένο σε τέμενος της Κωνσταντινούπολης που είχε ιδρύσει ο αρχιναύαρχος.
Οι ευνοϊκοί όροι του εποικισμού προσείλκυσαν χριστιανούς από διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και τους απογόνους των κατοίκων που εγκατέλειψαν το 1475 το νησί και κατέφυγαν στη Χίο. Στο νέο πληθυσμιακό δυναμικό ενσωματώθηκαν και όσοι από τους παλαιούς κατοίκους είχαν επιβιώσει στο εσωτερικό του νησιού, ενώ κατά καιρούς σε περιόδους αναταραχών ή επαναστατικών κινημάτων ενισχύθηκαν από Πελοποννήσιους και Επτανήσιους. Μεταξύ των εποίκων υπήρχαν και χριστιανοί αλβανικής καταγωγής ελληνόφωνοι, όπως και λίγοι μουσουλμάνοι. Στις αρχές του 17ου αιώνα είχαν σχηματιστεί τα περισσότερα από τα σημερινά χωριά της Σάμου, αρχικά σε απόσταση από τη θάλασσα και αργότερα, από τα μέσα του 18ου αιώνα και σε παράλιες περιοχές. Ο πληθυσμός το 17ο αιώνα, σύμφωνα με τις πηγές, δεν υπερέβαινε τις 10.000 κατοίκους.
Η κοινοτική οργάνωση στη Σάμο επί οθωμανικής κυριαρχίας χρονολογείται ήδη από το 16ο αιώνα. Η πρώτη μνεία κοινοτικής οργάνωσης σε οθωμανικό έγγραφο προέρχεται από το 1610.
Το διοικητικό και φορολογικό καθεστώς της Σάμου υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως το γνωρίζουμε κυρίως από το 18ο αιώνα, συνοψιζόταν στο εξής σχήμα: τη διοίκηση ασκούσαν ο βοεβόδας του νησιού (αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και εκμισθωτής των φορολογικών προσόδων του νησιού), μαζί με τον καδή, τον επίσκοπο και τους τέσσερις προεστούς που εκλέγονταν από τους πληρεξουσίους των χωριών κάθε χρόνο, εκπροσωπούσαν τα τέσσερα τμήματα του νησιού (Βαθέος, Χώρας, Καρλοβάσου, Μαραθοκάμπου) και ήταν επιφορτισμένοι πρωτίστως με την είσπραξη των φόρων. Το σχήμα αυτό διήρκεσε μέχρι την Επανάσταση του 1821, με εξαίρεση ένα μικρό χρονικό διάστημα το 1771-1774, όταν το νησί υπήχθη στη ρωσική διοίκηση στη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου και το 1807-1812, όταν επιχειρήθηκε μια εσωτερική αλλαγή στην προυχοντική εξουσία από την προοδευτική μερίδα των Καρμανιόλων οι οποίοι επεδίωξαν και επέφεραν, έστω και προσωρινά, αλλαγές στη διοίκηση, στη φορολογία και στη διαχείριση των οικονομικών.
Η διαίρεση του νησιού σε τέσσερα τμήματα, αποτέλεσμα της μορφολογίας του εδάφους και της διασποράς των οικισμών, συνεχίστηκε θεσμοθετημένη στη διάρκεια της ηγεμονίας και παραμένει σε ισχύ σήμερα μέσω της διαίρεσης του νησιού σε τέσσερις δήμους.
2. 3. 1. Καρμανιόλοι και Καλικάντζαροι
Μετά τους ρωσοτουρκικούς πολέμους και τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή διαμορφώθηκαν και στη Σάμο συνθήκες που ευνόησαν τη ναυτιλία και το εμπόριο. Οι Σαμιώτες εμποροναυτικοί δραστηριοποιήθηκαν στην εμπορία λαδιού και κρασιού, που αποτελούσαν τα βασικά προϊόντα της Σάμου, αρχικά στα λιμάνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη) και στη συνέχεια της Ρωσίας, της Αιγύπτου και γύρω τα τέλη του 18ου αιώνα της Ευρώπης και κυρίως της Γαλλίας. Από την εμποροναυτική δραστηριότητα αναδύθηκε ολιγάριθμη αλλά δυναμική ομάδα, η οποία εξαιτίας της επαφής της με τα μεσογειακά-ευρωπαϊκά λιμάνια προσέλαβε και γονιμοποίησε το νόημα των ευρωπαϊκών αναστατώσεων, την αξία της αγοράς, του ταξιδιού και προπάντων των ιδεών του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.
Περίπου στα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου, αναπτύχθηκαν στο νησί παράλιες ζώνες και οικισμοί με προσανατολισμό το εμπόριο και τις ευκαιρίες που προσέφερε η θάλασσα. Σε έναν από αυτούς, το λιμάνι του Βαθιού, εγκαταστάθηκαν έποικοι από τα Επτάνησα.
Τα συμφέροντα των καραβοκύρηδων και εμποροναυτικών συναντήθηκαν με τα συμφέροντα των εμπόρων ξηράς και μερίδας των καταπιεσμένων από τους προεστούς αγροτών. Έτσι στις αρχές του 19ου αιώνα συνέπηξαν τη φατρία των Καρμανιόλων η οποία εμφορούμενη από προοδευτικές ιδέες συγκρούστηκε με το σύστημα των παλαιών προεστών, εκφραστών της οθωμανικής νομιμότητας, που ονομάστηκαν Καλικάντζαροι εξαιτίας των μυστικών και αδιαφανών συσκέψεων και της συνεργασίας τους με τις οθωμανικέςαρχές του νησιού. Οι Καρμανιόλοι έλαβαν αυτό το όνομα πιθανόν από τη μίμηση του χορού της «καρμανιόλας» που πιστεύεται ότι έφεραν στο νησί οι Επτανήσιοι έποικοι.
Η επιχειρηματική δυναμική των Καρμανιόλων εξέθρεψε την επιθυμία για πολιτική ισχύ και κοινωνική καταξίωση. Εμπνέονταν από την προβληματική του καιρού τους, τις πιο προωθημένες δημοκρατικές ιδέες και οραματίζονταν μια κοινωνία ελεύθερων και ευδαιμόνων πολιτών με τη διάδοση της παιδείας σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Η έντονη διαμάχη Καρμανιόλων-Καλικαντζάρων, πολιτική και κοινωνική, κυοφορούνταν αρκετά χρόνια και είχε ως αποτέλεσμα τη νίκη των Καρμανιόλων, οι οποίοι κατόρθωσαν τελικά να ελέγξουν την προυχοντική εξουσία στο νησί στο διάστημα 1807-1812, αναδεικνύοντας αρχηγό τους το Γεώργιο Λογοθέτη, το γνωστό μετέπειτα ηγέτη της επανάστασης Λογοθέτη Λυκούργο.
