1. Πρωτογεωμετρική κεραμική
Η γεωγραφική και η πολιτική πολυδιάσπαση των νησιών του Αιγαίου κατά την 1η χιλιετία π.Χ. είχε ως αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, τη γέννηση μιας σειράς κεραμικών ρυθμών. Πολύ λίγα στοιχεία είναι γνωστά για την παραγωγή της κεραμικής στο χώρο του Αιγαίου κατά την Πρωτογεωμετρική περίοδο (1050-900 π.Χ.). Πολλά από τα αγγεία της περιόδου, τόσο στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου όσο και στη Μικρά Ασία, μαρτυρούν την αττική επίδραση, επιβεβαιώνοντας την ιστορική παράδοση που θέλει τις περιοχές αυτές να εποικίζονται από την Αθήνα. Κατά την Ύστερη Πρωτογεωμετρική περίοδο (950-900 π.Χ.), κυρίαρχο στοιχείο στις Κυκλάδες είναι οι επιδράσεις από την Εύβοια, που έχουν ως αποτέλεσμα την παραγωγή αγγείων που μοιάζουν πολύ με τα ευβοϊκά. Δεσπόζουσα θέση ανάμεσά τους κατέχει ο σκύφος, είδος πήλινου ποτηριού, με κρεμάμενα ημικύκλια. Θα χρειάζονταν εργαστηριακές αναλύσεις του πηλού για να αποφασίσει κανείς ποια από τα αγγεία της συγκεκριμένης ομάδας έχουν παραχθεί στον κυκλαδικό χώρο, ποια είναι ευβοϊκά και ποια είναι απομιμήσεις από άλλες περιοχές, από τη Συρία ως την Ιταλία, όπου απαντούν δείγματα. Το συγκεκριμένο κεραμικό σχήμα έχει πολύ μακρά διάρκεια ζωής και ορισμένες μελέτες ανάγουν το τέλος του στον 8ο αι. π.Χ.
2. Γεωμετρική κεραμική
Κατά την επόμενη φάση, τη Γεωμετρική περίοδο (900-700 π.Χ.), οι κεραμείς των Κυκλάδων, του ανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων διατηρούν το ενδιαφέρον τους για τα αττικά προϊόντα, κυρίως για τους μεγάλους ταφικούς αμφορείς. Τόσο οι απομιμήσεις όσο και οι εισαγωγές είναι συχνές. Ιδιαίτερα κατά τη Μέση Γεωμετρική περίοδο (850-750 π.Χ.), όταν εγκαθιδρύεται ένα είδος «πολιτισμικής κοινής», τα αγγεία του αιγαιακού χώρου μοιάζουν πολύ με τα αντίστοιχά τους αττικά. Μια ενδιαφέρουσα ομάδα παράγεται στη Ρόδο, όπου το αγαπημένο σχήμα είναι ο κρατήρας με ψηλό πόδι και διακόσμηση γεωμετρικού χαρακτήρα μέσα σε μετόπη (μαίανδρος, δέντρο της ζωής κλπ.). Κατά την τελευταία φάση της Γεωμετρικής περιόδου (750-700 π.Χ.) παρατηρείται το φαινόμενο της έντονης πολυδιάσπασης των ρυθμών, που χαρακτηρίζει το σύνολο του ελληνικού χώρου εκείνη την περίοδο. Στις Κυκλάδες αναπτύσσεται ιδιαίτερα το θηραϊκό και το μηλιακό εργαστήριο, που παράγουν στιβαρά αγγεία (κυρίως κρατήρες και αμφορείς με ψηλό πόδι), ενώ στη Νάξο και στην Πάρο τα εργαστήρια διατηρούν μια επαφή με την Αττική. Ειδικά στην Πάρο, αξίζει να τονιστεί το σημαντικότατο εύρημα του Πολυανδρίου