1. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του
Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε το 1905 στο συνοικισμό Σκαλί της Άνω Σύρου από καθολικούς γονείς (Δομένικος, Ελπίδα). Ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια. Στην οικογένειά του είχε και τις πρώτες επαφές με τη μουσική. Ο πατέρας και τα αδέλφια του έπαιζαν τσαμπούνα, ενώ ο ίδιος ο Μάρκος έπαιζε τύμπανο. Ο νεαρός Μάρκος, μετά τη στράτευση του πατέρα του το 1912, σταμάτησε το σχολείο στην Δ΄ δημοτικού για να δουλέψει μαζί με τη μητέρα του στο κλωστήριο του Δεληγιάννη.
Το 1917, σε ηλικία 13 ετών, έφυγε λαθρεπιβάτης για τον Πειραιά. Εκεί και στην Αθήνα εργάστηκε ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, εργάτης στους γαιάνθρακες, υπάλληλος σε μπακάλικο και σε μανάβικο, λούστρος, εργάτης σε κλωστήριο, εφημεριδοπώλης και για πολλά χρόνια στα σφαγεία ως εκδορέας. Ταυτόχρονα ήρθε σε επαφή με τα μουσικά ιδιώματα των Μικρασιατών προσφύγων και έμαθε μπουζούκι, με δάσκαλο το Νίκο Αϊβαλιώτη (1925). Στον Πειραιά βίωσε την ιδιαίτερη κουλτούρα του κοινωνικού περιθωρίου του λιμανιού, την οποία και ενστερνίστηκε. Με τα χρόνια αφιερώθηκε αποκλειστικά στο μπουζούκι και στο τραγούδι. Σταδιακά, και πάντα μέσω των προσφύγων, γνώρισε το ρεμπέτικο τραγούδι, το οποίο υπηρέτησε ως το θάνατό του. Το ρεμπέτικο τραγούδι, εκφραστής των δυσκολιών προσαρμογής των κατώτερων και περιθωριοποιημένων κοινωνικών στρωμάτων στη νέα αστική πραγματικότητα και της προσπάθειάς τους να βρουν εναλλακτικούς τρόπους δημιουργίας των κοινωνικών δικτύων που διαλύθηκαν στο νέο περιβάλλον, ήρθε να εκφράσει και τα προβλήματα που βίωνε ο ίδιος ο Βαμβακάρης ερχόμενος στον Πειραιά.
2. Ο Βαμβακάρης στη δισκογραφία
Τα πρώτα τραγούδια του Μάρκου κυκλοφόρησαν στη δισκογραφία στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και ο ίδιος εξελίχτηκε γρήγορα σε ηγετική μορφή του μουσικού ρεύματος που ονομάστηκε «ρεμπέτικο». Ο Βαμβακάρης θεωρείται πατέρας του ρεμπέτικου τραγουδιού κυρίως για δύο λόγους: ήταν αυτός που ίδρυσε την πρώτη ορχήστρα με μπουζούκια και αυτός που συστηματοποίησε την ηχογράφηση του ρεμπέτικου τραγουδιού. Εκείνη την εποχή πρωτολειτούργησε στη Ριζούπολη της Νέας Ιωνίας το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων της Columbia. Το καινοτόμο στοιχείο που εισήγαγε ο Βαμβακάρης ήταν ότι στη διάρκεια των ηχογραφήσεων συνόδευε το τραγούδι του παίζοντας μπουζούκι – κάτι αδιανόητο για την εποχή εκείνη, εξαιτίας της κοινωνικά υποβαθμισμένης εικόνας του μπουζουκιού. Τότε φωνογραφεί στη Ριζούπολη (με συνοδεία μπουζουκιού) τα τραγούδια «Ταξίμ Σερί» και «Εφουμάραμε ένα βράδυ».
Το 1934-1935 ίδρυσε μαζί με τους Γιώργο Μπάτη, Στράτο Παγιουμτζή και Ανέστη Δελιά (τη θέση του οποίου πήρε ο Απόστολος Χατζηχρήστος, όταν ο πρώτος πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης το 1941) συγκρότημα με το όνομα «Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς». Με την τετράδα αυτή απέκτησε φήμη παίζοντας στα καφενεία και στους τεκέδες του Πειραιά. Παράλληλα, συνεργάστηκε με τις δισκογραφικές εταιρείες Odeon-Parlophone και φωνογράφησε το «Χαρμάνη», το «Αράπ Ζεϊμπέκικο» και περίπου 30 ακόμη τραγούδια. Tο 1934 o Βαμβακάρης κυκλοφόρησε τον πρώτο ρεμπέτικο δίσκο της ιστορίας, με τίτλο «Να 'ρχόσουνα ρε μάγκα μου». Ήταν ένας συνθέτης και στιχουργός που διεύρυνε τη θεματολογία του ρεμπέτικου. Με τη συμβολή του Βαμβακάρη, το ρεμπέτικο σταμάτησε πια να αναφέρεται αποκλειστικά στην κουλτούρα του λούμπεν προλεταριάτου και στη διαπραγμάτευση του αξιακού συστήματος της συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, και άρχισε να ασχολείται με ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα της εποχής του Μεσοπολέμου: τη φτώχεια, την κοινωνική αδικία, τη μετανάστευση. Με αυτόν τον τρόπο αποσυνδέθηκε από το κοινωνικό περιθώριο και έγινε γνωστό σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες.
Την περίοδο 1935-1940 ο Βαμβακάρης έγραψε πολλά τραγούδια, ανάμεσά τους και την περίφημη «Φραγκοσυριανή» (1937). Το ρεμπέτικο έχει ήδη επιβληθεί ως το λαϊκό είδος τραγουδιού στην Ελλάδα. Αλλά και στη διάρκεια της Κατοχής ο Βαμβακάρης εξακολούθησε να γράφει και να ερμηνεύει τραγούδια, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση το «Χαϊδάρι» (1944), που ερμηνεύτηκε αργότερα από το Γιώργο Νταλάρα, αλλά και μερικά χρόνια νωρίτερα το «Στης Αλβανίας τα βουνά» και το «Αν φύγουμε στον πόλεμο».
Μετά την απελευθέρωση θεωρείται από τους περισσότερους «ξεπερασμένος» και αντιμετωπίζει έντονα βιοποριστικά προβλήματα. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 όμως, με πρωτοβουλία του Τσιτσάνη, κυκλοφορούν παλιά και καινούργια τραγούδια του Βαμβακάρη, ερμηνευμένα από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέη, ο Στράτος Διονυσίου, κ.ά. Έτσι κερδίζει ξανά την καταξίωση και αναγνωρίζεται ως η μεγαλύτερη φυσιογνωμία του ρεμπέτικου. Από το 1959 αρχίζει μια καινούργια περίοδος δημιουργίας για το Βαμβακάρη, που κρατάει ως το θάνατό του. Το ρεπερτόριό του περιλαμβάνει συνολικά 350-400 τραγούδια.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης παντρεύτηκε την Ευαγγελία και απέκτησε τρεις γιους, το Βασίλη, το Στέλιο και το Δομένικο. Πέθανε το 1972 στη Σύρο. |