Στο ανωτέρω διάστημα, ενώ διατήρησαν το καθιερωμένο σύστημα αυτοδιοίκησης, έδωσαν ουσιαστικό περιεχόμενο στη λειτουργία αυτοδιοικητικών θεσμών και ανήγαγαν σε κορυφαίο όργανο τη «σύνοδο» των αντιπροσώπων, η οποία απετέλεσε την έκφραση πρωτόγνωρης πολιτικής ευθύνης. Στις ετήσιες συνόδους καθιερώθηκε ο τακτικός έλεγχος διαχείρισης των ετησίων εσόδων-εξόδων, καλλιεργήθηκαν η ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας, η κοινωνική αλληλεγγύη, ο έλεγχος των αρχόντων, η ελευθερία γνώμης, η δικαιοσύνη και η πραότητα στην άσκηση της εξουσίας.
Οι Καρμανιόλοι έχασαν την εξουσία το 1812, ο ηγέτης τους καταδιώχτηκε, αλλά εμφανίστηκαν και πάλι στο προσκήνιο, πρωταγωνιστές στην Επανάσταση του 1821.
2. 4. Η Επανάσταση του 1821
Η επανάσταση κηρύχτηκε στη Σάμο στις 18 Απριλίου 1821 με ηγετική ομάδα από τη φατρία των Καρμανιόλων, με επικεφαλής το Λογοθέτη Λυκούργο, και επικράτησε γρήγορα, λόγω του ορθόδοξου πληθυσμού του νησιού και της απουσίας ισχυρών οθωμανικών δυνάμεων. Από το Μάιο του 1821 εφαρμόστηκε στη Σάμο ο «Στρατοπολιτικός Διοργανισμός της Νήσου Σάμου» συνταγμένος από το Λογοθέτη Λυκούργο. Ο τοπικός αυτός οργανισμός ίσχυσε κατά βάση μέχρι το 1834. Σύμφωνα με αυτόν, ο πολιτικός αρχηγός (γενικός διοικητής) εκλεγόταν από τη Γενική Συνέλευση των αντιπροσώπων των χωριών και λογοδοτούσε σε αυτή κατ’ έτος. Διοικούσε το νησί μαζί με τους «πολιτικούς κριτές», ενώ σε περίπτωση πολεμικών επιχειρήσεων αναγνωριζόταν ως στρατιωτικός διοικητής. Στη διάρκεια της επανάστασης οι Σαμιώτες υπό την ηγεσία του Λυκούργου κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τρεις μεγάλες επιθέσεις του οθωμανικού στόλου, το καλοκαίρι του 1821, τον Αύγουστο του 1824 και το καλοκαίρι του 1826. Για δύο χρόνια (1828-1830) εγκαταστάθηκε στο νησί διοίκηση διορισμένη από τον Καποδίστρια και η Σάμος έγινε έδρα του τμήματος των Ανατολικών Σποράδων, που περιλάμβανε τα νησιά Σάμο, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο και Ικαρία. Η Σάμος δεν περιλήφθηκε στο νέο ελληνικό κράτος σύμφωνα με το πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας (1830), όμως οι Σάμιοι συνέχισαν τις προσπάθειές τους για ενσωμάτωση στην Ελλάδα. Τότε ιδρύθηκε η «ανεξάρτητη» Σαμιακή Πολιτεία υπό το Λογοθέτη Λυκούργο, χωρίς όμως να τύχει καμιάς αναγνώρισης. Ωστόσο η επιμονή των Σαμίων και η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή είχαν ως αποτέλεσμα να προκριθεί για τη Σάμο το καθεστώς της αυτόνομης ηγεμονίας, υποτελούς στο σουλτάνο έναντι ετήσιου φόρου 400.000 γροσίων. Η ηγεμονική διοίκηση επιβλήθηκε διά της βίας το Μάιο του 1834 από μοίρα του οθωμανικού στόλου υπό το Χασάν μπέη. Οι πρωτεργάτες της επανάστασης και μέρος του πληθυσμού εξαναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στο ελληνικό κράτος και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Χαλκίδας.
2. 5. Η ηγεμονία της Σάμου
Η Σάμος αναγνωριζόταν ήδη από το πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1832 ως αυτόνομη περιοχή, εξασφαλίζοντας με τον Οργανικό της Χάρτη εσωτερική αυτοδιοίκηση με δική της κυβέρνηση και νομοθετικό σώμα, ιθαγένεια, σημαία, οικονομικό, φορολογικό, δικαστικό και εκπαιδευτικό σύστημα. Το αυτόνομο καθεστώς χαρακτηρίζεται από σχετική σταθερότητα, παρά την προσπάθεια της επικυρίαρχης δύναμης να αυξήσει το βαθμό υποτέλειας από τη μία και τον αγώνα των γηγενών δυνάμεων να διευρύνουν την αυτονομία από την άλλη. Η περίοδος της ηγεμονίας Σάμου εκτείνεται από το 1834 μέχρι το 1912, οπότε η σαμιακή εθνοσυνέλευση που προήλθε από επαναστατικό κίνημα υπό την ηγεσία του Θεμιστοκλή Σοφούλη κήρυξε την ένωση του νησιού με την Ελλάδα.
Η ηγεμονία υπήρξε δημιούργημα της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων Γαλλίας, Αγγλίας και Ρωσίας στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και της πεισματικής άρνησης των Σαμιωτών να δεχτούν το 1830 την εξαίρεση της Σάμου από τα όρια του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Με το πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1832, η Σάμος αναγνωρίστηκε ως αυτόνομη ηγεμονία υποτελής στο σουλτάνο. Η λύση της αυτονομίας υπαγορεύτηκε από την αδυναμία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να ενσωματώσει τη Σάμο και από την παρέμβαση των Δυνάμεων με στόχο την προώθηση της πολιτικής τους στο Αιγαίο. Η βίαιη επιβολή της ηγεμονικής διοίκησης το Μάιο του 1834 είχε συνέπεια τον εξίσου βίαιο εκπατρισμό και την καταδίκη σε εξορία ενός αξιόλογου τμήματος της σαμιακής κοινωνίας, ιδίως της ηγεσίας της Επανάστασης του ’21. Το ηγεμονικό καθεστώς ήταν αποδεκτό από το σύστημα και την πρακτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και επωφελές για αυτήν, εφόσον η Υψηλή Πύλη διόριζε τον ηγεμόνα και εισέπραττε 400.000 γρόσια ετησίως ως φόρο υποτέλειας.
Ο ηγεμόνας ή πρίγκηψ της Σάμου διοριζόταν από το σουλτάνο, ήταν χριστιανός ορθόδοξος και κάτοχος της ελληνικής γλώσσας. Η εσωτερική διοίκηση ασκούνταν από τον ηγεμόνα και από μια τετραμελή κυβέρνηση (βουλή), εκλεγόμενη από τη γενική συνέλευση των πληρεξουσίων, η οποία συνεδρίαζε επί ένα ή ενάμιση μήνα κατ’ έτος. Οι κατά καιρούς ηγεμόνες προέρχονταν από τις τάξεις των ανώτερων αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης.