της Παροικιάς, όπου ανακαλύφθηκαν δύο ομαδικοί τάφοι με πάνω από διακόσια αγγεία. Δύο από αυτά διακοσμούνται με ζωηρές σκηνές μάχης και συγκαταλέγονται μεταξύ των πρωιμότερων εικονιστικών παραστάσεων με αφηγηματικό περιεχόμενο στην ελληνική τέχνη. Στη Ρόδο, κατά την Ύστερη Γεωμετρική περίοδο, απομακρυνόμαστε επιτέλους από την αττική επιρροή. Παρατηρείται έντονη πρόσμειξη φοινικικών και κυπριακών στοιχείων στην κεραμική του νησιού, ως αποτέλεσμα της κομβικής του θέσης μεταξύ Ανατολής και Ελλάδας. Αγγεία της σχολής αυτής εξάγονται σε μεγάλους αριθμούς στη Δύση, όπως μαρτυρά και η περίφημη κοτύλη (αγγείο πόσεως με δύο οριζόντιες λαβές) του Νέστορα, με την πρωιμότερη έμμετρη επιγραφή στην ελληνική γλώσσα, που βρέθηκε σε τάφο ενός παιδιού φοινικικής καταγωγής στην ευβοϊκή αποικία των Πιθηκουσσών στην Καμπανία. Αγαπημένα σχήματα είναι οι σφαιρικές φλάσκες, οι κάνθαροι και οι κρατήρες με ψηλό πόδι. Βορειότερα, στη Χίο, αντιγράφονται οι λεγόμενοι σκύφοι με πτηνά, προϊόντα που εντοπίζονται στη βόρεια Ιωνία, ενώ η Σάμος συνεχίζει την αττικίζουσα παράδοση, με σκηνές πρόθεσης και γεωμετρικούς κρατήρες με ψηλό πόδι και γεωμετρική διακόσμηση.
3. Ανατολίζουσα κεραμική
Κατά την Ανατολίζουσα περίοδο (7ος αι. π.Χ.), τα εργαστήρια των νησιών του Αιγαίου ακμάζουν ιδιαίτερα. Σε πολλές περιοχές, όπως στη Χίο, ή ακόμα και τις Κυκλάδες, συνεχίζεται η παραγωγή αγγείων υπογεωμετρικού χαρακτήρα, με προεξάρχον σχήμα την κοτύλη με πτηνά, όπου το ανατολίζον, κορινθιακό σχήμα «παντρεύεται» με τη γεωμετρικού τύπου διακόσμηση και τα στιλιζαρισμένα πτηνά. Τα αγγεία αυτής της κατηγορίας είναι εξαιρετικά δημοφιλή στην Ιταλία, όπου οι θαλασσοπόροι του Αιγαίου δραστηριοποιούνται πλέον έντονα. Σάμιοι, Χίοι και Ρόδιοι ναυτικοί συγκαταλέγονται μεταξύ των δυναμικότερων εμπόρων και ιδρυτών αποικιών, τόσο στη Δύση όσο και στη Μαύρη θάλασσα και τη Βόρεια Αφρική. Κυρίαρχη όμως τάση πλέον είναι η απαλοιφή των γεωμετρικών κοσμημάτων και η αντικατάστασή τους με μοτίβα που εισάγονται από την τέχνη της Ανατολής: καμπυλόγραμμα φυτικά κοσμήματα (ρόδακες, ανθέμια, πλόχμοι), που συνδυάζονται με γραμμικά κοσμήματα και πλαισιώνουν μεγαλόσωμες και αρκετά απλοϊκές μορφές ζώων που βόσκουν, λιονταριών και πτηνών. Αρκετές από τις ομάδες κεραμικών που προέρχονται από τη Δήλο διακοσμούνται με υπογεωμετρικά ζώα, αν και τα σχήματα γνωρίζουν πλέον εξέλιξη. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά το γραμμικό νησιωτικό ρυθμό των μέσων του 7ου αι. π.Χ., που φαίνεται πως ήταν δημοφιλής σε όλες τις περιοχές των Κυκλάδων, αλλά κεραμικά αυτού του ρυθμού παρασκευάζονταν κυρίως στη Θήρα ή την Πάρο. Ένα από τα αριστουργήματα της κυκλαδικής αγγειογραφίας είναι η οινοχόη (δοχείο άντλησης κρασιού από τους κρατήρες) από την Αίγινα που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο, με ανάγλυφη κεφαλή γρύπα στο στόμιο και σκηνή λιονταριού που κατασπαράσσει ελάφι και αλόγου που βόσκει στο σώμα. Το κυριότερο ανατολίζον εργαστήριο της περιοχής εντοπίζεται στην Πάρο και είναι το εσφαλμένα αποκαλούμενο «μηλιακό» εργαστήριο. Χαρακτηριστικοί είναι οι μεγάλοι ταφικοί πιθαμφορείς με ψηλό πόδι, παλαιότερο σχήμα που όμως εμπλουτίζεται με τεχνοτροπία δανεισμένη από το ρυθμό των Αιγάγρων της Μιλήτου και των Κλαζομενών και παράγει αξιόλογες παραστάσεις, με άρματα και σκηνές μάχης. Συχνότερα πάντως απαντούν τα πινάκια με ωραίες εικονιστικές παραστάσεις (που τα συναντάμε και στη Θάσο), καθώς και οι μικρού μεγέθους υδρίες, με διακόσμηση από γυναικείες προτομές με την τεχνική του περιγράμματος. Γενικά στον κυκλαδικό χώρο παρατηρείται μια τάση πολυχρωμίας, την οποία μεταφέρουν μετανάστες κεραμείς και στο σικελικό χώρο, ιδιαίτερα στις Συρακούσες. Στη Χίο εντοπίζεται ένα ιδιαίτερα σημαντικό εργαστήριο με πολύχρωμα αγγεία με λευκό επίχρισμα. Χαρακτηριστικότερο σχήμα είναι ο κάλυκας, αγγείο με κωνικό πόδι και δύο οριζόντιες λαβές. Ο ρυθμός εμπνέεται αρχικά από το σύγχρονο μέσο ρυθμό των Αιγάγρων, ενώ αργότερα αναπτύσσεται ανεξάρτητα. Πολλά αγγεία του ρυθμού αυτού έχουν βρεθεί στη Ναύκρατι και την Αίγινα.
Νοτιότερα, στη Ρόδο, οι κεραμείς ακολουθούν ως επί το πλείστον τις παραδόσεις της γειτονικής Μιλήτου. Εισάγουν αγγεία του ρυθμού των Αιγάγρων και παράγουν απομιμήσεις σε απλούστερο στιλ ή αμφορείς όχι ιδιαίτερα δουλεμένους με χοντροκομμένα σχέδια ζώων. Η σημαντικότερη ομάδα αγγείων από τη Ρόδο χρονολογείται στον ύστερο 7ο και τον πρώιμο 6ο αι. π.Χ. Πρόκειται για τις κύλικες και τους αμφορείς του ρυθμού των Βρουλίων, όπου συνδυάζεται η υπογεωμετρική παράδοση με εγχάρακτα και γεμισμένα με ερυθρό και μαύρο βερνίκι φυτικά κοσμήματα ανατολίζουσας έμπνευσης. Ροδιακά είναι, πιθανότατα, τα ωραία πινάκια με εικονιστικές παραστάσεις. Το πιο αξιόλογο αγγείο της ομάδας αυτής είναι το πινάκιο του Βρετανικού Μουσείου με παράσταση μονομαχίας του Έκτορα και του Μενέλαου πάνω από το νεκρό Εύφορβο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι επιγραφές που συνοδεύουν τις μορφές είναι σε αργολικό αλφάβητο, υποδηλώνοντας προφανώς την παρουσία ενός μετανάστη αγγειογράφου.