Το σχήμα της ηγεμονικής διοίκησης προσδιορίστηκε από την Οργανική Διάταξη (1832) και τον Αναλυτικό Χάρτη (1850) και προσομοίαζε με αυτό των παραδουνάβιων ηγεμονιών σε μικρογραφία. Η Σάμος δεν μπορούσε να αναπτύξει εξωτερικές σχέσεις, είχε όμως δική της σημαία και πλήρη εσωτερική αυτονομία, με αναγνώριση της ελληνικής καταγωγής, της γλώσσας και της θρησκείας των κατοίκων της, ενώ τελούσε υπό την εγγύηση και την προστασία των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων.
Το καθεστώς αμφισβητήθηκε αρκετές φορές από τους Σαμιώτες στη διάρκεια της αυτονομίας (1834-1912), κυρίως με αφορμή την αυταρχική άσκηση εξουσίας των ηγεμόνων ή την παραβίαση του καταστατικού χάρτη. Οι Σαμιώτες πληρεξούσιοι είχαν τη δυνατότητα να ζητήσουν την ανάκληση ενός ηγεμόνα και πολλές φορές άσκησαν αυτό το δικαίωμά τους. Συν τω χρόνω διαμορφώθηκαν λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στους εξωγενείς φορείς εξουσίας, που αντιπροσώπευαν ο ηγεμόνας και οι απεσταλμένοι του σουλτάνου, και στους γηγενείς, που εκφράζονταν από τη βουλή και τη γενική συνέλευση των πληρεξουσίων. Παρά ταύτα, συχνά ήταν αδύνατον να εναρμονιστούν τα τοπικά συμφέροντα με την εξάρτηση από την επικυρίαρχη δύναμη και τότε η σύγκρουση γινόταν αναπόφευκτη.
Η πρώτη περίοδος της ηγεμονίας (1834-1849) υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή. Ο ηγεμόνας Στέφανος Βογορίδης διοίκησε το νησί με αντιπροσώπους που ενδιαφέρθηκαν όχι τόσο για την οργάνωση του αυτόνομου κρατιδίου όσο για την είσπραξη των φόρων, φτάνοντας σε υπερβολικές καταχρήσεις. Αποτέλεσμα της κακοδιοίκησης υπήρξε η εξέγερση του 1849, που οδήγησε σε αλλαγή ηγεμόνα και στην αποσαφήνιση των όρων της αυτονομίας, αλλά μετά την καταστολή της άφησε ως αρνητικό κατάλοιπο της επέμβασης του τουρκικού στρατού μόνιμη οθωμανική φρουρά στην πρωτεύουσα της ηγεμονίας.
Οι βάσεις της αυτονομίας έγιναν αναγνωρίσιμες μετά το 1851 και τέθηκαν από το Γεώργιο Κονεμένο, τοποτηρητή του ηγεμόνα, και από τους μετέπειτα ηγεμόνες Ιωάννη Γκίκα και Μιλτιάδη Αριστάρχη. Οργανώθηκαν οι υπηρεσίες της διοίκησης, οι δήμοι, τα ληξιαρχεία, τα συμβολαιογραφεία, τα δικαστήρια, η εκπαίδευση, ιδρύθηκαν σχολεία σε όλες τις κοινότητες του νησιού, το Πυθαγόρειο Γυμνάσιο και το Ανώτερο Παρθεναγωγείο (1855), δημοσιεύτηκαν βασικοί νόμοι και επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστούν προβλήματα της γεωργίας, της οικονομίας και της κοινωνίας. Περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1850 ενισχύθηκε η εσωτερική ασφάλεια με την αυστηρή εφαρμογή των νόμων και την πάταξη της ληστοπειρατείας.
Η μεγαλύτερη ανάπτυξη της ηγεμονίας της Σάμου σημειώθηκε κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα με την ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής, του εμπορίου και της βιομηχανίας. Μαζί με την αμπελουργία, που αποτελούσε την κύρια οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων, αναπτύχθηκαν η καπνοκαλλιέργεια, η καπνοβιομηχανία και η βυρσοδεψία, σημαντικοί κλάδοι της τοπικής οικονομίας, που υπερέβησαν τα όρια της ηγεμονίας και άκμασαν μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παράλληλα, στα τέλη του αιώνα ήταν εμφανής και η πνευματική ανάπτυξη της Σάμου με την παρουσία λογίων και λογοτεχνών, την έκδοση βιβλίων και την κυκλοφορία εφημερίδων, όπως οι Σάμος, Ευνομία, Φως, Πατρίς, Νέα Ζωή, Πρόοδος.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, αν και αρκετοί τοπικοί παράγοντες πίστευαν ότι το ηγεμονικό καθεστώς θα είχε μεγάλη διάρκεια, παρατηρήθηκε στους Σαμιώτες έντονος εθνικός προσανατολισμός, που ενισχύθηκε αφενός μεν από την ανάπτυξη των βαλκανικών εθνικισμών και τη διαφαινόμενη τάση αλλαγής των συνόρων στην ευρύτερη περιοχή και αφετέρου από την ενεργό συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα του Θεμιστοκλή Σοφούλη ως πολιτικού ηγέτη. Επιπλέον, ενισχύθηκε από την προσπάθεια διείσδυσης ελληνικών κεφαλαίων στην Ανατολή μέσω της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος και από την εθνική δράση του ιεροδιδασκαλείου του Συλλόγου Μικρασιατών «Η Ανατολή», που είχε εγκατασταθεί στη Σάμο από το 1906.
Ο προτελευταίος ηγεμόνας Ανδρέας Κοπάσης, εναντίον του οποίου είχε εκδηλωθεί ένοπλη εξέγερση το 1908, δολοφονήθηκε από τον απεσταλμένο του μακεδονικού κομιτάτου Σταύρο Μπαρέτη το Μάρτιο του 1912, ενώ το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους σημειώθηκε επαναστατικό κίνημα με επικεφαλής το Σοφούλη. Η εθνοσυνέλευση των Σαμίων, που συγκλήθηκε αμέσως μετά, κήρυξε την ένωση της Σάμου στις 11 Νοεμβρίου 1912. Με την εικονική κατάληψη του νησιού από μοίρα του ελληνικού στόλου, το Μάρτιο του 1913, τερματίστηκε οριστικά το καθεστώς της ηγεμονίας. Μέχρι την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα, η Σάμος διοικήθηκε από προσωρινή κυβέρνηση έως το 1914 με πρόεδρο το Θεμιστοκλή Σοφούλη.
2. 6. Η Σάμος στην ελληνική επικράτεια
Η ένωση με την Ελλάδα ικανοποίησε άμεσα τους εθνικούς πόθους των Σαμίων, παράλληλα όμως η ένταξη στο εθνικό κέντρο απομάκρυνε τη Σάμο οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά από τη Μικρά Ασία, με την οποία είχε στενούς δεσμούς επί πολλούς αιώνες.
Μετά την ενσωμάτωση στην Ελλάδα, η Σάμος μεταβλήθηκε σε παραμεθόριο επαρχία του ελληνικού κράτους με προσανατολισμό την Αθήνα ως εθνικό κέντρο και όχι πια τα κέντρα της Ανατολής, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια. Στη διάρκεια του εθνικού διχασμού (1917) ακολούθησε τις επιλογές του Ελευθερίου Βενιζέλου, ενώ μετά το μικρασιατικό πόλεμο και την καταστροφή υποδέχθηκε μεγάλο αριθμό Μικρασιατών προσφύγων, αρκετοί από τους οποίους παρέμειναν οριστικά σε χωριά και πόλεις του νησιού, όπου εγκαταστάθηκαν σε συνοικίες «προσφυγικών» και ενίσχυσαν με εργατικό δυναμικό την τοπική βιομηχανία. Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το νησί κατακτήθηκε από ιταλικές δυνάμεις κατοχής (μεραρχία Cuneo), το Μάιο του 1941. Από το 1942 αναπτύχθηκε ισχυρό κίνημα εθνικής αντίστασης με κύριο κορμό το ΕΑΜ που αντιστάθηκε σθεναρά στις δυνάμεις κατοχής, οι οποίες προέβησαν σε εκτεταμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τον Ιούλιο-Αύγουστο 1943. Η Σάμος απελευθερώθηκε προσωρινά το Σεπτέμβριο του 1943 με τη συνθηκολόγηση του Μπαντόλιο και διοικήθηκε από προσωρινή κυβερνητική επιτροπή με πρόεδρο το μητροπολίτη Ειρηναίο, για να υποταχθεί εκ νέου στις γερμανικές δυνάμεις κατοχής ύστερα από σφοδρό βομβαρδισμό στις 17 Νοεμβρίου 1943, που είχε ως συνέπεια την καταστροφή της πρωτεύουσας του νησιού και την αναχώρηση για τη Μέση Ανατολή του 1/3 περίπου του συνολικού πληθυσμού του.
Με την οριστική απελευθέρωση και την επάνοδο των προσφύγων από τη Μέση Ανατολή δημιουργούνται και στη Σάμο οι συνθήκες εκείνες που προκάλεσαν τον εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος υπήρξε ιδιαίτερα αιματηρός και καταστροφικός για το νησί. Ο εμφύλιος στη Σάμο διήρκεσε από το 1947 έως το 1949 και έληξε με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Σάμου, τη σύλληψη, εξορία και σε πολλές περιπτώσεις εκτέλεση των αγωνιστών του.
Ύστερα από την ταραγμένη δεκαετία του 1940 το νησί ακολουθεί την εξέλιξη των νησιωτικών επαρχιών της ελληνικής επικράτειας. Η αργή ανοικοδόμηση της επαρχίας και οι μετεμφυλιακές πολιτικοκοινωνικές συνθήκες εμπόδισαν την ανάπτυξη του νησιού. Στη δεκαετία του 1950 παρατηρείται μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα από τη Σάμο προς τα μεγάλα αστικά κέντρα του εσωτερικού, αλλά κυρίως προς χώρες του εξωτερικού, Αυστραλία, Νότιο Αμερική, Καναδά, Αφρική, Νέα Ζηλανδία, αλλά και προς τις ευρωπαϊκές χώρες, Βέλγιο, Γερμανία, Σουηδία. Η μετανάστευση από τη Σάμο συνεχίζει μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ενώ προς το τέλος της δεκαετίας αρχίζει ένα αντίστροφο ρεύμα. Αρκετοί Σαμιώτες από αστικά κέντρα ή από το εξωτερικό επανεγκαθίστανται στο νησί, το οποίο έχει ήδη γίνει πόλος έλξης πολυάριθμων τουριστών. Επιπλέον, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Σάμος γίνεται πόλος έλξης οικονομικών μεταναστών, κυρίως από την Αλβανία.
Ο εξηλεκτρισμός που ολοκληρώθηκε στη δεκαετία του 1960, η λειτουργία του αεροδρομίου από το 1963 καθώς και μια υποτυπώδης υποδομή έδωσαν τη δυνατότητα της τουριστικής ανάπτυξης περίπου στις αρχές αυτής της δεκαετίας. Η τουριστική εκμετάλλευση του νησιού οδήγησε σε μια άναρχη οικοδομική έκρηξη τουριστικών εγκαταστάσεων από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, η οποία μετέβαλε τον προσανατολισμό των οικονομικών δραστηριοτήτων των κατοίκων της Σάμου. Σήμερα το νησί διαθέτει ένα πλούσιο σύνολο τουριστικών εγκαταστάσεων και παρεχόμενων υπηρεσιών.
Μεγάλη επίδραση έχουν ασκήσει την τελευταία εικοσιπενταετία στην πολιτιστική και πνευματική ανάπτυξη του νησιού οι σύλλογοι που ιδρύθηκαν στη δεκαετία του 1980, οι ερασιτεχνικές ομάδες, τα ιδρύματα «Ν. Δημητρίου» και «Ζημάλειο» αλλά και η Μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αιγαίου που λειτουργεί από τα τέλη αυτής της δεκαετίας στο Καρλόβασι. Σήμερα το νησί διατηρεί τις φυσικές ομορφιές του. Οι σοβαρές πληγές των καταστροφικών πυρκαγιών της τελευταίας εικοσαετίας αποκαθίστανται ευτυχώς σχετικά γρήγορα, κυρίως με φυσική αναδάσωση. Εκτός από τα μνημεία του νησιού, τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία, τα μοναστήρια και τα βιομηχανικά κτήρια, πολιτισμικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα χωριά του νησιού, ιδιαίτερα τα ορεινά. Τα τελευταία έχουν διατηρήσει την παλιά οικιστική τους οργάνωση με την πλατεία περίπου στο μέσον, την εκκλησία και το σχολείο στο κέντρο ή στην άκρη του οικισμού, τους κήπους στις παρυφές των οικισμών και πιο απομακρυσμένα, ανάλογα με τη μορφολογία του εδάφους, τους αμπελώνες ελαιώνες και τα δάση.
3. Αμπελουργία
Μία από τις βασικές πηγές εισοδήματος για τη νεότερη Σάμο προέρχεται από την καλλιέργεια της αμπέλου και την εμπορία των προϊόντων της. Η αμπελοκαλλιέργεια αποτελούσε ήδη από την Αρχαιότητα μια πολύ καλή και προσοδοφόρα οικονομική δραστηριότητα, αν και στα Αρχαία χρόνια το σαμιώτικο κρασί δεν ήταν τόσο φημισμένο όσο στα Νεότερα. Κατά τη μυθολογία, την αμπελοκαλλιέργεια δίδαξε στους αρχαίους Σαμιώτες ο Διόνυσος, ο οποίος λατρευόταν στο νησί, ενώ ο πρώτος οικιστής, ο Αγκαίος, ήταν δεινός αμπελουργός και οινοποιός. Εξάλλου ένα από τα δύο μεγάλα ορεινά συγκροτήματα της Σάμου ονομαζόταν Άμπελος, όπως και ένα μικρότερο βουνό κοντά στην αρχαία πόλη. Η καλλιέργεια του αμπελιού στη Σάμο θα πρέπει να τοποθετηθεί στα 1350-1330 π.Χ.