4. Αρχαϊκή και κλασική κεραμική
Ο 6ος αι. π.Χ. αποτελεί το απόγειο της κεραμικής παραγωγής του αιγαιακού χώρου. Στα ακμάζοντα εργαστήρια της Χίου, παράγονται πλέον κάλυκες που διακοσμούνται με την πολύχρωμη, και αργότερα με τη μελανόμορφη τεχνική. Στη Ρόδο συναντάμε κυρίως πλαστικά αγγεία, σε ευφάνταστα σχήματα (φαλλόσχημα, κεφαλές οπλιτών, υποδημένα με σανδάλια πόδια, πίθηκοι, ο Αιγύπτιος θεός Bes), πολλές φορές με βάση την τεχνική εφυάλωσης που είναι γνωστή ως φαγεντιανή και θεματικές και τεχνοτροπικές επιρροές από τη Φοινίκη και την Αίγυπτο. Στη Ρόδο αποδίδονται επίσης και οι λεγόμενοι «κάδοι», μονοκόμματοι αμφορείς, με μελανόμορφες μυθολογικές παραστάσεις, που προέρχονται κυρίως από αιγυπτιακές θέσεις. Το σημαντικότερο είναι το εργαστήριο της Σάμου, όπου παράγονται οι μικρογραφικές μελανόμορφες κύλικες και οι αμφιπρόσωποι πλαστικοί κάνθαροι (αγγεία πόσεως με δύο ψηλές, κάθετες λαβές, ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας), που εξάγονται στην Ετρουρία ή αφιερώνονται στο τοπικό Ηραίο. Στο β΄ μισό του 6ου αι. π.Χ., οι μετρημένες εισαγωγές κορινθιακών αγγείων αντικαθίστανται από τις κατά πολύ μαζικότερες εισαγωγές αττικών μελανόμορφων. Η τάση αυτή οδηγεί σταδιακά σε μαρασμό τα νησιωτικά εργαστήρια. Σε συνδυασμό με την περσική κατάκτηση και την επακόλουθη κυριαρχία της Αθήνας στο Αιγαίο, η κεραμική παραγωγή γνωρίζει παρακμή ή σταματά εντελώς στα περισσότερα κέντρα, καθ’ όλη τη διάρκεια του 5ου και του 4ου αι. π.Χ., είτε περιορίζεται στην παραγωγή εμπορικών αμφορέων και μελαμβαφών αγγείων.
5. Ελληνιστική και ρωμαϊκή κεραμική
Στην Ελληνιστική περίοδο, ο διαχωρισμός των κεραμικών εργαστηρίων των νήσων του ανατολικού Αιγαίου από τα αντίστοιχα της Μικράς Ασίας δεν είναι πάντα εφικτός. Στη Ρόδο κυριαρχεί ο ρυθμός της Hadra, ένας απόηχος του μελανόμορφου ρυθμού με τον οποίο διακοσμούνται υδρίες ταφικής χρήσης. Ενδέχεται πολλά από τα αγγεία αυτά να μην είναι επιχώρια, αλλά εισαγωγές από την Κρήτη. Ιδιαίτερα δημοφιλής στη Ρόδο και τη Χάλκη είναι και ο τύπος της σταμνοειδούς πυξίδας. Απομιμήσεις του αττικού ρυθμού της δυτικής κλιτύος (μελανό βάθος με διακόσμηση σε επίθετο λευκό και ερυθρό χρώμα και σχήματα όπως αμφορείς, κάνθαροι και σκύφοι) απαντούν στη Δήλο και πιθανότατα και σε άλλες περιοχές του Αιγαίου. Κατά τον 3ο και 2ο αι. π.Χ. εργαστήρια παραγωγής των λεγόμενων «μεγαρικών σκύφων» υπήρχαν σε όλο τον ελλαδικό και μικρασιατικό χώρο. Στο Αιγαίο η παραγωγή αυτού του εξαιρετικά διαδεδομένου τύπου έχει διαπιστωθεί στη Λήμνο, τη Σάμο, την Αμοργό και είναι πολύ πιθανή στη Δήλο και τη Ρόδο.
Το ίδιο ισχύει και για τους εφυαλωμένους σκύφους που απομιμούνται σε μορφή και χρώμα χάλκινα και αργυρά αγγεία και θεωρείται ότι παράγονταν σε κέντρα όπως η Μυτιλήνη και η Πέργη της Μικράς Ασίας. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, τέλος, ορισμένα από τα κέντρα της ανατολικής sigillata, που σε γενικές γραμμές επιχωριάζει στη Μικρά Ασία και την Αντιόχεια, δραστηριοποιούνταν και στα νησιά του Αιγαίου. |