Μετά τον εποικισμό του νησιού, στο β΄ μισό του 16ου αιώνα, αναπτύχθηκε πάρα πολύ η καλλιέργεια μοσχάτων αμπελιών, που ευνοούνται από το έδαφος και το κλίμα της Σάμου και παράγουν σταφύλια λευκά, υποκίτρινα με λεπτόφλουδες ρώγες, με πολλά αρώματα και γλυκύτητα. Από αυτά παράγεται το μοσχάτο κρασί ή ανθοσμίας οίνος, όπως χαρακτηρίστηκε, επειδή το άρωμά του θυμίζει αρώματα λουλουδιών του νησιού.
Το σαμιώτικο κρασί προσείλκυσε το ενδιαφέρον πολλών περιηγητών, οι οποίοι επισκέπτονταν το νησί. Ο Γάλλος βοτανολόγος J. Pitton de Tournefort το 1702, αν και εκφράζεται δυσμενώς για τις μεθόδους οινοποίησης στη Σάμο, αναφέρει ότι ήπιε «πολύ καλό κρασί που το είχαν επεξεργαστεί με μεγάλη επιμέλεια για να το πουλήσουν στους εμπόρους μας στη Σμύρνη». Στις αρχές του 18ου αιώνα το εμπόριο σαμιώτικου κρασιού περιοριζόταν σε κοντινές αγορές της Χίου, Σμύρνης, Ρόδου, Κωνσταντινούπολης, αλλά από τα μέσα του ίδιου αιώνα και προπάντων μετά τους ρωσοτουρκικούς πολέμους έφτασε και σε ρωσικές αγορές, στην Οδησσό και στο Ταϊγάνι. Οι Σαμιώτες εμπορεύονταν κρασί και ρακή, αλλά μετά την επιβολή δασμών στις εξαγωγές κρασιού από την οθωμανική διοίκηση στράφηκαν στην παραγωγή και εμπορία σταφίδας.
Το 19ο αιώνα, παρά τη μείωση της παραγωγής στη διάρκεια της επανάστασης, διαμορφώθηκαν νέες συνθήκες ανάπτυξης της αμπελοκαλλιέργειας, του εμπορίου και της κατανάλωσης κρασιών λόγω της εκβιομηχάνισης και της ανάπτυξης αστικών κέντρων. Το εμπόριο κατευθύνθηκε, εκτός από τις αγορές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προς την Αίγυπτο, την Ιταλία, την Ολλανδία, τη Γαλλία και αλλού. Βελτιώθηκαν οι τεχνικές οινοποίησης, εγκαταστάθηκαν ξένοι εμπορικοί οίκοι και εταιρείες στη Σάμο, προσκλήθηκε το 1865 ο Γάλλος οινοποιός Φαγέ να διδάξει τους Σαμιώτες την τέχνη της οινοποιίας και της αμπελοκαλλιέργειας, ενώ παράλληλα στάλθηκε με έξοδα της ηγεμονικής κυβέρνησης ένας νέος Σάμιος, ο Α. Μανταφούνης, στη Γαλλία, με σκοπό να σπουδάσει και επιστρέφοντας στο νησί να διδάξει τους αγρότες αποδοτικότερες μεθόδους αμπελοκαλλιέργειας.
Στη διάρκεια του 19ου αιώνα οι αμπελώνες της Σάμου υπέστησαν σημαντικές ζημίες λόγω ασθενειών, αρχικά της ερυσίβης στη δεκαετία του 1850, που αντιμετωπίστηκε με τη χρήση θειαφιού, και έπειτα της φυλλοξήρας στη δεκαετία του 1880-1890. Η τελευταία ασθένεια κατέστρεψε μεγάλο μέρος των αμπελιών και οδήγησε αφενός στην εναλλακτική καλλιέργεια του καπνού και αφετέρου στην αναμπέλωση των κατεστραμμένων αμπελώνων με εισαγωγή αμερικανικών κλημάτων, που ήταν πιο ανθεκτικά στην ασθένεια της φυλλοξήρας.
Από το 1865 έγινε ανεπιτυχής προσπάθεια ίδρυσης Οινοποιητικής Εταιρείας, με στόχο να αντιμετωπιστεί ευνοϊκότερα για τους παραγωγούς η εμπορία του κρασιού. Και άλλες απόπειρες συνεταιριστικών συσσωματώσεων των παραγωγών απέτυχαν μέχρι το 1934, οπότε ιδρύθηκε η Ένωση Οινοποιητικών Συνεταιρισμών, που συγκροτήθηκε από αναγκαστικούς συνεταιρισμούς κάθε κοινότητας και στην οποία υποχρεωτικά εντάχθηκαν όλοι οι παραγωγοί.
Από το 19ο αιώνα η Σάμος συμμετείχε σε διεθνείς εκθέσεις στην Ευρώπη και στην Αμερική, αποσπώντας βραβεία για τα κρασιά της. Σήμερα παράγονται υψηλής ποιότητας και μεγάλης ποικιλίας κρασιά στα δύο εργοστάσια της Ένωσης Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου, τα οποία έχουν από το 1970 κατοχυρωθεί νομοθετικά με ονομασία προέλευσης και εξάγονται κυρίως σε ευρωπαϊκές χώρες ιδιαίτερα στη Γαλλία, που αποτελεί το μεγαλύτερο εισαγωγέα γλυκών κρασιών της Σάμου. Εξάγονται επίσης στον Καναδά, στις ΗΠΑ, στην Ιταλία, στη Γερμανία, στην Ολλανδία, στην Αγγλία, στην Ελβετία, στην Κύπρο και αλλού. Οι εξαγωγές καλύπτουν το 80% της παραγωγής, ενώ το 20% κατευθύνεται στην εσωτερική αγορά.
4. Βυρσοδεψία
Υποτυπώδης βυρσοδεψία μαρτυρείται στη Σάμο από τις αρχές του 19ου αιώνα στο λιμάνι του Βαθιού, όπου στις παρυφές της πόλης χτίστηκαν μικρά εργαστήρια βυρσοδεψίας και η περιοχή ονομάστηκε «Ταμπάκικα». Τα εργαστήρια όμως εκείνα δεν εξελίχθηκαν ούτε αναπτύχθηκε η βυρσοδεψία σε άλλη περιοχή έξω από την πόλη, η οποία ήδη από το 1854 αποτελούσε την πρωτεύουσα της ηγεμονίας της Σάμου. Αντίθετα, μεγάλη ανάπτυξη της βυρσοδεψίας παρατηρείται προς τα τέλη του 19ου αιώνα στο Καρλόβασι, που αναδεικνύεται εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο της Σάμου.
Η δυναμική εμφάνιση της βυρσοδεψίας στο Καρλόβασι χρονολογείται, σύμφωνα με αρχειακές πηγές, στο 1868, όταν ομάδα δεκαέξι βυρσοδεψών ζήτησε από την ηγεμονική διοίκηση μείωση των φόρων επί της εξαγωγής «κατειργασμένων βυρσών». Το 1874 έχουν σχεδόν υπερδιπλασιαστεί, έχουν συστήσει συντεχνία και απαιτούν τη λήψη μέτρων για την προστασία της εγχώριας βυρσοδεψίας.
Η ζήτηση κατεργασμένων δερμάτων από τον οθωμανικό στρατό στη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου (1877-1878) ενίσχυσε περαιτέρω την εξέλιξη των σαμιακών βυρσοδεψείων, τα οποία αρχίζουν να εκσυγχρονίζονται και να διευρύνουν τον κύκλο εργασιών τους από τις αρχές της δεκαετίας του 1890 με χρήση μηχανών για την επεξεργασία του δέρματος.
Τα βυρσοδεψεία αναπτύχθηκαν στην παραλιακή ζώνη του όρμου Νέου Καρλοβάσου, περιοχή όπου διευκολύνονταν οι μεταφορές, η επεξεργασία και η εμπορία των δερμάτων. Στα τέλη περίπου του 19ου αιώνα η βυρσοδεψία στο Καρλόβασι αποτελούσε ένα δυναμικό και κερδοφόρο κλάδο της εγχώριας βιομηχανίας, που ανταγωνιζόταν σε ποιότητα ελληνικά, αιγυπτιακά και τουρκικά δέρματα.
Η μεγαλύτερη ακμή της βυρσοδεψίας στο Καρλόβασι παρατηρείται την πρώτη τριακονταετία του 20ού αιώνα. Στις αρχές του αιώνα οι ιδιοκτήτες βυρσοδεψείων στο Καρλόβασι ιδρύουν ομόρρυθμες εταιρείες, μερικοί συγχωνεύονται σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις και χρησιμοποιούν σύγχρονα μηχανήματα, που βελτιώνουν την ποιότητα του τελικού προϊόντος. Κατά την απογραφή του 1920 λειτουργούσαν 47 εργοστάσια βυρσοδεψίας, τα οποία απασχολούσαν πολλούς εργάτες οργανωμένους σε ισχυρό σωματείο.
Το πρώτο σωματείο βυρσοδεψών «Αδελφότης βυρσοδεψών “Ο Προφήτης Ηλίας”» ιδρύθηκε το 1899, με σκοπό την αμοιβαία υποστήριξη και τη βοήθεια άπορων εργατών, ενώ το 1908 ιδρύθηκε καθαρά εργατικό σωματείο με την επωνυμία «Αδελφότης Εργατών Βυρσοδεψείων “Ο Άγιος Παντελεήμων”».
Τα κατεργασμένα δέρματα εξάγονται σε αγορές της Μικράς Ασίας, της Αιγύπτου, της Μέσης Ανατολής αλλά και της Ελλάδας, ενώ ακατέργαστα δέρματα εισάγονται από τις ίδιες περιοχές αλλά και από μακρινές χώρες της Ασίας και της Νοτίου Αμερικής. Η μείωση ή απαλλαγή από τελωνειακούς δασμούς που είχε εξασφαλίσει η ηγεμονία κατέστησε τα σαμιακά δέρματα ιδιαίτερα ανταγωνιστικά στις αγορές. Για τη διευκόλυνση της μεταφοράς των δερμάτων από τα εργοστάσια προς το λιμάνι κατασκευάστηκαν σιδηροτροχιές όπου κινούνταν ιππήλατος τροχιόδρομος, που λειτουργούσε από το 1905 μέχρι τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Τα υλικά που χρησιμοποιούνταν για την επεξεργασία των δερμάτων ήταν φυσικής προέλευσης (πευκοφλοιός, σκίνος, ρούδι, βελανίδια), το μεγαλύτερο μέρος των οποίων προερχόταν από τις ορεινές περιοχές του νησιού ή εισαγόταν από τη Μικρά Ασία.
Η επεξεργασία των σολοδερμάτων περιλάμβανε τρεις φάσεις: α) ενυδάτωση και καθαρισμό, β) πρόδεψη και δέψη και γ) επεξεργασία καλλωπισμού, βαφής και συσκευασίας των δερμάτων για εξαγωγή.
Η βιομηχανία της βυρσοδεψίας στη Σάμο επηρεάστηκε από τη μεγάλη οικονομική κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και σταδιακά παρήκμασε δεχόμενη ισχυρά πλήγματα, τόσο στη διάρκεια της ιταλικής κατοχής στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και μεταπολεμικά, με τη διάδοση των συνθετικών υλικών που αντικατέστησαν τα δέρματα.
Σήμερα λειτουργούν ελάχιστα βυρσοδεψεία στο Καρλόβασι, ενώ τα εντυπωσιακά κτήρια, πολλά από τα οποία έχει αγοράσει το Πανεπιστήμιο Αιγαίου για τις εκπαιδευτικές ανάγκες του και με σκοπό να δημιουργήσει Μουσείο Βυρσοδεψίας, καθώς και τα πολλά νεοκλασικά αρχοντικά, δηλώνουν τη μεγάλη ακμή της βυρσοδεψίας στη Σάμο.
(Χρίστος Λάνδρος)
5. Παραδοσιακή και νεότερη αρχιτεκτονική
5. 1. Οι οικισμοί
Στη Σάμο υπάρχουν περίπου 40 οικισμοί, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν οικοδομηθεί στην ενδοχώρα από το φόβο των πειρατικών επιδρομών (Μυτιληνιοί, Παγώνδας, Πύργος, Αρβανίτες κ.ά.), ενώ οι νεότεροι αποσκοπούν στο συνδυασμό ασφάλειας και ανοιχτής θέας. Ο τυπικός οικισμός της Σάμου ακολουθεί συνήθως τη διαμόρφωση του εδάφους, με μορφή ακανόνιστου πυκνού πλέγματος, ενώ απουσιάζει η μορφή του οχυρωμένου οικισμού. Παρουσιάζει κατά βάση ομοιογενή σύσταση, χωρίς να διασπάται σε γειτονιές, και αναπτύσσεται γύρω από πλατείες, που αποτελούν το κέντρο της κοινωνικής ζωής.
5. 2. Η κατοικία
Οι λαϊκές κατοικίες στη Σάμο διαιρούνται σε δύο βασικές κατηγορίες: σε αυτές με την επίπεδη οροφή (το γνωστό νησιωτικό δώμα) και σε αυτές με την επικλινή κεραμοσκεπή στέγη.
Φαίνεται ότι ο τύπος του σπιτιού με την επίπεδη οροφή επικρατούσε σε ολόκληρο το νησί μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες μεταβλήθηκαν με την ίδρυση της ηγεμονίας. Σήμερα, παραδείγματα αυτού του είδους κατοικίας μπορεί να συναντήσει κανείς στη νότια πλευρά του νησιού (Νιχώρι, Χώρα, Μαραθόκαμπος, Σκουρέικα και Κουμέικα). Σπανίως εντοπίζεται στην απλούστερη, μονόχωρη μορφή του, ενώ ο κανόνας είναι το δίπατο σπίτι, στους χώρους του οποίου καταμερίζονται οι δραστηριότητες της αγροτικής οικογένειας που φιλοξενεί. Έτσι, στο κατώι ή βαρκαρέτζο (το ισόγειο) λαμβάνουν χώρα οι παραγωγικές δραστηριότητες του ιδιοκτήτη-αγρότη. Συνήθως το κατώι δεν έχει επικοινωνία με τον επάνω όροφο, το ανώι, στο οποίο η πρόσβαση γίνεται με μια εξωτερική πέτρινη σκάλα που σε πολλές περιπτώσεις καταλήγει σε μια βεράντα. Βασικό χαρακτηριστικό του σπιτιού αυτού του τύπου είναι η μεσάντρα ή μισάντρα, ένα έπιπλο με περίτεχνη τις περισσότερες φορές ξυλόγλυπτη διακόσμηση που διαιρεί το χώρο και χρησιμεύει επίσης για τη φύλαξη των ρούχων. Ο τύπος αυτός του απλού, μακρόστενου σπιτιού, με την είσοδο στη μία από τις μακρές πλευρές, φαίνεται ότι μεταφέρθηκε στη Σάμο από τους εποίκους που έφτασαν στο νησί μετά την ερήμωσή του από την ηπειρωτική Ελλάδα στα τέλη του 16ου αιώνα. Εδώ συνδυάστηκε με τη νησιωτική αρχιτεκτονική των σπιτιών με επίπεδη οροφή και προέκυψε μια τοπική αρχιτεκτονική παράδοση, η οποία επικράτησε για τρεις τουλάχιστον αιώνες.
Ο δεύτερος τύπος σπιτιού στη Σάμο είναι αυτός με κεραμοσκεπή στέγη. Οι διαφορές που παρουσιάζουν από τον προηγούμενο τύπο επικεντρώνονται στην εξωτερική μορφή και στη διάταξη, καθώς το εσωτερικό είναι σχεδόν όμοιο και στις δύο περιπτώσεις. Και αυτό το σπίτι είναι δίπατο με το ανώι και το κατώι, μόνο που σ' αυτήν την περίπτωση η επικοινωνία γίνεται με εσωτερική και όχι εξωτερική σκάλα. Η στέγη είναι η κανονική ξύλινη, τετράκλινη κεραμοσκέπαστη, η λεγόμενη «τραβάκα». Η στενομέτωπη πρόσοψη του σπιτιού χαρακτηρίζεται από τον τσατμά, έναν ξύλινο σκελετό από καδρόνια, του οποίου τα κενά καλύπτονται με τούβλα ή λεπτές ξύλινες βέργες και σοβατίζονται, καλύπτοντας τους εξωτερικούς τοίχους, καθώς και από την παρουσία του κλειστού εξώστη που προεξέχει, του γνωστού σαχνισιού, με τα μεγάλα, συμμετρικά παράθυρα. Στο εσωτερικό, περίτεχνη ξυλόγλυπτη διακόσμηση με φυτικά και γεωμετρικά μοτίβα καλύπτει διάφορα σημεία του σπιτιού. Αυτός ο δεύτερος τύπος σπιτιού, με στοιχεία που προέρχονταν από τα μεγάλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη), επικράτησε στο νησί το β΄ μισό του 19ου αιώνα.
6. Μουσεία
6. 1. Αρχαιολογικό Μουσείο Βαθέος Σάμου
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Σάμου στεγάζεται σε δύο κτήρια: στο «Πασχάλειο Αρχαιοφυλάκειον», που είναι το παλιό μουσείο και χτίστηκε το 1912, και στο νέο μουσείο που εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο του 1987 και στεγάζει τη συλλογή της αρχαϊκής γλυπτικής. Στις συλλογές του μουσείου περιλαμβάνονται σημαντικά έργα της αρχαϊκής γλυπτικής, της κεραμικής, κοροπλαστικής και μικροτεχνίας, καθώς και χάλκινα, ελεφαντοστέινα και ξύλινα έργα. Από τα πιο σημαντικά εκθέματα είναι το μαρμάρινο άγαλμα ντυμένης γυναικείας μορφής, ανάθημα του Χηραμύη στην Ήρα (570/560 π.Χ.) και το σύνταγμα αγαλμάτων του γλύπτη Γενέλεω, αφιέρωμα στο Ηραίο. Αποτελείται συνολικά από έξι μορφές (πέντε γυναικείες και μία ανδρική), η μία από τις οποίες (η «Ορνίθη») βρίσκεται στο Βερολίνο (560/540 π.Χ.). Επίσης εκτίθεται πήλινος αρχαϊκός κέρνος, διακοσμημένος με μικρογραφικά αγγεία και ειδώλια του 7ου αι. π.Χ., καθώς και ελεφαντοστέινο αγαλμάτιο γονατιστού νέου (χορευτή) από στέλεχος λύρας, 7ος αι. π.Χ.
6. 2. Αρχαιολογική Συλλογή Πυθαγορείου
Στεγάζεται στο ισόγειο του δημαρχιακού κτηρίου του Πυθαγορείου από την πρώτη εικοσαετία του 20ού αιώνα. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το κτήριο επισκευάστηκε και το 1993 έγιναν επεμβάσεις στην ανατολική όψη του. Στεγάζει συλλογή αρχαϊκών στηλών, πορτρέτα Ρωμαίων αυτοκρατόρων και κεραμική (9ος αι. π.Χ.-2ος αι. π.Χ.). Από τα πιο σημαντικά έργα που περιλαμβάνει η Αρχαιολογική Συλλογή Πυθαγορείου είναι το μαρμάρινο καθιστό άγαλμα του Αιάκη (γύρω στο 540 π.Χ.), που βρέθηκε στο Πυθαγόρειο και στην επιγραφή του οποίου αναφέρεται ότι αφιερώθηκε στην Ήρα από τον Αιάκη, πατέρα του Πολυκράτη, από τα κέρδη που είχε από την πειρατεία, καθώς και μεγάλη μαρμάρινη μνημειακή σαρκοφάγος (β’ μισό του 6ου αι. π.Χ.) στον τύπο ναόσχημου οικοδομήματος.
6. 3. Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Αιγαίου – Παλαιοντολογικό Μουσείο Μυτιληνιών Σάμου – Ίδρυμα Κωνσταντίνου και Μαρίας Ζημάλη
Τα τελευταία εκατό χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί ανασκαφές στη Σάμο, οι οποίες έφεραν στην επιφάνεια συλλογές απολιθωμάτων, οι περισσότερες από τις οποίες κατέληξαν σε κάποιο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του εξωτερικού. Το 1963 έκανε ανασκαφές στη θέση Αδριανός ο καθηγητής Ιωάννης Μελέντης, τα ευρήματα των οποίων παρέμειναν για πρώτη φορά στο νησί και αποτέλεσαν τον κορμό του Παλαιοντολογικού Μουσείου Μυτιληνιών Σάμου που στεγάστηκε στο κτήριο της κοινότητας Μυτιληνιών, που ιδρύθηκε το 1967. Έκτοτε οι ανασκαφές συνεχίζονται και η συλλογή διαρκώς εμπλουτίζεται. Το 1992 ιδρύθηκε το Ίδρυμα Κωνσταντίνου και Μαρίας Ζημάλη, με σκοπό τη δημιουργία σύγχρονου Μουσείου Φυσικής Ιστορίας στη Σάμο, το οποίο εγκαινιάστηκε τον Αύγουστο του 1994. Τα κτήρια του Μουσείου καλύπτουν στεγασμένη έκταση 1.600 τ.μ. σε τρία επίπεδα και περιλαμβάνουν εργαστήρια, εκθετήριο, βιβλιοθήκη, γραφεία, αίθουσα διαλέξεων 100 ατόμων με σύγχρονα οπτικοακουστικά συστήματα, κυλικείο και ξενώνα. Οι λειτουργίες του Μουσείου διαιρούνται σε τρεις τομείς. Ο πρώτος, ο τομέας Έρευνας και Περιβάλλοντος, έχει αναλάβει τις ανασκαφές στη Σάμο καθώς και κάθε ερευνητική ενέργεια που σχετίζεται με την προστασία του περιβάλλοντος. Ο δεύτερος τομέας, ο Εκθεσιακός, διαθέτει πέντε τμήματα (Παλαιοντολογικό, Ορυκτών και Πετρωμάτων, Θαλάσσιας ζωής, Βοτάνων και Ζωολογικό), τα οποία υποστηρίζονται από τα αντίστοιχα εργαστήρια. Περιλαμβάνει 600 περίπου παλαιοντολογικά ευρήματα, 300 είδη ορυκτών και πετρωμάτων, 350 είδη οστράκων, 40 είδη πτηνών, 30 είδη ζώων, ερπετά της Σάμου και 3.000 βότανα της ελληνικής χλωρίδας. Τέλος, ο τομέας Εκπαίδευσης περιλαμβάνει μια πλούσια βιβλιοθήκη και μια αίθουσα διαλέξεων χωρητικότητας 100 ατόμων, με σύγχρονα μέσα οπτικοακουστικής, που καλύπτουν τις ερευνητικές δραστηριότητες του Μουσείου.
6. 4. Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Καρλοβάσου
Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Καρλοβάσου λειτουργεί από το 1994 στο Καρλόβασι. Τα εκθέματά του καλύπτουν τη χρονική περίοδο από το 1870 ως το 1955 και αποτυπώνουν την καθημερινή ζωή τόσο της ακμάζουσας αστικής τάξης όσο και των αγροτικών πληθυσμών του νησιού. Ο αργαλειός, η σκάφη για το ζύμωμα και τα υφαντά συνυπάρχουν με πορσελάνες, σκαλιστούς καθρέφτες και άλλα έπιπλα, καθώς και περίτεχνες ενδυμασίες, που συμπληρώνουν την εικόνα της εποχής.
6. 5. Λαογραφικό Μουσείο Ιδρύματος Ν. Δημητρίου
Στην περιοχή του Πυθαγορείου, στις εγκαταστάσεις του ξενοδοχείου Doryssa Bay, λειτουργεί από το 1997 το Λαογραφικό Μουσείο του Ιδρύματος Ν. Δημητρίου. Σκοπός του να δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα της ζωής στο νησί ως το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο Μουσείο εκτίθενται τα σύνεργα των παραδοσιακών επαγγελματιών και τεχνιτών, όπως του βοσκού, του ψαρά, του τσαγκάρη, του καλαθοποιού και του μελισσοκόμου. Έχει επίσης ανασυσταθεί ένα ολόκληρο κουρείο από την περίοδο της ηγεμονίας της Σάμου, ενώ μπορεί κάποιος να δει δείγματα της αστικής ζωής του νησιού σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο, όπου εκτίθενται εργόχειρα, ενδυμασίες και πολλά αντικείμενα από το αστικό σπίτι της εποχής. Στον υπαίθριο χώρο του Mουσείου έχουν διαμορφωθεί αντίγραφα εργαστηρίων με αυθεντικά εργαλεία από τα παραδοσιακά επαγγέλματα του χωριού: σιδεράδικο, αγγειοπλαστείο, εργαστήρι σακοποιού, ξυλουργείο, βαρελάδικο, χώροι επεξεργασίας του καπνού και των σταφυλιών με το πατητήρι και τον αποστακτήρα.
7. Λαϊκός πολιτισμός – λαϊκή τέχνη
Στη Σάμο γίνονται πολλά πανηγύρια κάθε χρόνο. Απαραίτητο στοιχείο του σαμιώτικου πανηγυριού είναι η παρασκευή της «γιουρτής» ή «γιορτής» ή του «κισκεκιού», ενός ειδικού φαγητού που διανέμεται στους πιστούς μετά τη λειτουργία. Σε διάφορα μέρη του νησιού γίνεται το παραδοσιακό κάψιμο του Ιούδα, καθώς και ο Κλήδονας. Το βράδυ της παραμονής του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου (24 Ιουνίου) ανάβουν στα περισσότερα χωριά φωτιές (αφανοί) με τα στεφάνια της Πρωτομαγιάς, πάνω από τις οποίες πηδούν οι νέοι της γειτονιάς. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά πηγαίνουν την «προβέντα», ένα πιάτο με βασιλόπιτα και γλυκά στους γονείς, ενώ εκείνοι τους δίνουν τη λεγόμενη «μπουπιστρίνα» δηλαδή χρήματα και γλυκά.
Η Σάμος, όπως και τα υπόλοιπα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, παρουσιάζει μεγάλη αγγειοπλαστική παράδοση, κυρίως όσον αφορά χρηστικά κεραμικά, ήδη από την Αρχαιότητα. Σήμερα, υπάρχουν μόνο δύο εργαστήρια, το ένα στο χωριό Μαυραντζαίοι και το δεύτερο στο Καρλόβασι. Η σαμιώτικη αγγειοπλαστική διακρίνεται για τις απλές φόρμες της και τη λιτότητα στη διακόσμηση. Χαρακτηριστικό είναι το άσπρο φόντο των αγγείων με τα διακοσμητικά μοτίβα. Στη Σάμο ιδιαίτερη άνθηση γνώρισε επίσης και η υφαντική.
(Βασιλική Σπυροπούλου) |